Χτύπησα το κουδούνι, μου άνοιξε, βγήκα από το ασανσέρ, η πόρτα του διαμερίσματός του ήταν ανοιχτή, την άνοιξα περισσότερο, μπήκα στο σπίτι του, έκλεισα την πόρτα, έκανα δυο βήματα και τον είδα να κάθεται στον καναπέ, «συγχώρεσέ με φίλε μου που δεν μπορώ να σηκωθώ, δυσκολεύομαι λίγο, έλα, κάτσε, η κουζίνα είναι από εκεί, φτιάξε καφέ αν θέλεις», κάθισα σε μια πολυθρόνα απέναντί του, μύρισα την τσιγαρίλα, είδα τα γεμάτα τασάκια, «κάπνισε αν θέλεις, κι εγώ καπνίζω, γιατί να το κόψω, αυτό θα με σώσει;», και κάπως έτσι άρχισε η συζήτησή με τον Θάνο που όχι, εκείνη τη μέρα δεν ήταν «γεμάτος ζωή», έδειχνε όμως να έχει συναντήσει τον εαυτό του, όπως θα διαβάσετε στη συνέντευξη που ακολουθεί. «Να έρθετε ξανά, να πάμε να φάμε στα Εξάρχεια», μας είπε λίγο πριν κλείσουμε την πόρτα πίσω μας.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ: 11.05.2016
Ο Καινούργιος Τόπος του Θάνου Ανεστόπουλου
Μερικοί άνθρωποι είναι ευαίσθητοι και το διαφυλάσσουν. Μερικοί άνθρωποι είναι ρομαντικοί και δεν το κρύβουν. Ο Θάνος Ανεστόπουλος πάντα υπήρξε ένας από αυτούς. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να προχωράει. Μόνο έτσι ξέρει να φτιάχνει παρελθόντα.
Λίγο πριν πέσει η αυλαία του 2005 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το Μεθυσμένο Ημερολόγιο, το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ ο Hunter S. Thompson, και από ένα άλλο πόστο, στις εκδόσεις Οξύ, είχα φροντίσει ώστε στην πρώτη και νομίζω μοναδική παρουσίαση του βιβλίου να μιλήσουν για αυτό ο Αλέξης Καλοφωλιάς των Last Drive, γιατί προφανώς είχε υπογράψει άλλη μια συγκλονιστική μετάφραση, και ο Θάνος Ανεστόπουλος που εκείνη την περίοδο έδειχνε να γεμίζει τη μία σελίδα μετά την άλλη στο δικό του, αντίστοιχο με του Dr Gonzo, καλεντάρι – ήταν η περίοδος της έξης, των παθών, όπως λέει σε τούτη συνέντευξη στην Popaganda. Τις ημέρες εκείνες κυκλοφορούσαν και τα Διάφανα Κρίνα αυτόν που μερικά χρόνια αργότερα θα αποδεικνυόταν ο προτελευταίος δίσκος τους (Ο γύρος της μέρας σε ογδόντα κόσμους) και σήμερα μου αρέσει να νομίζω ότι τον κάλεσα τότε γιατί υπέκυψα στη γοητεία της σύμπτωσης, ενώ ξέρω ότι δεν έχει και τόση σημασία – ας πούμε ότι όλα έγιναν κατά τύχη.
Όπως φαντάζομαι ότι από τύχη στα σχεδόν 11 χρόνια που μεσολάβησαν από εκείνο το μουντό (ούτε για αυτό παίρνω όρκο, αλλά φαντάζομαι ότι θα ήταν έτσι γιατί ακόμη κι αν δε θυμάμαι άλλα κι άλλα, θυμάμαι ότι ο Ανεστόπουλος φορούσε ένα μακρύ, μαύρο παλτό) βράδυ στη Στοά του Βιβλίου μέχρι το πρόσφατο, σχεδόν ζεστό, κυριακάτικο μεσημέρι στα υψίπεδα των Εξαρχείων, δεν τον είδα ποτέ ξανά εκεί έξω – κάπου αλλού πέρα από τις συναυλίες, δηλαδή, μέχρι το τέλος των Κρίνων και κατόπιν αυτού και μέχρι τη σχεδόν αφόρητα φορτισμένη ολιγόωρη ανάστασή τους τον Σεπτέμβριου του 2015, που ήρθε ως κορύφωση όσων ο Θάνος είχε κοινωνήσει δημόσια λίγους μήνες νωρίτερα, όχι τόσο την ίδια την επιθετική, όπως τη χαρακτήρισε, ασθένεια του αλλά περισσότερο την ειλικρίνεια με την οποία είχε πια αποφασίσει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του και τον πόνο που είχε πια γίνει απρόσκοπτος συνοδοιπόρος του, και όλο αυτό για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει και όχι απλώς να αναπνέει («ζούμε όση ζωή θέλουμε να ζήσουμε, είμαστε τα Διάφανα Κρίνα» είχε πει στην Τεχνόπολη και τι κρίμα που δεν άρχισε ακριβώς εκείνη τη στιγμή να βρέχει).
