Πόσο καιρό προετοίμαζες το imerologioanergou.gr μέχρι να βγει «στον αέρα»; Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε τεράστια προετοιμασία και πολλή τεχνική δουλειά. Ευτυχώς, με τα παιδιά του Press Project είχαμε εξαρχής πολύ καλή χημεία, παρότι ούτε για εκείνους επρόκειτο για επαγγελματική δουλειά. Το πίστεψαν όμως όσο κι εγώ. Από τότε που αποκρυσταλλώθηκε η ιδέα, μέχρι που βγήκε, πέρασε τουλάχιστον ένα τρίμηνο σκληρής εργασίας. Αλλά η προεργασία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. «Το Ημερολόγιο Ενός Ανέργου» αρχικά ξεκίνησε ως ιδέα από το τελευταίο μου βιβλίο. Καθώς έγραφα τους Ανώνυμους Xρεοκοπημένους, προέκυψε ένα υποσύνολο 17 διάσπαρτων σε όλο το βιβλίο κειμένων με άλλο είδος γραφής. Συνήθως γράφω πιο επιθετικά, πιο χιουμοριστικά. Αυτά τα κειμενάκια ήταν πιο τρυφερά και ταυτόχρονα πιο πικρά, σε σημείο που πολλοί να με ρωτάνε «ποιος τα έχει γράψει» …αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είναι γραμμένα από το δικό μου χέρι. Όταν λοιπόν κυκλοφόρησε το βιβλίο σκέφτηκα να τα συνεχίσω, να γράψω ένα βιβλιαράκι στην ίδια λογική. Στην πορεία σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο ενδιαφέρον να μιλήσουν οι ίδιοι οι άνεργοι. Αυτό βέβαια για μένα δεν είναι κάτι καινούργιο, είναι τρόπον τινά μετεξέλιξη μιας πολύ παλιάς συνταγής, της στήλης «Φαντάρε πού πας;» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Φυσικά, οι διαφορές είναι προφανείς. Όσο δραματικό και να είναι το βίωμα της στρατιωτικής θητείας, η ανεργία είναι πολύ χειρότερη. Τότε η επαφή γινόταν δι’ αλληλογραφίας, σήμερα το internet προσφέρει άλλες δυνατότητες. Αν και εδώ η δυσκολία δεν είναι ν’ αποφασίσει κάποιος να μπει στον υπολογιστή του και να γράψει μια ιστορία. Η δυσκολία είναι να σπάσεις όλο αυτό το πλέγμα της σιωπής, της ντροπής, της ενοχής και να μιλήσεις για προβλήματα που δύσκολα βγαίνουν προς τα έξω. Αλλά αυτός ακριβώς ήταν και ο στόχος, οι άνθρωποι που είναι περιθωριοποιημένοι, που κανείς δε μιλάει γι’ αυτούς, να πουν «θα μιλήσω, θα εκφραστώ, δεν ντρέπομαι!».
Γράφεις και στους Ανώνυμους Χρεοκοπημένους: «Ο άνεργος και ο χειμαζόμενος εργαζόμενος και ο συνταξιούχος παράγουν πολύ περισσότερες ενοχές από όσες μπορούν να καταναλώσουν». Εγώ το ’χω γράψει αυτό; Καλούτσικο φαίνεται!… Αυτή ήταν η εναρκτήρια ιδέα. Μετά προέκυψε ως ζητούμενο το αίτημα της αυτοοργάνωσης, εφόσον δημιουργούμε έναν πόλο όπου συγκεντρώνονται άνεργοι και συζητάνε μεταξύ τους. Πρόκειται για μια τεράστια κοινωνική ομάδα που δεν εκπροσωπείται καθόλου πολιτικά, ακόμα και από την Αριστερά, που θεωρητικά είναι φύσει και θέσει σύμμαχος των ανέργων και νοιάζεται γι’ αυτούς. Η Αριστερά, επειδή παραδοσιακά είναι συγκροτημένη γύρω από τα αιτήματα του συνδικαλιστικού κινήματος και επειδή το συνδικαλιστικό κίνημα δυσκολεύεται να καταλάβει το πρόβλημα του μη εργαζόμενου, του μη έχοντος δουλειά που θέλει αλλά δεν μπορεί να βρει – δυσκολεύεται πολύ να τον πιάσει στο ραντάρ της. Καταναλώνει πάρα πολύ χρόνο