Η αναζήτηση του ονοματεπώνυμού του στο Google οδηγεί σε περίπου 2,5 εκατομμύρια αποτελέσματα και πρέπει κανείς να περάσει μερικές σελίδες για να βρει ένα που να μην έχει να κάνει με την τηλεοπτική εκπομπή που παρουσιάζει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Για να βρει, ας πούμε, κάτι σχετικό με τη δουλειά του στο θεατρικό σανίδι, στο οποίο ανεβαίνει αδιάκοπα επί δεκαετίες.
Αυτή η διαδικτυακή εικόνα ενδεχομένως να αλλάξει κάπως τώρα που θα πρωταγωνιστήσει σε μία παράσταση («Το δικό μας σινεμά») εκ των πραγμάτων μεγάλης εμπορικής δυναμικής και λόγω θέματος (μιούζικαλ για την άνοδο και την πτώση του κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60) αλλά και λόγω συντελεστών (γράφει και σκηνοθετεί το δίδυμο Ρέππας-Παπαθανασίου και το καστ περιλαμβάνει Κωνσταντίνου, Κόκλα, Γερασιμίδου και Βανδή, μεταξύ άλλων), δύσκολα όμως θα αλλάξει αρκετά ώστε να μην παραμένει ενδεικτική μιας κατάστασης που για το υποκείμενό της δεν είναι απολύτως ευχάριστη. «Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, όχι θεατρόφιλοι, που έρχονται στο θέατρο και λένε “ρε συ, δεν το περίμενα, σε βλέπω στην τηλεόραση, δεν θα ερχόμουν ποτέ στο θέατρο να σε δω, απλώς μου είπε κάποιος ότι είσαι καλός και ήρθα”. Εν ολίγοις η εκπομπή μου έχει κάνει κακό στο θέατρο. Για να ‘ρθει κόσμος να με δει, πρέπει να περάσουν δυο-τρεις βδομάδες και ν’ ακουστεί ότι είναι καλή η παράσταση. Δεν θα πουν εύκολα “πάμε να δούμε τον Σπύρο”. Ο κόσμος φυσικά αυτό το “δεν το περίμενα ρε φίλε” το λέει για καλό. Αλλά εγώ δεν το παίρνω ως καλό», λέει στην Popaganda ο Σπύρος Παπαδόπουλος, που καταλαβαίνει, όμως, γιατί συμβαίνει όλο αυτό, γιατί δηλαδή μπορεί κάποιοι -εγώ πιστεύω ότι είναι ελάχιστοι, εκείνος τους υπολογίζει περισσότερους- ακόμη και να μην τον έχουν καταχωρημένο μέσα τους ως ηθοποιό.
«Κάποτε με σταματούσαν στο δρόμο για τους Απαράδεκτους και γινόταν αυτό που γινόταν. Επί Απαράδεκτων ή λίγο μετά, δεν θυμάμαι ακριβώς, έκανα μια διαφήμιση για μια μπύρα που είχε μεγάλη επιτυχία, και ξαφνικά σταμάτησαν να μου μιλάνε για τους Απαράδεκτους και μου μιλούσαν για τη μπύρα. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι αυτό που κρατάει ο κόσμος είναι η τελευταία δυνατή εντύπωση».
Έτσι πάει.
Και μάλλον έχει μεγαλύτερη σημασία το γεγονός ότι πια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι τόσες πολλές αυτές οι «τελευταίες δυνατές εντυπώσεις» ώστε να χάνεται ο διακριτός χαρακτήρας της κάθε μίας και όλες μαζί να συνθέτουν τη «μεγάλη δυνατή εικόνα» της διαρκούς παρουσίας του στην ατζέντα ψυχαγωγίας αυτής της χώρας. Κάπως σαν ο Σπύρος, έτσι, με το μικρό του όνομα, να είναι πάντα παρών.
Για να παρουσιάζει τις πιο δημοφιλείς εκπομπές.
Για να πρωταγωνιστεί σε σειρές που γίνονται κλασικές.
Και για να μας κάνει να αναρωτιόμαστε «τι έγινε ρε παιδιά;» όταν τον βλέπουμε επί σκηνής να αναμετράται με το «Τέρας».
