Από επετείους και ορόσημα καλά πάμε, τουλάχιστον ας μνημονεύουμε τέτοια τραγικά και οριακά γεγονότα με σκοπό την κατανόηση των σημαντικών παραμέτρων τους. Πέντε χρόνια μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του μικρού και ζούμε ακόμα σε συνθήκες διαρκούς τσίτας και φόρτισης, σε μια μόνιμη κατάσταση συναγερμού που δοκιμάζει νεύρα και αντοχές. Πέντε χρόνια χωρίς να επανέλθει ποτέ η “ισορροπία” όπως την αντιλαμβανόμασταν σε εποχές σχετικής μακαριότητας (πριν γίνει η Κρίση καθεστώς και η Χρυσή Αυγή ισχυρή πολιτική δύναμη) που φάνηκαν να τελειώνουν εκείνο το βράδυ. Ή μάλλον δύο βράδια μετά, όταν ξεχείλισε με εκρηκτικό τρόπο μια οργή που προφανώς έβραζε πολύ καιρό. Αντίστοιχα περιστατικά (νεκρός από αστυνομικό χέρι) έχουν πυροδοτήσει κατά καιρούς εξεγέρσεις σε όλες σχεδόν τις μητροπόλεις του πλανήτη,πολύ σπάνια όμως τόσο μεγάλης κλίμακας και με την αυθόρμητη συμμετοχή τόσων πολλών διαδηλωτών.
Το τραγικό και δικαιολογημένα εξοργιστικό περιστατικό ήταν μεμονωμένο (με την έννοια ότι δεν εκτελούνται κάθε μέρα έφηβοι από την Ελληνική Αστυνομία), όμως υπό παρόμοιες περιστάσεις θα μπορούσε να συμβεί σε οποιοδήποτε πιτσιρικά έκανε μια βόλτα στα Εξάρχεια Σάββατο βράδυ. Δεν μπορεί όμως κανείς να πει πραγματικά ότι ο θύτης θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε αστυνομικός και ούτε θα μπορούσε να τη γλιτώσει ο Κορκονέας όπως την είχαν επιδεικτικά σκαπουλάρει κάποιοι συνάδελφοι του στο παρελθόν. Τα γεγονότα που ακολούθησαν συνέτειναν στην ποινικοποίηση της κουκούλας ή της κουλτούρας του hoody (δεν το λέω ειρωνικά – αναγνωρίζω τη σημασία και τη γοητεία του image), και στην διαδικασία μυθοποίησης αλλά και δαιμονοποίησης του χώρου (και του “Χώρου”) των Εξαρχείων, και επιβεβαίωσαν το μεγάλο σχίσμα ανάμεσα στους 20χρονούς του σήμερα και στις προηγούμενες “γενιές” της μεταπολίτευσης, του ’80 και του ’90.
Εκ των υστέρων, εκείνη η “νύχτα που κάηκε η Αθήνα” μοιάζει με προάγγελο άγριων “αντισυστημικών” εκδηλώσεων, νομιμοποιώντας τρόπον τινά με τη μαζικότητα του εξεγερμένου πλήθους, το είδος της επιθετικής διαδήλωσης που ενάμιση χρόνο μετά, θα στοίχιζε τη ζωή στους τρεις εργαζόμενους της Μαρφίν, ο άδικος και παράλογος θάνατος τους (δολοφονία εξ αμελείας σε συνθήκες λιντσαρίσματος) όμως δεν φάνηκε να προκαλεί κύματα νηφαλιότητας και περίσκεψης, αλλά ούτε και σχετικές επετείους. Θλιβερό αλλά δυστυχώς κατανοητό, όπως επίσης και ο “ηρωικός” χαρακτήρας με τον οποίο έχει επενδυθεί η εξέγερση που ακολούθησε τη δολοφονία του 15χρονου ως, μεταξύ άλλων, αφετηρία μιας φάσης που τελειώνουν τα ψέμματα για την εξουσία και τη διακυβέρνηση της χώρας όπως την ξέραμε (παρά το γεγονός ότι πολύς κόσμος συμπεριφέρεται ως κατά βάθος να νοσταλγεί τις αρρώστιες του χρεωκοπημένου υποτίθεται συστήματος εξουσίας).
Οι βίαιες αντιδράσεις επικύρωσαν το μίσος για την ίδια την πόλη, το κέντρο της οποίας φλεγόταν με τις Αρχές να έχουν υποχωρήσει, αφήνοντας κτίρια, καταστήματα και μνημεία να απορροφήσουν το ξέσπασμα των διαδηλωτών. Τρία χρόνια μετά, θα την πλήρωναν και οι κινηματογράφοι Απόλλων και Αττικόν, οι οποίοι παραμένουν ερείπια που στοιχειώνουν τη Σταδίου (Διευκρίνιση: γνωρίζω ότι οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα κτίρια, ακόμα και τα πιο ωραία, και επίσης δε συμμερίζομαι γενικά την “αγαπησιάρικη” οπτική των atenistas).
Πέντε χρονιά μετά, εκείνες οι μέρες μοιάζουν με το ηχηρό σύνθημα έναρξης μιας εποχής βίαιης συνειδητοποίησης και ατέλειωτων ζυμώσεων, μεταξύ πολλών άλλων: έναρξη της αποκαλούμενης “μπατσοποίησης” της Αθήνας (δεν πρόκειται φυσικά για ελληνικό φαινόμενο σ΄έναν πλανήτη όπου η κυρίαρχη τάση είναι περί Ελέγχου και Ασφάλειας), έναρξη της συλλογικής μας ψυχοθεραπείας, έναρξη μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας κύησης που τραβάει ακόμα και θα τραβήξει για πολύ μέχρι να γεννηθεί μια νέα κατάσταση – μια νέου τύπου αποδεκτή και συγκροτημένη εθνική ταυτότητα – που θα καταφέρει να αναστρέψει την εμφυλιοπολεμική τροχιά που μοιάζουν ώρες -ώρες να παίρνουν τα πράγματα