και ενέργεια σε θέματα που αφορούν στους εργαζόμενους ή τους συνταξιούχους – ας πούμε μισθούς, συντάξεις, όλ’ αυτά. Αντιλαμβάνεται, φυσικά, το θέμα της ανεργίας με διαφορετικό τρόπο από την κυβέρνηση, το καταγγέλλει, αλλά το αντιμετωπίζει κι εκείνη σαν φυσικό φαινόμενο, σαν αριθμούς, δυσκολεύεται να μπει στην ψυχή του προβλήματος. Δυσκολεύεται, ας πούμε, να αντιληφθεί ότι για τον κάθε άνεργο το ποσοστό ανεργίας δεν είναι 30%, είναι 100%. Κανένα άλλο θέμα δεν μπορεί να είναι πιο επείγον απ’ αυτό, π.χ. αν θα μειωθούν τα εφάπαξ. Δεν είμαι υπέρ του να μειωθούν τα εφάπαξ, αλλά είναι πολύ πιο κρίσιμο να βρουν δουλειά οι άνθρωποι. Κι αν δεν μπορούν να βρουν -που μεσοπρόθεσμα δεν μπορούν- πρέπει κάπως να έχουν ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, περίθαλψη, παιδεία, στέγη, τα βασικά δηλαδή. Για μένα η αλλαγή προτεραιοτήτων δεν είναι κάτι που πρέπει να επιτευχθεί παρά την έλλειψη πόρων, δεν αποτελεί αναγκαία θυσία του κοινωνικού συνόλου, είναι αντιθέτως ο μόνος δρόμος για να αναθερμανθεί η οικονομία.
Μέχρι σήμερα, πόσοι έχουν γράψει στο Ημερολόγιο; Έχουμε ξεπεράσει τις πεντακόσιες ιστορίες. Για μένα, που δουλεύω κάθε μέρα μ’ αυτό το υλικό, υπάρχει οπωσδήποτε ένα κάποιο τίμημα, ένα πρόβλημα κατάθλιψης που συνεχώς με τριγυρνάει. Πρέπει να ομολογήσω ότι καταλαβαίνω μερικούς που λένε, «δεν μπορώ να παρακολουθώ το ημερολόγιο κάθε μέρα γιατί κλαίω, υποφέρω, νιώθω ενοχές, δεν το αντέχω». Το ελπιδοφόρο είναι ότι κάποιοι μας γράφουν πως διαβάζουν τα κείμενα και παίρνουν κουράγιο. Δεν είμαι σίγουρος από πού ακριβώς αντλούν αυτό το κουράγιο, αλλά υποθέτω πως νιώθουν ότι δεν είναι μόνοι τους, ότι είναι κι άλλοι στην ίδια μοίρα, ότι είναι κι άλλοι με τους οποίους μπορούν να αγωνιστούν μαζί. Αλλά δεν θέλω να ευλογάω τα γένια μας, η αλήθεια είναι πως δεν τα κάνουμε όλα τέλεια. Κάπου στις αρχές Μαΐου, ανάμεσα σε πολλά πράγματα που είχαν ήδη ξεπροβάλει ως δυνατότητες διεύρυνσης αυτού του project, είχαμε ιεραρχήσει ως πρώτο, τη δημιουργία μιας συνεργατικής πλατφόρμας μέσα στο Ημερολόγιο που θα λειτουργήσει με μια λογική τύπου Wikipedia ώστε να μπορεί να μπει μέσα ο κόσμος και να συμμετάσχει στη συλλογική συγγραφή ενός κειμένου -να, αυτή ακριβώς είναι η λογική της αυτοοργάνωσης-, ώστε μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία να καταλήξουμε στην επεξεργασία ενός «μανιφέστου των ανέργων». Αυτό δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχουμε καταφέρει να το υλοποιήσουμε, γιατί αποδείχτηκε πιο πολύπλοκο και απαιτητικό από ό,τι είχαμε αρχικά πιστέψει. Ξέρουμε όμως ότι μπορεί να γίνει, ότι έχει διεθνώς επιτευχθεί η δυνατότητα ώστε ένα πλήθος ανθρώπων, προσθέτοντας ο καθένας από μια ψηφίδα, να φέρουν ένα αποτέλεσμα πολύ πιο άρτιο από ό,τι μια ομάδα ειδικών και επαγγελματιών. Ελπίζω ότι η πλατφόρμα αυτή θα στηθεί σύντομα. Πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτή τη διαδικασία, στην ιδέα να συνδιαμορφώσουν οι άνεργοι ένα σύνολο αιτημάτων κι ένα σχέδιο κοινής δράσης.
