Με άγνωστη την αποχή, δεδομένη τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και διακυβευόμενη την αυτοδυναμία του, ποια μπορεί να είναι τελικά η εκλογική συμπεριφορά των διογκωμένων ποσοστών της ακαταστάλακτης μέχρι σήμερα ψήφου;
Αυτό είναι για τις εκλογές της Κυριακής το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Δημοσκοπική απάντηση, πάντως, δεν μπορεί να υπάρξει. Κι όσες άλλες πολιτικότερες ακούγονται, δε διαφέρουν πολύ από αυτές που κάποτε έδινε η Πυθία.
Ο λόγος είναι απλός. Καμιά δε μπορεί, μέσα στο θόρυβο της πολιτικής επιφάνειας, να ακούσει τη σιωπή που επικρατεί στα βάθη του κοινωνικού βυθού.
Εκεί που, κατά τα άλλα, κινούνται τα υπόγεια ρεύματα της αδιευκρίνιστης ψήφου.
Μα υπάρχουν;
Είναι πιθανόν κάποια να «λουφάζουν». Όπως, για παράδειγμα, τα παραδόξως (;) απομειούμενα, αλλά προφανώς και ευλόγως σιωπηρά κινούμενα για να μην προκαλούν κύματα, ρεύματα της Χρυσής Αυγής.
Όμως, κάποια άλλα είναι, ασφαλώς, ευκολότερα ανιχνεύσιμα.
Είναι αυτά που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις βάσεις μικρών και μεγαλύτερων κομμάτων περιστρεφόμενα στις δίνες που προκαλεί ο έντονα διλημματικός χαρακτήρας των εκλογών.
Είναι τα άλλα που φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν ανάλογα με το κάθε φορά προσλαμβανόμενο από τις ειδήσεις και συζητήσεις σήμα κινδύνου.
Είναι, κυρίως, αυτά που ταλαντεύονται ανάμεσα στη σύγκλιση με τα μεγαλύτερα ρεύματα του «δικομματικού» ανταγωνισμού, όπου κυριαρχεί το δυνατότερο «ρεύμα του νικητή», και σε μία απόκλιση προς τα, επίσης, υφιστάμενα ρεύματα που κινούνται κόντρα στη δυναμική της αυτοδυναμίας.
Υπό παλαιότερες συνθήκες, αυτά τα δεύτερα ρεύματα θα ήταν ίσως ασθενέστερα, γιατί συμπαρασύρονταν από τις υπέρτερες δυνάμεις που στην τελική ευθεία των εκλογών συσπειρώνονταν με διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς γύρω από τους πολυσυλλεκτικούς διεκδικητές της εξουσίας.
Από το 2000 και μετά, η δυναμική των συσπειρώσεων έπαψε να λειτουργεί όπως λειτουργούσε στο μεταπολιτευτικό δικομματικό περιβάλλον.
Άρχισε, αντιθέτως, να προκαλεί αντισυσπειρώσεις της τελευταίας στιγμής που πολλαπλασίαζε τους αναποφάσιστους και τελικά σμίκρυνε σε σχεδόν οριακό σημείο τις αποστάσεις μεταξύ των μονομάχων της εξουσίας.
Παραταύτα, για μια ακόμα δεκαετία, οι τελευταίοι πετύχαιναν να αθροίζουν στις βάσεις τους τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων, ακριβώς επειδή, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η, επίσης, συντριπτικά επικρατούσα στο εκλογικό σώμα άποψη συνέδεε την πολιτική σταθερότητα με τη συνεκτικότητα και την πολυσυλλεκτικότητα των μεγάλων μονοκομματικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.
Μετά το 2010 η άποψη αυτή άρχισε να αλλάζει θεαματικά. Η πικρή εμπειρία της αποτυχίας των μονοκομματικών κυβερνήσεων να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση και να προφυλάξουν τα κοινωνικά και οικογενειακά συμφέροντα των υποστηρικτών τους υπήρξε ο καταλύτης της αποσύνδεσης της επιθυμίας για πολιτική σταθερότητα από την αναγκαιότητα της αυτοδυναμίας.
Από τις εκλογές του 2012 και μετά, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων συμφωνούσε πια ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν μια κατά πολύ ασφαλέστερη λύση. Όχι μόνο διότι είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο κομματικό σύστημα και την ικανότητά του να διαχειριστεί την κρίση. Αλλά, κυρίως, γιατί δεν έβλεπαν καλύτερο τρόπο να εξισορροπηθούν και να εξυπηρετηθούν τα απειλούμενα και, ταυτόχρονα, αντικρουόμενα συμφέροντα που έπληξε και μαζί κατακερμάτισε το τέλος της ανάπτυξης και της ευημερίας. Οι καθημερινές συγκρούσεις μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, η λανθάνουσα αντιπαλότητα μεταξύ διαφορετικών και, συνήθως, προνομιακών επαγγελματικών ομάδων, και η εν γένει απορρύθμιση των πελατειακών σχέσεων δε θα μπορούσαν, άλλωστε, να μην αφήσουν τα ίχνη τους στα μεταβαλλόμενα εκλογικά κριτήρια των ψηφοφόρων όλου του πολιτικού φάσματος.