Μία από τις πρώτες σας δουλειές, όταν ακόμη ήσασταν μικρό παιδί, ήταν σε ένα θερινό κινηματογράφο, όπου είχατε την ευκαιρία να δείτε πολλές ταινίες του λεγόμενου «παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου». Θα λέγατε λοιπόν ότι με το μιούζικαλ «Το δικό μας σινεμά» είναι κάπως σαν να επιστρέφετε στις ρίζες σας; Ε, ναι! Πιο δικό μου σινεμά δε γίνεται! Αν μπορούσα, θα ήθελα να είχα γεννηθεί μέσα σε κινηματογράφο εκείνης της εποχής. Κι επειδή δεν το επέτρεπαν τα οικονομικά της οικογένειάς μου, ουσιαστικά δούλευα για να βλέπω τις ταινίες. Δούλευα σε ένα καλοκαιρινό σινεμά στον Κορυδαλλό που το έλεγαν Σινέ Λούσυ, δεν υπάρχει πια, και μετά σε ένα άλλο στην Κοκκινιά που δεν θυμάμαι πώς λεγόταν. Επίσης για λίγο δούλεψα και σε χειμερινή αίθουσα. Έβλεπα όλες τις ταινίες. Και δέκα φορές να είχα δει μια ταινία, δεν με πείραζε. Καθόμουν και τη χάζευα. Χωρίς να έχω στο μυαλό μου κάτι σχετικό με το να γίνω ηθοποιός. Ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου κάτι για το θέατρο. Απλώς μου άρεσε πολύ αυτό το ταξίδι που παρακολουθούσα.
Σημειολογικά έχει ενδιαφέρον και το ότι σε αυτή την παράσταση θα συνεργαστείτε με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, για τον οποίο έχετε πολλάκις εκφράσει την εκτίμηση και το θαυμασμό σας. Τον οποίο Γιώργο Κωνσταντίνου λατρεύω και είχαμε συμπαίξει στο Άλσος πριν από πολλά χρόνια, σε μια παράσταση με τον Κλυνν και τον Σωτήρη Μουστάκα.
Ο Κωνσταντίνου ήταν ένα από τα πρότυπα σας όταν κάνατε τα πρώτα σας βήματα στο χώρο; Βέβαια! Είναι ένας ηθοποιός που, από τότε που άρχισε να μου κόβει λιγάκι, πίστευα ότι αν ήταν έξω, θα ήταν ο Γουόλτερ Ματάου. Αργότερα, κάναμε μαζί το πρώτο σίριαλ του Mega (σ.σ. «Πατήρ, υιός και πνεύμα»). Κάπου με είχε δει στο θέατρο και με φώναξε να μου δώσει τον πρώτο ρόλο. Μου λέει «θα σε κάνω πρωταγωνιστή εγώ, θα κάνεις το γιο μου, θα σου γράψω ρόλο μεγαλύτερο ακόμη κι από μένα». Πήγα, έχοντας στην αρχή κάποιες αντιρρήσεις μέσα μου. Ξέρεις, άσε ρε παιδί μου που θα κάνω εγώ τηλεόραση. Δεν είχα ξανακάνει. Και μου φέρθηκε πραγματικά σαν να ήμουν γιος του. Χωρίς να με ξέρει. Απλώς είδε ότι αγαπούσα αυτό το πράγμα. Καθόμουν και τον χάζευα. Δεν πήγαινα μόνο όταν είχα εγώ γύρισμα. Πήγαινα και στις δικές του σκηνές. Ακόμη τον χαζεύω. Έχει έναν τρόπο… Αυτοί οι άνθρωποι έχουν… Έχουν αυτό που δεν ξέρουμε τι είναι, αλλά είναι φοβερό. Λέει τα πράγματα με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο, με μια λαϊκή ποιητικότητα.
Ποιους άλλους ξεχωρίζετε από όλη αυτή τη γενιά; Λογοθετίδης, Ηλιόπουλος, Ορέστης Μακρής… Όλοι αυτοί θα μπορούσαν να σταθούν οπουδήποτε στο εξωτερικό.
Ισχύει ότι ξεκινήσατε να ασχολείστε με το θέατρο για τα μάτια μιας γυναίκας; Ναι, έτσι πήγα στη σχολή, αυτή ήταν η αφορμή. Δεν είχα κατά τα άλλα ποτέ στο μυαλό μου να γίνω ηθοποιός. Απλώς είχα μια φιλομάθεια, διάβαζα πολλά βιβλία και σκέφτηκα γιατί όχι, ας το μάθω κι αυτό. Ακόμη και μετά τη σχολή, παρόλο που βγήκα με άριστα, δεν το έλαβα καθόλου υπ’ όψιν μου. Αμέσως σκέφτηκα ότι πρέπει να βρω μια δουλειά, να δω πώς θα ζήσω. Αυτό κι έκανα.
Τι δουλειά κάνατε; Βρήκα έναν άνθρωπο, με τον οποίο τελικά γίναμε πολύ φίλοι, που είχε ένα θερμοκήπιο στα Καλύβια και βγάζαμε αγγούρια και ντομάτες. Κορφολογούσα όλη μέρα στους 52 βαθμούς.