Η αντιμετώπιση του κόσμου που μπήκε στο Ημερολόγιο και έγραψε, είναι καθολικά απαξιωτική για την πολιτική; Κάθε άλλο! Συνολικά υπάρχει μια αντιμνημονιακή λογική, αλλά οι αποχρώσεις είναι πολλές και οι αποκλίσεις τεράστιες, ακόμη κι αν αφορούν μειοψηφίες. Κάποιοι κάνουν συστηματική κριτική στα κόμματα, ακόμα και της Αριστεράς, φτάνουν μέχρι το προωθημένο σύνθημα «εμπρός για ένα κόμμα των ανέργων». Υπάρχουν απόψεις ανθρώπων απογοητευμένων, που λένε «δεν μπορεί να γίνει τίποτα». Ένα μικρό κομμάτι φτάνει ακόμα και σε θρησκευτική αντιμετώπιση του όλου θέματος, του στιλ «να έχουμε στο Θεό εμπιστοσύνη» ή «προσευχήθηκα και την άλλη μέρα με πήραν τηλέφωνο για δουλειά». Με χαρά δημοσιεύουμε και τα λίγα κείμενα που κάνουν σκληρή κριτική στο Ημερολόγιο, ότι δεν αποτελεί λύση, ότι μάλλον εκτονώνει το θυμό παρά τον οργανώνει και τον μετατρέπει σε πολιτική δράση. Προφανώς το Ημερολόγιο από μόνο του δεν φτάνει και δεν αποτελεί ολοκληρωμένη διέξοδο στο πρόβλημα, και επειδή υπάρχουν πράγματι πολύ μεγάλες δυνατότητες να προεκτείνει αυτού του είδους τη δραστηριότητα και να την κάνει πιο αποτελεσματική, θεωρώ ότι αυτές οι απόψεις έχουν μεγάλη αξία και πρέπει να τις ακούμε, ακόμα κι αν είναι κατεδαφιστικές. Όπως είπα, υπάρχουν πολλά να γίνουν. Εκτός από το «μανιφέστο των ανέργων» που προανέφερα, αυτό τον καιρό βρίσκομαι στη διαδικασία της επεξεργασίας του υλικού και του γραψίματος ενός βιβλίου με βάση τα κείμενα του Ημερολογίου, που μου αρέσει να τα βλέπω ως «λογοτεχνία της ανάγκης». Θα έχει ένα ποσοστό αυτούσιων κειμένων, μικρές ατάκες από τα υπόλοιπα, και όλα μαζί θα συνδεθούν με δικά μου κείμενα γραμμένα ειδικά γι’ αυτή την έκδοση.
Έχουν υπάρξει περιπτώσεις ανθρώπων που να έγραψαν, να βρήκαν δουλειά, και να ξαναέγραψαν; Υπάρχουν μερικά συγκλονιστικά παραδείγματα. Όπως ένας, που μας έγραψε: «Σήμερα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Βρήκα δουλειά και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Θέλω να σας υποσχεθώ ότι θα συνεχίσω να παρακολουθώ το Ημερολόγιο κι ότι όποτε έχω την ευκαιρία να βοηθήσω άλλους που είναι στην ίδια θέση που βρέθηκα, θα το κάνω». Μετά από ενάμιση μήνα επανέρχεται: «Μέσα από τη δουλειά μου βρήκα μια θέση εργασίας στα Γιάννενα και το λέω σ’ εσάς πρώτα, να την καλύψουμε». Υποτίθεται ότι η ανεργία, με βάση την κλασική προσέγγιση, αποτελεί προσωρινή κατάσταση. Στις μέρες μας, αντιθέτως, είναι μια κατάσταση δομική. Είναι απολύτως βέβαιο ότι οι περισσότεροι από τους σημερινούς ανέργους δεν πρόκειται να βρουν δουλειά τα επόμενα πέντε χρόνια. Το να σου λέει κάποιος, λοιπόν, ότι παρότι ξέφυγα απ’ αυτό το πράγμα, συνεχίζω να είμαι αλληλέγγυος είναι κάτι πολύ σπουδαίο.
