Έχει κερδίσει τον τίτλο του «ποιητή της ριζοσπαστικής φωτογραφίας». Ο ίδιος θεωρεί πως εστιάζει το φακό του σε ό,τι απομακρύνεται από το βλέμμα μας, σπρωγμένο στις σκιές. Με ματιά σκοπίμως σκληρή, ο Miron Zownir είναι πρόθυμος να πάρει ρίσκα προκειμένου να αποτυπώσει άλλοτε τη σκληρότητα και την ωμότητα της ζωής κι άλλες φορές αυτήν που βλέπει σαν την αλλόκοτη ομορφιά της. Και επιμένει να αναμετριέται ξανά και ξανά με τα όρια. Η Κατερίνα Οικονομάκου τον συνάντησε στο Βερολίνο και η συνέντευξη που ακολουθει δημοσιευθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Berlininterviews.com
Μπορεί κανείς με βεβαιότητα να πει ότι καθέ άλλο παρά αποφεύγετε τις δύσκολες –ή ακριβέστερα- τις σκληρές, ακόμη και οδυνηρές εικόνες. Και μάλιστα πλησιάζετε πολύ κοντά στις σκηνές που φωτογραφίζετε – συναισθηματικά αυτό πώς το διαχειρίζεστε; Αυτό εξαρτάται από την περίπτωση. Και κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Εκείνο όμως που ποτέ δεν αλλάζει είναι ότι προσεγγίζω το θέμα μου χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς προσδοκίες – επομένως χωρίς φόβο. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν είμαι ταυτόχρονα σε θέση να αναγνωρίσω μια κατάσταση που είναι απειλητική. Αντιθέτως, είμαι πάντα έτοιμος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αν χρειαστεί. Αν και γενικώς δεν κάνω πράγματα που θα δικαιολογούσαν βίαιες αντιδράσεις. Αλλά ξέρω πολύ καλά πως είμαι αδιάκριτος. Δεν γίνεται να τραβάς τέτοιου είδους φωτογραφίες και να μην είσαι αδιάκριτος. Προφανώς υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν να φωτογραφηθούν. Αλλά πολύ πιο συχνά, οι άνθρωποι που διαλέγω να φωτογραφίσω δεν αντιλαμβάνονται καν την παρουσία μου ή αδιαφορούν εντελώς ή είναι απασχολημένοι με κάτι άλλο. Όταν φωτογραφίζεις πρέπει να παίρνεις γρήγορες αποφάσεις και οι δικές μου αποφάσεις ήταν πάντα ενστικτώδεις ή παρορμητικές.
Τι θα λέγατε ότι κυρίως ισχύει: Αναζητάτε αυτές τις σκληρές σκηνές που αποτυπώνετε ή τυχαίνει να κοιτάξετε επίμονα εκεί που κάποιος άλλος στη θέση σας θα απέστρεφε το βλέμμα και θα απομακρυνόταν το γρηγορότερο δυνατό; Και τα δυο. Δε μπορείς να εύχεσαι απλώς να συμβούν κάποια πράγματα. Χρειάζεσαι βέβαια κάποιου είδους ένστικτο για να ξέρεις πού να πας και τι να ψάξεις. Βέβαια έτσι κι αλλιώς κατοικούσα συνήθως σε παρακμιακές γειτονιές, ειδικά στη Νέα Υόρκη. Από το διαμέρισμά έβλεπα απέναντι το αρχηγείο των Hell’s Angels, στα δυτικά ένα καταφύγιο αστέγων, στα βόρεια το αστυνομικό τμήμα και ανατολικά τη διαβόητη Alphabet City.
Το κάνατε από επιλογή; Όχι απαραίτητα. Δεν είχα την οικονομική δυνατότητα για κάτι καλύτερο, οπότε ζούσα κι εγώ κάπου στο όριο. Υπό αυτήν την έννοια, γιατί να πάω να βγάλω φωτογραφίες σε μια πλούσια γειτονιά, εφόσον ζούσα σε μια φτωχή; Συνέβαιναν πολύ περισσότερα πράγματα και το περιβάλλον μου ήταν πολύ περισσότερο οικείο. Στις πλούσιες γειτονιές τα δράματα παίζονται πίσω από κλειστές πόρτες ή προφυλαγμένα από σωματοφύλακες. Εκεί πρόκειται για μια κατηγορία ανθρώπων που δεν θα βγάλουν ποτέ τα πάθη τους στο δημόσιο χώρο. Είναι πολύ πιο διακριτικοί. Οπότε, αν είσαι φωτογράφος δρόμου και αναζητάς ενδιαφέρουσες σκηνές τότε είναι πολύ πιθανό να τις βρεις σε μια γειτονιά όπου οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζήσουν το δράμα τους έξω στο δρόμο – μπορεί ακόμη και να περνούν έτσι κι αλλιώς το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής τους στο δρόμο.
