Γεννήθηκα στη Μήλο και λίγο μετά ήρθαμε οικογενειακώς στην Αθήνα. Έχω αναμνήσεις από την πρώτη μου επαφή με τη μόδα, από μικρό παιδί κόλλαγα με τις παλιές ταινίες. Θυμάμαι τη Sophia Loren, το ντύσιμο της όταν την είδα για πρώτη φορά. Ήμουν 5 ετών και δεν τον έχω ξεχάσει ακόμα.
Παρατηρούσα τις φίλες της μητέρας μου όταν ερχόντουσαν στο σπίτι μας για να παίξουν χαρτιά. Πρόσεχα τα ρούχα τους, άκουγα τον θόρυβο από τα βραχιόλια τους. Μια φορούσε πάντα μαύρα κι έλεγα «τι ωραίο στυλ που έχει». Πάντα φούστα ως το γόνατο και μαργαριτάρια. Ήταν η δεκαετία μεταξύ ‘60-’70.
Στα 15 μου, ερχόντουσαν οι δικές μου φίλες στο σπίτι κι έτσι έκανα τις πρώτες μου ερασιτεχνικές φωτογραφήσεις στην ταράτσα μας, έκανα styling με ρούχα της μητέρας μου ή άλλα. Έπεσα τότε πάνω σε μια αγγελία κι άρχισα να δουλεύω στο Rodolfo Valentino στην Ακαδημίας, με έβαλαν να κάνω κουμπότρυπες. Αλλά, επειδή πήγαινα πολύ ωραία και ιδιαίτερα ντυμένος για την εποχή -πρωί – πρωί μάλιστα, στις έξι που έπιανα δουλειά- πολύ γρήγορα μου είπε ο ιδιοκτήτης «εσύ δεν είσαι για εδώ, κατέβα στο μαγαζί να έχεις επαφή με τον κόσμο».
Τότε οι καλοί υπάλληλοι ήταν λίγοι και περιζήτητοι, η Αθήνα ήταν πιο μικρή, εγώ έμενα στην Αγία Παρασκευή και κυκλοφορούσα συνέχεια στο Κολωνάκι γιατί εδώ ήταν συγκεντρωμένη όλη η μόδα της πόλης οπότε έκανα βόλτες για να δω τις βιτρίνες, τις κοίταζα για ώρες, έμπαινα μέσα στα μαγαζιά κι έτσι βρήκα και τη δεύτερη δουλειά μου.
Έναν χρόνο αργότερα έκανα καταλάθος την πρώτη μου επαγγελματική φωτογράφιση. Μόνο λάθος δεν αποδείχθηκε. Δούλευα καλοκαίρι στον Παρθένη και τότε και η Κατερίνα Τερζοπούλου, η μοναδική στυλίστρια στην Ελλάδα, είχε να κάνει μια φωτογράφιση για ένα καινούριο περιοδικό μόδας. Είχε μαζέψει τα ρούχα που ήθελε στο κατάστημα αλλά κάτι συνέβη και δεν εμφανίστηκε. Τότε μου είπε ο Παρθένης «θα πάρεις εσύ τα ρούχα και θα πας στο πάρκο να κάνεις τη δουλειά» κι έτσι βούτηξα κατευθείαν στα βαθιά. Πήγα με τον φωτογράφο, έβαζα καρφίτσες στα ρούχα, κοιτούσα πώς θα ποζάρει το μοντέλο, αυτά που έκανα δηλαδή στην ταράτσα του σπιτιού μου. Αυτή ήταν και η παρθενική μου επαφή με τον χώρο των περιοδικών, όλα έγιναν πολύ νωρίς.
Συνέχισα να δουλεύω για σχεδιαστές, μόλις τελείωσα το σχολείο έφυγα από τον Παρθένη και πήγα στον Billy Bo. Άρχισα να έχω επαφή πλέον τόσο με την παραγωγή και με την πώληση όσο με τις φωτογραφήσεις και τις επιδείξεις. Ο Billy Bo έφερνε πολλά διάσημα μοντέλα του εξωτερικού στην Ελλάδα, δούλεψα για εκείνον μέχρι το ‘83, ήταν χρόνια υπέροχα, δημιουργικά, γεμάτα λάμψη .
