Στη Δύση τελικά ανήκουμε. Όχι γιατί το είπε ο Καραμανλής πριν από 35 χρόνια. Ούτε φυσικά γιατί το υπονόησε ο Πολιτάκης πριν 35 μέρες. Αλλά, γιατί… έτσι. Γιατί το αποφάσισε η ζωή. Είμαστε εξαρτημένοι από αυτήν την αναθεματισμένη συσκευή που καλύπτει την παλάμη μας και φεσωνόμαστε εν μέσω κρίσης για να την αποκτήσουμε. Διαβάζουμε συγκριτικούς πίνακες για το αν αξίζει ή όχι να εγκαταστήσουμε τα Mavericks στους υπολογιστές που μας άφησε στη διαθήκη του ο Steve Jobs. Τσακωνόμαστε για τον καινούριο δίσκο των Arcade Fire, μένοντας αναποφάσιστοι για το αν μας αρέσουν σπαρακτικοί ή κουλ. Πηγαίνουμε στα αμέτρητα Halloween πάρτι με τα οποία ξαφνικά γέμισε φέτος η Αθήνα (ή ακόμα κράζουμε την ξενόφερτη ύπαρξή τους). Παίρνουμε τηλέφωνο για να κλείσουμε τραπέζι στα brunches που αναστενάζει, επίσης ξαφνικά, η πόλη τις Κυριακές. Χαμογελάμε προοδευτικά διαβάζοντας πορτρέτα για τη sui generis περσόνα του Μπιλ Ντι Μπλάζιο που θα διοικεί στο εξής τη Νέα Υόρκη.
First world problems, όλα τα παραπάνω; Φυσικά. Ενδεικτικές ανησυχίες ενός λαού που έχει υποστεί μια δραματική αλλαγή του τρόπου ζωής του και νέων ανθρώπων που έχουν δει κάθε προοπτική να εξαφανίζεται βάρβαρα; Φυσικά και όχι. Είναι όμως τροχειοδεικτικά της επιλογής κατεύθυνσης που έχει κάνει η γενιά μας. Προς τα δυτικά με λίγο περισσότερο μεσογειακό ήλιο, λίγο καλύτερο ελαιόλαδο, λίγο πιο ράθυμη καθημερινότητα από τους Σκανδιναβούς, ας πούμε, που φοράνε ωραία ρούχα, αλλά ζουν στο σκοτάδι κι αυτοκτονούν.
Κι έχοντας (μάλλον) πλήρη επίγνωση και των κακών που συνεπάγεται αυτή η επιλογή. Ναι, η Δύση δημιουργεί κοινωνίες διαφορετικών ταχυτήτων, προχωρά σε αποκλεισμούς, κρύβει κάτω από το χαλάκι του ουρανοξύστη την εικονα του άνεργου με τη χαρτόκουτα. Περνάει, επίσης, μια πολύ δύσκολη περίοδο τρώγοντας τις σάρκες της παρέα με το καπιταλιστικό τέρας που δημιούργησε, προωθώντας μια κουλτούρα κατανάλωσης κι άπληστης, ανέφικτης να αποπληρωθεί, πίστωσης. Και το κυριότερο: έχει αυτήν την αναιδή ικανότητα ότιδήποτε τη μεμφεται, να το απορροφά. Να το ενσωματώνει, να το κάνει t-shirt και σταδιακά να το αποδυναμωνει.
Οι αξίες της Δύσης είναι πανταχού παρούσες, αλλά περνάνε και τη μεγαλύτερη αμφισβητηση της νεότερης ιστορίας. Η δημόσια σφαίρα των αδούλωτων της νοτιανατολικής λεκάνης της Μεσογείου τα αντιμετωπίζει όλα αυτά με την απλοϊκή ειρωνεία των στίχων των Κόρε Ύδρο, «σιγά μην κλάψω τι αξίες της Δύσης, σιγά μη φοβηθώ». Με έναν απερίγραπτο αντιδυτικισμό, όχι τόσο στα λόγια αλλά σίγουρα στη ουσία. Κι όλα αυτά, υπενθυμίζω, ενώ η ζωή έχει επιλέξει.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις που ζήτησαν πέρυσι την ψήφο μας με τον ξεκαρδιστικό προσδιορισμό «φιλοευρωπαϊκές» υποδέχονται για άλλη μια φορά άτεγκτες την τρόικα (σε ένα ζοφερό κλίμα δολοφονιών και πολιτικού μίσους), μην μπορώντας να θυσιάσουν την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Δηλαδή, την ευκαιρία του, υποτίθεται μετριοπαθή μέσα στο βασίλειο των Φαήλων, Αβραμόπουλου να φωνάξει «υπάρχω κι εγώ», του Βαρδινογιάννη να γίνει ο εθνικός ευεργέτης που χαρίζει βενζίνη και κάποιου Τζιτζικώστα να διεκδικήσει μερικά γουορχολικά 24ωρα φλερτάροντας με τους φασίστες και τα πρωτοσέλιδα. Λίγες μέρες αργότερα ο πρωθυπουργός προσφέρει ακραιφνώς δυτικό τυράκι στους νέους. «Wi-fi παντού». Για όλους. Γιατί; Γιατί το «έχει ψάξει». Μοναδική λεπτομέρεια είναι ότι το έταξε απαντώντας σε ερώτηση περί δυσπιστίας των νέων απέναντι στη δημοκρατία. Με δυο λόγια «torrents και likes να υπάρχουν κι όλα τα άλλα να πα να γ….ούν”. Το’ χει ψάξει.
