1-31-960x555

Τον Απρίλη του 2012, η ελληνική κοινωνία θορυβήθηκε από μια «υγειονομική βόμβα» που βρέθηκε ξαφνικά έξω από την πόρτα της και η τότε ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, με τη σύμπραξη του ΚΕΕΛΠΝΟ (αυτο)κλήθηκε να εξουδετερώσει. Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή. Οι προσαγωγές, οι υποχρεωτικές εξετάσεις για την ανίχνευση του ιού HIV στις συλληφθείσες ακόμα και στα αστυνομικά τμήματα, το βαρύ κατηγορητήριο και η δημοσιοποίηση φωτογραφιών και προσωπικών τους στοιχείων. Το μεγάλο πανηγύρι στο οποίο κανάλια και φυλλάδες ευρείας κλίμακας έστηναν λαϊκά δικαστήρια προσφέροντας «άρτο και θέαμα» με ηδονικό σχεδόν στόμφο σε ένα κοινό έτοιμο να κατασπαράξει, να κηλιδώσει, να αδράξει τη σπάνια ευκαιρία να ταυτιστεί με το προφίλ του Έλληνα φιλήσυχου νοικοκυραίου, να χορτάσει από την αποφορά του χυδαίου, να εκστασιαστεί από μια πρόσκαιρη υπενθύμιση ότι πάει και πιο κάτω, ότι υπάρχουν κι άλλοι πιο κάτω.

Τέσσερα χρόνια μετά, εκδόθηκε μόλις και η τελευταία αθωωτική απόφαση για τις 11 εναπομείνασες κατηγορούμενες οροθετικές για «βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη», φέρνοντας στο φως ξανά έστω και για λίγο το χρονικό μιας διαπόμπευσης. Μιας υπόθεσης που συγκεντρώνει στην ουσία της όλο το φόβο και την απέχθεια για οτιδήποτε δεν κινείται στην ορατότητα, συνηθίζει στο περιθώριο, ξεφεύγει από τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις κοινά αποδεκτές νόρμες

Δεν είναι μια ακόμα συζήτηση σε ακαδημαϊκά αμφιθέατρα και διανοουμενίστικους κύκλους για το πρόταγμα των εξουσιαστικών σχέσεων σε μια καπιταλιστική κοινωνία και το ταξικό πρόσημο της Δικαιοσύνης. Είναι μια πραγματικότητα τόσο απτή, που διαπερνά το φάσμα της θεωρίας και γίνεται βίωμα και εικόνα και εμπειρία και ιστορία για τη στοχοποίηση της ευαλωτότητας, της γυναίκας, της μετανάστριας, της τοξικοεξαρτημένης, της εκδιδόμενης. Κι ας κατέπεσαν οι κατηγορίες κι ας μην αποδείχτηκαν ποτέ τα παραπάνω. Η ποινικοποίηση ουσιαστικά της ασθένειας χρησιμοποιήθηκε ως ένας ακόμη λόγος διάκρισηςπιο σωστά εξοβελισμού όλων αυτών που φέρουν το κοινωνικό στίγμα.

Πίσω και πάνω από όλη  τη ρητορική για την καταπάτηση των ατομικών δικαιωμάτων των συλληφθεισών, την παραβίαση του ιατρικού τους απορρήτου, την παραβίαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων, τη μη στοιχειοθέτηση του αδικήματος, την έλλειψη αποδεικτικού υλικού, παραμένει αταλάντευτο το βασικό διακύβευμα αυτής της υπόθεσης και κάθε υπόθεσης με αυτά τα χαρακτηριστικά. Ότι οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων συμβαίνουν εκεί που υπάρχει το περιθώριοτο ίδιο και οι δικαιώσεις. Είναι εύκολο να καταδικάζεις και να βυθίζεις λίγο περισσότερο στη ντροπή αυτούς που θεωρείς ότι έτσι κι αλλιώς πάντα μέσα σαυτή ζούσαν, ούτε και υπάρχουν πολλές πιθανότητες να βγουν ποτέ από αυτήν. Να πουλάς προστασία στον έτσι κι αλλιώς προνομιούχο «εθνικό κορμό». Να παίζεις το εξουσιαστικό παιχνίδι του κρατικού παρεμβατισμού ως κοινωνικό Κράτος Δικαίου ιεραρχώντας τους πολίτες, τα δικαιώματα και την ασφάλειά τους αναλόγως πόσο κοντά είναι στον πυρήνα της κοινωνικής συνοχής.  Όσο περίπου εύκολα δηλαδή και εκ του ασφαλούς πουλάει και η ακροδεξιά νταηλίκια και εθκινιστικές κορώνες στους μετανάστες, στους ομοφυλόφιλους και σε όποια ομάδα παρουσιάζει χαρακτηριστικά μειοψηφίας.

Κι αν οι δικαστικές αποφάσεις κλείνουνυποθέσεις, υπάρχουν ακόμα μηνύσεις που εκκρεμούν και όλα αυτά που υπενθυμίζουν ότι μια απόφαση δε συνεπάγεται και άνευ ετέρου Δικαιοσύνη. Ότι έχει με κάποιο τρόπο αποκατασταθεί η κοινωνική ευταξία και οι ζωές των γυναικών εκείνων που άντεξαν να επιζήσουν από το διασυρμό για να ακούσουν το διατακτικό μιας δικαίωσης. Αυτό μάλλον δε θα γίνει ποτέ αλλά τα χουν αυτά οι «πολιτικές αστοχίες» και τα “collateral damages”.