Η υπόθεση της «μικρής Μαρίας» θα μπορούσε να είναι μία καλή ευκαιρία, έστω με δυσάρεστη αφορμή, για να σκεφτούμε (για) όσα παραμένουν «αόρατα» στην κανονικότητα της καθημερινότητάς μας. Αντίθετα όμως, η εξέλιξη των γεγονότων και η ταχεία μετατροπή του «ξανθού αγγέλου» σε «Μαρία των βούλγαρων Ρομά», δείχνουν ότι μαζί με το σβήσιμο των προβολέων των τηλεοπτικών συνεργείων, χάνεται και το ενδιαφέρον για κάθε «περιττή» ανθρώπινη ύπαρξη· έως ότου ένα άλλο συμβάν φέρει ξανά στο προσκήνιο κάποιους από τους «αφανείς» της ζωής, μέχρι η δυναμική της εφήμερης δημοσιότητας να εξαντληθεί και το βλέμμα της κοινωνίας ν’ αποτραβηχτεί και πάλι, στρεφόμενο προς τα εκεί που έχει συνηθίσει να κοιτά.

 Ξανθοί άγγελοι και φτωχοδιάβολοι

Η ιστορία του μικρού παιδιού που πριν από λίγες ημέρες εντοπίστηκε σε καταυλισμό Ρομά στην κεντρική Ελλάδα, μονοπωλώντας έκτοτε το ενδιαφέρον στο εσωτερικό μα και αποτελώντας πρώτη είδηση στα μεγαλύτερα διεθνή ενημερωτικά δίκτυα, αρχικά φάνηκε να συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που «μαγεύουν» τα ΜΜΕ. Ο λυρισμός περί «ξανθού αγγέλου» συγκινούσε κι αυτό διασφάλιζε αναγνωσιμότητα, θεαματικότητα και ακροαματικότητα για τα ΜΜΕ. Τα παραπάνω όμως ατόνησαν αρκετά όταν αποκαλύφθηκε ότι η «μικρή Μαρία» δεν είναι το παιδί κάποιου ζευγαριού με «ευγενική» καταγωγή, το οποίο μυστηριωδώς απήχθη κάποτε, αλλά η κόρη δύο βούλγαρων Ρομά που κάποια στιγμή είτε την «πούλησαν» είτε την «εναπόθεσαν» κάπου, αδυνατώντας να τη συντηρήσουν. Σιγά σιγά, υπό το φως των ευρημάτων των τεστ DNA, η μικρή, αν και παραμένει το ίδιο όμορφη κι ευάλωτη, χάνει τον τίτλο του «ξανθού αγγέλου», μετατρεπόμενη σ’ ένα ακόμη παιδί που είχε την ατυχία να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε κάποιο καταυλισμό, προορισμένο ν’ ακολουθήσει τη μοίρα του.

alert; camp; farsala; Greek crisis; gypsy; missing children; poverty; Roma; slum; squater; thessaly; Ρομά; Φάρσαλα; καταυλισμός; συνοικισμός; τσιγγάνοι; τσιγγάνος
 

Ηθική ελαστικότητα

Το περιστατικό αυτό, το οποίο αργά ή γρήγορα θα πάψει ν’ αποτελεί είδηση, κι ανεξάρτητα από την τύχη της «μικρής Μαρίας», μας υπενθυμίζει ότι γύρω μας υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μοιάζουν «διαφανείς», μη ορατοί και μη χειροπιαστοί. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Zeliko Jovanovic στον Guardian, «η Μαρία είναι Ρομά – άρα θα γίνει αόρατη ξανά», θέλοντας να καταδείξει το προφανές, ότι αν και, καλώς, θεωρούμε αδιανόητο να ζει σήμερα ένα παιδί στις συνθήκες του καταυλισμού των Φαρσάλων ή, ακόμη χειρότερα, του Nikolaevo, εάν εν τέλει αποδειχτεί ότι αυτό το παιδί δεν βρέθηκε εκεί λόγω κάποιας εγκληματικής ενέργειας, αλλά απλά και μόνο γιατί είναι Ρομά, η εύλογη ηθική μας εγρήγορση εκτονώνεται. Εκείνο που μας μοιάζει αδιανόητο σε περίπτωση που πρόκειται για ένα από τα παιδιά μας, το θεωρούμε θεμιτό για ένα παιδί του όποιου καταυλισμού. Για την ακρίβεια, δεν ασχολούμαστε καν.