Meanwhile, (από πού;) από το Τέξας ο Φιλέας Τσίπρας μας διαβεβαίωνε περί ευρωπαϊκής προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Καλά αυτά στο εξωτερικό, αν χωνεύεις κιόλας κανένα Jack Daniels stake, μόνο που δεν τα τηρείς όταν επιχορηγείς ιδεολογικά ένα μικρό Πολυτεχνείο σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο της ΑΘήνας. Διαμορφώνοντας έναν αριστερό αντιδυτικό λόγο που ουσιαστικά ενισχύει, αντί να αναιρεί όπως θα έπρεπε να κάνει, τα αστεία επιχειρήματα περί «Τσίπρα και Burberry» που φαντάζονται τους σύγχρονους αριστερούς περίπου σαν ρακένδυτους νεοχίπηδες στην Γκόα.
Το θέμα με τον Καβάφη είναι αρκετά πολύπλευρο για να έχουμε ξεκάθαρη άποψη, αλλά δίπλα στη δίκαιη –κατά τη γνώμη μου- κριτική για την αποσπασματική αλλαγή του νοήματος των στίχων του ποιητή, θα πρέπει να τονίσουμε την πρωτοφανή άρνηση της χώρας να δει με έναν πιο pop (δυτικό κι αυτό, χα!) τρόπο την πολιτιστική κληρονομιά της. Τα σύμβολά της. Μια αδυναμία να δημιουργήσει έναν πιο light πατριωτικό μύθο (που μπορεί να γίνει μπλουζάκι που λέγαμε και πριν) σε σχέση με τις κορώνες περί «ξεχωριστού ανώτερου DNA».
Το θέμα με τα ανοιχτά μαγαζιά την Κυριακή είναι ακόμα σοβαρότερο. Γιατί ζούμε σε αυτήν την χώρα που ζούμε που πέρα από την ασύδοτη διαφθορά έχει υποχωρήσει μέσα σε 5 χρόνια μερικές δεκαετίες πίσω όσον αφορά τα εργατικά δικαιώματα. Όλες οι ενστάσεις που εκκινούν από αυτήν την βάση είναι αναντίρρητα σωστές. Εκτός όμως από μια. Τη θεοκρατική αντίληψη της «Κυριακής γιορτής και σχόλης». Η οποία προφανώς ισχύει μόνο για τους εμποροϋπαλλήλους, αλλά όχι για τους σερβιτόρους, τους σεφ, τους DJs, τους νοσοκόμους, τους υπαλλήλους στα σινεμά και τα θέατρα, όσους τέλος πάντων δουλεύουν και μας εξυπηρετούν την Κυριακή. Και, να με συμπαθάτε, αλλά σε μια πόλη 5 εκατομμυρίων που υποδέχεται άλλα 17 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο το shopping είναι και κυριακάτικη υπόθεση. Την οποία έχει ανάγκη μια γονατισμένη αγορά, τουλάχιστον στο κέντρο, αλλά κι 6 στους 10 νέους ανθρώπους που δεν έχουν δουλειά. Ξαναλέω, το ζήτημα είναι περίπλοκο, αλλά αντί να συζητάμε πως δε θα μεταβλήθουμε σε μια κοινωνία (αποκλειστικά) ευέλικτων εργαζόμενων, συζητάμε αν την Κυριακή πρέπει να ψωνίζουμε ή να φιλιόμαστε μέχρι νωρίς το απόγευμα κάτω από τα λευκά σεντόνια. Ψευτοδίλημμα. Όλοι το δεύτερο προτιμάμε ρε παιδιά.
Τέλος, εκεί που συζητάς και προσπαθείς να αυτοπροσδιοριστείς μέσα από τέτοια υπαρξιακά ερωτήματα (αντι)δυτικής ταυτότητας, έρχεται αυτό…
To κιτς ως όραμα. Μια «Αγιά Σοφιά» στη Νέα Φιλαδέλφεια, αλύτρωτος Στελάρας, χαμένες πατρίδες, καμπάνες στα γκολ, το δάκρυ του Κώστα Βουτσά, οι μιναρέδες στις τέσσερις γωνίες, η παλινόρθωση του Δικεφάλου που αναγεννάται βλέποντας το Champions League των Κουτόφραγκων με αμυντικό χαφ… τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το κιτς ως όραμα από τον, στενό φίλο του πρωθυπουργού, Δημήτρη Μελισσανίδη. Η ζωή κι εδώ επέλεξε. Δυστυχώς…