Ο Ντέμης Ρούσσος πέθανε στις 25 Ιανουαρίου του 2015. Ένα χρόνο μετά, συνατήσαμε έξι συνεργάτες και φίλους του που θυμήθηκαν ιστορίες από την εποχή της αθωότητας, της δημιουργίας και των ταξιδιών. Σας τις παραθέτουμε.
Θυμάται ο Κώστας Φέρρης:
«Τον Ντέμη δεν τον ήξερα από την Αθήνα. Τον γνώρισα μια μέρα του Μάη του 68, που ήρθε με τον Παπαθανασίου και το Σιδερά στο Cafe Saint Claude (Το Καφέ Εμικγκρέκ του Βασίλη Βασιλικού), να ζητήσουν κάποια βοήθεια, είναι η γνωστή ιστορία του αποκλεισμού του συγκροτήματος στο Παρίσι.
Ο Μάης τέλειωσε με «Βροχή και δάκρυα». Είχε κηρυχθεί Γενική Απεργία, και οι Aphrodite’s Child πανικόβλητοι και απολίτικοι, κλείστηκαν στο ξενοδοχείο τους. Η Philips εκμεταλλεύτηκε την ασχετοσύνη τους, και τους έκλεισε σ’ ένα στούντιο να ηχογραφήσουν μια διασκευή του Κανόνα του Pachelbel. Οι κατάσκοποι της εταιρίας, είχαν μάθει πως αυτό ήταν ένα σχέδιο της Barclays, με τους Four Tops, αλλά αυτοί είχαν κολλήσει, ακριβώς λόγω της απεργίας. Έτσι, μέσα στη γενική δισκογραφική ξηρασία έπεσε ως μάνα εξ ουρανού το Rain and Tears, και οι ραδιοφωνικοί d.j.s έκαναν γιορτή. Από τη Νορμανδία ως το Σεν Τροπέ, δεν άκουγες όλη μέρα παρά τη φωνή του Ντέμη Ρούσσου! Instant Fame για τον σπουδαίο αυτόν τραγουδιστή, και αυτό έσωσε το συγκρότημα από την πείνα.
Δύο χρόνια αργότερα, γράφω το σενάριο της ταινίας Le Sang, κι ο φίλος μου και σκηνοθέτης Jean-Daniel Pollet μου ζητάει να του γνωρίσω τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, για να του γράψει τη μουσική της ταινίας. Ο Βαγγέλης ενθουσιάστηκε με το σενάριο, αλλά φοβήθηκε να μπει απότομα στον χώρο του κινηματογράφου. Ζήτησε μόνο να με δει την επομένη, χωριστά. Μεταφέρω εδώ, σχεδόν κυριολεκτικά, την πρότασή του:
«Οι Aphrodite’s Child χρωστάνε έναν ακόμα δίσκο στη Philips, κι ύστερα θα διαλυθούν. Το κακό είναι πως απ’ αυτό, ο μόνος που μπορεί να κάνει σόλο καριέρα, είναι ο Ντέμης. Θέλω να μου γράψεις το λιμπρέτο και τους στίχους για ένα μουσικό έργο, όπου ν’ αναδείξω το συνθετικό μου ταλέντο, για να προλάβω να φιρμαριστώ κι εγώ πριν τη διάλυση».
Την άλλη μέρα του πήγα δύο προτάσεις: Έναν κύκλο τραγουδιών με θέμα τα Πάθη του Χριστού μέσα από το φαινόμενο του χιπισμού, κι άλλον ένα με θέμα την Αποκάλυψη του Ιωάννη, με πηγή έμπνευσης το κίνημα των yippies. Ο Ντέμης ενθουσιάστηκε με την πρώτη ιδέα, θα του άρεσε πολύ να υποδυθεί τον Ιησού! Ίσως γι αυτό, και ο Βαγγέλης προτίμησε την Αποκάλυψη. Ενδιαφέρουσα προθύστερη παρένθεση: Την ίδια μέρα που κυκλοφόρησε το «666», βγήκε στα δισκάδικα το “Jesus Christ Superstar” προς μεγάλη κατάπληξη όλων μας…
Κατέφθαναν ένας-ένας στο στούντιο, συνοδευόμενοι από τις γυναίκες τους και πιάναν τρεις γωνιές του στούντιο, χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε μια καλημέρα. Ο Βαγγέλης ισχυριζόταν πως έφταιγαν οι γυναίκες που τους έβαζαν λόγια. Ο Ντέμης όμως μου αποκάλυψε τον λόγο του καυγά: Ο Βαγγέλης έβγαζε καλά λεφτά από τα συνθετικά του δικαιώματα. Οι άλλοι δύο όμως, μόνο από τις συναυλίες
Το «666» θεωρείται σήμερα ως το πρώτο concept album του ροκ. Στην πραγματικότητα, η ιδέα μου ήρθε από τους «Κύκλους Τραγουδιών» που είχαν ήδη καθιερώσει ο Χατζηδάκις κι ο Θεοδωράκης, για λόγους προστασίας των πνευματικών τους δικαιωμάτων.