Couture s/s 19, φωτογραφίες: Χάρης Χριστόπουλος
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, η Laura De Nigris είχε έρθει στην Ελλάδα για να ανακατέψει από την αρχή την τράπουλα της μόδας. Είχε δει πώς ντυνόμουν όταν έβγαινα στα club και μου είπε ότι μπορώ να κάνω το styling επάγγελμα, με έχρισε στυλίστα σε μια νύχτα και μου έδωσε μια μεγάλη δουλειά που έφερα εις πέρας.
Έκανα ένα μεγάλο ρεπορτάζ με την Έλενα Κουντουρά, ήταν η δεύτερη της φωτογράφιση, έγραψα και τις τις λεζάντες, είχα ταλέντο φαίνεται σε αυτό κι έτσι πέρασαν εφτά χρόνια στο περιοδικό Γυναίκα. Ασχολήθηκα και λίγο με την αντρική μόδα για το Status, πειραματίστηκα με την φωτογραφία αλλά επειδή δεν ήμουν όσο καλός θα ήθελα την παράτησα. Μετά βρέθηκα στο Votre Beaute για δέκα χρόνια ως διευθυντής μόδας. Η τελευταία μου δουλειά ήταν στην ελληνική Vogue, συνέβη παράλληλα με την πρώτη εταιρεία που δημιούργησα, το Vassilis Zoulias Old Athens, το κατάστημα με παπούτσια και τσάντες στην Κανάρη που άνοιξε το 2003.
Εξακολουθώ να διαβάζω όλα τα περιοδικά, παρακολουθώ και τα καινούρια, είμαι άνθρωπος του χαρτιού. Έχω ζήσει τις εποχές που υπήρχε το budget να ταξιδέψουμε δυο φορές τον χρόνο στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη για να δούμε τις νέες κολεξιόν, όλη τη δεκαετία του ‘90 βρισκόμασταν σε εξωτικούς προορισμούς για να κάνουμε τις φωτογραφήσεις, τέσσερις λήψεις την ημέρα. Ήταν σίγουρα διαφορετικά τα πράγματα στον κόσμο των περιοδικών μόδας, είμαι χαρούμενος που τα έχω ζήσει όλα στο έπακρο και τα έχω ευχαριστηθεί πάρα πολύ.
Το κατάστημα είχε μεγάλη επιτυχία, αισθάνθηκα τότε ότι υπήρχε ένα κενό στην ελληνική αγορά όσον αφορά το χειροποίητο παπούτσι και οι προβλέψεις μου για την ανταπόκριση που θα είχε η δουλειά μου ήταν σωστές. Είχαμε τα πάντα στην Αθήνα αλλά ήταν εισαγόμενα, οι παλαιότεροι οίκοι που ασχολούνταν με το χειροποίητο ήταν σε αποσύνθεση, έκλειναν, είχαν μεγαλώσει οι άνθρωποι που βρίσκονταν πίσω από αυτούς, μπήκα στον χώρο σαν φρέσκο αίμα δίνοντας κάτι παλιό με νέο αέρα.
Τα παπούτσια μου προκάλεσαν αίσθηση αλλά και το μαγαζί αυτό καθεαυτό, ήταν ένα κόσμημα στο Κολωνάκι. Σημαντικό ρόλο φυσικά έπαιξε το γεγονός ότι γνώριζα και τη δουλειά από μέσα, ήξερα πως να προωθήσω τη δουλειά και το προϊόν μου, πώς να προσεγγίσω τους ανθρώπους στα περιοδικά αλλά και τους πελάτες.
«Παρότι έχω αναφορές στο παρελθόν τα ρούχα ανήκουν και αφορούν το παρόν, στο σήμερα τα φτιάχνω, σήμερα και θα φορεθούν».