Δεν είναι προφανώς όλοι οι πόνοι ίδιοι. Αλλά αυτό που επιμένει να κάνει ο Ανεστόπουλος, είναι κάτι που μάλλον θα έπρεπε να κάνουμε όλοι – ναι, ακόμη και με τους (στα όρια της ύβρεως) «ψευδοδυρμούς» μας. Μήπως και χαθούν λιγότερες ευκαιρίες. Μήπως και αφήσουμε λιγότερη από τη ζωή μας να πάει χαμένη.
Δε σου κρύβω ότι διαβάζοντας πως η συναυλία στο Παλλάς θα είναι ένας φόρος τιμής στους αγαπημένους σου ποιητές και τραγουδοποιούς αλλά και στα τραγούδια των Κρίνων, στο μυαλό μου το όλο πράγμα πήρε μια ελαφρώς τελεσίδικη χροιά. Εν πάση περιπτώσει, γιατί τώρα αυτός ο φόρος τιμής; Ένιωσα ότι είναι ο καιρός να κάνω κάτι τέτοιο. Το ήθελα χρόνια. Από την εποχή των Κρίνων. Απλά τώρα ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε να βγει από μέσα μου αυτή η ιδέα. Χωρίς καμία πίεση. Μάζεψε κι ο χρόνος γύρω μου ένα κύκλο μουσικών, με τους οποίους πρώτα είμαστε φίλοι. Παλιότερα σκεφτόμουν να κάνω κάτι μόνο για τις δικές μου προσωπικές καταβολές αλλά κατ’ επέκταση και των Κρίνων. Λίγο πολύ έχουμε τις ίδιες επιρροές με τα παιδιά, από τη μικρή εφηβεία και καθώς μεγαλώναμε, στο διάβα μας στη ζωή. Σκέφτηκα λοιπόν κάποια στιγμή όλους αυτούς τους ποιητές που έχουμε αγαπήσει, τους δικούς μας ήρωες, αυτούς με τους οποίους ο καθένας πέρασε το ταξίδι του και το περνάει ακόμη. Και όχι μόνο τους λεγόμενους καταραμένους ποιητές, αλλά και τη beat generation, το rock ‘n’ roll, το gothic -μην ξεχνάς ότι είμαι παιδί της δεκαετίας του 80- όλα αυτά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περνάνε στη μουσική μου. Και με τους ανθρώπους που παίζουμε και κάνουμε μουσικές τα τελευταία χρόνια μαζί, έχουμε κοινά βιώματα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ο καθένας δεν κάνει την εντελώς δική του πορεία και προσωπική κατάθεση ψυχής. Και σκέφτηκα: πως μπορούμε να τα μπλέξουμε όλα αυτά, χωρίς όμως να τα «μπλέξουμε»; Είναι απλό. Φωνάζεις αγαπημένους σου μουσικούς και τους ζητάς να διασκευάσουν τραγούδια κάποιων άλλων «συναγαπημένων», τα φαντάσματα των οποίων θα είναι εκεί, επί σκηνής. Θα ακούσουμε, ας πούμε, να μελοποιείται ο Πόε. Ή ο Αγγελάκης θα διασκευάσει Tom Waits. Ο Boy θα διασκευάσει Joy Division. Ο Lolek θα διασκευάσει Leonard Cohen. Θα τιμήσουμε δηλαδή αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε. Από δω και πέρα λέω να είμαι καλά και να κάνω κάθε φορά από ένα πρότζεκτ, να κάνω πραγματικότητα κάποια «ονειράκια» μου. Αυτή τη φορά το όνειρο έχει να κάνει με τις ρίζες μου. Γι’ αυτό και βάλαμε τον τίτλο «Από τις Ρίζες ως τα Άνθη του Καλού». Άνθη του καλού ονομάζω τα τραγούδια των Κρίνων. Το ενδιαφέρον είναι ότι έχω βρει μουσικούς που θα ξαναστήσουν αυτά τα επιλεγμένα κομμάτια των Κρίνων με άλλη δομή. Δε θα είναι δηλαδή μια μπάντα που απλά θα αναπαράγει τα τραγούδια, αλλά θα τα κάνει τελείως διαφορετικά. Αυτό φαίνεται και από τα όργανα που επέλεξα, δεν ήθελα να υπάρχει απλά μπάσο, ντραμς και ηλεκτρισμός. Θέλω να κονιορτοποιηθεί το πράγμα, έχοντας στη μία γωνία ένα κλασικό πιάνο και στην άλλη ένα κοντραμπάσο, αυτά να είναι ο σκελετός και η μελωδική γραμμή να βγαίνει από μουσικά πριόνια και βιολοντσέλο, ενώ θα υπάρχει και ένας εξαιρετικός μουσικός, τρελός και παλαβός, που μαζεύει πολλά όργανα και τα παίζει, κάπως σαν τον Pascal Comelade ή τον Yann Tiersen. Όλο αυτό μένει να δούμε πως θα βγει, πως θα κοινωνήσουμε στον κόσμο τον φόρο τιμής, που λες, που είναι όντως τέτοιος, απέναντι σε ανθρώπους που μας μπόλιασαν, μας κέρασαν, μας δώρισαν τις ψυχές τους και τα τραγούδια τους, κι εμείς προχωρήσαμε ανάλογα. Γιατί τίποτα δε γεννιέται από το μηδέν.
