Ήταν κάποτε ένας άνδρας στο Νότιο Νεπάλ που κυνηγούσε άγρια ζώα. Ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα που ήταν τροφοσυλλέκτρια. Συγκεκριμένα ήταν ειδική στη συλλογή ρίζας από ένα σπάνιο φυτό, το ιπποφαές, που μετά το πήραν οι δυτικοί και το έκαναν επιδοτούμενη καλλιέργεια γιατί ήταν τίγκα στο αντιοξειδωτικό και θα τους πρόσφερε αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, γίνονται υπεραιωνόβιοι, μη τυχόν και χάσουμε τη λευκή φυλή νωρίς και στεναχωρηθεί ο πλανήτης που του έχει αλλάξει τα φώτα.
Ο άντρας, που λέτε, όλο τον χρόνο, και ειδικά στην περίοδο του λιμού, καταφερόταν εναντίον των τροφοσυλλεκτών, πως τάχα εκείνοι ευθύνονται για όλα τα δεινά του λαού των Chepang, πως οι τροφοσυλλέκτες είναι βάρος στη κοινωνία, πως ζουν χάρη στα θηράματα των κυνηγών, πως είναι τεμπέληδες, πως έπρεπε να βρεθεί μια λύση ώστε να εργάζονται πιο αποδοτικά για την αντιμετώπιση της πείνας στην κοινότητα, πως σιτίζονται χάρη στους κυνηγούς και άλλα τέτοια. Είχε φτάσει σε τέτοια σημεία εμμονικού «κατηγορώ» ενάντια στους τροφοσυλλέκτες που του είχαν κολλήσει και σχετικό παρατσούκλι, τον αποκαλούσαν σκωπτικά Ουγκούντουλουν και του πετούσανε σαΐτες αλλά αυτός δε χαμπάριαζε. Η γυναίκα του στεναχωριόταν κρυφά που την έπαιρνε κι αυτήν η μπάλα, αλλά φανερά συμφωνούσε με τον άνδρα της πως πράγματι κάτι θα έπρεπε να γίνει για να αξιοποιηθούν περισσότερο οι τροφοσυλλέκτες, ενώ ακόμη πιο κρυφά ήλπιζε να την καψουρευτεί κανένας άλλος να κλεφτούν να ησυχάσει το κεφάλι της από τον παλαβιάρη.
Μια μέρα όμως ο Σαμάνος της φυλής, καθώς άκουγε τον άνδρα να εξαπολύει μύδρους πάλι κατά των τροφοσυλλεκτών του είπε: “Κατ’ αρχάς κάνε λίγο τουμπεκί μη σε πάρει κάνας διάολος. Μας έχεις ζαλίσει τα ούμπαλα”. Και καθώς ξεστόμισε αυτή τη βαρυσήμαντη δήλωση ανασήκωσε το σαμανικό ένδυμα και επέδειξε τα αχαμνά του για του λόγου το αληθές. Όλοι οι παρευρισκόμενοι έμειναν άναυδοι.
Μία μύγα τρύπωσε στο ανοιχτό στόμα ενός γέρου που έχασκε μπροστά στο θέαμα των υπερμεγέθων σαμανικών όρχεων. Η αλήθεια είναι πως ήταν τέτοια η πείνα του γέροντα που τα φαντάστηκε ξυρισμένα, στα κάρβουνα, με λίγο λεμονάκι από πάνω και του τρέξανε τα σάλια, ώστε η μύγα πνίγηκε στη σιελλοροϊκή παλίρροια επί της στοματικής κοιλότητας του φαφούτη που ανέγγιχτος –ψάξτο λίγο βρε αναγνώστη μου- καθώς ήταν, δεν τον εξέταζαν οι οδοντίατροι, μήδε άλλη ειδικότητα δηλαδή μη πει κανείς πως τα βάζουμε μόνο με τους οδοντογιατρούς, που ανήκαν σε ανώτερη κάστα μη μολυνθούν, μην κολλήσουν φτώχεια και δυστυχία. Το παθαίνουν αυτό οι καλοί άνθρωποι. Είναι σιχασιάρηδες. Σιχαίνονται κι ενίοτε μισούν τους συφοριασμένους.
Σε κάποια σύγχρονη δυτική κοινωνία, μάλιστα, μετά το θάνατο μίας βαθύπλουτης πρέσβειρας καλής θελήσεως, αποκαλύφθηκε πως στα ρινικά τοιχώματα είχε εμφυτευμένα κάποια ειδικά σχεδιασμένα μανταλάκια που έφρασσαν τα ρουθούνια της όταν αναγκαζόταν να βρεθεί ανάμεσα στην πλέμπα και να φωτογραφηθεί περιχαρής για το φιλανθρωπικό της έργο ώστε να μην οσφραίνεται, ψηλομύτα γαρ, τη δυσωδία της μπασκλασαρίας και των αρρώστων. Είναι αλήθεια πως ακόμη και το πανάκριβο άρωμά της δεν επαρκούσε ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος εισπνοής της μπόχας των αθλίων του κόσμου τούτου. Οπότε τα ρινομανταλάκια ήσαν κι αυτά μια κάποια λύσις.
Αφού λοιπόν ο φλογερός πολέμιος των τροφοσυλλεκτών το ρούμπωσε και κάπως ανακουφίστηκε το χωριό από τη γκρίνια του, ο Σαμάνος συνέχισε: «Ρε φίλε, το ξέρεις πως άμα κάνουμε όλους τους τροφοσυλλέκτες κυνηγούς, που απορώ δηλαδή πόσο τερματικά μπετόστοκος πρέπει να είσαι γαμώ το ιερό ταμπούρλο μου για να το προτείνεις αυτό, δε θα έχουμε να φάμε λίγο χορταράκι, καμία ριζούλα ξέρω ‘γώ, κάνα καρπό και θα στουμπώσει το εντεράκι μας εδώ χάμω, θα τουμπανιάσετε όλοι και μετά τρέχα μαλάκα Σαμάνο να τους κάνεις να χέσουνε;»
Όλο το χωριό είχε πια συγκεντρωθεί γύρω από τους δυο άντρες, τον σοφό σαμάνο και τον άλλο τον σκεμπέ, και παρακολουθούσε τη σκηνή που διαδραματιζόταν. Τηλεόραση δεν είχαν οι Chepang και έτσι όποτε γινόταν κανένα μπάχαλο έστελναν ο ένας στον άλλο ίνμποξ με url και έλεγαν τρέχα μαλάκα, πλακώνονται, μαζεύονταν λοιπόν όλοι και γινόταν της μουρλής. Περνάγανε πολύ ωραία. Μία μάλιστα που της έκοβε περί τα εμπορικά είχε προνοήσει να φέρει μαζί κάτι σπόρια και τα πουλούσε στον περίγυρο εν είδει σαλεπιτζή, ένα επάγγελμα που χάνεται, να το πούμε κι αυτό, όπως ο λουστράκος, ο γανωτής, ο ντελάλης αλλά δυστυχώς όχι ο σαμαράς.
Η συγκλονιστική συνέχεια στην επόμενη σελίδα