Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Babygirl & Nosferatu! Σους! Λίγη ησυχία παρακαλώ!

Πήγα να δω αυτές τις ταινίες και ο κόσμος έκανε λες και έβλεπε το The Horror Picture Show! Συμβαίνει κάτι που δεν κατανοώ και χάνω;
Babygirl

Είναι μάλλον ιός. Δεν ξέρω ποιες ταινίες, αίθουσες, θεατές, χτυπά. Με σφυράκι ή με το δόρυ του Θορ. Μέχρι στιγμής το έχω δει να συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις: στο Babygirl και το Nosferatu. Δεν ξέρω αν φταίνε οι ταινίες, το θέμα τους, το ύφος τους, το διάχυτο προβληματικό σέξινες ή οι μπαρουτιασμένες από το βαθύ σκότος εικόνες, αλλά κάτι συμβαίνει σε αυτές τις δύο που τόσο δεν μοιάζουν μεταξύ τους και δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει και αλλού. Μπορεί απλώς το θέμα να είναι υπόθεση που ακουμπά σε νευρολογική διάγνωση – αν με κάποιον τρόπο δηλαδή, οι ήχοι που πλημμυρίζουν το σινεμά στέλνουν παράξενα σήματα που χτυπούν τον κοινό εγκέφαλο του πλήθους και του προκαλούν μια κάποια αντίδραση, μια νεύρωση. Και τον τηλεμεταφέρουν ευθύς στην τραπεζαρία του σπιτιού του, στο καθιστικό του, στο αναπαυτικό σαλόνι του βρε αδερφέ. Στην αραχτή του εμφάνιση και τη μερακλωμένη του άνεση.

Η αίθουσα του σινεμά είναι ένα ιερό μέρος για κάποιους και ένας κοινωνικός πειραματισμός για άλλους. Μου είναι για μια ακόμη φορά ξεκάθαρο. Γιατί, λοιπόν, προκαλεί αντιδράσεις αστείες και εριστικές μια ταινία μέσα στις αίθουσες; Εκεί μέσα στο σκοτάδι, παρέα με όλους αυτούς τους άγνωστους ανθρώπους; Γιατί αυτό το ον είναι απρόβλεπτο. Πρώτα απ’ όλα, έχουμε τους επαγγελματίες σχολιαστές. Αυτούς που θεωρούν ότι το κοινό χρειάζεται running commentary για να καταλάβει το plot. “Κοίτα να δεις τώρα, θα της πει ψέματα!” Ευχαριστούμε, κύριε spoiler alert, χωρίς εσάς θα είχαμε χάσει όλη την αγωνία. Και μετά υπάρχουν οι αντιδραστικοί. Αυτοί που πετάνε στη διαπασών το κλασικό “Έλα ρε φίλε!” όταν ο πρωταγωνιστής κάνει κάτι προφανώς ηλίθιο. Γιατί πάντα υπάρχει ένας που θα τρέξει προς τη λάθος κατεύθυνση ή θα ανοίξει την πόρτα που δεν έπρεπε. Λες και το άτομο στην οθόνη σε ακούει.

Δεν ξεχνάμε φυσικά το δράμα του ποπ κορν. Ξεκινάει αθόρυβα, αλλά πάντα υπάρχει εκείνος που αποφασίζει ότι η κατάλληλη στιγμή να αρχίζει να ροκανίζει τα δεκάδες τυριασμένα του nachos είναι σε κάποια σκηνή απόλυτης σιωπής. Crunch crunch. Ο εχθρός της ηρεμίας.

Πήγα και στις δύο ταινίες με μεγάλες προσδοκίες. Τελικά η πρώτη με τη Νικόλ δεν μου άρεσε, η δεύτερη μου άρεσε, δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Περισσότερο από αυτό που συμβαίνει στην οθόνη, το θέμα είναι τι συμβαίνει έξω από αυτή. Και στις δύο περιπτώσεις το σινεμά ήταν (σχεδόν) φίσκα, άρα το στόμα με στόμα που φώναζε για πρόβλημα στην «μετάφραση» δεν τους σταμάτησε – σε αρκετούς μάλιστα μπορεί να ενίσχυσε και τη διάθεση να το αντιμετωπίσουν. Είναι μάγκας ο Έλληνας κινηματογραφικός θεατής και δεν μασά πουθενά, δεν τον ενοχλεί τίποτα και δεν τον σταματά τίποτα, θα εκφραστεί, θα αντιδράσει, θα φωνάξει, θα γελάσει φωναχτά – ακόμη και σε στιγμές που μόνο αυτός ευθυμεί. Στα τέτοια του με το συμπάθιο.

Και έτρεξα από τους πρώτους και πήγα στο Babygirl. Εγώ και εκατοπενήντα ζευγάρια όλων των ηλικιών που άκουσαν γύρευε από ποιον ότι η Νικόλ επιστρέφει στα Μάτια Ερμητικά Κλειστά, στα Μυστικά και Ψέματα ή ότι ανακαλύπτει την Ολέθρια Σχέση της κινηματογραφικής της ιστορίας. Και έτρεξαν να τη στηρίξουν και να την αποθεώσουν. Και κάπου στη διαδρομή ξέχασαν πως βγήκαν από το σπίτι. Και είπαν να το συνεχίσουν έτσι όπως το κάνουν όταν είναι στον καναπέ. Στη σαλονάρα τους με την κουζινάρα τους. Φωνάζοντας και σχολιάζοντας όπως σχολίαζε η γιαγιά μου όταν έβλεπε στην τηλεόραση αστυνομική ταινία και φώναζε στον πρωταγωνιστή γεμάτη φούρκα, «όχι όχι από εκεί, θα σε πιάσουν»