Ας πάμε πίσω στο χρόνο. Γεννηθήκατε στην Καρλσρούη, από Ουκρανούς γονείς. Πώς βρέθηκαν στη Γερμανία; Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Ανατολική Γαλικία, ως μέλος της Ουκρανικής μειονότητας της περιοχής. Το 1939, μετά την γερμανική και τη σοβιετική εισβολή στην Πολωνία, η Ανατολική Γαλικία ξαφνικά βρέθηκε είναι κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν υπέρ της ουκρανικής ανεξαρτησίας και ενάντια στην κολεκτιβοποίηση, οπότε πολύ σύντομα έπειτα από την προσάρτηση της χώρας, εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Ο πατέρας μου είχε την εναλλακτική να καταφύγει στη Δύση και αυτό έκανε. Αλλά για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να καταταγεί στη Βέρμαχτ. Οπότε πολέμησε πέντε χρόνια με τη Βέρμαχτ. Και άλλα πέντε τα πέρασε σε διάφορες σοβιετικές φυλακές.
Όπου έγινε αντιληπτό πως ήταν Ουκρανός; Όχι, ποτέ. Δεν το κατάλαβαν ποτέ. Αν το είχαν αντιληφθεί, θα τον είχαν εκτελέσει. Πώς το κατάφερε, δεν έχω ιδέα, δεν το έμαθα ποτέ. Όταν βγήκε από τη φυλακή είχε την επιλογή να πάει είτε στην Ανατολική είτε στη Δυτική Γερμανία και διάλεξε το δεύτερο. Εκεί γνώρισε και τη μητέρα μου. Έφτιαξε μια νέα ζωή στη Γερμανία, χωρίς καμία επαφή με την Ουκρανία, χωρίς καν να μιλάει τα Ουκρανικά – εφόσον δεν μπορούσε να τα μιλήσει με τη μητέρα μου. Και δεν είχε τη συνήθεια να μιλάει στον εαυτό του.
Δε μιλούσε Ουκρανικά με εσας; Δεν ήθελε να σας μάθει τη γλώσσα; Δεν είχε το χρόνο – έκανε τρεις δουλειές ταυτόχρονα, προκειμένου να επιβιώσουμε.
Πώς ήταν η ατμόσφαιρα στην Καρλσρούη την περίοδο που μεγαλώνατε εκεί; Τα πρώτα πέντε-έξι χρόνια της ζωής μου, τα πέρασα με τους παππούδες μου. Το σπίτι τους ήταν αρκετά σκοτεινό και μελαγχολικό. Στην πόλη υπήρχαν ακόμη ερείπια από τον πόλεμο, παντού. Και οι ανάπηροι πολέμου ήταν πολύ συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους. Ο τόπος είχε κάτι έντονα καφκικό, ήταν κλειστοφοβικός και τρομακτικός.
Το 1975 φύγατε για το Δυτικό Βερολίνο. Ποιά ήταν τα σχέδια σας; Βασικά, από πολύ νωρίς, είχα την αίσθηση ότι η πόλη που γεννήθηκα ήταν πολύ μικρή για μένα. Ήθελα να δω περισσότερα. Νοερά έτσι κι αλλιώς πάντοτε ταξίδευα, φανταζόμουν χώρες στις οποίες δεν είχα πάει. Αλλά ένας από τους λόγους που έφυγα εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά, ήταν ότι ήθελα να αποφύγω το στρατό – οι μόνιμοι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου εξαιρούνταν. Ο άλλος λόγος ήταν ότι ήθελα να σπουδάσω Κινηματογράφο. Και ένας τρίτος, ότι η τότε φιλη μου σπούδαζε Φωτογραφία στο Δυτικό Βερολίνο.
Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για τον κινηματογράφο; Βλέπατε αρκετές ταινίες σαν έφηβος; Βασικά, η πρώτη αγάπη μου ήταν η λογοτεχνία. Και αργότερα μόνο άρχισα να ενδιαφέρομαι πολύ για το σινεμά. Ως έφηβος στην Καρλσρούη παρακολουθούσα πολλές παλιές ταινίες, ειδικά των Σουρεαλιστών που με είχαν εντυπωσιάσει. Αγαπούσα τις ταινίες του Λουίς Μπουνιουέλ, το ιταλικό και γαλλικό σινεμά, τα αμερικανικά φιλμ νουάρ, τον Πολάνσκι, τον Μπέργκμαν και βέβαια τις ταινίες του Φασμπίντερ. Αλλά μου άρεσε και ο βωβός κινηματογράφος, ειδικά οι ταινίες του Μουρνάου, του Μπάστερ Κίτον και του Αϊζενστάιν. Ήδη από τότε ήμουν σινεφίλ. Η αγάπη μου για τον κινηματογράφο ήταν κάτι που ξεκίνησε από πολύ νωρίς στη ζωή μου, οπότε πίστευα πως ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω και επαγγελματικά. Αλλά δεν με δέχτηκαν στην Ακαδημία Κινηματογράφου του Βερολίνου. Στη συνέχεια δοκίμασα στην Ακαδημία της Βιέννης αλλά ούτε εκεί έγινα δεκτός. Ωστόσο ένιωθα πολύ έντονα την ανάγκη να εκφραστώ, οπότε πήρα την κάμερα της φίλης μου και ενώ εκείνη τραβούσε λουλούδια και νεκρές φύσεις κι έκανε αναπαραγωγές έργων τέχνης, εγώ έβγαινα στο δρόμο και τραβούσα πάνκς, απόκληρους και οτιδήποτε άλλο προξενούσε το ενδιαφέρον μου.