Ρεμπώ, Καρυωτάκης, Πόε, Μποντλέρ, Μπουκόσφσκι, Πολυδούρη, Nick Cave, Ίan Curtis και πάει λέγοντας. Αυτή η ροπή προς την καταφανώς σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, λοιπόν, πότε παγιώθηκε μέσα σου; Σκοτεινά; Μάλλον φωτεινά μου φαίνονται όλα αυτά και αρκετά αισιόδοξα, γιατί πηγάζουν από έναν άκρατο ρομαντισμό. Πάντα μου άρεσαν οι τάσεις του ρομαντισμού, σε διάφορες εποχές. Κι επειδή ντρέπεται ο κόσμος να δηλώσει ρομαντικός, πάντα θα παραμένει κάτι επαναστατικό. Μπορεί βέβαια ο ρομαντισμός να γίνει ανάλαφρος και επιδερμικός, αλλά μπορεί να έχει και βάθος, να είναι πολύ δυνατός. Το θέμα, λοιπόν, είναι να μη χάσουμε το ρομαντισμό μας, την αθωότητά μας. Να μη σκληρύνουμε, να μη συνηθίσουμε τις εικόνες της καθημερινής βίας που βλέπουμε. Δε λέω να είμαστε απαθείς. Ξέρεις, έχει παρεξηγηθεί τελευταία η έννοια του ρομαντισμού. Αρκετοί το συνδέουν με μια σάχλα. Όχι, μερικοί είμαστε ευαίσθητοι και το διαφυλάσσουμε αυτό, το κρατάμε. Γιατί από εκεί γεννιούνται όλα. Και όχι μόνο η μουσική.
Όταν πάντως ρώτησα τον Morrissey, ήταν κάθετος ότι η θλίψη πάντα προηγείται προηγείται της μουσικής. «Είναι εγγενές στοιχείο του ανθρώπου, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης», μου είχε πει. Ναι. Θα συμφωνήσω με τον… «συνάρρωστό» μου. Μετά έρχεται ο λόγος, ο τρόπος και τα μέσα για να μπορέσουμε να απαλύνουμε τη θλίψη. Όχι να τη διώξουμε. Την κρατάμε και προσπαθούμε να την απαλύνουμε, να μη μας βαραίνει. Γιατί το θέμα είναι να μη μας βαραίνουν αυτά τα πράγματα μέσα μας. Πρέπει να μπορούμε να συνυπάρχουμε και με τη θλίψη και με τη χαρά και με την αρρώστια και με τον πόνο. Να μην έχουμε δηλαδή τη… φαιδρά ουσία στο μυαλό ότι θα τα διώξουμε όλα αυτά κάνοντας πράγματα, παράγοντας τέχνη, δημιουργώντας τα μέσα για να τα εκφράσουμε. Ξέρεις, έχω περάσει σιγά σιγά σε ένα στάδιο που ανακαλύπτω τη διαφορά σώματος και νου. Αυτό είναι το υπερβατικό και δεν έχει να κάνει μόνο με τη θλίψη. Επειδή έχω μπει πια καθημερινά στο κεφάλαιο «κρεβάτι του πόνου», που λένε, προσπαθώ αυτό τον «ψυχοασκό», τον φορέα της ψυχής και του νου, το σώμα δηλαδή, να το δεχτώ έτσι όπως είναι, να το δω πεντακάθαρα και να αρχίσω να λέω «δεν έχω σώμα, είμαι σώμα». Προσπαθώ να το κάνω όλο αυτό ώστε να φτάσω σε ένα σημείο που θα μπορώ πια να καλοδεχτώ τον πόνο στη ζωή μου, στην καθημερινότητά μου.
Μπορεί να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο ή είναι απλά ένα φρούδο, ουτοπικό κυνήγι; Ναι, μπορεί να γίνει. Καλοδέχεσαι τον πόνο όταν είσαι αποφασισμένος όχι να τον πολεμάς καθημερινά – αυτό δε βγαίνει πουθενά, δε μπορείς να τον κοντράρεις με τίποτα – αλλά να τον παραδεχτείς, να τον κάνεις φίλο σου και να φτάσεις σε ένα υπερβατικό, θα έλεγα, σημείο και να μην το σκέφτεσαι. Να μάθεις να δουλεύεις με τη δύναμη του μυαλού και της ψυχής. Καμιά φορά λέω ότι θα ήταν ωραία να έρθει κάποτε η στιγμή που οι άνθρωποι θα μπορέσουμε να μείνουμε μόνοι μας κάπου μακριά από την πόλη, δεν ξέρω που, σε μια παραλία, σε ένα λόφο, δεν έχει σημασία. Να μπορέσεις να κάτσεις εκεί και να απεμπλακείς από διάφορα που έχει ανάγκη το σώμα, ώσπου να καταφέρεις να φύγεις από το σώμα, να το αφήσεις πίσω σου να νεκρώσει και να απελευθερώσεις την ψυχή σου, να φύγεις ελεύθερος. Αυτός ο διάλογος με το σώμα, που αναγκαστικά έχω μπει αυτή την περίοδο με οδηγεί πραγματικά σε ανακάλυψη άλλων πραγμάτων, που νομίζω ότι τα περνάω σιγά σιγά στα τραγούδια που γράφω, γιατί συνεχίζω να γράφω, είναι κάτι που με κρατάει δυνατό. Έτσι λοιπόν καταλαβαίνω ότι για παράδειγμα σε ό,τι έχει να κάνει με το σαρκικό κομμάτι, αν φτάσεις σε ένα σημείο να το αφήσεις για λίγο στο πλάι, μπορεί να καταφέρεις να αντικρύσεις κάποιον και να πεις «σ’ αγαπώ βαθιά», γιατί με την ψυχή σου ανοίγουν κάτι πολύ μεγάλα μάτια και βλέπεις τον άλλο αληθινά, διαχέεται η αγάπη από μέσα σου και βλέπεις τι άνθρωπος είναι πραγματικά αυτός που έχεις απέναντί σου. Αυτό το πράγμα ένας άνθρωπος που τρέχει και παράγει και μετά θέλει να γυρίσει σπίτι για να γαμήσει τη γυναίκα του και να πιει τις μπύρες του, δεν είναι εύκολο να το καταφέρει. Γιατί όλοι φοβούνται να κάτσουν πρώτα και κύρια λίγο με τον εαυτό τους. Να δω πως μπορώ να σε αγαπήσω πραγματικά όταν λέει ότι «σ’ αγαπώ». Να δω πως μπορώ να νιώσω ένα τραγούδι ότι έχει αλήθεια, όταν λέω ότι είναι αληθινό. Πως μπορώ να δημιουργώ με ειλικρίνεια κάτι, όταν λέω ότι είμαι δημιουργός.
