Την Θέκλα Τσελεπή την παρατηρούσα στα Εξάρχεια αρκετό καιρό πριν μάθω το όνομά της: μια μικροκαμωμένη φιγούρα που χαιρετά όλον τον κόσμο και κάνει τα κεφάλια αντρών και γυναικών να στρίβουν προς το μέρος της όταν περνά με το στριφτό της τσιγάρο ανά χείρας και το πολύ ιδιαίτερο στιλ. Μας σύστησε τελικά ο ιδιοκτήτης γνωστού καφέ στην Πλατεία, ενός από τα στέκια όχι μόνο της Θέκλας, αλλά και του Δημήτρη Πουλικάκου, των Magic de Spell και αρκετών άλλων «μορφών» της μουσικής, κυρίως, Αθήνας.
Προτού χειμωνιάσει και μετά από μια πρώτη επαφή που άρχισε να χτίζεται ανάμεσα στην Θέκλα και μένα, με αφορμή δε το γεγονός ότι συνάντησα τυχαία και την θαυμάσια κόρη της, αποφάσισα να της ζητήσω να συζητήσουμε ανοιχτά και να μοιραστούμε ό, τι βγει με τον κόσμο. Μετά από μίνι έρευνα, ανακάλυψα ότι δεν υπήρχε τίποτε δημοσιευμένο αμιγώς περί της αφεντιάς της, παρά μόνο σε σχέση με τον δεσμό της –και πια, με τη φιλία της- με τον συγκάτοικό της, Δημήτρη Πουλικάκο.
Φυσικά, η δοξασμένη όχι κατ’ ανάγκην από το Θεό, όπως λέει το όνομά της, αλλά κυρίως από τους ανθρώπους που την αγαπούν, κυρία Τσελεπή είναι πασίγνωστη στον κόσμο που βγαίνει έξω από το σπίτι και ζει, ιδίως σε αυτόν τον κόσμο που το έκανε πριν δέκα-είκοσι χρόνια. Με τις μουσικές της έχει ομορφύνει πολλών τις νύχτες. Έχει περάσει από το σινεμά, την τηλεόραση, τη μπάντα Αδέσποτα Σκυλιά (στην οποία έπαιζε κρουστά και τραγουδούσε), ενώ έχει συμμετάσχει σε παραγωγές δίσκων και έχει φωτογραφηθεί για εξώφυλλά τους. Και φυσικά, η φωνή της στολίζει σταθερά και απαρέγκλιτα το ελληνικό ραδιόφωνο. Βέρα Αθηναία (μισή από Πλατεία Αμερικής και μισή από Λόφο του Στρέφη), δε λέει να γεράσει και να ασχημύνει, ούτε φυσικά να εγκαταλείψει όλη αυτή την επανάσταση της ζωής που μαίνεται εντός της εδώ και σχεδόν μισό αιώνα.
Φτάνοντας στο σπίτι της οδού Γ’ Σεπτεμβρίου-ναι, ναι, αυτό με το κουδούνι Polykarpov αντί για Πουλικάκος- η Θέκλα Τσελεπή με περίμενε άνευ Μήτσου, αλλά όχι και άνευ παρέας. Ένα θηλυκός σκύλαρος, η γριά Σίβα, ήταν ό, τι με απέσπασε ορισμένες φορές από τον χείμαρρο των αναμνήσεων και των τσιτάτων της μαμάς-επί επτά έτη- Θέκλας.
Μοιράσου μαζί μας μια ιστορία. Κάτι που δεν θα μπορέσεις να ξεχάσεις ποτέ. Έχεις ζήσει, άλλωστε, τόσα και τόσα!
Όπου κι αν βρεθώ θα βρω την άκρη στα εύκολα και στα δύσκολα, μα μη με ρωτήσεις να σου πω ιστορίες από ταξίδια, ομιχλώδεις νυχτερινές καταστάσεις και άλλες τρελές και καλά εμπειρίες. Δεν έχει κανένα νόημα. Κράτα μόνο το ότι οι μύθοι των παιδικών κι εφηβικών μου χρόνων (ευτυχώς), κατέρρευσαν πολύ νωρίς μια και είδα την Αλίκη Βουγιουκλάκη με παντούφλες και τον Διονύση Σαββόπουλο εν ώρα εργασίας .Δεν μου λένε τίποτα οι χρυσόσκονες των εποχών. Έχω δει κι έχω ζήσει από παιδί τι σημαίνει τη μια στιγμή να τα έχεις όλα και την άλλη τίποτα. Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο παράδοξα και ανατροπές. Στο δημοτικό ήμουν το μόνο παιδί χωρισμένων γονιών και μάλιστα μεγάλωνα με τον πατέρα μου και ξένες γυναίκες, νταντάδες δηλαδή. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας άνθρωπος του ρίσκου, των παθών και της καλοπέρασης, bon viveur, γυναικάς, τζογαδόρος. Στην εφηβεία μου ξανασυναντηθήκαμε με την μαμά μου και τον αδερφό μου που επέστρεψαν από την Ευρώπη ως χίπηδες. Όμορφα παιδικά χρόνια, εκδρομές, ταξίδια, γλέντια και τραπέζια, νυχτερινά κέντρα τής εποχής όπου με έπαιρνε μαζί ο μπαμπάς μου, ορχήστρες με βιολιά και τέτοια. Τουλάχιστον μια φορά το μήνα έφερνε σπίτι κι ένα πακέτο 45αρια δισκάκια με καινούργιες κυκλοφορίες: ποπ, rock’ n’ roll, κι άλλα, τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά». Λαϊκά όχι. Συνήθιζε να μου λέει: «Στη ζωή μάθε να τους ακούς όλους, αλλά στο τέλος, να κάνεις αυτό που θέλεις εσύ». Το κρατάω. Ξέρεις, δεν υπήρξαν και πολλές περίοδοι ανεμελιάς. Χαράς ναι, ανεμελιάς όχι. Η έκφραση «να περνάμε καλά» βρίσκω πως είναι άνευ περιεχομένου. Ευτυχία, πιστεύω, δεν είναι να ζεις διαρκώς γελαστός ωσάν χάχας, αλλά να ζεις με την καρδιά σου και συνειδητά ό,τι κι αν σού φέρνει η ζωή. Κοινώς, να ζεις τη ζωή σου.
Τι θέση έχει πάρει ο φόβος έναντι των ονείρων στη σύγχρονη, νεοελληνική κοινωνία; Πώς το βλέπεις εσύ που έχεις ζήσει και κάποιες καλύτερες εποχές;
Άλλη μια έκφραση που μου τη δίνει είναι αυτή που λέει «να κυνηγάς τα όνειρά σου». Τα όνειρα τα βλέπουμε στον ύπνο μας και το θέμα δεν είναι να τα κυνηγάμε στον ξύπνιο μας όπως μας προτρέπουν, αλλά να ζούμε τις στιγμές μας και να μαθαίνουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας κάθε λεπτό. Μας περάσανε το συναίσθημα του φόβου. Τον καλλιέργησαν προσεκτικά και με φροντίδα, για να μας κλείσουν στα καβούκια μας. Τον φοβισμένο τον κάνεις ότι θέλεις. Κάποιοι παραδίδονται, άλλοι πάλι αντιστέκονται και παλεύουν, με θάρρος και αλληλεγγύη. Ξέρεις, πάντα είναι αυτό το «μερικοί». Διότι, στη ζωή «όλοι» δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και το «κανείς». Πιστεύω στο «καθένας» και λέω ότι καθένας φέρει την προσωπική του ευθύνη.
Εσύ ανέκαθεν, λίγο πολύ, βιοποριζόσουν από αυτό που γούσταρες. Άσε που ήσουν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που στάθηκε πίσω από decks σε μόνιμη βάση.
Αλήθεια είναι αυτό που λες, αν και ο βιοπορισμός από μόνος του δεν υπήρξε ποτέ κίνητρο για κάνω το οτιδήποτε στη ζωή μου, παρά το ότι ζούσα και ζω αποκλειστικά από την εργασία μου. Πάντως, έπαιζα μουσική ως dj σε καθημερινή βάση για σχεδόν 15 χρόνια με κάτι μικρά διαλείμματα και εννοείται πως πληρωνόμουν γι αυτό. Ήμουν η πρώτη γυναίκα που το έκανε με αυτή τη συχνότητα, γιατί βέβαια υπήρξαν κι άλλα κορίτσια πριν από μένα που ήταν djs στην Αθήνα. Ήταν κι άλλες οι εποχές. Δεν είχε πλακώσει ακόμη το life style. Αρκούμασταν τότε ακόμη απλά στo style. Κι έβλεπες μαγαζιά καθαρά, που ερχόταν κόσμος να πιει και να ακούσει μουσικές. Ένα από αυτά ήταν το No Name, πίσω από το Χίλτον, όπου έπαιζα για καμιά δεκαετία, καθημερινά, μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι τα χαράματα δηλαδή. Μη νομίζεις, βέβαια, πως ήταν όλα ειδυλλιακά. Ξέρεις πόσοι άντρες σπάζονταν μαζί μου; Σου λέει τι δουλειά έχει μια γυναίκα να κάνει μια αντρική δουλειά;
Και «αντρική δουλειά» και νυχτερινή!
Αγαπώ τις νύχτες, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Και μετά τη δουλειά, πέρασμα από την Ομόνοια που τότε ακόμη ήταν στις δόξες της. Γεμάτη κόσμο, μέρα-νύχτα, καφενεία, εστιατόρια. Σταματούσαμε για τις πρωινές εφημερίδες και κανένα σαλέπι. Τα λεγόμενα πηγαδάκια, κόσμος που σε παρέες, όρθιοι, συζητάγανε επί παντός θέματος με τις ώρες. Σαν την Αρχαία Αγορά ένα πράγμα. Πάνε αυτά! Όσο για φόβο, τί να σου πω…δεν φοβήθηκα ποτέ τη νύχτα, ούτε τους ανθρώπους της.
Και με το ραδιόφωνο; Πώς έμπλεξες, αν και απόφοιτη της σχολής κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου;
Έχω δουλέψει και στο σινεμά και στην τηλεόραση. Συναφή μεταξύ τους όλα αυτά, και το ραδιόφωνο επίσης. To πρώτο δελτίο παροχής υπηρεσιών το έκοψα το 1979 για την ΕΡΤ, όπου έμεινα καμιά εξαετία με σύμβαση, ποτέ ως μόνιμη υπάλληλος. Ξεκίνησα από το «Θέατρο της Δευτέρας» κι ύστερα από έναν χρόνο άρχισα δική μου εκπομπή, στο Τέταρτο πρόγραμμα τότε. Αγαπημένο μέσο το ραδιόφωνο, διακριτικό κι ευγενικό, σε αντίθεση με την τηλεόραση. Έχω δουλέψει επίσης στους: Ηχώ fm, 902 αριστερά στα fm, Flash 9,61, Rock fm και από το 2009, βρίσκομαι στο Κόκκινο 105.5. Ένας λόγος που «Καθόμαστε στο Κόκκινο» όπως είναι ο τίτλος της εκπομπής μου, είναι ότι δεν υπάρχουν λίστες. Ούτε για τη μουσική αλλά ούτε και για το τι θα πεις. Απαραίτητη συνθήκη για όποια συνεργασία. Παίζουμε και μιλάμε ελεύθερα. Θυμήθηκα τώρα ότι το 1998, λίγο πριν φύγω από το Rock fm, είχαν αρχίσει να πέφτουν τα πρώτα σημειώματα εκ της διευθύνσεως για τα κομμάτια που θα παίζαμε. Ένα να παίζει μία φορά την ώρα, άλλο δύο…ξέρεις, τώρα.
Κάνεις ραδιόφωνο επαγγελματικά. Τι έχεις να πεις σε όλα αυτά τα παιδιά που κάνουν ραδιόφωνο αμισθί;
Δεν υπήρξα ποτέ μου χομπίστας κι ούτε κατανοώ αυτήν την ιδιότητα. Ήμουν και παραμένω επαγγελματίας ερασιτέχνης. Δεν φταίνε τόσο οι άνθρωποι που πηγαίνουν και λένε ότι μπορούν να το κάνουν δωρεάν. Φταίνε ιδίως οι επιχειρηματίες που το δέχονται, εις βάρος φυσικά των επαγγελματιών του χώρου που έχουν ρίξει ώρες δουλειάς. Πιστεύω ότι πρέπει ο κάθε ένας, νέος ή γέρος, να αμείβεται για την εργασία του. Το ραδιόφωνο δεν είναι χόμπι. Αλλιώς κάντο σπίτι σου. Τώρα, βέβαια, έχουν σκάσει και τα ιντερνετικά ραδιόφωνα, δεν ξέρω πώς μπορεί να λειτουργήσει όλο αυτό…
Σε ενοχλεί λιγάκι όλος αυτός ο χαμός με την τεχνολογία; Ακόμα και αυτή εδώ η συνέντευξη σε site δημοσιεύεται και όχι σε χαρτί…
Μας λένε για την ψηφιακή τεχνολογία ότι διευκολύνει τη ζωή μας, αλλά στην πραγματικότητα τη δική τους ζωή διευκολύνει, γιατί ασκούν έλεγχο. Βέβαια, δεν έχει την πρώτιστη σημασία το μέσον, αλλά περισσότερο το τι έχεις να πεις και πόσο πάθος έχεις να εκφραστείς. Αυτή είναι, για μένα τουλάχιστον, η αφετηρία. Ε, μετά βέβαια, όπως σε όλα τα πράγματα πάει το γούστο, η αισθητική. Τι να κάνουμε; Κάποιοι προτιμούν το κλασικό, άλλοι την τελευταία λέξη της μόδας ή της τεχνολογίας.
Αυτή τη στιγμή ακούμε Σοπέν. Τα μουσικά σου γούστα κρίνεις πως είναι απροσδιόριστα; Είσαι κι εσύ από αυτούς που πιστεύουν ότι η μουσική είναι μία;
Κοίτα, το γούστο μου δεν έχει να κάνει με τα είδη, αλλά με το να αναγνωρίσω στη μουσική μια αλήθεια που να με αγγίζει. Μπορώ, δε, σίγουρα να σου αποκλείσω από τα ακούσματά μου το εξής ντουετάκι: βλαχοπόπ και σκυλορόκ. Αυτά τα δυο μαζί κάνουν το περίφημο νεοσκυλάδικο, αυτό με τον πολύ θόρυβο, τον μη στίχο και ούτω καθεξής, κατάλαβες. Δεν έχω κανένα θέμα με το παλιό, σκυλάδικο, γιατί είχε μια αυθεντικότητα: το δημιούργησαν αληθινοί άνθρωποι του περιθωρίου, πάνω στην καψούρα τους και τη μαστούρα τους. Αυτές, όμως, οι νεοσκυλίσιες μουσικές φτιάχνονται με σκοπό διττό και ξεκάθαρο: πώς να τα κονομήσουμε και πώς να γαμήσουμε. Δεν μπορώ να στο πω πιο απλά.
Κι όμως, αν καταλαβαίνω σωστά για το ποιες μουσικές εννοείς, αρέσουν, Θέκλα, και έχουν κοινό. Γιατί;
Όλα στη ζωή είναι εκπαίδευση. Για παράδειγμα, κάποιος που έχει εθιστεί στα τηλεοπτικά σήριαλ και στις ταινίες του James Bond, αν δει ταινίες του Γκοντάρ, του Αϊζενστάιν, του Φελίνι, του Παζολίνι, του Κουροσάβα δεν θα μπορέσει, όχι απλώς να τις απολαύσει, ούτε να τις παρακολουθήσει. Το ίδιο ισχύει και για τα ακούσματα. Στα σούπερ μάρκετ, στα ρουχάδικα, τα mall, τα μπαράκια ακούγεται ένα ακατάσχετο ντούμπου ντούμπου, στο οποίο, σταδιακά, μάτι και αυτί εθίζονται, μέχρι που δεν μπορούν να ακούσουν τίποτε άλλο. Ρε συ, εμείς παλιά, βλέπαμε δυο δυο τις ταινίες. Πηγαίναμε σινεμά, Αλκυονίδα, Άστυ…Και τούβλα να ήμασταν, που λέει ο λόγος, κάτι θα μαθαίναμε. Δεν ήμασταν καθηλωμένοι στην τηλεόραση!
Το παρατήρησα και πριν: σου αρέσει να μιλάς σε πληθυντικό αριθμό. Αισθάνεσαι εκπρόσωπος κάποιας γενιάς ή έστω ότι ανήκεις σε μια ομάδα ανθρώπων;
Δεν μπορώ να μιλήσω στον ενικό. Από την άλλη, δεν αισθάνομαι εκπρόσωπος κανενός. Ακούω που λένε για τα 80ς και τα 90ς, για τα κλαμπ, τα μαγαζιά, τους ανθρώπους. Παιδιά, σε όλες τις εποχές υπήρχαν άνθρωποι σκεπτόμενοι και κάφροι, άλλες εποχές παίρνουν τα ηνία οι μεν, άλλες οι δε. Νομίζω καταλαβαίνουμε όλοι ποιοι έχουν τα ηνία αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Αλλά, οι άνθρωποι φτιάχνουμε τα μαγαζιά, τις παρέες, οι άνθρωποι φτιάχνουμε τους καιρούς. Αρκεί να μην τρέχουμε πίσω από τους αριθμούς, αλλά να ακολουθούμε, καλύτερα, τους ρυθμούς. Και να θυμόμαστε, άκου το αυτό, ότι όχι, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Ο νοών νοείτω. Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με δουλίτσες.
Πες μου κάτι ακόμα στον πληθυντικό…
Θα σου πω ότι δεν είμαστε άνθρωποι στρατόκαυλοι, στρατευμένοι και προγραμματισμένοι. Μας αρέσει το αυθόρμητο, το αυθεντικό και το ανυπότακτο. Είμαστε Άτακτοι. Πιστεύουμε στον αλτρουισμό, στη συμπόνια, την πάλη για το καλό και το ωραίο.
Πολιτικά που τοποθετείσαι;
Πιστεύω στο αυτεξούσιο των ανθρώπων, όχι στην αστική δημοκρατία, ούτε στον ισοπεδωτικό κομμουνισμό. Τελεία.
Δοκίμασες, αλήθεια, ποτέ να το σκάσεις από την Ελλάδα;
Έκανα μια απόπειρα, με την κόρη μου, να ζήσουμε Βρυξέλλες, αλλά γυρίσαμε λόγω καιρού. Ήλιος πουθενά, μια γκριζάδα παντού. Παρότι η καθημερινότητα είναι πολύ πιο ανθρώπινη, από μία άποψη βέβαια. Περνάς και πιο απαρατήρητος. Δεν υπάρχει αυτή η μεσογειακή περιέργεια, που ο άλλος σε καρφώνει με θράσος στα μάτια σα να θέλει κάτι.
Όμορφη είναι η μεσογειακή περιέργεια…όχι;
Τίποτα δεν είναι ωραίο ή άσχημο από μόνο του. Η συνθήκη είναι που κάνει τα πράγματα. Μπορεί ένας άντρας να σε κοιτάξει στο δρόμο με έναν τρόπο ικανό να σου φτιάξει τη μέρα, αλλά και με έναν τρόπο ικανό να σε κάνει να τον φασκελώσεις. Όσο για τα εκτός Ελλάδας που λέγαμε πριν, όπου κι αν πας, τον εαυτό σου κουβαλάς.
Δημήτρης Πουλικάκος…
Με τον Μήτσο γνωριστήκαμε το 1979 στον Σκορπιό στην Πλάκα, σε μία μουσική παράσταση του Σαββόπουλου, όπου ο Μήτσος συμμετείχε κι εγώ έκανα κάτι λίγες εργασίες, ως μικρή που ήμουν τότε ακόμα. Ερωτευτήκαμε σφόδρα και ζήσαμε έντεκα χρόνια μαζί. Έκτοτε παραμένουμε συνένοχοι, φίλοι, σύντροφοι και συνεργάτες. Έχω κάνει και δυο γάμους-με άλλους- με τα ανάλογα βέβαια διαζύγια.
Γνωρίζω ότι γράφεις ποίηση…
Ε, καλά τώρα…όλοι κάτι γράφουμε. Έχω μαζέψει αρκετό υλικό από δαύτα, η αλήθεια είναι. Κάποια στιγμή θα το αδειάσω κάπου: σε ένα βιβλίο, ας πούμε. Αλλά είμαι τεμπέλα, μέγας λάτρης της τεμπελοσύνης. Όπως λέει κι ο ποιητής: «Βρισκόμαστε πάντα εδώ, στην πλούσια από θηράματα αργία μας». Δε βαριέσαι, μικρή είμαι ακόμα! Η ζωή με ενδιαφέρει περισσότερο από όλα αυτά, διότι με τη ζωή βγαίνεις πιο κερδισμένος. Τέχνη είναι αυτό που προκύπτει από το περίσσευμα της ζωής, δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Και οι άνθρωποι, ό, τι κι αν λέμε, είμαστε δέσμιοι της χημείας μας, των ορμονών, του σώματός μας. Ακροβάτες είμαστε και ισορροπούμε μεταξύ των πολλών μας αντίρροπων τάσεων. Παιδιά του εφήμερου και του τυχαίου.
Η πρώτη επαφή μαζί σου δεν οδηγεί στη σκέψη ότι είσαι άνθρωπος τρυφερός, ας πούμε. Μοιάζεις ίσως τραχιά, απροσπέλαστη.
Είμαι και τρυφερή και σκληρή αν χρειαστεί. Πού να με δεις με το μαλλί μακρύ στα μικράτα μου! Όλοι μου έλεγαν ότι μοιάζω με τη Τζοκόντα, οπότε λέω κι εγώ έτσι είστε; Και κόβω γουλί το μαλλί μου. Ακόμα και ο Μήτσος με έλεγε δολοφόνο με το αγγελικό πρόσωπο! (γέλια)
Σε κοιτάζουν λίγο περίεργα στο δρόμο, καμιά φορά;
Πολύ λιγότερο από κάποτε. Μέχρι και οι μαθητές, μέσα από τα σχολικά με κράζανε, τότε που είχα πρωτοκόψει τα μαλλιά μου κι ήμουν σαν παράξενο πουλί με λοφίο. Ου ου ου… πώς είσαι έτσι! φωνάζανε. Ωραία πράματα!
Για κλείσιμο θες να μου διαβάσεις ένα ποίημά σου;
Στις κηδείες βρισκόμαστε, ρίχνουμε χώμα στους φίλους τους νεκρούς
συνήθως ένα λουλούδι, κόκκινο τριαντάφυλλο ή ένα ηλιοτρόπιο
και ποτέ, ποτέ δεν συμβιβαζόμαστε με την ιδέα αυτή
που πεθαίνουν δηλαδή, κι ησυχάζουν άραγε;
Ενώ εμείς, που επίσης προσπαθήσαμε, ακόμα τριγυρνάμε ζωντανοί
χαιρετιόμαστε και ζυγιαζόμαστε
φεύγοντας στοιχηματίζουμε
ποιος θα’ ναι στη θέση αυτή
την επόμενη φορά που θα μαζευτούμε και πάλι οι εναπομείναντες
στην ζεστή ατμόσφαιρα των νεκροταφείων.