Παλιότερα πολύ περισσότερο αλλά ακόμη και σήμερα, αν ένα παιδί πει στους γονείς του ότι θέλει να γίνει καλλιτέχνης, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να προσπαθήσουν να το αποτρέψουν, κάτι που νομίζω ότι δεν έχει να κάνει κατ’ ανάγκη με την ταξική θέση της οικογένειας. Στη δική σας περίπτωση πώς αντέδρασαν; Μ’ αγαπούσαν πολύ οι γονείς μου αλλά δεν μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκαν όταν τους το είπα. Όμως δεν τους είπα ακριβώς «θέλω να γίνω ηθοποιός». Έτσι κι αλλιώς εγώ δούλευα από μικρό παιδί, δεν θα τους επιβάρυνα, όπως και δεν το έκανα όταν πήγα στη σχολή (σ.σ. του Πέλου Κατσέλη). Ακόμη δούλευα τα πρωινά. Τους είπα λοιπόν ότι θέλω να πάω σε μια δραματική σχολή, γιατί κάτι με τραβάει εκεί πέρα ως προς τη μάθηση. Εξάλλου και στη σχολή όταν πήγα είπα στους δασκάλους ότι θέλω να παρακολουθήσω ως θεατής, απλά για τη γνώση, δεν με ενδιέφερε κάτι άλλο. Δεν πολυάρεσε, λοιπόν, στους γονείς μου, αλλά νόμιζαν ότι ήταν κάτι σαν σχολείο και μόλις ήρθαν να ρωτήσουν τον δάσκαλο πώς πάω, ησύχασαν. Στους γονείς μου ένοιαζε πάντα να είμαι καλό παιδί. Τους άρεσε να το ακούν. Όταν τους είπαν στη σχολή ότι «ο γιος σας είναι σπουδαίο παιδί, να είστε περήφανοι», τους αρκούσε αυτό, δεν τους ένοιαζε αν θα γίνω ηθοποιός.
Εσείς ο ίδιος πότε καταλάβατε ότι είστε όντως ηθοποιός και δεν είδατε απλώς φως και μπήκατε; Ε, θα πέρασαν 7-8 χρόνια. Όντας στο θέατρο.
Μα πώς γίνεται να δουλεύετε στο θέατρο και να μην το έχετε χωνέψει ότι είστε ηθοποιός; Εντάξει, σκεφτόμουν απλά ότι μιας και βρέθηκε αυτό στο δρόμο μου, ας το κάνω. Ξεκίνησα με τον Σπύρο Ευαγγελάτο στο Αμφιθέατρο, που τότε ήταν το όνειρο κάθε νέου ηθοποιού. Με οντισιόν πήγα. Αλλά επειδή δεν θεωρούσα ότι τα κατάφερνα, παρόλο που δούλευα σκληρά, ήταν κιόλας δουλειές συνόλου, δεν μπορούσε να ξεχωρίσεις ως μονάδα, σκεφτόμουν ότι εντάξει, ας συνεχίσω τουλάχιστον μέχρι να πάω φαντάρος και μετά θα δω τι θα κάνω. Μάλιστα, την τελευταία μέρα πριν πάω φαντάρος, παίζαμε στο Ηρώδειο και κατέβηκε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, να συγχαρεί το θίασο και ζήτησε να με γνωρίσει, παρόλο που δεν είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είχα το δεύτερο ρόλο, έκανα τον φίλο του Ερωτόκριτου, τον Πολύδωρο. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος γενικά δεν μας έλεγε ποτέ καλά λόγια, ήταν άνθρωπος της σκληρής δουλειάς. Τότε λοιπόν τον άκουσα πρώτη φορά να λέει «ναι, είναι σπουδαίος ηθοποιός αυτός». Παναγία μου, σκέφτηκα, σπουδαίος εγώ;
«Ο ηθοποιός μόνο στο θέατρο θα φανεί. Κι ας μας βλέπουν οι περισσότεροι στην τηλεόραση. Ξέρεις, όμως, τηλεόραση μπορούν να κάνουν ακόμη και άνθρωποι που κάνουν μόντελινγκ, ας πούμε, και να είναι μια χαρά. Η τηλεόραση μπορεί να κρύψει αδυναμίες που στο θέατρο δεν κρύβονται. Το θέατρο είναι η αναμέτρηση με το τέρας.»
Ποιο είναι το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα με το να είναι κανείς ηθοποιός στην Ελλάδα; Μετά από τόσες δεκαετίες στη δουλειά έχετε καταλήξει σε κάποιο έστω σχετικά ασφαλές συμπέρασμα; Το χειρότερο είναι να είσαι ηθοποιός όταν δεν το αγαπάς. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να σου τύχει σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος και πλάτος. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, νέα παιδιά, που μπαίνουν σ’ αυτό γιατί νομίζουν ότι δε θέλει πολύ διάβασμα και πολύ μόχθο. Η αλήθεια είναι ότι μπορείς να τη βγάλεις καθαρή κι έτσι. Υπάρχουν άνθρωποι που το έχουν κάνει. Αυτό όμως δεν μπορεί να έχει διάρκεια. Έχει κοντά πόδια. Επίσης φαντασιώνονται εκατομμύρια, αστραφτερά αυτοκίνητα, γυναίκες, άντρες, να είναι το αντικείμενο του πόθου, κάτι που απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα, πόσο μάλλον το οικονομικό ζήτημα ειδικά στη εποχή μας. Το ότι μπορεί να συμβεί σε δύο ανθρώπους από τους εκατό, δεν λέει τίποτα. Άρα λοιπόν αν είσαι στο θέατρο και δεν λες ότι θες να είσαι πάνω στη σκηνή, ότι σου αρέσει η υποκριτική, ότι σου αρέσει να ψάχνεις, να βρίσκεις, να πετυχαίνεις κάτι, αν δεν σου αρέσει δηλαδή αυτός ο διαρκής αγώνας, μάλλον είσαι δυστυχισμένος. Αν αυτό που σου αρέσει είναι να σου λένε «έλα εδώ γιατί είσαι όμορφος, πάρε λεφτά και θα βρεις ωραίες γκόμενες ή γκόμενους», μάλλον θα δυστυχήσεις σε αυτό το χώρο.