«Το θέμα είναι να μη χάσουμε το ρομαντισμό μας, την αθωότητά μας. Να μη σκληρύνουμε, να μη συνηθίσουμε τις εικόνες της καθημερινής βίας που βλέπουμε. Δε λέω να είμαστε απαθείς. Έχει παρεξηγηθεί τελευταία η έννοια του ρομαντισμού. Αρκετοί το συνδέουν με μια σάχλα. Όχι, μερικοί είμαστε ευαίσθητοι και το διαφυλάσσουμε αυτό, το κρατάμε. Γιατί από εκεί γεννιούνται όλα. Και όχι μόνο η μουσική»
Μπήκες λοιπόν για τα καλά σε μία πορεία αναζήτησης με όχημα την ασθένειά σου. Ναι, κάτι τέτοιο σε βάζει σε μία ρότα. Οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου, το ζήτημα είναι να το δεις σαν δώρο, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό, γιατί αλλιώς κάτσε και κλαίγε, τι να σου πω. Αλλά άμα το εκμεταλλευτείς και το δεις σαν δώρο προς τον εαυτό σου, τότε ακόμη κι αν δε γίνεις σοφότερος, κερδίζεις πράγματα που δεν είχες καν φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξουν στη ζωή σου.
Στην περίπτωσή σου, όλο αυτό συνέβη ως επιφοίτηση, τρόπον τινά, όταν έμαθες ότι είσαι άρρωστος ή χρειάστηκε να το κατακτήσεις; Σιγά σιγά γίνεται αυτό, δεν έχει να κάνει με επιφοίτηση. Έχει περάσει ένας χρόνος και τώρα νιώθω ότι μπορώ πραγματικά να συνομιλήσω με τον εαυτό μου. Προφανώς γιατί πέρασα στο στάδιο της αποδοχής. Οι άνθρωποι δεν αποδεχόμαστε ότι μπορεί να μας συμβεί κάτι, νομίζουμε ότι είμαστε αθάνατοι. Προφανώς ζωντανεύει το συναίσθημα του φόβου. Αλλά πρέπει να τα βάλεις κάτω και καταρχήν να μην πεις «γιατί συνέβη σε μένα». Αν το πεις αυτό, πάει, το ‘χασες. Βέβαια εγώ είμαι άνθρωπος που δεν πιστεύει στο τέλος, όπως το εννοούν οι περισσότεροι. Αυτό είναι κάτι που μου δίνει δύναμη. Όπως επίσης πιστεύω πως ό,τι δεν σκέφτεσαι, δεν υπάρχει, οπότε δεν σε οδηγεί. Δεν εννοώ να πεις ότι είναι μια γρίππη, να ψεύδεσαι στον εαυτό σου και στους άλλους. Εννοώ ότι δε χρειάζεται να σε συμπαρασύρει μια τέτοια κατάσταση σε μια μίζερη καθημερινή πραγματικότητα και να σε κάνει σκλάβο της τελικά, να σε αφομοιώσει, ενώ μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις πράγματα, με καινούριους όρους βέβαια. Φτιάχνεις τις προϋποθέσεις ώστε να τα καταφέρεις. Και αλήθεια σου λέω, είναι η πρώτη φορά που συναντιέσαι με τον εαυτό σου για τόσες πολλές ώρες, οπότε τον γνωρίζεις σιγά σιγά. Πως αλλιώς θα τον γνωρίσεις; Στα καλά; Στις γιορτές και στα πανηγύρια; Κάπως έτσι νιώθω λοιπόν αυτό τον καιρό.