Υπάρχει η άποψη που λέει ότι εφόσον είμαστε πέντε χρόνια σ’ αυτήν την απότομη ύφεση, ίσως να ήταν προτιμότερο να είχαμε φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τη λογική ότι πάνω κάτω το ίδιο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί για να έρθουμε στα ίσια μας. Δεν συμφωνώ μ’ αυτή την προσέγγιση. Αυτές είναι υποθέσεις που αποσιωπούν το ενδεχόμενο μιας εκτεταμένης ανθρωπιστικής καταστροφής πολύ χειρότερης και πολύ πιο απότομης απ’ αυτήν που ζούμε. Θα ήταν ένα ρίσκο τεράστιας κλίμακας, και η προσωπική μου άποψη είναι ότι με τις τύχες των ανθρώπων δεν επιτρέπεται κανείς να τζογάρει. Από την άλλη, τείνω να καταλήξω ότι όσοι οραματίζονται λύσεις σε τοπική κλίμακα κάνουν τεράστιο λάθος. Μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, γίνεται επίκαιρη κατά κάποιον τρόπο η άποψη του Τρότσκι ότι η επανάσταση σε μια μόνο χώρα είναι αδύνατη.
Σε ένα τέτοιο μαύρο τοπίο, ένας αριστερός πώς πρέπει να αντιμετωπίσει έναν μακροχρόνια άνεργο που στρέφεται σ’ ένα συσσίτιο, της Χρυσής Αυγής; Προφανώς τον άνεργο σε κάθε εποχή θα τον δεις με κατανόηση, δεν μπορείς να τον ενοχοποιήσεις. Είναι η ιστορία του Γιάννη Αγιάννη, πώς να το πω. Θα καταπολεμήσεις λοιπόν τη ρατσιστική φιλανθρωπία, που άλλωστε διεξάγεται με σκοπούς αλλότριους, αλλά δεν θα τσουβαλιάσεις τον άνεργο, πρέπει να τον αγκαλιάσεις και να του δώσεις να καταλάβει. Θα πω εδώ κάτι φαινομενικά άσχετο με την ερώτηση σου, που εμένα όμως με βασανίζει. Από την Αριστερά δεν περιμένω τόσο πολύ την ίδια την πράξη της αλληλεγγύης, τη θεωρώ αυτονόητη, και πολύ περισσότερο δεν περιμένω την πράξη της «φιλανθρωπίας». Θα ήθελα να δω τη συμβολή της Αριστεράς πολύ περισσότερο σε σχέση με την υποδομή αυτών των πραγμάτων. Για παράδειγμα, στο κίνημα χωρίς μεσάζοντες θα μπορούσε να προσφέρει υλικοτεχνική υποδομή, όσο τεχνοκρατικό κι αν ακούγεται αυτό, ώστε να όλα αυτά να μην γίνονται ευκαιριακά, αλλά με διαδικασίες, με ποιοτικούς ελέγχους, με προδιαγραφές, ώστε τέτοιες προσπάθειες να μην εκφυλίζονται, να έχουν συνέχεια, να προσφέρουν μονιμότερες λύσεις και να αποφεύγονται διάφορα παρατράγουδα που ματαιώνουν την ουσία. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στα κοινωνικά ιατρεία, όπου δεν φτάνει η ιατρική να ασκείται μόνο με αυταπάρνηση, αλλά πρέπει επίσης να εξασφαλιστούν και άρτιες επιστημονικές προδιαγραφές. Υποτιμάς τον άνεργο, υποτιμάς την αλληλεγγύη αν όλ’ αυτά τα ασκείς ευκαιριακά, αν τα κάνεις ως ελεημοσύνη. Δεν χρειάζεται ελεημοσύνη, χρειάζονται δομές που να προσφέρουν λύσεις με αξιοπρέπεια.
Είναι πράγματι τόσο ισχυρή η Χρυσή Αυγή όσο… ακούγεται; H ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής, όσο συγκυριακή κι αν θεωρηθεί, έχει φέρει στην επιφάνεια στοιχεία συντηρητισμού της κοινωνίας που προϋπήρχαν μεν, αλλά ήταν σε ύπνωση ή υπέβοσκαν. Αλλά στο τέλος τέλος, αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι η ραγδαία μετάλλαξη των κρατικών μηχανισμών. Με τρομάζει πάρα πολύ η ευκολία με την οποία η αστυνομική παρέμβαση και βία εκδηλώνονται σε πάρα πολλά επίπεδα. Η αστυνομία ανέκαθεν χτυπούσε στις διαδηλώσεις – είναι κάτι που ισχύει χρόνια, αν και έχει επιδεινωθεί τρομακτικά. Πλέον όμως προχωράει σε «σκούπες» και οδυνηρά πογκρόμ εις βάρος των μεταναστών, οργανώνει υγειονομικούς ελέγχους σε πόρνες και ναρκομανείς, σε αγαστή συνεργασία με συγκεκριμένους γιατρούς που παραβιάζουν κάθε μέρα τον όρκο τους. Κυνηγάει άστεγους. Παραβιάζει με ευκολία απόρρητα προσωπικά δεδομένα και επικοινωνίες. Επιτίθεται σε κάθε αφορμή σε τσιγγάνικους καταυλισμούς. Ολόκληρο το καλοκαίρι έβαλαν στο στόχαστρο το ελεύθερο κάμπινγκ, και μάλιστα σε μια περίοδο που οι κλασικές διακοπές είναι απρόσιτες για τεράστιο αριθμό οικογενειών, και βέβαια των περισσότερων νέων. Όταν ήρθε ο Σόιμπλε στην Ελλάδα απαγόρεψαν ακόμα και τις συναθροίσεις. Αυτό είναι το πραγματικά επικίνδυνο υπόβαθρο της ναζιστικής λογικής, μαζί με τη θρησκοληψία και την προγονοπληξία που επανακάμπτουν δριμύτατα.
