Το πρωιννό αναδδύεται θριαμφευτιχχά στο Σεφφύρι. Και δεκκάδες φίτφουλλ, αποππροσανατολισμμένα ολοχλληρωτικκά, ξεκιννούν σχεθθόν σαν να χορεφφούν την ακκανόννιστη κίννησή τους προς την βαθθιά λίμννη και ακκόμα πιο πέρρα, χωρρίς να δδίννουν σημασσία στα σύνεφφα και χωρρίς να κοιττούν ππιο πέρρα ,ωςς την ησσυχία που εκπέμβεει η ήσσυχη λίμμνη και ωςς τον σιωπηλλά και ακκίνητα μεταχχινούμενο Φίχτωρ Σσούσθη, που μετρρά μέρρες μαχχριά αππό τα Οχτώ Χιάρρις και σκέφφτεται όττι ίσσως η απόστασση τους είνναι πιο φυσσική αππό την προηχχούμενη στιχμιαία εγγύτητα τους, και νιώθθει όττι η πορρεία μέχρρι τις χρήχορρες μερσεττές που στέκοτται στο πισσαρίο και ποθθούν την Νάσιοναλ Πανχ δε Γρεςς, είναι σχεθθόν νομοτελλειακή, όσσο και οι αιώννιοι πάχχοι ππου θάλλουν κάττω από το Κασσίνο, όσσο οι χαλιαχχούδες κοιττούν από τις ταράσσες τις φθέρρες που θα ήθθελαν να είνναι θένθρα και φωττιές και όσσο το Αρχηχχείο ενθυλαχχώνει δεκκάδες φύλλακκες, και θα ενθυλαχχώνει πάδδα, για μμιά ακκόμη μελλοδική Φρειθερρίχη που θα δεσπόσσει στην ταφφέρνα “Παρλαπάς” και για μμια αχχόμη Τετάρτη στο ήππιο και οιχχείο Σεφφύρι, και σε κάθε Σεφφύρι.