Τι σε οδήγησε όμως στο να δημοσιοποιήσεις τη νέα σου κατάσταση ζωής, αν θες, σε όλο τον κόσμο; Ήταν ανάγκη, όπως το λες. Πνιγόμουν. Ήθελα να το φωνάξω για να νιώσω πρώτα απ’ όλα εγώ δυνατός. Και μου έκανε καλό. Γιατί κατάλαβα ότι δεν πρέπει να μας φοβίζει τίποτα. Είτε κουτσός, είτε στραβός, είτε ανάποδος, πρέπει να βρίσκεις τη δύναμη να λες «αυτό είναι το νέο μου πρόσωπο» και να προχωράς.
Πες με πεζό, αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτή η ηρεμία σου έχει να κάνει και με το ότι παλιότερα περπάτησες δεόντως στο μονοπάτι της υπερβολής. Με την έννοια ότι έζησα καλά τη ζωή μου, ότι έκανα πράγματα που άλλοι δεν θα προλάβαιναν, αυτό εννοείς;
Ας πούμε ότι εννοώ την εποχή που πορευόσουν σύμφωνα με τη μπωντλερική προτροπή: «να μεθάτε αδιάκοπα». Ναι, υπήρξε μία εποχή…all night long. Όσο μεγαλώνεις όμως, και δε θέλω να ακουστώ συντηρητικός, οι ανάγκες σου αλλάζουν. Ο Cave δε θα μπορούσε σήμερα να κυλιέται με «ζαπρε» στα γυαλιά όπως έκανε με τους Birthday Party. Ξυπνάει, χαιρετάει τα παιδιά του, πάει στο γραφείο του, κάθεται στο πιάνο, γράφει, κάποιες φορές τον συνοδεύουν και οι άλλοι «αλήτες» που έχει παρέα. Καταλαβαίνεις ότι το φρούτο ωριμάζει κάποια στιγμή. Ναι, έχει να κάνει και με αυτό που λες, ότι έχεις γεμίσει με δόσεις αδρεναλίνης, έχεις ζήσει πολλά πράγματα, έχεις υπάρξει δηλαδή λέγοντας «όλα ή τίποτα», ζώντας το rock ‘n’ roll. Νομίζω όμως ότι είναι πολύ όμορφο να οδηγούμαστε κάπου αλλού τελικά. Να προσπαθούμε για παράδειγμα να γίνουμε κάλοι πατεράδες, καλή ώρα. Εγώ και την υγεία μου να είχα αύριο, θα συνέχιζα την πορεία μου, όπως το έκανα και πριν μάθω ότι είμαι άρρωστος. Μου φαίνεται φυσιολογικό όλο αυτό. Ενώ δε μου φαίνεται καθόλου φυσιολογικό να είσαι εξηντάρης και να χτυπιέσαι λες και είσαι η Poison Ivy. Μπορείς λοιπόν να ακολουθήσεις τη φυσική ροή των πραγμάτων. Το θέμα είναι να μην κλειστείς στην τρυπούλα σου, στην πυτζαμούλα σου, να μην παροπλίζεσαι. Να συνεχίζεις όσο μπορείς να εκπέμπεις την αλήθεια σου και ό,τι πιάνεις να μην το καταστρέφεις πια. Όσο κατέστρεψες στο παρελθόν να μάθεις να τα πιάνεις πιο απαλά, πιο ώριμα, με ευγένεια.
Η καταστροφή, που λες, είναι αναπόφευκτο τίμημα των παθών; Νομίζω πως είναι αναπόφευκτες οι συγκρούσεις, γενικά. Είτε είναι δύο αδέρφια, είτε μια κοινότητα, μια φυλή, μια οικογένεια, ένα γκρουπ, είναι αναπόφευκτο ότι θα συγκρουστούν και νομίζω ότι επιβάλλεται κιόλας για να υπάρχει μια πορεία με αυθεντικότητα και ειλικρίνεια. Αρκεί να υπάρχει και μια διαχείριση. Το θέμα δηλαδή δεν είναι να μην τσακώνεσαι. Αλλά να μάθεις να τσακώνεσαι.
Βλέποντας νέα παιδιά που προφανώς δεν άκουσαν σε πραγματικό χρόνο όσα έγραψες κατά τη διάρκεια των «ημερών του οίνου και των ρόδων», να κάνουν κτήμα τους τώρα εκείνα τα τραγούδια, σου προκαλεί κάποιου τύπου συγκίνηση; Αν και προφανώς στην ιστορία του ροκενρόλ αυτό παθαίνει κάθε επόμενη γενιά με την προηγούμενη. Προσπαθούν να το κάνουν επίπλαστα δικό τους βίωμα, να το κατακτήσουν, να ζήσουν λίγο αυτό που δε ζήσανε, έστω και στη συναυλία ενός σόλο τραγουδιστή -όπως έγινε πέρυσι στο Death Disco- που μεταφέρει τα κομμάτια μιας εποχής και εκφράζει αυτό που δεν πρόλαβαν. Θέλω να πω ότι κι εγώ αν ήμουν δεκαεξάρης σε μια τέτοια συναυλία και δεν το είχα ζήσει όλο αυτό και το άκουγα από τους μεγαλύτερους, μάλλον το ίδιο θα έκανα. Είναι μια έκφραση ίσως όχι απόλυτα αυθεντική, αλλά πηγάζει από μία εσωτερική ανάγκη να ζωντανέψεις αυτά που έχεις ακούσει ότι γίνονταν κάποτε.