Όταν έφυγα από τα περιοδικά και άνοιξα το μαγαζί, είχε γράψει η Σάντυ Τσαντάκη «και τώρα ο Βασίλης Ζούλιας είναι από κριτής – κρινόμενος» κι έτσι ακριβώς ένιωθα. Από εκεί που έγραφα εγώ για άλλους θα έγραφαν άλλοι για μένα, θα μπορούσαν να πουν ότι θέλουν. Έχω δεχτεί και αρνητικές κριτικές. Δεν γίνεται να αρέσουμε σε όλους.
Το 2008 με την έλευση του fashion week στην Αθήνα σκέφτηκα να ντύσω τα παπούτσια μου με ρούχα κι έτσι παρουσίασα την πρώτη μου συλλογή. Ήταν επικεντρωμένη στο μαύρο χρώμα και είχε τίτλο, «Το πένθος ταιριάζει την Ηλέκτρα».
Είχα ανοίξει την επίδειξη με τέσσερις χήρες, με μαύρα ταγιέρ, ήθελα να ντύσω τα παπούτσια μου με τις γυναίκες που θαύμαζα μια ζωή, γυναίκες του Federico Fellini, γυναίκες του νεορεαλισμού, γυναίκες σαν την Τζένη Καρέζη στη Λόλα, γυναίκες κομψές.
Στη μόδα πρέπει να έχεις εμμονές, οι δικές μου είναι τα μυτερά παπούτσια, η στενή φόρμα, το μήκος της φούστας στο γόνατο, αυτή η θηλυκότητα που είναι διαχρονική. Κατάφερα να δημιουργήσω ένα δικό μου στυλ που είναι αναγνωρίσιμο, αν και πρόκειται για δίκοπο μαχαίρι αφού κάποια στιγμή σε περιορίζει, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο. Αν δεν έχει το ρούχο ένα φιογκάκι κάπου, αν δεν έχει μια μέση στενή, πλάτη ανοιχτή, οι πελάτισσες λένε «αυτό δεν είναι Ζούλιας».
Εμπνέομαι όπως εμπνεόταν η Amy Winehouse, όπως εμπνέονται όσοι φτιάχνουν ξενοδοχεία ή εστιατόρια 60s αναφορές, όπως αυτοί που κάνουν τα barber shops, εμπνέομαι κι εγώ όπως ο υπόλοιπος κόσμος από το παλιό. Τα 50s και τα 60ς πιστεύω ότι ήταν η πιο κολακευτική εποχή για τη γυναίκα. Παρότι έχω αναφορές στο παρελθόν τα ρούχα ανήκουν και αφορούν το παρόν, στο σήμερα τα φτιάχνω, σήμερα και θα φορεθούν.
Όσο κι αν έχω την εικόνα του νοσταλγού, είμαι άνθρωπος του σήμερα. Χαίρομαι τη δουλειά μου και τη ζωή μου τώρα, δεν θέλω να γυρίσω σε κάποια άλλη εποχή μου. Ζούμε μια εποχή, από το Sex and the City και μετά, στην οποία όλα επιτρέπονται κι όλα μπορούν να φορεθούν με όλα, πράγμα επικίνδυνο αν δεν τον προσέξεις.
Οι πρώτες μου πελάτισσες ήταν ακριβώς αυτές που είχα οραματιστεί, σοφιστικέ γυναίκες που δεν θέλουν να είναι ίδιες με όλες τις υπόλοιπες. Αυτό που θέλουν όσες με επιλέγουν είναι το να εμφανιστούν κάπου και να μην φοράνε ακόμα ένα ριχτό, αέρινο φόρεμα, θέλουν η εμφάνιση και το ρούχο τους να έχει υπόσταση και με μένα το καταφέρνουν αυτό.
Είναι λανθασμένη η εντύπωση ότι τα ρούχα μου δεν μπορούν να φορεθούν στον δρόμο, ειδικεύομαι στα cocktail φορέματα, με θεωρούν όλοι σχεδιαστή ειδικών περιστάσεων, φέτος όμως δημιούργησα για πρώτη φορά και μια σειρά prêt-à-porter ώστε να απευθυνθώ και σε εκείνες που θέλουν κάτι με την υπογραφή αλλά σε πιο προσιτή τιμή, προκειμένου να έρθω σε επαφή και με ένα πιο νεανικό κοινό.