Κατανοώ, δεν είχαν βοήθεια. Τους έριχνε φλόγες και ο συρφετός από διαλόγους νηπιαγωγείου όπως και οι μούτες τέλη λυκείου που έπεφταν σαν βροχή στην οθόνη. Και πάλι όμως, αυτός ο συντονισμός – από κάθε γωνιά ήταν εντυπωσιακός – ήταν αγχωτικός, λες και τα σχόλια του twitter ή Χ όπως θες πες το, έπαιρναν ζωή. Σαν πυροβολισμοί -μπαμ μπαμ μπαμ- έπεφταν  οι δικαστικές αποφάσεις του κοινού. Δυνατά και ηχηρά για να το ακούσουμε όλοι: «καλά σου κάνει τέτοια που ‘σαι», «Πιες όλο το γάλα σου, στάλα μη αφήνεις», «καλά τι κάνει τώρα;», «γύρνα μαρή στον άντρα σου», «έτσι χορεύω και γω αν μου δίνουν εκατομμύρια».

Και μετά πήγα και στον Βρικόλακα τον αρτιστίκ, τον βασισμένο στον παλιό του Φρίντριχ Βίλεμ Μουρνάου από το 1922, όχι σε αυτόν που έβαζε τον Γκάρι Όλνμαν να ψιθυρίζει γλύφοντας γλώσσα και κοιτώντας διψασμένος πάνω από το γυαλί του «διέσχισα ωκεανούς χρόνου για να σε συναντήσω». Ένιωσα πως κάτι δεν θα πάει καλά, και πως ουφ, πάλι τα ίδια θα ‘χουμε, όταν, δέκα λεπτά αφού είχε ξεκινήσει, τυπάς σωστός και άνετος μπήκε μέσα κουβαλώντας δέκα ποπ κορν σαν γκαρσόνι σε ταβέρνα στα Βλάχικα που κουβαλά κοψίδια και φώναξε με θράσος αμέτρητο «Μαρία που είσαι; Δεν σε βλέπω». Τον είδαμε εμείς. Και τον ακούσαμε. Η Μαρία πάλι όχι, της πήρε άλλα δέκα λεπτά. Και έτσι φτάσαμε στα είκοσι. Δηλαδή ο Hoult είχε φτάσει ήδη στη βίλα στα Καρπάθια, η κόρη του Ντέμπ πίσω στο χωριό ήδη είχε αρχίσει τα πρώτα σωματικά της πέρα δώθε κάτω πάνω και επί τα αυτά, κοινώς μεγαλειώδη κρησάρα και ο Κόμης Ορλοκ ετοιμαζόταν να δώσει το πρώτο παράδειγμα της φωνητικής του βαρύτονης ευφυΐας. Και την έδωσε. Προκαλώντας αμέσως τρελό χειροκρότημα και μπόλικα γελάκια που έπνιξαν την αίθουσα. Και κάπως έτσι πήγαμε και στη συνέχεια. Αλλά οκ ουδόλως με απασχόλησε. Πρώτον ήμουν έτοιμος από την άλλη εμπειρία και δεύτερον είχα άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσω. Ο έρωτα της σκοτεινής αίθουσας είναι μύθος. Εκτός αν είσαι μόνος σου μέσα σε αυτή.

Η μπροστινή μου, μακρυμαλλούσα, λεοπάρ παντελόνα, μαύρο μπλουζί, έτσι το δίνω μπας και διαβάζει, απίθανα κινητική, προφανώς με θέμα ξεκάθαρης κρίσης διάσπασης προσωπικότητας, πέρα δώθε, κάτω μαλλί, πάνω μαλλί, δεξιά χέρι, αριστερά κεφάλι, έδινε παράσταση. Σε άλλη παράσταση. Η παρέα της μιλούσε και ευθυμούσε ακόμη περισσότερο, αν έχεις την τύχη μαζί σου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, ο θεός της κινηματογραφικής αίθουσας θα σου ρίξει μπροστά σου ό,τι πιο άκυρο. Ενίοτε η ομάδα μπροστά μου έριχναν και ματιές στα κινητά για να τσεκάρουν ποιος παίζει που και κυρίως που τον έχουν ξαναδεί – πολύ αγαπημένο επίσης. Συμβαίνουν αυτά καμιά φορά, μη κάνω έτσι θα πεις και ίσως και να έχεις δίκιο.

Ώσπου εκεί που χάζευα ανέμελα στο τικ τοκ, στο καθιερωμένο τρίωρο πριν κοιμηθώ, έπεσα πάνω σε Αμερικανό κινηματογραφικό ινφλουέσερ που εκτιμώ και έλεγε το ίδιο ακριβώς, πως δεν μπορεί να πει αν του άρεσε το Babygirl γιατί δεν μπόρεσε να τη δει όπως ήθελε, αφού το κοινό ήταν αφηνιασμένο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και αυτό ήταν κάτι που δεν έχει ξαναδεί. Και μετά είδα και μια Ελληνίδα στα καθημάς σόσιαλ να λέει το ίδιο, για τις ίδιες ταινίες. Και έτσι κάπως ηρέμησα. Δεν ήμουν μόνος. Και η τρέλα, ναι, ευτυχώς ήταν των άλλων.

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2025 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.