Το σχέδιο ήταν βαρύ ως προς τη μουσική, και επιστρατεύτηκαν αμέσως ο Αργύρης Κουλούρης από την Αθήνα, και ο Χάρης Χαλκίτης από τη Σουηδία. Η πρότασή μου ήταν να εισαχθούν στοιχεία από την Ελληνική παραδοσιακή μουσική (ο όρος ethnic δεν έχει βγει ακόμα), κι έτσι ο Βαγγέλης καλεί έναν διάσημο λαϊκό οργανοπαίκτη φλογέρας (δε θυμάμαι τ’ όνομά του) να του παίζει όλη μέρα για να εμπνέεται. Όταν μπήκαμε μάλιστα στο στούντιο, επεχείρησα να τους μυήσω στα 9/8 του ζεϊμπέκικου και του καρσιλαμά, αλλά από υπερβάλλοντα ζήλο το έκαναν… 19/16! (4η πλευρά, All the seats were occupied).
Οι ηχογραφήσεις στο στούντιο, κράτησαν… 7 μήνες! Κι εκεί είναι που αναπτύχθηκε η φιλία μου με τους Αιγυπτιώτες, Ντέμη και Χάρη. Οι Έλληνες της Αιγύπτου, έχομε μια… «μασωνική» σχεδόν αλληλεγγύη μεταξύ μας, και σ’ αυτό βοηθάει πως όποτε χρειάζεται, συνεννοούμαστε μεταξύ μας στ’ αραβικά… Και φυσικά, οι βωμολοχίες πάνε σύννεφο, αφού κανένας δε μας καταλαβαίνει. Αυτό μου έδωσε και τον ρόλο… του μεσάζοντα, αφού τα τρία βασικά μέλη του συγκροτήματος, δε μιλιόντουσαν!
Κατέφθαναν ένας-ένας στο στούντιο, συνοδευόμενοι από τις γυναίκες τους (Monique, Flore και Βίλμα) και πιάναν τρεις γωνιές του στούντιο, χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε μια καλημέρα. Ο Βαγγέλης ισχυριζόταν πως έφταιγαν οι γυναίκες που τους έβαζαν λόγια… Ο Ντέμης όμως μου αποκάλυψε τον λόγο του καυγά: Ο Βαγγέλης έβγαζε καλά λεφτά από τα συνθετικά του δικαιώματα, από τη SACEM. Οι άλλοι δύο όμως δεν έβγαζαν λεφτά, παρά μόνο από τις συναυλίες (manager ήταν ο Ελληνοπρεπής Αρμένης Roberto Seto γνωστός από την επιτυχία του Brigitte Bardot, που ήταν και ο… «κατάσκοπος» στην Barclays που ανάφερα παραπάνω).
https://www.youtube.com/watch?v=AValTbASGhw
Ο Σέτο ήταν ένας εξαιρετικός μάνατζερ, κι έκλεινε συμφωνίες σ’ όλη τη Γαλλία και την Ευρώπη (Ιταλία, Σκανδιναβία, Ισπανία κ.λ.) για συναυλίες του συγκροτήματος. Όμως ο Βαγγέλης είχε ένα ψυχολογικό πρόβλημα, και δε μπορούσε να μπει σ’ αεροπλάνο. Αργότερα μου εξομολογήθηκε πως το «κουσούρι» του είχε μείνει από τους σεισμούς του Βόλου, που έζησε όταν ήταν παιδί. Για τον ίδιο λόγο, δε μπορούσε να διαβάσει βιβλία, γι αυτό και ήμουνα υποχρεωμένος να του διαβάζω προφορικά τα κείμενα της Αποκάλυψης. Έτσι, μπορούσε μόνο να μετακινηθεί με αυτοκίνητο σε κοντινές αποστάσεις, κι ο Σέτο ήταν υποχρεωμένος να ακυρώνει τις συναυλίες σε μακρινούς τόπους. Στην Ιταλία μάλιστα, τον αντικατέστησε ο αδελφός του Νίκος, καμουφλαρισμένος και γυρισμένος πλάτη, και κινδύνευσαν ν’ αποκαλυφθούν! Αυτή ήταν και η αιτία της ρήξης.
Στις εγγραφές στο στούντιο, ο Βαγγέλης ετοίμαζε τα τεχνικά με τον ηχολήπτη Roger Roche, κι όταν ήταν έτοιμος, μ’ έστελνε στο στούντιο να μαζέψω τους άλλους, που περνούσαν την ώρα τους με ανέκδοτα. Κι εκεί, ζούσα ένα εκπληκτικό φαινόμενο: Παίρναν τις θέσεις τους και τα όργανα, μουτρωμένοι κι αμίλητοι, κλείναν οι πόρτες, άναβε το κόκκινο φωτάκι, ο ηχολήπτης έδινε το σύνθημα, κι άρχιζαν να παίζουν ξαφνικά με ανείπωτη χαρά, με γέλια, ενθουσιασμό, και αγαπησιάρικα επιφωνήματα: «Πάμε», «έτσι μπράβο», «έσκισες», «γουστάρω…» κ.λ.π. Και μόλις τέλειωνε το τραγούδι, ξαναγύριζαν στις θέσεις τους… μουτρωμένοι. Κάποια στιγμή δεν άντεξα, κι έβαλα τις φωνές: «Δε ντρέπεστε, βρε; Κάνετε το ωραιότερο επάγγελμα τους κόσμου, η μουσική είναι αγάπη, κι εσείς τσακώνεστε…» Δεν ξέρω αν αυτό το ξέσπασμα έπαιξε ρόλο, αλλά από τη μέση και πέρα συμφιλιώθηκαν, και περνούσαν την ώρα τους στη κονσόλα του ηχολήπτη να συνεργάζονται.