Παρατηρώ ότι αναφέρεστε συγκεκριμένα στο θέατρο. Να υποθέσω ότι το έχετε σε μία λίγκα πιο πάνω από τις υπόλοιπες εκφάνσεις υποκριτικής; Πέντε λίγκες! Ο ηθοποιός μόνο στο θέατρο θα φανεί. Κι ας μας βλέπουν οι περισσότεροι στην τηλεόραση. Ξέρεις, όμως, τηλεόραση μπορούν να κάνουν ακόμη και άνθρωποι που κάνουν μόντελινγκ, ας πούμε, και να είναι μια χαρά. Θέλω να πω ότι η τηλεόραση μπορεί να κρύψει αδυναμίες που στο θέατρο δεν κρύβονται, είτε γιατί θα σου κάνει ο σκηνοθέτης ένα κοντινό πλάνο, είτε γιατί θα γυρίσεις μία σκηνή πενήντα φορές. Το θέατρο είναι η αναμέτρηση με το τέρας.
Στο οποίο θέατρο, παρόλο που αργήσατε να συνειδητοποιήσετε ότι είστε ηθοποιός, δεν έχετε σταματήσει καθόλου να δουλεύετε επί δεκαετίες. Όχι, καθόλου από το 1976. Ίσως να απείχα μόνο μία σεζόν, όταν ήταν να γεννηθεί το παιδί μου, αλλά δεν θυμάμαι καλά. Αυτή είναι η δουλειά του ηθοποιού. Θες διαρκώς να είσαι πάνω στη σκηνή. Ακόμη και τώρα, αν δεν έκανα τηλεόραση, θα έκανα κάθε Δευτέρα και Τρίτη κι άλλη δουλειά στο θέατρο, για να μη φεύγω από τη σκηνή. Πραγματικά είναι μόνο ένα κλικ, δεν είναι κάτι παραπάνω. Αν το δεις σαν δουλειά, μπορείς να τρελαθείς, να σου σπάσουν τα νεύρα. Αν κάνεις μία στείρα επανάληψη κάθε μέρα και λες «ωχ πάλι τα ίδια», είναι μαρτύριο. Το θέμα είναι να μην το βλέπεις έτσι. Να καταλάβεις ότι δεν είναι τυχαίο το ρήμα «παίζω». Να βάζεις κάθε μέρα ένα-δύο προσωπικά στοιχηματάκια, να αλλάξεις κάτι, να δοκιμάσεις κάτι. Επίσης είναι άλλο το κοινό κάθε μέρα. Αν έχεις ανοιχτές τις κεραίες σου, όχι πάντα, αλλά συνήθως το νιώθεις ότι είναι διαφορετικό και με ποιον τρόπο είναι διαφορετικό.
Ακούγεται λίγο μεταφυσικό αυτό. Πώς το καταλαβαίνει δηλαδή κάποιος που είναι πάνω στη σκηνή; Κι όμως το καταλαβαίνεις. Υπάρχουν μέρες που κάτω είναι άνθρωποι πιο καχύποπτοι, του στυλ «δεν θα με πείσεις εμένα ρε φίλε απόψε», και τους παίρνει δέκα-δεκαπέντε λεπτά να συνθηκολογήσουν και να πουν «τελικά θα με πάρει μαζί του αυτό το πράγμα». Ουσιαστικά μια μάχη γίνεται κάθε μέρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Τάκης Μόσχος εκ βαθέων. H περιπετειώδης ζωή ενός τυχερού «Γλυκού Συμμορίτη».