Αν οι νέοι νοσταλγούν αυτά που δεν έζησαν, εσύ ο ίδιος παίζεις αυτό το παιχνίδι με τα ίδια σου τα βιώματα; Όχι, δε νοσταλγώ. Κάποτε νοσταλγούσα. Στην πρώιμη εφηβεία μου. Νοσταλγούσα, δηλαδή, πριν δημιουργήσω αναμνήσεις. Νομίζω ότι είναι παγίδα η νοσταλγία. Πολλές φορές σε ακινητοποιεί. Δε σε αφήνει να παράξεις, να προχωρήσεις, να δημιουργήσεις, να κάνεις καινούριες γέννες. Το θέμα είναι να φτιάχνουμε παρελθόντα. Όχι να καθόμαστε και να αναπολούμε τα περασμένα. Μέσα στο πλαίσιο του δώρου που σου έλεγα πριν, είναι τόσο δυνατό το παρόν που ζω, που στο μυαλό μου δεν περισσεύει χώρος. Ασχολούμαι πάρα πολύ με το τώρα, με το σήμερα. Είναι πολλά τα πράγματα που πρέπει να ζήσω αυτή τη στιγμή. Και προτιμώ να λέω ότι ζω κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία. Δεν ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο. Τώρα όμως είμαι εδώ. Μιλάω μαζί σου. Μετά από δυο ώρες ούτε καν σκέφτομαι τι θα κάνω.
Τα Κρίνα από την αρχή έδιναν την εντύπωση μιας πολύ διαβασμένης μπάντας, βουτηγμένης σε λογοτεχνικές θάλασσες και άλλα τέτοια που ακούγονται ποιητικά, μία αίσθηση που ως είθισται με τα περισσότερα πράγματα που έχουν να κάνουν με ροκ μπάντες, την οριοθετούσε ο μπροστάρης τους, εσύ. Για να γίνω πιο σαφής, δεν φαινόταν ότι για σένα το rock ‘n’ roll ήταν απλά ένα μέσο εκτόνωσης. Αν υπάρχει αυτή η αίσθηση μέσα από την υπάρξη και τη δράση των Κρίνων, ότι δεν παίζαμε rock ‘n’ roll μόνο για να εκτονωνόμαστε, ίσως να έχει να κάνει με το ότι μερικοί θέλαμε να γράφουμε βιβλία όταν ήμασταν πιτσιρίκια. Θυμάμαι έντονα στα 16-17 εγώ και οι φίλοι μου να θέλουμε να γίνουμε συγγραφείς ή ποιητές. Όπως ένας άλλος μπορεί να γούσταρε να γίνει αεροπόρος, εμείς γουστάραμε το γράψιμο και το διάβασμα. Οπότε η μουσική έγινε ένα μέσο, μια πλατφόρμα. Χωρίς να ξέρουμε ούτε νότες ούτε τίποτα στην αρχή, με δυο κιθάρες αρχίσαμε να μελοποιούμε τα ίδια μας τα γραπτά. Έτσι ξεκινήσαμε με το ροκ, αλλά ποτέ δεν έφυγε η αγάπη μου για το διάβασμα και το γράψιμο. Πάντα ήταν ψηλά, στο ταβάνι. Η ουσία λοιπόν ήταν να βγάλουμε προς τα έξω την ψυχή των κειμένων, των σκέψεών μας που ήταν αποτυπωμένες σε χαρτιά, μέσα σε ένα μουσικό πλαίσιο. Ήταν και η εποχή τότε…με την έξαρση του πανκ στην Ελλάδα, του new wave, της dark σκηνής. Και βρέθηκε αυτό το μέσο. Εγώ πάντως θυμάμαι ότι δεν είπα ποτέ «πάμε να κάνουμε μια μπάντα». Έλεγα «πάμε να βάλουμε μουσική στα ποιήματα». Θυμάμαι στις πρόβες ότι αντί να κουρδίζουμε τα όργανα, καθόμασταν πολλές ώρες γύρω από ένα τραπέζι και αναλύαμε τον κάθε στίχο. Και μετά ξεκινούσαμε να παίζουμε, έτσι, για λίγο. Η δική μου μεγάλη δυνατότητα ήταν να βρίσκω μελωδίες. Ξέρεις, πρώτα τις τραγουδάς και μετά τις μεταφράζεις με μια κιθάρα ή ένα πιάνο και εξελίσσεται η σύνθεση από τα μέλη της μπάντας. Αλλά όπως σου είπα, ήταν απλά το μέσο. Γι’ αυτό και στα πρώτα άλμπουμ, τα κομμάτια των Κρίνων είναι πολύ απλά, με τέσσερα-πέντε ακόρντα, με μια πανκ αισθητική ακόμη και οι μπαλάντες. Αργότερα έγιναν πολυχρωματικά, γιατί και τα παιδιά, ως μουσικοί είχαν τη διάθεση να αναπτυχθούν. Και φτιάχτηκε αυτό που λένε ο προσωπικός ήχος των Κρίνων, εξαιτίας του συνδυασμού των ήχων, των στίχων, ίσως λόγω και της χροιάς της φωνής. Ποτέ όμως για μένα δεν ήταν ζητούμενο να δείξουμε πόσο καλοί μουσικοί είμαστε. Βεβαίως υπήρχαν άνθρωποι στη μπάντα που δε γράφανε, οπότε ίσως ο δικός τους στόχος να ήταν να κάνουν καλή μουσική. Όμως η αρχή ήταν ο λόγος, η ποίηση. Κι έγινε αυτό που έγινε…
Αυτό που έγινε ήταν ότι τα Διάφανα Κρίνα γρήγορα εξελίχθηκαν σε μία από τις τρεις πιο σημαντικές ελληνόφωνες μπάντες της εποχής τους και βάλε -προφανώς ξέρεις ποιες ήταν οι άλλες δύο- και αντίστοιχα εσύ αναδείχθηκες ως ένας εκ της «αγίας τριάδας» των frontmen με ελληνικό στίχο που είχαν όντως να πουν κάτι. Έλα μωρέ, δεν πιστεύω σε αγίες τριάδες, οσίες τετράδες ή ανίερες πεντάδες.