Πρέπει ακόμα να πω, πως ο Ντέμης, εκτός από τραγουδιστής, ήταν κι εκπληκτικός μπασίστας. Για να τον ξεκουράζει όμως, ο Βαγγέλης έδινε το μπάσο στον Χάρη Χαλκίτη, που ‘παιζε επίσης σαξόφωνο, κρουστά, πλήκτρα, κι έκανε και φωνητικά. Ώσπου μια μέρα, ο Χάρης… κόλωσε στο Babylon και δεν έπιανε το ρυθμό. Χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, ο Ντέμης εισέβαλε στο στούντιο, άρπαξε το μπάσο, κι έπαιξε ο ίδιος αυτό τον εκπληκτικό ρυθμό που ακούγεται. Μαζί του, φυσικά, πήρε φόρα κι ο Αργύρης Κουλούρης στην κιθάρα.
(Σ’ αυτό το τραγούδι, τρομπέτες παίζει ο Michel Ripoche).
Η αγαπησιάρικη διάθεση, κατέληξε σ’ αυτό το εκπληκτικό αυτοσχεδιαστικό μέρος της 4ης πλευράς, που κράτησε πολύ περισσότερο από τα 20 λεπτά που σώζονται.
Το πράγμα στράβωσε, όταν ήρθε η ώρα του «λυρικού hit» του τέλους. Οι στίχοι αφορούν τη διάλυση του ίδιου του συγκροτήματος, και η φράση “you make it” αναφέρεται στον ίδιο τον Ντέμη, που θα «την έκανε» τη σόλο καριέρα, ήταν βέβαιο. Ο Βαγγέλης έδωσε το τραγούδι στον Λουκά, κι ο Ντέμης διαμαρτυρήθηκε. Ήταν προσβλητικό, ύστερα από τέτοιες επιτυχίες, το hit του δίσκου να μην το τραγουδάει ο ίδιος. Έγινε ένας μικροκαυγάς, που κράτησε δύο μέρες, και χρειάστηκε να δοκιμάσει ο ίδιος το τραγούδι στο στούντιο, για να πεισθεί. Το τραγούδι ήταν γραμμένο σε ήπιους τόνους, και δεν του ταίριαζε…
Κάτι που θυμάμαι ακόμα, είναι πως συζητούσαμε με τον Ντέμη για τη μελλοντική σόλο καριέρα του. Κι είναι δικιά μου αμαρτία, η πρόταση να εμφανιστεί στις συναυλίες του με Αραβική κελεμπία! Τόχω κάνει και στίχο, σ’ ένα τραγούδι μου: «Θα βάλω και τη κελεμπία, να σούρθω με μια νταχαμπία» (νταχαμπία=ποταμόπλοιο του Νείλου).
Πρέπει ακόμα να πω πως στο στούντιο, πέρασαν πολλοί γνωστοί και φίλοι, όπως οι Θόδωρος Αγγελόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Κούνδουρος, Μιχάλης Κακογιάννης, Γιάννης Φαφούτης, Ειρήνη Παπά (φυσικά) και τέλος ο φοβερός και τρομερός Salvador Dali!Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ήρθε η σειρά μου να συγκρουστώ με τον Βαγγέλη. Ο καυγάς αυτός… κρατάει ως σήμερα! Αντίθετα, με τον Ντέμη (αλλά και τον Λουκά, τον Αργύρη, τον Χάρη) η φιλία κράτησε ως το τέλος. Ο Ντέμης μάλιστα, με κάλεσε να τον ακολουθήσω στο Λονδίνο, για να γράψω στίχους για το πρώτο του άλμπουμ. Μάλιστα, ο Χάρης μου είχε δώσει μια κασέτα με το “We shall dance”, αλλά το παραμέλησα. Και στο μεταξύ, είχε γεννηθεί η κόρη μου, και δε μπορούσα να φύγω από το Παρίσι.
Ξανασυναντηθήκαμε, πολλές φορές από τότε, μια φορά μάλιστα στις Βρυξέλλες, κι άλλη μία στο Κάϊρο. Κάποια στιγμή μάλιστα συζητήσαμε να ξανασυνεργαστούμε, με μουσική της Θέσιας Παναγιώτου. Δεν καταφέραμε να συντονιστούμε με τα ταξίδια μου και τις περιοδείες του. Το μόνο που μου μένει, είναι να ευχηθώ στ’ αραβικά: «Αλλάχ υ ερχάμου», Ο Θεός ας τον δεχτεί στην αγκαλιά του. Εκτός από εξαιρετικός καλλιτέχνης, ήταν κι ένας πολύ καλός άνθρωπος, μια σπάνια ψυχή.»
Θυμάται ο Αργύρης “Silver” Κουλούρης:
«Η ιστορία ξεκινάει όταν ήμασταν περίπου 16. Ήμουν Πειραιώτης και έπαιζα κιθάρα από μικρός. Μια μέρα ανέβηκα στα κλαμπ της Αθήνας για να δω τι γίνεται και γνωρίστηκα με τον Λουκά (σ.σ. Σιδερά). Έπαιζαν μαζί με τον Ντέμη σε ένα κλαμπ στη πλατεία Αμερικής. Εκεί γίνονταν και διαγωνισμοί μακαρονάδας, «Ποιος θα φάει την περισσότερη».
Ξεκινήσαμε και παίζαμε μεταξύ μας, αλλά μπορούσαμε να παίζουμε και σε άλλα γκρουπάκια.