Ο ιδεατός θεατής υπάρχει; Ας πούμε ότι υπάρχουν θεατές που είναι πολύ καλύτεροι από άλλους. Γιατί καταλαβαίνουν πιο πολύ. Γιατί δεν έρχονται για να σκοτώσουν το χρόνο τους αλλά για να δουν θέατρο. Φυσικά και υπάρχουν διαφορές. Πολλές φορές καταλαβαίνεις απλά και μόνο βλέποντας τον τρόπο που στέκονται ορισμένοι άνθρωποι κάτω, με ένα ύφος «ωχ ρε γυναίκα που μ’ έφερες τώρα, χάνω τη μπάλα γι’ αυτή τη μαλακία». Επαναλαμβάνω όμως: όλα αυτά μέχρι να τους παρασύρει η παράσταση,
Περί θεατών, ο Λευτέρης Βογιατζής, με τον οποία είχατε την ευκαιρία να συνεργαστείτε πολύ νωρίς στην πορεία σας, μου είπε κάποτε το εξής: «Μου έχει τύχει θεατές που είναι απλοϊκοί, να καταλαβαίνουν περισσότερα πράγματα από θεατές που είναι πιο υποψιασμένοι». Όπως και κάτι άλλο πολύ ενδιαφέρον: «Όσοι είναι δημιουργικοί άνθρωποι αισθάνονται για πάντα μία άγνοια». Αυτός είναι ο κεντρικός μου άξονας. Αυτό λέω συνεχώς και στα νέα παιδιά, όχι γιατί θέλω να κάνω το δάσκαλο, αλλά γιατί είναι σαν να έχουν έρθει να τους ξεναγήσω σ’ έναν τόπο που ξέρω καλά, να τους δείξω πού υπάρχει ο γκρεμός και πού το λιβάδι. Μην πείτε ποτέ ότι μάθατε, τους λέω. Πάντα να είστε σαν την πρώτη μέρα στο σχολείο. Όταν ακούω από ένα ηθοποιό να λέει «ξέρω πώς να το κάνω αυτό», καταλαβαίνω ότι ήδη έχει αρχίσει να χάνει από το μέλλον του.
Αυτό όμως δεν γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο όσο περνάει ο καιρός δεδομένων των ευκολιών που εκ των πραγμάτων αποκτούνται λόγω πείρας; Αν προσεγγίζεις ένα ρόλο με τα γνωστά σου τρικ, που ξέρεις ότι είναι αποτελεσματικά, κινδυνεύεις να πέσεις στην παγίδα που λέγαμε πριν. Να βαριέσαι. Γιατί άμα κάτι είναι εύκολο, γενικά το βαριέσαι. Όλο το θέμα είναι σε αυτή την προσέγγιση. Να πεις δεν ξέρω τίποτα, πάμε τώρα να δούμε αυτόν τον καινούριο άνθρωπο που πρέπει να γνωρίσουμε και να τον πλησιάσουμε σιγά σιγά, χωρίς να πεις ποτέ ότι τα κατάφερες. Γιατί πάντα έχει κι άλλο. Μου έχει τύχει να με βλέπουν οι συνάδελφοί μου να κοπανιέμαι στο καμαρίνι μου έξαλλος γιατί ύστερα από τρία χρόνια που είμαι σ’ ένα έργο, βρήκα κάτι που έπρεπε να είχα σκεφτεί από τη δεύτερη εβδομάδα. Και γίνεσαι έξαλλος γιατί βλέπεις ότι δεν έχει πάτο το πηγάδι άμα ψάχνεις. Αυτό είναι το μαγικό. Αν δεν το δεις έτσι, φυσικά θα κουραστείς.
Λέμε τόση ώρα για το θέατρο. Θα ήθελα όμως να μου πείτε και ποιο είναι το καλύτερο και το χειρότερο του να βιώνει ένας ηθοποιός μία τόσο μεγάλη επιτυχία στην τηλεόραση όσο ήταν οι Απαράδεκτοι. Το μεγάλο ζήτημα είναι να μην πέσεις στην παγίδα, γιατί άμα πέσεις, χάθηκες.
Εννοείτε την παγίδα της διασημότητας; Ναι, αλλά δεν είναι μόνο το να σε γνωρίζουν στο δρόμο. Είναι ότι έρχονται αθρόες οι προτάσεις και πολύ καλύτερες σε οικονομικό επίπεδο. Αν εκείνη τη στιγμή δεν έχεις το μυαλό σου στη θέση του, να σκεφτείς, δηλαδή, θέλω να πάω προς τα εκεί; Μου αρέσει αυτό το πράγμα; Εγώ δεν λειτουργώ στρατηγικά. Κοιτάζω κάθε φορά αν μου αρέσει το πράγμα που έρχεται στα χέρια μου. Μπορείς να πεις «δε μου αρέσει αλλά θα παίρνω δέκα χιλιάρικα το επεισόδιο, οπότε δε βαριέσαι». Νομίζω ότι αυτό το πληρώνεις.
Μακροπρόθεσμα; Ίσως και πιο νωρίς. Πάντως μακροπρόθεσμα σίγουρα θα το πληρώσεις.