Η σημερινή κρίση έχει οξύνει προβλήματα του παρελθόντος, προσθέτοντας σε αυτά και κάμποσα καινούργια. Οι ίδιες οδυνηρές συνθήκες που από τη μία πυροδότησαν τη δυσανεξία σε όσους μοιάζουν «παράταιροι», από την άλλη ανέδειξαν και πρωτοφανούς έκτασης κι έντασης αλληλέγγυες πρακτικές προς τους λογής «απόβλητους». Δεν είναι απόλυτα στο χέρι μας, όμως σίγουρα είναι ευθύνη μας.

 Αποστρέφοντας το βλέμμα

Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, τους Ρομά επιλέγουμε να τους αντιμετωπίζουμε ως «αόρατους», η αλήθεια όμως είναι ότι ανάλογη συμπεριφορά επιφυλάσσουμε όπως και για όλους τους πληθυσμούς που φαντάζουν εκτός πλαισίου κανονικότητας, Ο Zygmunt Bauman, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας είχε σταθεί στις «σπαταλημένες ζωές», στους ανθρώπους που μεταχειριζόμαστε ως τα «σκουπίδια» της εποχής μας, θεωρώντας τους δυσάρεστα αλλά αναπότρεπτα παραπροϊόντα της μοντέρνας δραστηριότητάς μας. Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, εκείνοι που εκτοπίζονται ή και αναζητούν άσυλο βρίσκονται ανάμεσα σε όσους βιώνουν αυτή την οδύνη, να μην απολαμβάνουν δηλαδή ένα καθεστώς ισοτιμίας με τους υπόλοιπους, αν μη τι άλλο σε ό,τι αφορά το θεμελιώδες, το δικαίωμα σ’ έναν αξιοπρεπή βίο. Συχνά μάλιστα, οι «Λαμπεντούζες» γίνονται οι πρόχειρες «χωματερές», όσο κυνικό κι αν μοιάζει αυτό. Βέβαια, ακόμα και όταν, όπως πρόσφατα στην Ιταλία, η τραγικότητα των γεγονότων καταστέλλει ακόμη και την απάθεια της κανονικότητας, με αποτέλεσμα το βλέμμα μας να στραφεί με ανθρώπινο τρόπο σε αυτούς που επιλέγουμε να μην αναγνωρίζουμε ως ανθρώπους, τουλάχιστον εξίσου ανθρώπους μ’ εμάς, η κινητοποίηση κρατά λίγο. Όταν η αντανακλαστική θλίψη παρέλθει, αυτούς που δεν χάθηκαν στο βυθό αλλά έφτασαν σ’ ένα λιμάνι, απλά δεν τους βλέπουμε.

Όπως βέβαια, δεν παρατηρούμε την «αόρατη» εξαθλίωση στους παράδρομους της μεγαλοπρέπειας, εκεί που άνθρωποι, εξίσου άνθρωποι μ’ εμάς έως χθες, σήμερα εξαθλιωμένοι από την επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής (sic), στέκουν εκλιπαρώντας για το ελάχιστο, την ελεημοσύνη για την επιβίωση . Το δικαίωμά τους στη ζωή άλλωστε μοιάζει να χει απολεσθεί για πάντα. Οι άστεγοι, οι επιβιώνοντες χάρη στα συσσίτια κ.ο.κ θα μπορούσαν αθροιστικά ν’ αποτελέσουν ένα «μεσαίο» δήμο της Αττικής, παρ’ όλ’ αυτά παραμένουν «αόρατοι» ανάμεσά μας, εκτός κι αν κάποιο τραγικό γεγονός υπενθυμίσει, βιαστικά, την ύπαρξή τους.

Δημοκρατία μετά την κρίση

Η σημερινή κρίση έχει οξύνει προβλήματα του παρελθόντος, προσθέτοντας σε αυτά και κάμποσα καινούργια. Οι ίδιες οδυνηρές συνθήκες που από τη μία πυροδότησαν τη δυσανεξία σε όσους μοιάζουν «παράταιροι», από την άλλη ανέδειξαν και πρωτοφανούς έκτασης κι έντασης αλληλέγγυες πρακτικές προς τους λογής «απόβλητους». Δεν είναι απόλυτα στο χέρι μας, όμως σίγουρα είναι ευθύνη μας. Επιχειρώντας να βγάλουμε από το καθεστώς της «αφάνειας» όσους σήμερα στοιβάζονται εκεί, κάνουμε αποφασιστικό βήμα προς τον εμπλουτισμό και τη διεύρυνση των δημοκρατικών όρων συνύπαρξής μας. Και η κρίση, πέρα από την οικονομική διάστασή της, υφίσταται και ως κρίση δημοκρατίας.