Ο Ντέμης πήγαινε πολύ ωραία με την ιδιαίτερη φωνή του. Εν τω μεταξύ, γούσταρε πολύ γιατί πλακωνόταν στις μακαρονάδες. Κάναμε πολλές πλάκες. Μάλιστα, ήθελε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό.
Η μητέρα του Λουκά ήταν καλή φίλη με την μητέρα του Βαγγέλη. Πήγαμε μια μέρα στο σπίτι του δεύτερου και γνωριστήκαμε. Έτσι, ξεκινήσαμε να παίζουμε σε ένα σπίτι της Πατησίων και άρχισε να στήνεται καλύτερα το γκρουπ.
Κάναμε κάποιες ηχογραφήσεις και μαζεύαμε χρήματα που χρειάζονταν για να πάμε στο εξωτερικό. Εγώ είχα ήδη φτάσει 18-19. Έπρεπε να παρουσιαστώ φαντάρος. Τελικά, έφυγαν οι υπόλοιποι και μου είπαν ότι θα με περίμεναν να πάω κι εγώ μόλις απολυόμουν.
Πήραν τις ηχογραφήσεις και φύγανε για Γαλλία. Εγώ φαντάρος στην αεροπορία και από το φυλάκιο που βρισκόμουν άκουγα τον Ντέμη να τραγουδάει. Από τη μια έκλαιγα που δεν ήμουν μαζί τους, αλλά από την άλλη χαιρόμουν γιατί ήξερα ότι μόλις απολυόμουν θα ξαναβρισκόμασταν.
Ξεκινήσαμε να γράφουμε στο στούντιο, ασταμάτητα για μήνες, μέχρι που βγήκε ο δίσκος με τα κείμενα της Αποκάλυψης όπου συμμετείχε και η Ειρήνη Παππά. Θυμάμαι τους πάντες να σταματούν για να ακούσουν τη φωνή της!
Παρόλα αυτά δεν ξέρω τι είχε γίνει και δεν τα βρήκαμε με την Philips, με αποτέλεσμα το γκρουπ να διαλυθεί. Στενάχωρες καταστάσεις. Δεν ήμουν περίεργος και δεν ρώτησα πολλά.
Είχαμε μια εισαγωγή με ακόρντο όπου τραγουδούσαμε «Ντέμης Ρούσσος» για να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή, λίγο πριν ξεκινήσει το τραγούδι, ακούμε έναν θόρυβο. Γυρίζουμε και τι να δούμε; Είχαν σπάσει τα σανίδια και είχε μπει ο μισός Ντέμης μέσα! Ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν μέρος της παράστασης και χειροκροτούσε.
Μια μέρα με κάλεσε ο Ντέμης σπίτι του για να συνεργαστούμε μια και γνώριζα ήδη το υλικό. Βγάλαμε 5 κομμάτια. Το ένα ήταν το «αστέρι του Βοριά» του Χατζιδάκι μαζί με άλλες 5 δικές μου συνθέσεις.
Στη συνέχεια του έδωσαν και άλλοι κομμάτια τους, ο Χαλκίτης και ο Βλαβιανός που έγιναν επιτυχίες.
Αφού ήδη ήταν στα φόρτε του, του ξανάδωσα τρία κομμάτια, όπως το Midnight is the time I need you. Εκεί τον έβγαλα σε πιο εμπορικό, πιο κλαμπ στυλ.
«Θέλεις να έρθεις για τουρνέ παρέα;» μου είπε μια μέρα. Γιατί όχι; είπα και ξεκινήσαμε περιοδεία. Μέσα σε 7 χρόνια γυρίσαμε τρεις φορές τον κόσμο.
Το πρόβλημα ήταν με τις κελεμπίες που φορούσαμε. Είχε πλάκα γιατί κάποιοι δεν φορούσαν παντελόνι από μέσα και τους σηκώναμε την κελεμπία.
Όταν βγαίναμε να παίξουμε, βλέπαμε τον κόσμο από κάτω να έρχεται μπροστά με δάκρυα στα μάτια.
Θυμάμαι περιπτώσεις που παίζαμε σε μεγάλους ανοιχτούς χώρους όπου έπιανε βροχή κάποιες φορές και εμείς συνεχίζαμε να παίζουμε με ομπρέλες, ενώ ο κόσμος από κάτω παρέμενε στη βροχή! Λέγαμε να το ακυρώσουμε ή να το αναβάλλουμε για λίγη ώρα, αλλά ο Ντέμης επέμενε να βγαίνουμε εκείνη τη στιγμή!
Μια μέρα παίζαμε σε ένα θέατρο στην Αίγυπτο. Είχαμε μια εισαγωγή με ακόρντο όπου τραγουδούσαμε «Ντέμης Ρούσσος» για να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή, λίγο πριν ξεκινήσει το τραγούδι, ακούμε έναν θόρυβο. Γυρίζουμε και τι να δούμε; Είχαν σπάσει τα σανίδια και είχε μπει ο μισός Ντέμης μέσα! Ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν μέρος της παράστασης και χειροκροτούσε.»