Γιατί χάνεις, ας πούμε, την εγκυρότητά σου; Θα ακουστεί λίγο περίεργο, λίγο χαζορομαντικό αυτό που θα πω. Την ψυχή σου χάνεις. Είναι σαν να σε βάζουν να παίξεις μπάλα σε άλλη θέση. Δηλαδή είσαι σέντερ φορ και σε βάζουν να παίζεις τερματοφύλακας. Το ότι δεν έφαγες γκολ στους πέντε πρώτους αγώνες, δεν σε έκανε ξαφνικά τερματοφύλακα. Και κάθε φορά που θα σκοράρει ο σέντερ φορ, κάτι θα στραμπουλάει μέσα στην ψυχή σου. Θέλει λοιπόν προσοχή. Είναι τρομερή παγίδα η διασημότητα. Αυτό τώρα είναι…πώς λέμε προς τους Κορινθίους; Προς τους νέους ηθοποιούς, προς τους νέους ανθρώπους γενικώς. Μεγάλη παγίδα επίσης είναι η ομορφιά. Έχουν καταστραφεί ζωές ανθρώπουν που ήταν όμορφοι ή όμορφες. Ανθρώπων που τους λέγανε όλοι «ηθοποιός να γίνεις!» Προφανώς στο θέατρο και στη showbusiness είναι ατού να είσαι όμορφος ή να έχεις μια αστεία φάτσα, κάτι τέτοιο. Αλλά επιμένω ότι έχουν χαλάσει πολλές ζωές έτσι γιατί υπάρχει στην αρχή ένα διαβατήριο που τον πρώτο καιρό ανοίγει όλες τις πόρτες και μπαίνεις παντού. Μετά όμως τι κάνουμε; Μόνο αν έχεις βρει ένα προσωπικό τρόπο να προσεγγίσεις τα πράγματα, δεν θα μπορεί ο άλλος να πει «έλα μωρέ, πάλιωσε αυτός, ας πάρουμε τον επόμενο ωραίο».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Μία μεγάλη συνέντευξη του Σταύρου Τσιώλη στην Popaganda
Ας μιλήσουμε λίγο ακόμη για την τηλεόραση. Ποιο είναι το καλύτερο και το χειρότερο του να παρουσιάζει κανείς την επί 15 χρόνια πιο δημοφιλή εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση; Κοίταξε, είναι φυσικά καλό ότι την αγαπάει τόσο πολύ ο κόσμος αυτή την εκπομπή. Που πια δεν την αγαπάει απλά, έχει γίνει κάτι σαν κοινωνική ανάγκη, απ’ όσο μαθαίνω από τις επαφές με τον κόσμο. Δεν μπορείς να του την κόψεις δηλαδή. Για δυο-τρία επεισόδια αλλάξαμε και πήγαμε Παρασκευή και δεν μπορείς να φανταστείς τι μηνύματα έστελναν. Ειδικά από μέρη εκτός Αθήνας. Για να μην πιάσουμε και την ομογένεια, που είναι άλλο πράγμα. Από τη μία λοιπόν είναι πολύ ωραίο να συμβαίνει αυτό, να ξέρεις ότι δίνεις στον κόσμο χαρά, ψυχαγωγία και διέξοδο. Επίσης εγώ προσωπικά έχω ευχαριστηθεί πάρα πολλές φορές, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ το ελληνικό τραγούδι κι έχω γνωρίσει ορισμένους ανθρώπους που ούτε καν ονειρευόμουν ότι θα τους γνώριζα στη ζωή μου. Έχει δηλαδή πάρα πολλά καλά.
Το κακό είναι ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, όχι θεατρόφιλοι, που έρχονται στο θέατρο και λένε «ρε συ, δεν το περίμενα, εγώ σε βλέπω στην τηλεόραση, δεν θα ερχόμουν ποτέ στο θέατρο να σε δω, απλώς μου είπε κάποιος ότι είσαι καλός και ήρθα». Υπάρχουν μέχρι και δημοσιογράφοι που με ρωτάνε «δηλαδή εκτός από παρουσιαστής είστε και ηθοποιός;» Ο Θεός να τους κάνει δηλαδή δημοσιογράφους, πάντως δουλεύουν ως τέτοιοι. Εν ολίγοις η εκπομπή μου έχει κάνει κακό στο θέατρο. Για να ‘ρθει κόσμος να με δει στο θέατρο, πρέπει να περάσουν δυο-τρεις βδομάδες και ν’ ακουστεί ότι είναι καλή η παράσταση. Δεν θα πουν εύκολα «πάμε να δούμε τον Σπύρο». Από τη μία, βέβαια, το καταλαβαίνω. Σ’ έχει κάθε εβδομάδα ο άλλος στο σπίτι του.