«Φυσικά και οι Ελληνίδες έχουν στυλ, συγκαταλέγονται ανάμεσα στις κομψές γυναίκες της Ευρώπης, μαζί με τις Γαλλίδες και τις Ιταλίδες.»
Το στυλ δεν καλλιεργείται, ή το έχεις ή δεν το έχεις. Ένα μαύρο φόρεμα χαρακτήριζε την Jackie Kennedy, απλό, με λαιμόκοψη. Βγάζω κι εγώ συνέχεια ένα τέτοιο κι έχει το όνομα της, είναι το bestseller μου. Τα φορέματα που επέλεγε λειτουργούν όπως ένας καμβάς, αναδεικνύουν την προσωπικότητα του ατόμου.
Όταν μια γυναίκα έχει στυλ δεν κοιτάς τι φοράει, αισθάνεσαι την παρουσία της. Πολλές φορές, άνθρωποι με άποψη φοράνε τα ίδια ρούχα, δεν χρειάζονται και πολλά, δεν προσπαθούν. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια γυναίκα με εκπληκτικό στυλ, δεν θυμάσαι ποτέ τι φορούσε, θυμάσαι όμως πάντα εκείνη.
Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η αντρική μόδα, εμείς το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ραμμένα πουκάμισα στα μέτρα μας, να φτιάχνουμε πάνω μας τα σακάκια μας, να έχουμε μερικά ωραία αξεσουάρ, παπούτσια, αλλά μέχρι εκεί.
Όταν μια γυναίκα έχει στυλ δεν κοιτάς τι φοράει, αισθάνεσαι την παρουσία της.»
Είναι χαμένος χρόνος να ακολουθείς τις τάσεις, η μόδα είναι κάτι που αλλάζει με απίστευτους ρυθμούς, την ώρα που λες ότι είσαι σε αυτή έχει τελειώσει. Είναι προτιμότερο για μένα να έχεις ένα διαχρονικό στυλ, να «περνάς παντού και πάντα».
Έζησα σαν παιδί το να προσπαθώ να είμαι στη μόδα, υπήρξα mod, new romantic, ακολούθησα το punk ρεύμα. Έζησα τη μόδα όταν ακόμα επηρεαζόταν από τη μουσική. Από τα 90s και μετά υπάρχει μια ομοιομορφία, αν το παρατηρήσεις βάζοντας εξώφυλλα περιοδικών δίπλα – δίπλα επιστρέφουμε σταθερά σε περασμένες δεκαετίες, δεν έχω όμως την απάντηση γιατί συμβαίνει αυτό όσο και να το έχω συζητήσει.
Μιλάω πολύ συχνά με νέους που φοιτούν σε σχολές μόδας, τους συμβουλεύω να συγκεντρωθούν σε ένα πράγμα και να το κάνουν πολύ καλά, να μην έχουν φόβο για το μέλλον τους και να αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν. Ο φόβος σε εμποδίζει να δημιουργήσεις, προσωπικά χάνω όταν σκέφτομαι να μην κάνω κάτι γιατί δεν πιστεύω πως θα πουλήσει. Όταν κάνω αυτό που θέλει η καρδιά μου, πουλάει.
Έχω πει στο παρελθόν ότι ο κόσμος της μόδας δεν είναι τόσο λαμπερός όσο φαίνεται, το πιστεύω. Είναι σαν να βλέπεις μια γυναίκα στον δρόμο που δεν τη γνωρίζεις, που είναι πολύ ωραία ντυμένη, περπατάει αγέρωχη και πιστεύεις ότι έχει μια εκπληκτική ζωή. Αν τη σταματήσεις για να της μιλήσεις, τότε μόνο μπορεί να μάθεις τα προβλήματά της. Ο κόσμος της μόδα είναι ο δεύτερος πιο σκληρός, μετά τον κόσμο της τέχνης φυσικά.
Η στάση μου απέναντι στη ζωή είναι, όπως συνηθίζω να λέω, ότι είμαστε καταδικασμένοι να ευτυχήσουμε, σε όλους τους τομείς.