Πόσο κοντά είσαι στην άποψη ότι η αρχή των 7 κακών της μοίρας μας ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα; Θα έλεγα ότι ταυτίζομαι μ’ αυτή την άποψη ήδη από τη δεκαετία του ’80. Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ έδωσε φωνή σε παραμελημένα κοινωνικά στρώματα και οδήγησε σε μια –πρόσκαιρη έστω- αναδιανομή του εισοδήματος. Αλλά παράλληλα λειτούργησε ως συστηματικός διαφθορέας του πολιτικού συστήματος, του κράτους, ακόμα και των στρωμάτων που το ακολούθησαν. Στη δική μου ζυγαριά αυτά τα τελευταία βαραίνουν πολύ περισσότερο από τα πρώτα.
Σε μια παλιότερη συνέντευξή σου είχες δηλώσει: «Υπάρχει μια γνήσια κωμική φλέβα σ’ αυτό που ζούμε τώρα, την αυτογελοιοποίηση της εξουσίας». Αυτό σου δίνει κάποια αισιοδοξία για το μέλλον; Θα έλεγα πως ναι, μαζί με το ότι πέρα από την αυτογελοιοποίηση του συστήματος, το ίδιο συμβαίνει και με τα κραταιά ΜΜΕ. Δεν υπάρχουν πλέον μεγάλα περιθώρια εκμαυλισμού συνειδήσεων. Κυρίως, όμως, με κάνει αισιόδοξο ένα κατ’ εξοχήν απαισιόδοξο πράγμα: το ότι δεν πάει άλλο. Αλλά δεν είναι απεριόριστη η αισιοδοξία. Τα ρίσκα που έχουμε μπροστά μας θα είναι πάρα πολλά. Ως Αριστερά, αλλά και ως κοινωνία, μας λείπουν πολλά κομμάτια του παζλ για να μπορέσουμε να συγκροτήσουμε έναν εναλλακτικό δρόμο. Δεν θεωρώ καθόλου δεδομένο ότι διαθέτουμε τα συστατικά για να τα καταφέρουμε. Γιατί αν δεν μπορείς να συγκροτήσεις έναν εναλλακτικό δρόμο σοβαρά, με εχέγγυα ότι θα αποφευχθούν σοβαρά λάθη, προφανώς το ενδεχόμενο να ηττηθείς και να γυρίσεις σε μια κατάσταση χειρότερη απ’ αυτήν απ’ όπου ξεκίνησες είναι ορατό. Εμένα με ενδιαφέρει, παραδείγματος χάριν, να δω ένα σχέδιο για την Παιδεία. Δε μου φτάνει το να λέμε «Πάτε να καταστρέψετε τη Παιδεία μ’ αυτά που κάνετε» – και σιγά την Παιδεία που πάνε να καταστρέψουν, τι να υπερασπιστείς από δαύτην… Θέλω ένα σχέδιο που θα υπόσχεται στον κάθε γονιό «τέλος στην παραπαιδεία», και θα το εννοεί. Ένα σχέδιο που θα εξασφαλίζει δημόσια αξιόπιστη περίθαλψη. Ένα επεξεργασμένο μοντέλο για το πώς θα παραχθεί πλούτος, τι θέλουμε να κάνουμε σ’ αυτή τη χώρα, πώς θα επιτύχουμε μια ήπια και αειφόρο ανάπτυξη, πώς μπορούμε να παράξουμε ξανά αγροτικά προϊόντα που εξέλιπαν ή που δεν τα είχαμε ποτέ, σε μια οικολογική κατεύθυνση. Αν δεν τα λύσουμε αυτά, και λέμε μόνο «όχι, όχι» ή πιστεύουμε ότι μ’ ένα μαγικό τρόπο θα πατήσουμε το κουμπί και θα ξαναβρεθούμε στο 2009, θ’ αποτύχουμε.
Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει σε κάθε περίπτωση να απαντηθούν σύντομα, αν δεχθούμε ότι αυτό το κομμάτι της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να γίνει κυβέρνηση. Φυσικά. Αν και για μένα, σ’ αυτά θα έπρεπε να έδινε απαντήσεις η Αριστερά από τότε που ήταν στο 3%. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο από το 3 να πας στο 27% και μετά να κυβερνήσεις. Κι ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή ένα απλό πράγμα: Το ΠΑΣΟΚ είχε το σύστημα με το μέρος του, ανεξάρτητα αν είχε μια αντισυστημική φρασεολογία στην αρχή. Κανένας κεφαλαιοκράτης έχων σώας τας φρένας δεν τρόμαξε καθώς το ΠΑΣΟΚ βάδιζε προς την εξουσία. Το αντίθετο, επιστρατεύθηκαν μέθοδοι ώστε ακόμα και τα στοιχεία που ήταν λίγο ακραία να λειανθούν εγκαίρως. Το ΠΑΣΟΚ είχε δεδομένη μια ευρεία στήριξη (και «εναγκαλισμό», βεβαίως) από τα μεγάλα κέντρα ισχύος εντός και εκτός της χώρας. Η Αριστερά έχει δεδομένο το αντίθετο. Μια ισχυρή κόντρα από παντού.
Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ τρομάζει την κεφαλαιοκρατία; Νομίζω πως ναι. Ευτυχώς από μια άποψη, γιατί αν είχα πεισθεί ότι δεν την τρομάζει θα έλεγα ότι έχει Πασοκοποιηθεί. Αν η Αριστερά θέλει, όχι απλώς να κυβερνήσει αλλά να φέρει το λαό στο προσκήνιο και να κυβερνάει με τη δική του ενεργό υποστήριξη, μόνο με βάση ένα θετικό και συνεκτικό πρόγραμμα μπορεί να τα καταφέρει και όχι με ένα συνονθύλευμα αντιφατικών συνθημάτων. Για να έχεις το λαό με το μέρος σου πρέπει να πεις την αλήθεια, να υποσχεθείς λίγα, ώστε να επιδείξεις απόλυτη αξιοπιστία στην εφαρμογή τους. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Πολλά από τα μέτρα που επιβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια δεν ξεγίνονται – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Κι ακόμα, η επιδείνωση του κοινωνικού και οικονομικού τοπίου είναι τόσο ραγδαία και τόσο βαθιά, που δεν υπάρχουν περιθώρια για πολλές υποσχέσεις.
Ισχύει, σήμερα το «Γαμώτο ενός Αριστερού» και όσα έγραφες σχετικά στο ομώνυμο βιβλίο σου; Το 2008, με το βιβλίο «Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος» – Το γαμώτο ενός Αριστερού» έκραζα εκ των ένδον τις κακοδαιμονίες της Αριστεράς όπως τις αντιλαμβανόμουν. Πολλά έχουν στο μεταξύ αλλάξει, και κυρίως ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό η εσωστρέφεια και η ομφαλοσκόπηση εκείνης της περιόδου. Πολλά αιτήματα όμως έχουν ακόμα παραμείνει ανεκπλήρωτα, κυρίως σε σχέση με την ανάγκη ενός άρτιου προγραμματικού λόγου, ενώ και η εξωστρέφεια έχει τις παρενέργειές της. Σήμερα δεν κράζω πια, όχι από πολιτική σκοπιμότητα ή από αλληλεγγύη, αλλά γιατί αναγνωρίζω την προσπάθεια που έχει μεσολαβήσει και κυρίως γιατί διαβλέπω το μέγεθος των επικείμενων δυσκολιών. Ας πούμε ότι δεν κράζω πλέον, αλλά γκρινιάζω. Γκρινιάζω πάντως αδιάκοπα και επίμονα, κι αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι παρά το μέγεθος των προσπαθειών, οι ανάγκες θα είναι πάντα πολλαπλάσιες. Πρόκειται ασφαλώς για μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία. Πολύ περισσότερο, όμως, πρόκειται για τεράστια ευθύνη.