Όσοι, λοιπόν, λειτουργούν λίγο προσωποπαγώς, σκέφτονται ότι αφού με βλέπουν κάθε εβδομάδα στο σπίτι τους, αν είναι να βγουν, ας πάνε να δουν κάποιον άλλο. Διότι μερικά πράγματα δεν είναι και πολύ διακριτά στο μυαλό του κόσμου, ότι άλλο είναι το θέατρο, άλλο η τηλεόραση. Έρχονται, ας πούμε, μερικοί άνθρωποι στο θέατρο, κυρίως από επαρχία, που μπορεί να μην ακούνε καν τι λεω, απλά μου φωνάζουν «γεια σου βρε Σπυράκο!». Ο κόσμος φυσικά αυτό το «δεν το περίμενα ρε φίλε» το λέει για καλό. Αλλά εγώ δεν το παίρνω ως καλό. Γιατί σημαίνει ότι δεν με έχει καταχωρημένο μέσα του ως ηθοποιό. Σκέψου ότι κάποτε με σταματούσαν στο δρόμο για τους Απαράδεκτους και γινόταν αυτό που γινόταν. Επί Απαράδεκτων ή λίγο μετά, δεν θυμάμαι ακριβώς, έκανα μια διαφήμιση για μια μπύρα που είχε μεγάλη επιτυχία, και ξαφνικά σταμάτησαν να μου μιλάνε για τους Απαράδεκτους και μου μιλούσαν για τη μπύρα. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι αυτό που κρατάει ο κόσμος είναι η τελευταία δυνατή εντύπωση.
Η εκπομπή θα συνεχιστεί και την επόμενη σεζόν; Ναι, δεν με παίρνει να τη σταματήσω. Εννοώ ότι θα πέσουν να με φάνε. Αλλά έχω κουραστεί. Δηλαδή θα ήθελα να τη σταματήσω. Αν μου λέγανε αύριο ότι βρήκαν κάποιον που τους αρέσει και τον εμπιστεύονται, θα πέταγα από τη χαρά μου. Έχω κουραστεί. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Δεν έχω ποτέ ρεπό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί με την εκπομπή, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, όπως και με το θέατρο, δεν έχω μια σχέση του στυλ ότι ξέρω τα κόλπα για να τη βγάλω εύκολα. Κάθε φορά έχω την ίδια αγωνία. Χρειάζεται μελέτη, όχι μόνο για το τιμώμενο πρόσωπο, αλλά και για όσους θα είναι εκεί, που μπορεί να κινηθεί η κουβέντα. Υπάρχει άγχος. Κάθε φορά, αν δεν περάσει το πρώτο εικοσάλεπτο για να δω να χαλαρώνουν μερικές γραβάτες και να νιώσω ότι η εκπομπή έχει χημεία, είμαι χάλια.
Διότι, ξέρετε, πολλοί σκέφτονται ότι απλά μαζεύεστε γύρω από ένα τραπέζι και πίνετε κρασί, σιγά το δύσκολο… Όντως, πολλοί το σκέφτονται αυτό και ορισμένοι το γράφουν κιόλας. Αλλά δεν μπορεί να ξέρει κιόλας ο άλλος. Σε βλέπει να περνάς μια χαρά και σου λέει «ρε συ πληρώνεσαι κιόλας;»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Δηλαδή εσείς νομίζετε ότι ο Γιώργος Κωνσταντίνου σκέφτεται τον «Αντωνάκη» και συγκινείται;
Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να μη θίξω την αντίφαση του να παρουσιάζει κάποιος μία τόσο δημοφιλή εκπομπή, ενώ έχει επανειλλημμένα δηλώσει ότι δεν βλέπει τηλεόραση. Το παράδοξο του πράγματος, ε; Τι να σου πω… Ξέρω διάσημο μπασκετμπολίστα που δεν βλέπει αγώνες μπάσκετ στην τηλεόραση. Από μικρός ήμουν έτσι. Δεν έβλεπα τηλεόραση. Είμαι νευρικός, δε μπορώ να κάθομαι, μόνο για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ θα σταθώ απέναντι από μία τηλεόραση και μάλιστα πάντα με φίλους. Εγώ μεγάλωσα με ραδιοφωνάκι. Είχα συνηθίσει έτσι κι ακόμη έτσι είμαι, όπου κι αν βρίσκομαι υπάρχει ένα ραδιοφωνάκι κι ακούω μουσική. Ούτε καν ειδήσεις. Αν λάβεις υπ’ όψιν ότι δεν μου αρέσει να βλέπω τον εαυτό μου, ακόμη και να ‘βλεπα τηλεόραση, σίγουρα δεν θα έβλεπα κάτι που παίζω εγώ.
Μετά από τόσα χρόνια επιτυχίας ως ηθοποιός και παρουσιαστής, πόσες φορές σας έχουν προτείνει να κατέβετε στην πολιτική; Πολλές. Εκτός από τη Νέα Δημοκρατία, όλοι οι άλλοι από τα αριστερότερα…
Τι σας κρατάει και δεν το κάνετε; Τι με κρατάει; Τι θα άφηνες για να πας στην πολιτική, με ρώτησε κάποτε μια συνάδελφός σου. Και της είπα ότι για να πάω στην πολιτική δεν θα άφηνα ούτε τη φυλακή. Και το εννοώ. Δεν είμαι συμβατός. Καταρχάς αν δεν ξέρω κάτι καλά, δεν μπορώ να πάω να το κάνω. Εγώ λοιπόν που καλά καλά δεν ξέρω τι είναι επιτόκιο, τι πολιτικός να πάω να γίνω; Σ’ αυτά είμαι ντουβάρι. Δεν ξέρω οικονομικά, δεν ξέρω νομικά, πώς θα πάω εκεί; Και σου λένε βέβαια θρασύτατα «ρε παιδί μου μη σε νοιάζει, θα χεις ανθρώπους γύρω σου». Και τους λέω δηλαδή θα ‘χω τους ανθρώπους που θα μου βάλετε εσείς για να κάνετε τη δουλειά σας όπως θέλετε και ο μαλάκας θα υπογράφει. Άσε που δε μου λέει κιόλας κάτι. Έχω δει βέβαια ανθρώπους να κολλάνε το μικρόβιο, βάζει ο άλλος υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος και μετά τρελαίνεται με την πολιτική. Εμένα δε με γοητεύει καθόλου όλο αυτό.
Παρόλο που, και νομίζω ότι αυτό αξίζει να σημειωθεί, κατάγεστε από μία οικογένεια πολιτικοποιημένη και δη αριστερή και μάλιστα ταλαιπωρημένη εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων της. Και η οικογένειά μου και όλος μου ο περίγυρος. Έτσι έχω μεγαλώσει. Είμαι πολιτικοποιημένος. Απλά είναι άλλο να είσαι πολιτικοποιημένος και άλλο πολιτικός.
Μιας και πιάσαμε τα της οικογένειας, συνέβη κάποια στιγμή και σε εσάς αυτό που συμβαίνει στην πλειοψηφία των αντρών, που μεγαλώνουν προσπαθώντας να μη γίνουν ο πατέρας τους ώσπου ξυπνάνε μια μέρα και τον βλέπουν στον καθρέφτη; Εγώ τον έχασα σχετικά νωρίς τον πατέρα μου. Δεν του ‘χω μοιάσει σε πολλά πράγματα. Κάποια στοιχεία έχω πάρει. Ήταν ένας αγράμματος άνθρωπος, πολύ έντιμος και πολύ μαχητικός, ο οποίος το μόνο που μου ‘λεγε ήταν να αγαπάω τους φίλους μου και τους ανθρώπους γύρω μου, να μην τα βάζω με τους ανθρώπους, να έχω πάντα τέσσερις-πέντε φίλους και να τους αγαπώ. Αυτό μάλλον είναι το πιο σημαντικό εφόδιο που μου έδωσε. Έτσι που ήταν κιόλας η ζωή μας, ως οικογένεια δεν κυνηγήσαμε ποτέ το «πρωτάθλημα». Ποτέ δεν μου είπε ο πατέρας μου να γίνω μεγάλος και τρανός με αυτοκίνητα και βίλες. Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα στην οικογένειά μας. Οπότε ναι, σε μεγάλο βαθμό το ότι είμαι έτσι σήμερα, στους γονείς μου το οφείλω και κυρίως στον πατέρα που έδινε τον τόνο.
Συμβουλεύετε κι εσείς το παιδί σας να μη μεγαλοπιάνεται; Ναι κι ευτυχώς έχει γίνει χειρότερος κι από μένα, μη σου πω, και καμαρώνω πολύ γι’ αυτό.
Συμβουλές για μηχανές του δίνετε για όταν έρθει η ώρα του να οδηγήσει; Η ώρα του έχει έρθει προ πολλού αλλά δεν έχει οδηγήσει. Δεν μπορώ να σου πω να μην πάρεις μηχανή, του είπα κάποτε, γιατί οδηγώ από τα 17 μου, αλλά να ξέρεις ότι δεν θα κοιμηθώ ποτέ ξανά.
Μα του βάλατε το μαχαίρι στο λαιμό! Τώρα είναι πια 25 και μάλλον την έχουμε γλιτώσει. Του αρέσουν οι μηχανές αλλά δεν έχει καβαλήσει ποτέ. Δεν το παραδέχεται αλλά το κάνει για μένα, για να μη με στενοχωρήσει. Δεν πάει ούτε για δίπλωμα. Γιατί αν το πάρει, ξέρει ότι θα πει εντάξει μωρέ, ας πάρω μια μικρή και μετά μια μεγαλύτερη και μετά άλλη μία. Όπως κάνουμε όλοι μας. Δεν σταματάς με τίποτα…
ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΣΟΣ, ΑΠΟ 7 ΙΟΥΝΙΟΥ
Ευελπίδων 4, Κυψέλη – Πεδίον του Άρεως
Ημέρες Παραστάσεων: Τετάρτη-Κυριακή
Τηλ. Κρατήσεων: 210-8227471 & 210-8831487
Προπώληση: https://www.viva.gr/tickets/theatre/alsos/to-diko-mas-cinema/