Όσο δύσκολο είναι πια για τη Ν.Δ. να αναστρέψει τη μαζικά εναντίον της στρεφόμενη «αρνητική ψήφο», άλλο τόσο ίσως αποδειχθεί δύσκολο για το ΣΥΡΙΖΑ να κάμψει μέχρι την Κυριακή τις αντιστάσεις των κρυπτόμενων στην αδιευκρίνιστη ψήφο.
Επιτυγχάνοντας να δημιουργήσει στους περισσότερους την προσδοκία ότι «κάτι καλύτερο θα μπορούσε να πετύχει» για λογαριασμό όλων, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε ενόψει των εκλογών να αναβιώσει την πολυσυλλεκτική δυναμική του παλιού δικομματισμού επωφελούμενος ιδιαίτερα από την «εξέγερση των νοικοκυραίων» εναντίον του «χεριού που μπήκε» στις περιουσίες τους μετά την «προδοσία» του συμβιβασμού της «αντι- μνημονιακής» Ν.Δ. με τους δανειστές της χώρας.
Ο συνδυασμός του «εκδικητικού μένους» τους με τις μετριοπαθείς προσδοκίες τους από μια αριστερόστροφη πολιτική αλλαγή καλλιέργησε το ψυχολογικά πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο χτίστηκαν οι προεκλογικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ με τα, αποδομημένα μεν, κυρίαρχα δε, μεσοστρώματa που τον ωθούν στην αυτοδυναμία.
Στον αντίποδα, όμως, εξακολουθούν να στέκονται όσα απωθούνται από τη σύγχυση που τους προκαλεί η «πολυφωνία» του και όσα ακόμα αρνούνται να πεισθούν ότι είναι «μηδενικού ρίσκου»η υπερψήφισή του. Είναι αυτά που τροφοδοτούν με αβεβαιότητα τα ποσοστά της αδιευκρίνιστης ψήφου και τον κρατούν σε απόσταση από την αυτοδυναμία.
Σε αυτούς προστίθενται οι ψηφοφόροι που προέρχονται από την πλειοψηφία των αντιτιθέμενων στις μονοκομματικές μορφές διακυβέρνησης.
Όσο δύσκολο είναι πια για τη Ν.Δ. να αναστρέψει τη μαζικά εναντίον της στρεφόμενη «αρνητική ψήφο», άλλο τόσο ίσως αποδειχθεί δύσκολο για το ΣΥΡΙΖΑ να κάμψει μέχρι την Κυριακή τις αντιστάσεις των κρυπτόμενων στην αδιευκρίνιστη ψήφο. Πολύ περισσότερο που έχουν την οδό διαφυγής προς τη βάση είτε ενός εκ των κομμάτων που διεκδικούν τη θέση του ρυθμιστή της επόμενης ημέρας, είτε στη βάση των υπό την απειλή του αποκλεισμού από τη Βουλή ευρισκομένων κομμάτων.
Για τα κριτήριά τους, τα πρώτα έχουν το πλεονέκτημα μίας εναλλακτικής επιλογής, με θετικό, μάλιστα, πρόσημο, που τους αποενοχοποιεί, ενώ τους επιτρέπει, ταυτόχρονα, και να απαλλαγούν από το δικομματικό «δίλλημα της διακυβέρνησης» και να μην αφήσουν αναπάντητο το «ερώτημα της διακυβέρνησης».
Τα δεύτερα συνιστούν μία πιο παρακινδυνευμένη επιλογή, καθότι εμπεριέχει τον κίνδυνο να πάει «χαμένη» η ψήφος που θα κατευθυνθεί προς αυτά. Όσο, όμως, αυτή η επιλογή διατηρεί την ελκυστικότητα μιας δραστικότερης διαχείρισης του «κινδύνου» της αυτοδυναμίας, η διακινδύνευση της «χαμένης» ψήφου μπορεί τελικά να οδηγήσει στην ανάδειξη μιας επτακομματικής, αν όχι οκτακομματικής, Βουλής.
Εν τω μεταξύ, ποιος θα μπορούσε να διακινδυνεύσει οποιαδήποτε πρόβλεψη, όταν, μάλιστα, τα αναμενόμενα για το τέλος αυτής της εβδομάδας γεγονότα δεν έχουν πει τη δική τους τελευταία λέξη; Λέξη, μάλιστα, που μπορεί να προκαλέσει νέες αναταράξεις και στην επιφάνεια της πολιτικής αντιπαράθεσης και στο «βυθό» της αδιευκρίνιστης ψήφου.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής