Ώρες πια πρίν από την ολοκλήρωση της αυριανής ψηφοφορίας, το ενδιαφέρον των εκλογών επικεντρώνεται στις απαντήσεις που οι εκλογείς θα δώσουν στα μοναδικά αλλά καθόλου αδιάφορα για τίς μετεκλογικές εξελίξεις ερωτήματα που μένουν αναπάντητα:
Θα φθάσει στην αυτοδυναμία το ποσοστό που θα συγκεντρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Θα συγκρατηθεί στα επίπεδα των ευρωεκλογών η πτώση της Ν.Δ. ή θα πάρει διαστάσεις κατάρρευσης;
Σε τι ύψος θα ανέλθουν τα ποσοστά των εκτός δικομματικού διπόλου τοποθετούμενων κομμάτων;
Θα είναι τρίτο κόμμα η Χρυσή Αυγή και ποιά θα είναι η τελική κατάταξη των κομμάτων που διεκδικούν το ρόλο του ρυθμιστή;
Πόσα κόμματα θα περάσουν τον πήχη του 3% και πού θα κυμανθεί το άθροισμα των ποσοστών των εκτός Βουλής κομμάτων;
Σε ποιά μορφή διακυβέρνησης θα οδηγήσει η συνύπαρξη του νέου δικομματισμού με μία πολυκομματική Βουλή και, άρα, κοινωνία;
Το ουσιώδες ερώτημα είναι βέβαια άλλο: θα σημάνει το άνοιγμα της αυριανής κάλπης, το κλείσιμο της μνημονιακής εποχής ή θα εγκαινιάσει μία νέα;
Σε αυτό το έρωτημα δε θα υπάρξει απάντηση αύριο. Θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον κανά εξάμηνο. Εκτός κι αν υπάρξει δραματικότερη τροπή με τα γεγονότα να προλαβαίνουν τους πάντες.
Οι οιωνοί πάντως δείχνουν προσώρας να επιστρέφουμε ολοταχώς εκεί που είχαμε μείνει πρίν ενσκύψει η θύελλα του μνημονίου: στο σωτήριο 2009.
Και τότε ο Κώστας Καραμανλής προηγείτο ως προ την πρωθυπουργική καταλληλότητα του αντιπάλου του Γιώργου Παπανδρέου. Πλην όμως υπέστη μία συντριπτική ήττα με το κόμμα του να καταρρέει στα χαμηλότερα ιστορικά επίπεδα της παράταξης.
Και τότε ο θριάμβος που κατήγαγε ο Γιώργος Παπανδρέου, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, δεν οφειλόταν στο περίφημο «λεφτά
υπάρχουν» , αλλά στο μοιραίο συνδυασμό των σκανδαλωδών επεισοδίων της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης (Μονή Βατοπεδίου, σκάδαλο Zαχόπουλου, βουλγαράκειος διαχωρισμός του νομίμου από το ηθικό κλπ) με την κοφτή καραμανλική εξαγελία για το «πάγωμα μισθών και συντάξεων».
Και τότε πολλαπλασιαστής της «δυναμικής νίκης» του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν οι υψηλές προσδοκίες που καλλιεργούσε η παροχολογία του, αλλά η τιμωρητική στάση των ψηφοφόρων απέναντι στη Ν.Δ. και η κρυφή ελπίδα τους ότι η λιτότητα, που κατά τα άλλα η πλειοψηφία της κοινής γνώμης αποδέχονταν ως αναγκαία, θα εφαρμοζόταν με ήπιο τρόπο που δε θα αμφισβητούσε τα κεκτημένα της μεταπολίτευσης ούτε θα απορρύθμιζε τίς πελατειακές σχέσεις.
Και τότε καμμία από τίς δημοσκοπήσεις της εποχής δε μπόρεσε να προβλέψει την εκτίναξη των ποσοστών του πρώτου κόμματος στην εντυπωσιακή απόσταση των έντεκα μονάδων από το δεύτερο. Πράγμα που συντήρησε την απόλυτη κυριαρχία του δικομματισμού της μεταπολίτευσης αφήνοντας ελάχιστα σχετικά ποσοστά στην κατανομή των ψήφων προς τα μικρότερα κόμματα.
Η ενδεχόμενη αύξησή των ποσοστών των μικρότερων κομμάτων ίσως αποτελέσει τη μεγάλη έκπληξη της Κυριακής. Δε θα συμπιέσει μόνο το άθροισμα των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων. Θα ανατρέψει πιθανότατα και τα δημοσκοπικά δεδομένα που αφορούν στη σειρά κατάταξης των κομμάτων στην τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη θέση.
Στή συνέχεια, βέβαια, έμελλε να αποδειχθεί ότι ο ιστορικός πάτος της εκλογικής συρρίκνωσης του δικομματισμού ήταν ακόμα πολύ μακρυά. Χρειάστηκε να περάσει ο Αρμαγεδών της οικονομικής κρίσης για να ισοπεδωθεί το κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης και να διαρραγούν οι δεσμοί που συνέδεαν την κοινωνία των πολιτών με τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της.
Όπως χρειάστηκε να απλωθεί πάνω από το εκλογικό σώμα ο «φόβος» για τη θέση της χώρας στην ευρωζώνη για να μετριασθεί ο «θυμός» που στις εκλογές του Μαΐου 2012 κατακερμάτισε το δικομματισμό και διέσπειρε τα κομμάτια του σε ένα πλήθος ανομοιογενών αντιμνημονιακών σχηματισμών.
Τώρα βρίσκόμαστε και πάλι μπροστά σε μια διαφαινόμενη αναβίωσή του. Αυτή η άγνωστης διάρκειας και εμβέλειας εξέλιξη επιστρέφει το εκλογικό εκκρεμές στις ταλαντώσεις μεταξύ των δύο πολυσυλλεκτικότερων διεκδικητών της εξουσίας.
Άρχισε από τίς εκλογές του Ιουνίου 2012. Συνεχίστηκε με τις Ευρωεκλογές του 2014, που αποτέλεσαν προσομοίωση εθνικών εκλογών.
Θα κορυφωθεί πιθανότατα αύριο με το ΣΥΡΙΖΑ να είναι αυτός που τούτη τη φορά θα επωφεληθεί της «τιμωρητικής ψήφου» εναντίον της Ν.Δ. και της, χαμηλών προσδοκιών πλην όμως συντριπτικά πλειοψηφικής, «ψήφου της κρυφής ελπίδας» για μία πιο soft εκδοχή των αναγκαίων περιοριστικών πολιτικών της Ευρώπαϊκης Ένωσης.
το δυνάμει εκλογικό σώμα των εκτός δικομματικού ανταγωνισμού ευρισκομένων κομμάτων είναι το πιό κινητικό και το πιό δεκτικό σε δεύτερες προ της κάλπης σκέψεις. Ιδιαίτερα όταν αισθάνεται απελευθερωμένο από το «άγχος» των οριακών αναμετρήσεων για την κορυφή
Το τι συνέβει στο μεσοδιάστημα προσπάθησα σε γενικές γραμμές να το παρακολουθήσω σε προηγούμενα σημειώματα. Είναι πάντως αυτό που προοιωνίζεται την ανατροπή των συσχετισμών του Ιουνίου του 2012 και την υποκατάσταση του ΠΑΣΟΚ από το ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο του κόμματος εξουσίας που διεκδικεί μια πολυσυλλεκτική πλειοψηφία. Εδώ όμως τίθενται δύο κρίσιμα ζητήματα.
Πρώτο ζήτημα: η θραμβευτική αύξηση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ θα προέλθει από την κατάρρευση της Ν.Δ.,κατά το προηγούμενο του 2009, ή από μία δυναμική του μεταξύ τους ανταγωνισμού που θα οδηγήσει στα ύψη το άθροισμα του «νέου δικομματισμού»;
Ζήτημα δεύτερο και καθοριστικό για την απάντηση στο προηγούμενο: πού θα κυμανθούν και πώς θα συμπεριφερθούν όλα εκείνα τα ποσοστά των μικρότερων κομμάτων που στις εκλογές του Ιουνίου 2012 έφθασαν το άθροισμα του 37,47 % και στις Ευρωεκλογές του 2014 περιορίστηκαν μεν στο 33, 55% αλλά σταθεροποίησαν πολύ ψηλά τόσο τον πήχη της αυτοδυναμίας όσο και το δείκτη δημοφιλίας των κυβερνήσεων συνεργασίας. Το πρόβλημα με αυτό το δείκτη είναι ότι συμπεριλαμβάνει και το κρισιμότατο αλλά διαφορετικής λογικής ποσοστό της «αντισυστημικής ψήφου», που κατευθύνεται πρωτίστως στη «Χρυσή Αυγή» και δευτερευόντως στα «αντισυμβατικά» κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και στα γραφικότερα κόμματα της εν γένει αντικομματικής συμπεριφοράς.
Άραγε τα ποσοστά τους θα παρασυρθούν από τη δυναμική του δικομματικού ανταγωνισμού ή αντιθέτως θα πολλαπλασιαστούν ενισχύοντας τίς πιθανότητες εκλογής μίας οχτακομματικής Βουλής;
Η ενδεχόμενη αύξησή τους ίσως αποτελέσει τη μεγάλη έκπληξη της Κυριακής. Δε θα συμπιέσει μόνο το άθροισμα των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων. Θα ανατρέψει πιθανότατα και τα δημοσκοπικά δεδομένα που αφορούν στη σειρά κατάταξης των κομμάτων στην τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη θέση.
Σε κάθε πάντως περίπτωση θα μεγαλώσει η πίτα που θα μοιραστούν όχι μόνο οι ανταγωνιζόμενοι γιά την τρίτη θέση, αλλά και οι αγωνιζόμενοι για μία θέση στη Βουλή. Ίσως μάλιστα εκεί να μας περιμένουν και άλλες εκπλήξεις.
Σημειώνω ότι το δυνάμει εκλογικό σώμα των εκτός δικομματικού ανταγωνισμού ευρισκομένων κομμάτων είναι το πιό κινητικό και το πιό δεκτικό σε δεύτερες προ της κάλπης σκέψεις. Ιδιαίτερα όταν αισθάνεται απελευθερωμένο από το «άγχος» των οριακών αναμετρήσεων για την κορυφή, που αυτή τη φορά δεν πρόκειται να υπάρξει. Επιμένω, λοιπόν, ότι τα περισσότερο κερδισμένα από μία τέτοια εξέλιξη κόμματα θα είναι αυτά που διαθέτουν το σκληρότερο εκλογικό πυρήνα.
Πρόκειται για μη δημοσκοπικά αποτυπώσιμες καταστάσεις που θα κάνουν δύσκολη τη ζωή των exit- polls και μακρύ το τέλος της αυριανής ημέρας. Ιδιαίτερα αν το άθροισμα των δύο πρώτων κομμάτων δε φθάσει ή υπερβεί το 65%. Το υπολοιπόμενο 35% πού βρίσκεται σήμερα στις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις και πού θα πάει αύριο στην κάλπη;
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής