Πρόκειται για μια μουσική προσωπικότητα που λόγω του πολύπλευρου χαρακτήρα της, δεν θα εκτιμηθεί συνολικά παρά μόνο στο μέλλον. Συνήθως, περιοριζόμαστε σε ένα ή λίγα μόνο από τα είδη με τα οποία κατά καιρούς ασχολήθηκε, χάνοντας την πλήρη εικόνα. Καθώς μάλιστα ανήκει στους καλλιτέχνες που δεν δίστασαν όχι μόνο να εκφράσουν δημόσιο λόγο για όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στη χώρα, αλλά να εμπλακούν και ενεργά αναλαμβάνοντας θέσεις ευθύνης, έχει γίνει επανειλημμένα αντικείμενο επικρίσεων.
Η καινούρια του δουλειά Στην Ομίχλη των Καιρών, με ερμηνεύτρια τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, ήταν η αφορμή που άδραξα για μια συνομιλία μαζί του. Παρόλο το συναρπαστικό της περιεχόμενο, ομολογώ πως ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κρατήσω την ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη για μια έκτασή της που να παραμένει φιλική προς το χρήστη, και στην επιθυμία μου να συνεχίσουμε να μιλάμε για αρκετές ώρες ακόμα. Άλλωστε, δεν έχει κανείς κάθε μέρα την τύχη να έχει απέναντί του έναν από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες των τελευταίων δεκαετιών…
Ομολογώ πως η συνεργασία με τη Μαριάννα Πολυχρονίδη ήταν έκπληξη. Καταρχάς, θα πρέπει να έχεις εκπλαγεί αρκετές φορές εάν με παρακολουθείς από πολύ παλιότερα. Όταν ξεκίνησα δεν συνεργαζόμουν με γνωστούς τραγουδιστές. Είχα την άποψη ότι θέλω να ξεκινήσω με πρόσωπα που μπορώ να καθοδηγήσω 100%, ενώ ένας μεγάλος, πολύ γνωστός τραγουδιστής έχει ήδη φτιάξει όχι μόνο την εικόνα του, αλλά και τη φωνή του, δύσκολα έρχεται προς εσένα πλήρως. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 70 μέχρι και το ‘85-‘86, συνεργαζόμουν αποκλειστικά με τραγουδιστές που δεν θα τους λέγαμε σταρ: τη Μαρία Δημητριάδη, τον Γιάννη Κούτρα που τον ανακάλυψα από το μηδέν, τον Κώστα Θωμαϊδη, το Γιώργο Μεράντζα, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου ο οποίος επί της ουσίας τα πρώτα του βήματα τα έκανε με μένα τραγουδώντας στον Καββαδία. Ακολούθησε βέβαια μια σειρά συνεργασιών με πολύ σπουδαία ονόματα στα οποία είμαι ευγνώμων, τους αγάπησα, τραγούδησαν πολύ καλά, κι έκαναν κι αυτοί τα βήματά τους προς εμένα. Συνέχισα παράλληλα να ψάχνω για καινούρια πρόσωπα. Προτελευταίο παράδειγμα ήταν η Ρίτα Αντωνοπούλου το 2006. Και δεν περιορίστηκε σε δύο συνεργασίες δισκογραφικές – και μάλιστα η πρώτη έσπαγε κόκαλα, με την έννοια ότι νέα τραγουδίστρια με το που ξεμύτισε την έβαλα να παίξει με την Καμεράτα και το Μυράτ τραγούδια για φωνή κι ορχήστρα. Έκπληξη λοιπόν ίσως δεν είναι με τη Μαριάννα.
Πώς τη συναντήσατε; Την είχα δει στο Βιολιστή στη Στέγη και μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου σε συνεργασία, απλώς κατάλαβα ότι αυτή η κοπέλα έχει ικανότητες. Όταν κάναμε τη θεατροποίηση του «Σταυρού του Νότου» στο Badminton, μου είπε ο Θέμης Μουμουλίδης ότι υπάρχει κι η Μαριάννα, μου άρεσε η ιδέα και της έδωσα ένα-δυο τραγούδια, εκεί ήταν η πρώτη έκπληξη: στα πολυτραγουδισμένα τραγούδια του Καββαδία εκείνη είχε κάνει μια ειδική δουλειά, χωρίς να την καθοδηγήσω στις πρόβες. Την άκουσα να τραγουδάει το Σταυρό του Νότου και να εναλλάσσεται η έκφρασή της εντός του τραγουδιού από στροφή σε στροφή. Της είπα λοιπόν« δεν δουλεύεις αυτά τα τραγούδια μου να έρθεις σπίτι να τα κάνουμε πρόβα;». Εκεί ήταν η δεύτερη έκπληξη, κατάλαβα ότι η κοπέλα αυτή είχε προνομιακό χώρο. Μόνο που της είπα ότι επειδή είμαι πολυφασματικός – κι αυτό μπορώ να το πω γιατί δεν είναι αξιολογικό, έχει απλώς να κάνει με τα είδη μουσικής που γράφω – για να δουλέψουμε μαζί θα πρέπει να διευρύνει αυτό το χώρο της, να πάει και σε άλλα πράγματα. Της είπα όμως πως αυτό θέλει δύο-τρία χρόνια πολλή μελέτη: να μελετήσει τη Μαρία Δημητριάδη, τη Φλέρη Νταντωνάκη, την Ute Lemper. Η τρίτη έκπληξη ήταν ότι μέσα σε δυο-τρεις μήνες τα βήματα που έκανε ήταν εκπληκτικά. Άρχισε να τραγουδάει τραγούδια που δεν ανήκαν εκ των προτέρων στον προνομιακό της χώρο. Και είπα: Ώπα! Εσύ είσαι σχεδόν έτοιμη να συνεργαστούμε. Tο τελειωτικό χτύπημα ήταν στο στούντιο. Ήταν εκπληκτική! Κατάλαβα ότι έχει μεγάλες ικανότητες και τρομερή εκφραστικότητα, σε συνδυασμό με ακρίβεια. Αυτό βγήκε στην ηχογράφηση, κι όποιος την ακούσει με τον παλιό τρόπο – όχι στο αυτοκίνητο ή κάνοντας δουλειές ή μιλώντας στο κινητό – θα καταλάβει πως είναι μια τραγουδίστρια πολύ μεγάλων δυνατοτήτων.
Έχουν αλλάξει τόσο τα πράγματα μέσα στα χρόνια που δισκογραφείτε… Ακόμα κι ως τεχνολογία, το βινύλιο σε υποχρέωνε να ακούσεις κατ’ελάχιστον το μισό δίσκο, δεν πάταγες ένα κουμπί για να αλλάξεις track. Εκτός αν δεν σ’ άρεσε κι έσπαγες τον δίσκο.
Τώρα ακόμα και η έννοια «Πολιτικά Τραγούδια» – που ήταν ο πρώτος σας δίσκος – σήμερα μοιάζει ίσως αδιανόητη. Δεν θα το έλεγα. Συμφωνώ μεν, αλλά θα ήθελα να βάλω και μια άλλη διάσταση: μπορεί κανείς να μιλήσει για είδος πολιτικού τραγουδιού, όπως μπορεί να μιλήσει και για ερωτικό, μπαλάντες κλπ. Δεν τα περιγράφει σωστά όμως. Εννοώ ότι είτε κάνεις ένα τραγούδι ερωτικό, είτε κάνεις ένα τραγούδι μοναξιάς, είτε μιλάς για θέματα που αγγίζουν πολλούς (η έννοια του πολιτικού ή κοινωνικού τραγουδιού), πρέπει από κάτω αδιόρατα να περνάει η δραματική συγκυρία της εποχής. Οι επόμενοι, που θα τα ακούσουν μετά από πολλά χρόνια, να καταλαβαίνουν λίγο το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής. Το τραγούδι μου – κι αυτό το υπογράφω – περνάει σε κάθε περίπτωση, είτε είναι σε στίχους του Χικμέτ και μιλάει για την απομόνωση μιας φυλακής – άρα είναι πολιτικό τραγούδι – είτε είναι το «Ατέλειωτη νύχτα στη Φουέντε Οβεχούνα», το τραγούδι ενός μοναχού καβαλάρη που κοιτάζει το φεγγάρι και τίποτε άλλο. Νομίζω πως η δραματική συγκυρία της εποχής περνάει πάντα. Για να σου απαντήσω και σε αυτό που ρώτησες για το πολιτικό τραγούδι: δεν είναι αδιανόητο.
Γιατί; Διότι αίφνης το 1999, ενώ είμαστε γεμάτοι από την πλαστή ευμάρεια της εποχής, με κάρτες για τις διακοπές, κάρτες για το σαββατοκύριακο, κάρτες για όλα, ήρθαν οι Κατσιμιχαίοι με τις «Τρύπιες Σημαίες» και με αναστάτωσαν, ίσως το καλύτερο πολιτικό τραγούδι εκείνων των χρόνων. Λίγο μετά κάνει ρελάνς ο Αγγελάκας με το «Σιγά Μην Κλάψω» – πολιτικό τραγούδι μεγάλης περιωπής. Στις μέρες μας υπάρχει ένα πολιτικό έργο του Χρήστου Θηβαίου, το «Σιδερένιο Νησί», για ένα άγνωστο, συνταρακτικό περιστατικό του 1916, την εξέγερση των μεταλλωρύχων στη Σέριφο, τότε που ακόμα και οι καταπιεστές Γερμανοί ιδιοκτήτες των μεταλλίων απαγόρευαν σε γιο και πατέρα να δουλεύουν ταυτόχρονα για να μην ξεκληριστεί η οικογένεια, γιατί κάθε εβδομάδα τους καταπλάκωναν οι στοές. Άρα πολιτικά τραγούδια γίνονται. Το ερώτημα είναι αν μπορούν να επιδράσουν, αλλά αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα το οποίο δεν αφορά την αξία τους, αλλά τις συνθήκες, τους μεσάζοντες. Όταν πριν είκοσι χρόνια, το ’97, έκανα το «Στου Αιώνα την Παράγκα» με το Μητροπάνο, πουλήθηκαν 300.000 αντίτυπα. Αλλά την ίδια εποχή, κι ο Γιάννης Κότσιρας κι άλλοι συνάδελφοι είχαν κάνει πού υψηλές πωλήσεις. Σήμερα, η οροφή δεν ξεπερνάει τα 2000, είναι τρελό. Είτε γράφεις για τη γιαγιά σου, είτε για την ανεργία, είτε για ένα χαμένο έρωτα, η κατάρρευση είναι τέτοια που διέλυσε κάθε δυνατότητα ώστε το τραγούδι σου να επιδράσει.
Μιλώντας για τη σημερινή συγκυρία, αλλά και για το Φουέντε Οβεχούνα, πώς δεν έχει γίνει ποτάμι φουσκωμένο η οργή του λαού; Ο καπιταλισμός τα τελευταία είκοσι χρόνια παγκοσμίως, έχει γίνει πολύ πιο βάρβαρος από οποτεδήποτε. Κάποτε λέγαμε πως το 19ο αιώνα οι εργάτες δούλευαν στα εργοστάσια 16 ώρες τη μέρα σε άθλιες συνθήκες. Τουλάχιστον δουλεύανε, τώρα δεν δουλεύουνε. Αυτή τη στιγμή ο πλούτος που παράγεται στον πλανήτη συσσωρεύεται σε χίλια χέρια. Είναι αδιανόητο επτάμισι δισεκατομμύρια να δουλεύουν για χίλιους. Η έννοια του αφεντικού τώρα είναι χειρότερη από το Μεσαίωνα. Επομένως, για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση, ο ρόλος των ΜΜΕ την τελευταία εικοσαετία ήταν τέτοιος που να διαμορφώνει συνθήκες ώστε να εμπεδώνεται αυτή η κυριαρχία. Από τους πολίτες λίγοι είναι εκείνοι που συνειδητοποιούν τα πράγματα και θα μπορούσαν να ανασκουμπωθούν. Όχι μόνο επιβάλλεται ένας φόβος και μια απειλή τεράστια, αλλά ο άλλος φοβάται μη χάσει και την ελάχιστη δυνατότητα που έχει. Τη γκαρσονιέρα του, το αυτοκίνητο που δεν μπορεί να κινήσει λόγω βενζίνης. Αυτή νομίζω είναι η βασική αιτία που δεν γίνεται η οργή ποτάμι φουσκωμένο.
Δεν ισχύει λοιπόν πια ο στίχος του ποιητή που μελοποιήσατε: Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα; Ισχύει για αυτούς που ισχύει. Για μένα ισχύει. Και πιστεύω πως θέλει πολύ φως να ξημερώσει – δεν ξέρω αν θα προλάβω στην υπόλοιπη ζωή μου να έχει ξημερώσει φως, πιστεύω ότι δεν θα προλάβω, χωρίς να είναι αυτό απαισιοδοξία, είναι απλώς ρεαλισμός. Αλλά εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα, και πιστεύω ότι δύο δρόμοι υπάρχουν, ο ένας δρόμος είναι πως αν δεν ξημερώσει ποτέ ο πλανήτης θα καταστραφεί και ο homo sapiens θα εξαφανιστεί, δεν υπάρχει αμφιβολία επί τούτου, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το πράγμα, θα υπάρξει ένα χάος, μια καταστροφή.
Οπότε η γη θα γίνει κόκκινη από θάνατο… ή μπορεί να ξαναστηθεί το «Εμείς» – δεν βλέπω πώς, αλλά μπορεί να υπάρξει ξέφωτο – και να πάμε σιγά-σιγά προς την κοινωνία της ουτοπίας: μια κοινωνία όπου ο ψαράς θα γράφει ποιήματα κι ο ποιητής θα ψαρεύει.
Ένα από τα πράγματα για τα οποία έχετε κατηγορηθεί, ενδεχομένως και φθονηθεί, είναι ότι ασκήσατε εξουσία, και εμπλακήκατε με αυτήν. Για έναν άνθρωπο που έχει πενήντα χρόνια δράση υπάρχει κι ο φθόνος, αλλά υπάρχει και πολλή αγάπη. Κι ένα κομμάτι της κριτικής μπορεί να ήταν και σωστό. Εγώ το μόνο που μπορώ να πω είναι γιατί το έκανα. Γιατί πίστευα ότι η βαριά βιομηχανία αυτής της χώρας είναι ο πολιτισμός. Ούτε ατσάλι παράγουμε, ούτε χρυσό έχουμε, ούτε software παράγουμε, ούτε πολεμική βιομηχανία έχουμε. Η ανάπτυξη της χώρας θα μπορούσε να γίνει μέσα από τον πολιτισμό, με θεσμούς, υποδομές, και με μια σύνδεση της τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς – μαζί με την Ιταλία έχουμε το 30% της πολιτιστικής κληρονομιάς παγκοσμίως – με τη σύγχρονη τέχνη. Είχα ασχοληθεί με την πολιτιστική διαχείριση, είχα κάνει το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας, είχα οργανώσει το Μέγαρο στα πρώτα του χρόνια, και δέχτηκα την πρόταση, αρνούμενος ταυτοχρόνως να γίνω βουλευτής. Ανέλαβα το υπουργείο Πολιτισμού με στόχο να φτιάξω θεσμούς και υποδομές. Ως ένα βαθμό τα κατάφερα, όμως το πολιτικό σύστημα είναι πολύ άγριο, κι όταν έφυγα το ’96 αυτά σιγά-σιγά άρχισαν να ατονούν. Κάποια έχουν μείνει ακόμα και σήμερα, αλλά ως απόηχος. Επομένως φάνηκε ότι ήταν μια περίοδος που δηλώθηκε κάτι άλλο στον πολιτισμό από την πλευρά της πολιτείας, αλλά αυτό έμεινε σαν μια νησίδα αναπνοής. Αν με ρωτήσετε αν έχω μετανιώσει, θα σας πω όχι. Όχι για λόγους εγωισμού, αλλά γιατί ο άνθρωπος πρέπει να εγγράφει κάθε περίοδο με κάτι που θεωρεί σωστό. Κι αν ξαναγύριζα πίσω, με τις τότε συνθήκες – γιατί το λέω καθαρά ότι από τότε μέχρι σήμερα πολλές προτάσεις αντίστοιχες μου έχουν γίνει κι έχω αρνηθεί γιατί δεν υπάρχουν οι συνθήκες- θα το ξανάκανα, γιατί είναι πίστη μου ο πολιτισμός. Δεν είναι μόνο το χνάρι του ανθρώπου πάνω στη γη, είναι μια άμυνα στη βαρβαρότητα, για ορισμένες περιοχές της χώρας μπορεί να αποτελέσει πόλο ανάπτυξης. Λένε ότι στη Νάουσα και στη Βέροια έχουν τα ροδάκινα, πολύ ωραία. Με τα ροδάκινα όμως δεν μπορούν να αναπτυχθούν δύο νομοί. Αλλά μπορούν να αναπτυχθούν με το τρίγωνο Πέλλα-Βεργίνα-Δίαιο, το οποίο θα μπορούσε να φέρνει έως και εκατομμύρια ανθρώπους επίπεδο με ακαδημίες για την αρχαιολογία, με περιπάτους, πράγματα που στήθηκαν και ξεκίνησαν, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν. Ή το τρίγωνο Δελφοί-Ολυμπία-Επίδαυρος. Το Εδιμβούργο, για παράδειγμα, έχει καταφέρει εξήντα χρόνια να αναπτύσσεται όλη η Σκωτία μόνο από το Φεστιβάλ του. Αυτή ήταν η διάθεσή μου και για να την υπηρετήσω δέχτηκα το πόστο του υπουργού Πολιτισμού, αρνούμενος ταυτόχρονα – επαναλαμβάνω – να γίνω βουλευτής ακολουθώντας πολιτική καριέρα.
Στην παρουσίαση του δίσκου σας ήταν κι ο Γιάνης Βαρουφάκης, και μιλήσατε για κάποια κοινή παρέμβαση. Όχι, ήταν αστείο της στιγμής. Για μένα ο Βαρουφάκης ως ιστορικός της οικονομίας είναι ένας από τους καλύτερους στον κόσμο σήμερα. Ο «Παγκόσμιος Μινώταυρος» και «Η Αρπαγή της Ευρώπης» μπορούν να διαβαστούν από ένα ευρύτατο φάσμα κόσμου. Μιλώντας λοιπόν για το θέμα της κατάρρευσης της δισκογραφικής βιομηχανίας, είπα «Γιάννη, να κάνουμε μια μελέτη γιατί κατέρρευσε!».
Στη σημερινή συγκυρία, ως άνθρωπος του πνεύματος αισθάνεστε ότι μπορείτε να παρέμβετε; Να παρέμβω ουσιαστικά δεν το βλέπω, παρόλα αυτά δεν βουβάθηκα. Από το 2010 μιλάω, όπως μιλάνε και κάποιοι άλλοι – όχι πολλοί. Ο ρόλος μας είναι, κυρίως με την καλλιτεχνική δουλειά μας, να εμψυχώνουμε τον κόσμο, και ειδικότερα τους νέους ανθρώπους. Όπως ο ρόλος της στο μεσοπόλεμο ήταν να κάνει τους ανθρώπους να αποκτήσουν κριτική σκέψη, γιατί η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο, οι άνθρωποι τον αλλάζουν. Κι όπως παλιά ο ρόλος της ήταν να καταγράφει την πορεία του ανθρώπου στη γη. Έχει πολλούς ρόλους η τέχνη, σήμερα έχει το ρόλο της εμψύχωσης. Ταυτόχρονα, όταν ζεις μια τέτοια βαρβαρότητα, δεν πρέπει να είσαι στο καβούκι σου. Πρέπει να μιλήσεις, να είσαι αντίπαλο δέος σε όσους ασκούν φόβο.
Μας φαίνεται αδιανόητο, όμως φέτος κλείνετε τα 70. Στις 13 Απριλίου. Κι εμένα μου φαίνεται, αισθάνομαι φυσιολογικά όμως, και το λέω, τόσα κλείνω. Από την άλλη, παίζω στο Γυάλινο, έκανα το δίσκο, το καλοκαίρι έτρεχα στα κατσάβραχα με τον Πασχαλίδη, λίγο πριν έκανα στο Badminton 42 παραστάσεις με τον Καββαδία και τα έδινα όλα πάνω στο πιάνο. Δεν υπολογίζει κανείς ότι είμαι αυτής της ηλικίας, εξαιτίας μιας νεανικότητας πάνω στη σκηνή. Μακάρι να συνεχίσω έτσι, αλλά δεν το ξέρω.
Στη σκέψη σας αισθάνεστε ότι έχετε αλλάξει; Ο άνθρωπος κι αλλάζει, και παραμένει ίδιος. Έχω στοιχεία που τα θυμάμαι κι όταν ήμουνα παιδί, κι όταν ήμουν φοιτητής, κι όταν ήμουν τριάντα χρονών. Από κει και πέρα, απόψεις και ιδέες αλλάζεις, όχι σαν τα πουκάμισα. Βλέπεις πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα και πολυεπίπεδα τα πράγματα. Βέβαια υπάρχουν κάποια σταθερά σημεία. Η μεθοδολογική μου ανάλυση παραμένει μαρξιστική από την αρχή μέχρι το τέλος, μόνο που εγώ διαβάζω τον Μαρξ από το πρωτότυπο, όχι από τρίτους. Αυτό με έχει βοηθήσει να βλέπω πάντοτε την κύρια πλευρά των πραγμάτων, γιατί πολλές φορές φωτίζουμε και τη δευτερεύουσα και τα μπλέκουμε. Επίσης, οι αρχές μου εναντίον του λαϊκισμού είναι δεδομένες και αμετακίνητες εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, από όταν πρωτοδιατύπωσα την έννοια του λαϊκισμού στην τέχνη πριν να διατυπωθεί για την πολιτική, σε συνέντευξή μου του ’77-’78.
Έχετε τεράστιο φάσμα: από λαϊκό τραγούδι μέχρι όπερα. Υπάρχει κάτι που δεν έχετε κάνει και θα θέλατε να το κάνετε; Μέχρι τα πενήντα μου δεν το είχα εξηγήσει. Αν μου έκανες τότε αυτή την ερώτηση, θα αναρωτιόμουνα «βρε μήπως θέλω να αποδείξω ότι μπορώ να τα κάνω όλα; Αν ισχύει, δεν είναι πολύ έντιμο». Έψαξα πάρα πολύ το γιατί, και πήρα τη ζωή μου από την αρχή. Στα 12 έπαιζα εκπληκτικό πιάνο, κλασική μουσική, ήμουν προ του πτυχίου. Στα 20 έμαθα όλη τη σύγχρονη μουσική, τη μουσική του 20ου αιώνα. Ταυτόχρονα όμως γέμιζα τραγούδι. Με το Χατζιδάκι, το Θεοδωράκη, μετά με το ξένο. Άρχισα να τα περιέχω όλα. Θα μπορούσαν, αν και ήταν μέσα μου, να μη βγαίνουν προς τα έξω με τον πρέποντα τρόπο. Ε, φαίνεται πως έτυχε να βγουν.
Άλλη όπερα θα γράψετε; Υπάρχει μια όπερα στο συρτάρι, τελειωμένη σχεδόν, πάνω στον Ρεμπώ. Μάλιστα αυτή προηγήθηκε της Ελένης, αλλά ποτέ δεν ανέβηκε. Είχε μια άτυχη ιστορία στη Γαλλία, όπου ήταν να ανέβει στην Opéra Comique του Παρισιού, αλλά για κάποιους λόγους δεν ανέβηκε. Είναι μια δύσκολη υπόθεση, ξέρεις. Η Ελένη για τη σύνθεση μου πήρε ένα χρόνο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Είχα μια-δυο προτάσεις, αλλά είμαι πολύ επιφυλακτικός. Είναι μεγάλου όγκου έργα και δεν ξέρω πόσος χρόνος υπάρχει, αλλά πάντοτε είναι ένας χώρος ο οποίος με γοητεύει. Υπάρχει βέβαια μια γενικότερη κρίση παγκοσμίως στην όπερα, είναι δηλαδή και πρακτικό ζήτημα. Για να ανέβει σήμερα μια όπερα μεγάλων διαστάσεων, μη σου πω ότι θέλει ενάμιση εκατομμύριο ευρώ. Και μέσα στην κρίση, δύσκολα πείθεις κι έναν καλοπροαίρετο απλό άνθρωπο ότι ενώ κόβονται οι συντάξεις, δώσε για την Τραβιάτα ένα εκατομμύριο.
Να μη ρωτήσω τότε την καινούρια όπερα τι θα την κάνουμε. Με την κρίση χάνονται πράγματα που αποτελούν κομμάτι της ιστορίας μας. Η τέχνη αποτυπώνει ιστορικές περιόδους. Ακόμα και πράγματα του παρελθόντος πρέπει να παίζονται, να ακούγονται. Είναι δυνατόν να εξαφανιστεί ο Πικάσο; Να εξαφανιστεί ο Βαν Γκογκ; Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι; Ο Μπετόβεν, ο Μπαχ; Δεν μπορεί. Ακόμα κι αν άλλη είναι η μουσική σήμερα, άλλη η ζωγραφική, είναι δύσκολο να πει κανείς ότι αυτά πρέπει να σταματήσουν, γιατί κινδυνεύει ο homo sapiens κατά τη γνώμη μου.
Γνωρίζοντας τους ρυθμούς δουλειάς σας, είμαι σίγουρος πως υπάρχουν ήδη επόμενα σχέδια. Έχω μια σειρά παραγγελίες για έργα κλασικής μουσικής στο εξωτερικό. Έχω ήδη τελειώσει το ένα, αλλά προσπαθώ να βρω χρόνο. Είχα το δίσκο, έχω το Γυάλινο όπου παρουσιάζουμε την Ομίχλη των Καιρών και Το Σιδερένιο Νησί του Χρήστου, που μου αρέσει πάρα πολύ. Το καλοκαίρι ο Καββαδίας του Badminton θα κάνει περιοδεία. Έχω βάλει μπροστά σαν ιδέα – δεν έχει μπει μια νότα – ένα πολιτικό καμπαρέ και το συζητάω με τη Λίνα Νικολακοπούλου, για την επόμενη χρονιά. Δεν στέκομαι ήσυχος. Είναι η αναπνοή μου η μουσική, μη γελιόμαστε. Θα με ρωτήσεις «γιατί γράφεις;». Κι εσύ γιατί αναπνέεις, ρε μεγάλε;