Ο Ουγκούντουλουν όμως παρά την αρχική του αμηχανία, που κράτησε κάποια νανονοσεκόντ, γιατί οι εμμονικοί δε δίνουν περισσότερο χρόνο για επεξεργασία των άβολων δεδομένων, αυτών που δεν υποστηρίζουν την εμμονική –το είπαμε- θεωρία τους, απάντησε κομπάζοντας: «Μα αν πάψουμε να αφοδεύουμε τότε θα λυθεί εξάπαντος το αποχετευτικό μας πρόβλημα!» και μαγεμένος με τον εαυτό του, πόσο σοφός είναι, πόσο μοναδικός, πόσο ευλογημἐνος, πήρε ένα ύφος πολύ τουπεδιάρικο και περίμενε να δρέψει τις επευφημίες του συγκεντρωμένου πλήθους. Αντ’ αυτού εισέπραξε μια παγερή σιωπή, ούτε ένα ρετιουίτ, τίποτα, αν και, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, κάποιοι κουνούσαν το κεφάλι τους επιδοκιμαστικά και άλλοι τον κοίταξαν με δέος για τούτη τη μεγαλειώδη ατάκα. Βρε λες να είχε βρει τη λύση ακόμα και στο αποχευτευτικό; Λες να τον είχανε παρεξηγήσει τον περίγελω; Μόνο μία κλώσσα τσεπάνγκα, επειδή είχε ακουστά πως το σουργελάκι ο κυνηγός είχε μπόλικο παραδάκι, έκανε τάχα πως τον κορόιδεψε, αλλά όλοι ξέρανε πως η κλώσα που έβγαλε τη γλώσσα ήταν για να γλείψει τον Ουγκούντουλουν και όχι να τον περιγελάσει.
Ο Σαμάνος έπιασε το κεφάλι του και προσπάθησε να τραβήξει την κοτσίδα του με τη θηριώδη κοτσάνα που άκουσε, μόνο για να διαπιστώσει πως ήταν ξυρισμένος γουλί. Παίρνοντας θάρρος την υπόμνηση της αφής της καράφλας, που σήμαινε τη σαμανική του ιδιότητα, περιφρόνησε πλήρως την κλώσσα και απέφυγε να απαντήσει στη μπούρδα που άκουσε, γιατί άμα απαντάς σε μπούρδες, μπουρδολόγος είσαι, δεν είσαι ο σοφός της φυλἠς και είπε: «Εντάξει, μεγάλε. Τη βρήκες πάλι τη λύση. Θα σταματήσουμε τους τροφοσυλλέκτες από την παραγωγή. Και τι λες; Για πες πάνσοφε συμβουλάτορα. Θα τους βάλουμε να φτιάχνουνε κολιέ, ας πούμε; Δε θες κολιέ; Θα τους βάλουμε να σκαλίζουν καρδούλες πάνω στους κορμούς των δέντρων; Ή θες να τους βάλουμε να φτιάχνουν άλμπουμ φωτογραφιών από φύλλα μπαμπού για όταν θα ανακαλύψουμε κι εμείς με τη σειρά μας τις κόντακ; Πιο εποικοδομητικές εργασίες, έτσι; Κι ας ψοφήσουμε από την πείνα ωστόσο. Τι να ζούμε άμα δεν έχουμε μπιχλιμπίδια για να καταναλώνουμε; Ρε πας καλά ρε; Ή να φωνάξω κανένα ψυχίατρο να σε χαπακώσει και να ρεζιλέψουμε όλο μας τον πολιτισμό που αντιμάχεται τη σιχαμένη τη δυτική ιατρική; Τι θα τους κάνουμε όλους αυτούς, άμα σταματήσουν να μαζεύουνε καρπούς από τα δάση; Κλέφτες θα γίνουν; Ή μήπως έχεις εσύ στο κλούβιο σου κεφάλι τη μαγική λύση;»
Ο τροφοσυλλεκτομάχος έξυσε για μια στιγμή το κλούβιο του κεφάλι και αποφάνθηκε γεμάτος αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, και αυταρέσκεια: «Ας σταματήσουν τη συλλογή τροφής από τα δάση και η αόρατη χειρ της αγοράς θα τα ρυθμίσει όλα». Ο Σαμάνος έπαθε κοκομπλόκο. Ώστε ο βλάκας ο Ουγκούντουλουν πίστευε σε μια άλλη θεότητα, ξένη προς τις παραδόσεις του ινδουισμού, μια θεότητα που είχε μετατρέψει τον δυτικό κόσμο τάλε κουάλε με αυτούς, κάστες ανέγγιχτων, μιαρών και κάστες που ζούσαν στη χλίδα. Κοίταξε στοχαστικά τον άνδρα τούτον με τα περίεργα δυτικότροπα συμπτώματα και αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η προσφορότερη λύση. Να πέσει σε trance και να τον γιατρέψει ή να πει στους γύρω να τον αρχίσουν στο φατούρο και στο γιούχα;
Τελικά όμως εφάρμοσε την πιο αποτελεσματική λύση, λέγοντάς του απαξιωτικά «Άσε μας ρε αρρωστάκι», έστρεψε την πλάτη του κι αποχώρησε αργά και σταθερά. Ο Ουγκούντουλουν κίνησε προς την αντίθετη κατεύθυνση ταπεινωμένος κι από τότε αγνοούνται τα ίχνη του. Το μόνο που ακούστηκε να ψελλίζει φεύγοντας ήταν «Σιγά το άτομο. Σα μάνος. Ούτε καν Μάνος…»
Κάποιοι λένε πως αφού μετοίκησε στον Κάτω Κόσμο, μετεμψυχώθηκε σε τρολ και κατοικεί κάπου στα σόσιαλ μήδια…