Θυμάται ο Νότης Λαλαΐτης:
«Τον γνωρίζω-βλέπεις, μιλάω σε ενεστώτα χρόνο- από το γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας. Είχαμε την ευλογία να γεννηθούμε στην Αίγυπτο όπου ήμασταν υποχρεωμένοι να μάθουμε ξένες γλώσσες, όπως αγγλικά, γαλλικά και αραβικά, κάτι που βοήθησε την πορεία μας. Μετά τις φασαρίες με τον Νάσερ φύγαμε για Ελλάδα
Μια μέρα, κάπου στο 1964 με πήγε στο Ώτο-κλαμπ, στην Κηφισιά. Φτιάξαμε το γκρουπ και πήγαμε στα Καμένα Βούρλα όπου εμφανιζόμασταν όλο το καλοκαίρι. Πριν φύγουμε, διοργανώσαμε μια βραδιά όπου, με πρωτοβουλία της τραγουδίστριας Δανάης, η κόρη της οποίας, η Λήδα, έλεγε κάποια τραγούδια μαζί μας, ζητήσαμε ψηφοφορία από τους πελάτες για το όνομα του συγκροτήματος. Έτσι, επικράτησε το όνομα The Idols και η Δανάη έγινε η νονά μας.
Ο Ντέμης έμεινε μαζί μας περίπου 2,5 χρόνια. Μετά πήγε σε άλλα γκρουπ, όπως οι Minis, οι We Five και στη συνέχεια οι Aphrodite’s Child.
Κάποια στιγμή λαμβάνω ένα τηλεφώνημα. Ήταν ο Ντέμης από το Παρίσι και μου έκανε πρόταση να πάω μαζί του. Είχαν ήδη διαλυθεί οι Aphrodite’s Child και έκανε σόλο καριέρα.
Δεν είχα υποχρεώσεις, δεδομένου ότι οι Idols κάναμε ένα διάλειμμα επειδή ένα μέλος είχε φύγει για Αγγλία. Επίσης, είχαν αλλάξει οι καταστάσεις και δεν ήταν εύκολο το γιε-γιε (όπως μας έλεγαν) εδώ στην Ελλάδα. Με την ευκαιρία, να πούμε ότι όταν γράφαμε δίσκο στην Columbia, η κονσόλα είχε επάνω δύο κουμπιά. Το ένα έγραφε «Λαϊκά» και το άλλο «Γιε-γιε». Πατούσε ο τεχνικός το «γιε-γιε» και έφευγε κι εμείς γράφαμε μέσα. Όταν γύριζε απλά ρωτούσε τι έγινε.
Έμεινα στο Παρίσι με τον Ντέμη γύρω στα οκτώ χρόνια. Γυρίσαμε όλο τον κόσμο.
Σε μια από τις περιοδείες φτάσαμε και στην Αίγυπτο. Όταν από το μικρόφωνο μίλησε αραβικά, κόντεψαν να γκρεμίσουν το στάδιο. Άσε που από την ώρα που κατέβηκε από το αεροπλάνο τον ακολουθούσαν πάνω από 25 δημοσιογράφοι! Αφού παίξαμε στο Κάιρο, δεν θα ξεχάσω το δείπνο που μας έκανε ο διοργανωτής. Έστρωσαν χαλιά ακριβώς δίπλα στις πυραμίδες, καθίσαμε οκλαδόν και μας έβγαλαν ό,τι φαγητό μπορείς να φανταστείς! Και ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκαν δύο υπέροχα, άσπρα αραβικά άλογα με τους αναβάτες τους και μας έκαναν επίδειξη με χορευτικά!
όταν γράφαμε δίσκο στην Columbia, η κονσόλα είχε επάνω δύο κουμπιά. Το ένα έγραφε «Λαϊκά» και το άλλο «Γιε-γιε». Πατούσε ο τεχνικός το «γιε-γιε» και έφευγε κι εμείς γράφαμε μέσα. Όταν γύριζε απλά ρωτούσε τι έγινε.
Στο Λίβανο, παίξαμε στην πόλη Βύβλο. Ανεβήκαμε σε κάτι χαλάσματα, λίγο πιο πλατιά από τα σκαλοπάτια της Πλάκας. Τον ρώτησα «Ρε Ντέμη, ποιος θα έρθει εδώ;». Μου λέει «Θα δεις». Τελικά, εκείνο το βράδυ, είχαμε πάνω από 5.000 άτομα, δίπλα σε ένα παλιό μοναστήρι. Όλοι με αναμμένους αναπτήρες! Τον βλέπανε σαν θεό, όπως ήταν μεγαλόσωμος, με την κελεμπία του, με τα μαλλιά και τα μούσια. Εμείς παίζαμε ένα κομμάτι για εισαγωγή που έλεγε «Ντέμης Ρούσσος», κάτω σκοτάδι κι εκείνος με τα χέρια ανοιχτά! Υπήρχε ατμόσφαιρα! Βλέπαμε τον κόσμο να είναι ακίνητος και με ανοιχτό στόμα!
Πήγαμε στο Γιοχάνεσμπουργκ και στο Κέιπ Τάουν, εν μέσω απαρτχάιντ. Εκεί οι μαύροι δεν είχαν συχνά ευκαιρίες. Κυκλοφορούσαν στις πόλεις και φορούσαν ένα μπρασελέ με αριθμό. Δεν είχαν δικαίωμα να κυκλοφορούν μετά από μια ορισμένη ώρα. Επίσης, μας είχαν πει ότι αν έπιαναν λευκό άνδρα με μαύρη γυναίκα ή το αντίστροφο πήγαιναν φυλακή και οι δύο!
Μια μέρα ήθελα να πιω ένα αναψυκτικό. Βγήκα στον δρόμο και είδα μεσοτοιχία δύο μαγαζιά που πουλούσαν αναψυκτικά. Το ένα έγραφε «Blacks only». Επέλεξα, επίτηδες, αυτό το μαγαζί. Με το που μπήκα μέσα, έπεσε απόλυτη ησυχία, σαν σκηνή από γουέστερν που μπαίνει ο κακός στο μπαρ και παγώνουν όλοι! Τελικά, μου είπε ο μπάρμαν «Sorry sir. Next door».
Σε μια τέτοια χώρα και υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ντέμης πήρε πρωτοβουλία και δώσαμε συναυλία μόνο για μαύρους! Δεν χρειάζεται να σου πω πόσος κόσμος ήταν μέσα στο θέατρο. Όλοι μαύροι. Ο Ντέμης, μόλις τελείωσε η συναυλία, τους είπε ότι ήταν το ωραιότερο κοινό που είχε συναντήσει στην καριέρα του. Έκαναν σαν τρελοί γιατί δεν είχαν τέτοιες ευκαιρίες αυτοί οι άνθρωποι. Ήταν γεγονός της δεκαετίας για αυτούς.
Το μεγάλο του παράπονο, από ότι είχα ακούσει, ήταν ότι εκείνον, τη Μούσχουρη και τον Παπαθανασίου, οι «διάφοροι» τους αποκαλούσαν «Οι ξένοι». Την ίδια στιγμή, όταν παίζαμε, πάντα ξεκινούσαμε το πρόγραμμα με τον Μύθο του Χατζιδάκι που έχει πολλά ελληνικά στοιχεία μέσα του!
Όταν μας παρουσίαζε επί σκηνής, έλεγε πάντα από πού είναι ο καθένας μας μαζί με δυο λόγια για το πώς γνωριστήκαμε.
Όταν ταξιδεύαμε, είχαμε μισό πούλμαν για εμάς και στο υπόλοιπο μισό βάζαμε όργανα. Επίσης, είχαμε και άλλα δύο φορτηγά για τον εξοπλισμό. Για κοντινά δρομολόγια, όπως στην Ευρώπη, πηγαίναμε οδικώς. Ξεκινήσαμε για Ισπανία και φτάσαμε στο Βίγο μετά από 14-15 ώρες οδήγηση. Επειδή φτάσαμε αργά το βράδυ, ματαιώθηκε η συναυλία. Μιλάμε για 7.000 εισιτήρια σε μια τεράστια, σαν γήπεδο, ντισκοτέκ.
Ο Ντέμης όμως, δεν ξέχασε τον κόσμο. Μια από τις πρώτες συναυλίες της επόμενης χρονιάς την δώσαμε εκεί για να τους αποζημιώσει.»
Θυμάται ο Δημήτρης Κατακουζηνός:
«Πριν γνωρίσω τον Ντέμη και τους υπόλοιπους από τους We Five, το 1966, είχαμε φτιάξει το γκρουπ Stormies. Όταν διαλύθηκαν, έπαιζα σε ένα γκρουπάκι της γειτονιάς.
Ένα ωραίο βράδυ ήρθαν ο Σαλιάρης, ο Ντέμης, ο Καρακαντάς και ο Βλαβιανός στο κλαμπάκι που έπαιζα, στην Αχαρνών. Μου είπαν ότι ο Σπύρος Μεταξάς από τους We Five θα πήγαινε φαντάρος και μου πρότειναν να τους ακολουθήσω. Τότε ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Ντέμη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’66.
Εγώ και ο Ντέμης ανεβήκαμε όλη την Πατησίων για να φτάσουμε στο σπίτι του Παπαθανασίου, απέναντι από το Αννα-Μαρία Καλουτά. Μετά συνεχίσαμε μέχρι το Ακροπόλ όπου παίζαμε σαν We Five με την Αλέκα Κανελλίδου.
Στη συνέχεια βρεθήκαμε πολλές φορές με τον Ντέμη, αλλά με διαφορετικά γκρουπ. Εκείνος ήταν στους Aphrodite’s Child κι εγώ στους Axis.
Μάλιστα, ηχογραφούσαμε στο ίδιο στούντιο, στο Παρίσι. Μετά από τρία χρόνια, όταν διαλυθήκανε οι Aphrodite’s Child, παίζαμε μαζί σε όλες του τις συναυλίες ανά τον κόσμο.
Στο Βέλγιο παίξαμε μέχρι και σε σούπερ μάρκετ που γινόταν αίθουσα συναυλιών, αφού το βράδυ έκλεινε και αδειάζανε τα ράφια.
Ανεβαίναμε συχνά στην Αγγλία. Την πρώτη φορά που πήγαμε στο Άλμπερτ Χωλ, μόλις παίξαμε, ενώ ήταν προγραμματισμένη μία παράσταση, ήρθε ο μάνατζέρ μας, ο Ρομπέρτο Σέτο και μας είπε ότι αφού τελειώναμε την περιοδεία, θα ερχόμασταν για άλλες έξι εμφανίσεις που ήταν ήδη sold out!
Στη δε Βραζιλία παίξαμε σε 150.000 κόσμο, στο Μαρακανά!
Ήμασταν στη Σουηδία και ο Ντέμης συνήθιζε βγαίνει, σε κάποιο σημείο, όταν προβιζάραμε, με την πλάτη προς τον κόσμο για να φαίνεται ο βυζαντινός αετός που είχε στην πλάτη της κελεμπίας του, με τα χέρια σαν να ήταν σταυρωμένος.
Κάποια στιγμή που ήμασταν στο τσακίρ κέφι, εκεί που έπρεπε να προβιζάρει ο κάθενας από ένα τετράμετρο, εμείς το κάναμε δεκαεξάμετρο. Ο Ντέμης είχε μείνει με ανοιχτά τα χέρια, σαν σταυρωμένος, και μας έλεγε «Σταματήστε ρε κωλόπαιδα».
Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα το 1974, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, όλος ο κόσμος ζητούσε κάτι ελληνικό. Οτιδήποτε ήταν ξενόφερτο το «πυροβολούσαν». Όταν μας έφερε ο Γκασπάρ που είχε το Στορκ, οι δημοσιογράφοι της εποχής έψαχναν αφορμή για να «πυροβολήσουν» τον Ντέμη.
Στα 70’s δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Για να παίξουμε στο Βερολίνο, έπρεπε πρώτα να διασχίσουμε όλη την ανατολική πλευρά.
Κάποιες μετακινήσεις μας γίνονταν με καμιόνι. Μια μέρα, πηγαίναμε να παίξουμε στο Βίγο της Ισπανίας και είχε κουραστεί ο οδηγός. Το πήρα εγώ και οδηγούσα σε κατασκότεινους δρόμους. Ξαφνικά, βλέπω ένα σίδερο να σπάει το παρ μπριζ και να μπαίνει μέσα! Ήταν ένα φορτηγό μπροστά με σιδεριές που προεξείχαν, αλλά δεν φαίνονταν γιατί δεν είχε φανάρι πίσω. Ευτυχώς, δεν χτύπησε κανείς.
Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα το 1974, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, όλος ο κόσμος ζητούσε κάτι ελληνικό. Οτιδήποτε ήταν ξενόφερτο το «πυροβολούσαν». Όταν μας έφερε ο Γκασπάρ που είχε το Στορκ, οι δημοσιογράφοι της εποχής έψαχναν αφορμή για να «πυροβολήσουν» τον Ντέμη. Ήμουν μπροστά όταν μια μέρα που τρώγαμε στην Αθηναία ήρθε δίπλα του μια «ωραιοπρεπούσα» δημοσιογράφος για να του πάρει συνέντευξη. Στο μέσο της συνέντευξης του είπε «Πείτε μου κάτι και για τα πολιτικά στην Ελλάδα». Εκείνη τη στιγμή τρώγαμε. Ο Ντέμης της είπε «Ρε κοπέλα μου άσε με να φάω την μπριζόλα μου και τα λέμε μετά». Αυτό που μετέφερε εκείνη ήταν «Όταν τον ρώτησα για το τι συνέβη επί επταετίας, το μόνο που σκέφτηκε ήταν η μπριζόλα του». Με αποτέλεσμα, ενώ οι εμφανίσεις μας ήταν ήδη sold out, να επιστρέψουν οι περισσότεροι τα εισιτήρια και να παίξουμε σε άδεια γήπεδα.»
Θυμάται ο Αντώνης Γιούλης:
«Χρειαζόμασταν μπάσο στο συγκρότημα. Ο Λαλαΐτης γνωριζότανε με τον Ντέμη και μας τον σύστησε. Πριν από εμάς έπαιζε τρομπέτα σε ένα γκρουπ που λεγότανε Sailors. Ήρθε σαν μπασίστας, χωρίς να ξέρει να παίζει. Εμείς δε, ούτε το όργανο δεν είχαμε στο γκρουπ. Τελικά, αγοράσαμε ένα μπάσο με δανεικά και έτσι ξεκίνησε ο Ντέμης να μαθαίνει.
Η πρώτη μας επαγγελματική δουλειά ήταν στα Καμένα Βούρλα. Κοιμόμασταν έξι άτομα σε ένα δωμάτιο 2Χ2 και το βράδυ ο ξάδερφός του ο Jo του σήκωνε το μπατζάκι της πυτζάμας και του έβαζε ζωύφια γιατί ο Ντέμης τα φοβόταν. Εκεί παίζαμε σε ένα κεντράκι που λεγόταν Corfu. Μια μέρα ανέβηκε στο πάλκο μαζί μας και πρωτοτραγούδησε ο Μητροπάνος. Είχε έρθει με τον θείο του και επειδή του άρεσε να τραγουδάει, ζήτησε να πει δυο κομμάτια κι εμείς δεχήκαμε ευχαρίστως. Αυτό ήταν το 1964.
Ένα από τα εναλλακτικά ονόματα που είχαν προταθεί στην ψηφοφορία για το όνομά μας, ήταν Shakers. Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι. Τελικά, επικράτησε το Idols.
Κάναμε πολλές εμφανίσεις σε μουσικά πρωινά, σε κινηματογράφους. Κάθε γειτονιά καλούσε συγκροτήματα και παίζανε τις Κυριακές. Έχουμε εμφανιστεί σε πολλούς κινηματογράφους, αλλά ο πιο γνωστός ήταν αυτός του Κίμωνα Αρέτα, στον Πειραιά όπου πήγαμε πολλές φορές.
Κάποιο διάστημα κάναμε και ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή, στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Μια μέρα είχαμε αφήσει τα όργανά μας στο στούντιο, πίσω από το κολυμβητήριο του Εθνικού. Το βράδυ έπιασε νεροποντή και την επόμενη μέρα βρήκαμε τα όργανα να πλέουν επάνω στο νερό! Τρέχαμε μετά να τα στεγνώσουμε σε σόμπες.
Το πρώτο τραγούδι που είπε ο Ντέμης ήταν το House of the Rising Sun των Animals και παρόλο που δεν ήταν ακόμα τραγουδιστής, το έλεγε εκπληκτικά.