Δεν έχει να κάνει με το αν παίρνεις στα σοβαρά κάτι τέτοιο – ποπ κουλτούρα είναι, πόσο σοβαρά να την πάρεις. Όμως δε μπορεί να μην το συνειδητοποιούσες καθώς το έβλεπες να συμβαίνει. Δεν έχει σημασία αν το συνειδητοποιούσα. Απλά δεν ασχολιόμουν καθόλου με αυτό το κομμάτι, πραγματικά. Όταν το ζεις από μέσα, είναι αλλιώς. Για παράδειγμα, ξεκινάς για περιοδεία με το βανάκι, λίγο έξω από τη Λαμία κάνεις στάση για να πιεις μια μπύρα, πετυχαίνεις το Γιάννη με το δικό τους το βανάκι -τότε που τα βαν ήταν στους δρόμους- και σου λέει «ρε συ στο διπλανό χωριό είναι ο Παύλος, δεν πάμε;». Δηλαδή υπήρχε μία οργανική κοινωνικοποίηση μεταξύ μας, κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ για καμία «τριάδα», οπότε γιατί να το κάνω εγώ;
Υπήρχε η πιθανότητα της διαχρονικότητας έστω και λίγο στο μυαλό σου κάθε φορά που ξεκινούσες να γράφεις; Και πόσο άλλαξε αυτό με τα χρόνια, μέχρι σήμερα που συνεχίζεις να γράφεις; Σιγά μη με νοιάζει αν θα ακούγονται τα τραγούδια μου στους αιώνες των αιώνων αμήν. Εγώ γράφω με μόνο στόχο να εκφράσω κάτι που με πνίγει, που δε μπορώ να το κρατήσω άλλο μέσα μου, που πρέπει να γεννηθεί. Για μένα είναι σαν ακανόνιστη ανάγκη έκφρασης ή αναπνοής. Μπορεί να περάσει ένας χρόνος για να γράψεις ένα μόνο τραγούδι. Και μπορεί σε μια βδομάδα να γράψεις έναν ολόκληρο δίσκο.
Μπορεί το γράψιμο να προκύπτει εξ ανάγκης, όπως λες, και να σου φαίνεται απλό, αλλά δε μπορεί να μη σε εξέπληξε ποτέ ότι η έκφραση του όποιου προσωπικού «θέματος» είχες μέσα σου, έγινε κτήμα τόσων ανθρώπων μέσω ορισμένων τραγουδιών. Από την άλλη υπάρχουν και τραγούδια μου που δεν «μιλάνε» σε κανένα. Το θέμα είναι το καθένα να απελευθερωθεί και να βρει το δρόμο του. Όση δύναμη και αλήθεια έχει μέσα του, τόση διαδρομή θα μπορέσει να κάνει.
Για σένα τον ίδιο, τα τραγούδια σου έχουν όλα το ίδιο ειδικό βάρος; Όχι βέβαια. Είναι κάποια, όχι πολλά, που μπορώ να σου πω ότι θα προτιμούσα να μην τα έχω δισκογραφημένα. Ότι θα προτιμούσα να είχα βάλει άλλα στη θέση τους. Αλλά όταν υπάρχει έντονη παραγωγικότητα, προκύπτουν τέτοια πράγματα, δεν ξέρεις τι να βάλεις και τι να αφήσεις απ’ έξω. Και πάλι όμως δεν πειράζει, γιατί ακόμη και να μην καταγραφεί κάπου ένα τραγούδι, από τη στιγμή που το έγραψες, ζωντάνεψε έστω και για λίγο. Υπήρξε.
Για τους συγγραφείς λένε ότι προσπαθούν διαρκώς να γράψουν το ίδιο βιβλίο. Μπορείς να κάνεις κάποια αναγωγή για το δικό σου σινάφι; Κοίτα, στη μουσική, σε όποια στιγμή της ιστορίας και να σταθείς, θα δεις ότι ο καθένας έχει ένα τρόπο για να εκφραστεί που κανείς δε μπορεί να τον αντιγράψει απόλυτα. Εσύ που είσαι χρόνια βουτηγμένος στη μουσική, που είναι η αγάπη σου, μπορείς να δεις ότι ο κάθε δημιουργός έχει κάτι που διαφέρει. Μπορεί να είναι απλώς μια νότα που δε μπορεί να την παίξει κανείς όπως την παίζει εκείνος. Αυτό είναι που δίνει και την προσωπική χροιά στα τραγούδια, στο έργο. Οι νότες ίδιες δεν είναι για όλους; Τα όργανα ίδια δεν είναι; Κι όμως, όλοι διαφέρουν. Είναι κάτι πολύ λεπτό που δε μπορώ να σου το εκφράσω ακριβώς με λέξεις. Είναι κάτι μαγικό.