Μια άλλη μέρα, ο Ντέμης προσπάθησε να βγει από ένα υπογειάκι κρατώντας στο ένα χέρι την κιθάρα μου και στο άλλο το μπάσο. Φεύγαμε για πρόβα εκείνη την ώρα όταν σκόνταψε, έπεσε κάτω και έσπασαν τα όργανα. Τρέχαμε μετά να τα κολλήσουμε στην Αθήνα μια και δεν ήταν καθόλου εύκολο να τα αντικαταστήσουμε με καινούργια, αλλά γελούσαμε. Ήταν ακριβά τα όργανα, αλλά εμείς, ό,τι παίρναμε για το συγκρότημα, το πληρώναμε όλοι μαζί. Όταν παίζαμε στα Καμένα Βούρλα παίρναμε 80 δραχμές νυχτοκάματο. Από αυτά, στο τέλος έμεναν 5 δραχμές. Τα υπόλοιπα τα κρατούσαμε για τις δόσεις των μηχανημάτων.
Αλλά περνάγαμε όμορφα. Κάναμε και τις διακοπές μας παράλληλα. Εξάλλου, ποτέ δεν είδαμε όλο αυτό σαν επάγγελμα. Παίζαμε γιατί απλά μας άρεσε η μουσική.
Ψάχναμε τραγούδια από τον αμερικάνικο σταθμό για να τα παίζουμε στις εμφανίσεις μας. Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ και τηλεόραση. Μόνο από τους λίγους σταθμούς του ραδιοφώνου ό,τι ακούγαμε.
Το πρώτο τραγούδι που είπε ο Ντέμης ήταν το House of the rising sun των Animals και παρόλο που δεν ήταν ακόμα τραγουδιστής, το έλεγε εκπληκτικά.
Είναι χρόνια που δεν θα ξεχαστούν. Ο Ντέμης είναι εδώ, ακούμε τα τραγούδια του και βλέπουμε τις φωτογραφίες του.»
«ΑΚΟΥΜΠΗΣΕ Η ΚΕΛΕΜΠΙΑ ΣΤΟ ΚΕΡΙ ΚΑΙ ΠΗΡΕ ΦΩΤΙΑ»
Θυμάται ο Δημήτρης Ταμπόσης (Dimitri):
«Με πας πολύ πίσω, στο 1966.
Γνωριστήκαμε σε ένα club της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το Ariel, εκεί που είναι σήμερα τα 9/8. Ο Ντέμης το ’67 έκανε τους We Five με τους Παπαθανασίου, Κατακουζηνό, ίσως και Μπακόπουλο.
Την επόμενη φορά που τον συνάντησα δούλευε στο καλοκαιρινό Στορκ και μετά έφυγε για εξωτερικό. Εν τω μεταξύ είχαν κάνει τους Aphrodite’s Child. Μάλιστα, ο Κουλούρης έπρεπε να πάει φαντάρος τότε και στην αρχή δεν τους ακολούθησε στο εξωτερικό, μέχρι που απολύθηκε.
Πήγα στο Παρίσι το ‘71, μετά από πρόσκληση του Σιδερά και του Ντέμη για να κάνουμε περιοδείες με τους Aphrodite’s child επειδή είχε φύγει ο Βαγγέλης. Επίσης, είχαν προσκαλέσει και τον Χαλκίτη με τον Βλαβιανό που είχε γράψει τα μεγαλύτερά του χιτ.
Κοιταζόμασταν με τον Λουκά, μέχρι που άρπαξε φωτιά για τα καλά η κελεμπία του. Μόλις του το είπαμε, άρχισε να τρέχει. Γέλασε και ο κόσμος.
Εμφανιζόμασταν σαν «Demis Roussos and Loukas Sideras of Aphrodite’s child with Dimitri, Lakis Vlavianos and Haris Halkitis». Κάναμε μια περιοδεία που κράτησε πάνω από έναν χρόνο, σε Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο,Λουξεμβούργο.
Θυμάμαι μια μέρα παίζαμε στο Sestri Levante της Ιταλίας, σε ένα εκπληκτικό club. Παρόλο που δεν ήταν πολύ μεγάλο, ο Ντέμης είχε την ιδέα να βάλει τεράστια κεριά στη σκηνή. Είχαμε αρχίσει να παίζουμε και κάποια στιγμή όπως τραγουδούσε, οπισθοχώρησε χωρίς να το καταλάβει, ακούμπησε η άσπρη κελεμπία του στο κερί και πήρε φωτιά! Σαν νέα παιδιά, ήμασταν πλακατζήδες. Κοιταζόμασταν με τον Λουκά, μέχρι που άρπαξε φωτιά για τα καλά η κελεμπία του. Μόλις του το είπαμε, άρχισε να τρέχει. Γέλασε και ο κόσμος. Ε, μετά άλλαξε κελεμπία και βγήκε να συνεχίσει.
Όσο κάναμε αυτή την περιοδεία, ο Ντέμης είχε βγάλει κι ένα single , το οποίο «φύσαγε». Ήταν το κομμάτι του Χαλκίτη «We shall dance».
Μετά από περίπου έναν χρόνο γυρίσαμε στο Παρίσι και χωρίσαμε, αλλά πάντα βρισκόμασταν σαν φίλοι. Ο Ντέμης είχε κάνει πλέον ένα εκπληκτικό γκρουπ ως Demis Roussos με τους Χαλκίτη, Κατακουζηνό, κάποιους Γάλλους και τον Κουλούρη.»