Νομίζω ότι εξίσου μαγικό ή έστω σημαντικό είναι ο καλλιτέχνης να προσπαθεί διαρκώς να απομακρύνεται από τις ευκολίες του, να βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση αναζήτησης, ακόμη κι αν έχει συσσωρεύσει εμπειρίες δεκαετιών δημιουργίας μέσα του. Είναι κάτι που επιδιώκω. Είναι η δίψα για τη ζωή, για τη συνέχεια. Πρέπει να δεχτείς ότι είμαστε μονογαμικοί, λένε κάποιοι. Εγώ δε μπορώ να το δεχτώ. Όποιος μου λέει κάτι τέτοιο τον θεωρώ ανθρωπάκι. Το λέω αυτό για να σου τονίσω ότι ο Μεγάλος Άνθρωπος αφήνει τη ζωή να του ανοίγει τα παράθυρα και να του φέρνει οποιαδήποτε νέα εμπειρία. Πρέπει να αφήνεσαι, να είσαι εν αγνοία, να μη σε νοιάζει τι θα έρθει στην επόμενη στροφή. Να μην πεις «γέμισα ένα τσουβάλι με εμπειρίες, χόρτασα, δεν με νοιάζει τίποτα άλλο, είμαι εντάξει». Τότε είσαι νεκροζώντανος. Ο άνθρωπος πρέπει να παραμένει εν αγνοία μέχρι το θάνατό του. Να επιτρέπει στη ζωή να τον εκπλήσσει. Δε μπορούμε να θεωρούμε ότι εμείς γράφουμε το σενάριο της ζωής. Να αναλωνόμαστε συσσωρεύοντας άγχος μέσα μας σε μια προσπάθεια να κατασκευάσουμε εμείς το τοπίο, να προβλέψουμε τι θα συμβεί. Νομίζω ότι είναι λίγο κούφιο, βαρετό αδιάφορο και επικίνδυνο.
Αυτή η στάση, όμως, δεν έρχεται λίγο σε κόντρα με την έννοια της αυτοδιάθεσης, ότι μπορούμε έστω να επηρεάσουμε τον τρόπο που ζούμε; Όταν βλέπεις έναν αλκοολικό να έχει φάει πέντε κόκκινες κάρτες από τη ζωή, να έχει φτάσει στον πάτο και να συνεχίζει να λέει «το ελέγχω, μη φοβάστε», αυτό δε σου λέει κάτι; Πολλές φορές λοιπόν στη ζωή χρειάζεται να αποδέχεσαι και να παραδίδεις τον έλεγχο. Αν έχει ένα ρίσκο αυτό είναι ότι όλα μπορεί να πάνε καλύτερα. Θα σου εξομολογηθώ κάτι. Μια ζωή έλεγα ότι έχω τον έλεγχο. Στην περίοδο της έξης, των παθών, ξέρεις. Είναι πολύ λάθος αυτό. Δε μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο. Γιατί λέγοντας ότι έχουμε τον έλεγχο, οι άνθρωποι εννοούμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε το μέλλον. Και ξέρεις, αυτό το κάνουν κυρίως όσοι είναι πολύ βαριά αγκιστρωμένοι στο παρελθόν και δε ζουν το παρόν. Λοιπόν, το επόμενο λεπτό εγώ μπορεί να πάθω καρδιακό επεισόδιο κι εσύ να κερδίσεις το τζόκερ. Ποιος ξέρει; Φυσικά, αυτό που σου λέω δεν έχει να κάνει με τα όνειρα. Δε θα χάσουμε το δικαίωμα να ονειρευόμαστε. Ή να έχουμε στόχους. Ή να ελπίζουμε. Πιστεύω στην ελπίδα. Πιστεύω στη δύναμη της πίστης. Πιστεύω και στην αποδοχή της αποτυχίας. Δεν πιστεύω όμως στο κουράγιο, να σου χτυπάνε φιλικά την πλάτη. Τέλος πάντων, αν έχω καταλάβει κάτι μέχρι τώρα είναι ότι αξιοπρέπεια σημαίνει να αποδέχεσαι ότι δεν είναι τόσο δυνατός όσο νομίζεις, να αφήνεσαι.
Για αύριο τι σκέφτεσαι; Θέλω να ανέβω σε αερόστατο, γαμώτο, μια φορά στη ζωή μου. Μια βόλτα με αερόστατο!
Συντελεστές: Ενορχήστρωση: Θάνος Ανεστόπουλος (με την συνδρομή της Ειρήνης Τηνιακού). Πιάνο: Ειρήνη Τηνιακού. Τραγούδι: Θάνος Ανεστόπουλος και Guests. Τσέλο: Σοφία Ευκλείδου. Κοντραμπάσο: Αλέκος Βασιλάτος. Μουσικό πριόνι: Νίκος Γιούσεφ. Πιάνο, vibrandoneon, samplers: Γιώργος Κατσάνος