Η καθημερινή ζωή στο Δυτικό Βερολίνο έδινε άφθονο υλικό σε κάποιον που μπορούσε να διακρίνει το ασυνήθιστο και το αντισυμβατικό; Φυσικά. Ήταν σκοτεινό, τρομακτικό και έγκλειστο. Υπήρχε ακόμη στην ατμόσφαιρτα η κομμουνιστική απειλή, συνυπήρχαν και διαταυρώνονταν πολλές ριζοσπαστικές δυνάμεις, πολλοί άνδρες που είχαν έρθει εδώ για να αποφύγουν τη στράτευση, άλλοι που δεν μπορούσαν να στεριώσουν πουθενά και βρίσκονταν πάντα στο περιθώριο. Όλοι μπορούσαν να τη βγάλουν σχετικά εύκολα στο Δυτικό Βερολίνο. Τα ενοίκια ήταν πολύ φτηνά. Ήταν όμως και μια πόλη που δεν έμοιαζε να έχει σπουδαίο μέλλον ή προοπτικές.
Πώς το καταλαβαίνατε; Δεν γίνονταν αρκετές επενδύσεις, δεν υπήρχε δράση, τα κτίρια που είχαν υποστεί ζημιές ή που είχαν καταρρεύσει πολύ απλά αφήνονταν στη μοίρα τους, τίποτε δεν τα αντικαθιστούσε. Ή ακόμα κι αν κάποιο νέο κτίριο τα αντικαθιστούσε, ήταν κάτι φτηνό στα πρότυπα των Plattenbau που συναντούσες στην άλλη πλευρά του Τείχους. Ήταν μια πόλη στην οποία δεν ένιωσα ποτέ άνετα.
Επειδή ήταν σε κακή κατάσταση; Γιατί να θέλω να ζώ σε μια πόλη γκρίζα, σκοτεινή, επιθετική κι απελπισμένη; Επίσης, μισούσα τον καιρό. Έζησα για ένα διάστημα εδώ, τράβηξα φωτογραφίες, αποτύπωσα το πνεύμα της εποχής, αλλά δεν ένιωθα ποτέ άνετα. Ακόμη κι έτσι, πάντως, ήταν μια ενδιαφέρουσα πόλη. Μπορεί να μπούχτισα επειδή συχνά βαριέμαι όταν μένω σε ένα μέρος για πολύ καιρό. Χρειάζομαι την αλλαγή. Αλλά στο μεταξύ είχα δημιουργήσει σχέσεις με πολλούς δημιουργικούς ανθρώπους, που οπωσδήποτε μου έλειψαν όταν έφυγα.
Δεν ανήκατε στην πανκ σκηνή, σωστά; Όχι, πάντα ήμουν ατομιστής. Δε με ενδιέφερε να ανήκω σε κάποια ομάδα. Αλλά όταν ήμουν νέος, το κεφάλι μου ήταν σχεδόν ξυρισμένο και ο τρόπος που ντυνόμουν ήταν κάθε άλλο παρά συντηρητικός. Μου ήταν εύκολο να πλησιάσω τους πανκ, γιατί υποθέτω ότι με έβλεπαν σαν έναν τύπο που παρουσίαζε ένα ενδιαφέρον κι έτσι με αποδέχονταν. Αλλά εκείνο που ήταν σημαντικότερο, ήταν ότι μπορούσα να κατανοήσω τον τρόπο ζωής τους και εκείνο το «άντε γαμήσου» που συμπύκνωνε τη στάση τους απέναντι στο κατεστημένο. Δεν παρίστανα απλώς ότι καταλάβαινα – άλλωστε κατά κάποιον τρόπο ήμουν κι κι εγώ ένας απροσάρμοστος. Κάποιος που δεν συμβιβαζόταν με εκείνον τον τρόπο ζωής που θεωρούνταν κανονικός.
Εκείνη την περίοδο περνούσατε και στο Ανατολικό Βερολίνο; Ναι, αλλά πολύ σπάνια. Το Ανατολικό Βερολίνο ήταν ακόμη πιο καταθλιπτικό, ακόμη πιο σκοτεινό. Ήταν μια ανώνυμη πόλη. Δεν είχα τίποτε να με συνδέει με την πόλη, οπότε είχα και ελάχιστους λόγους να βρίσκομαι εκεί.
Ούτε για να βγάζετε φωτογραφίες; Όχι, δεν ασχολήθηκα καθόλου.
Και τότε ήταν που φύγατε για το Λονδίνο. Πώς το αποφασίσατε; Για αλλαγή. Ήθελα να ανακαλύψω μια διαφορετική πόλη. Το Λονδίνο ήταν η πιο ζωντανή πόλη στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, οπότε φαινόταν σαν μια λογική επιλογή. Πήγα εκεί, βρήκα ένα διαμέρισμα και μετακόμισα, μόνος μου.
Βρήκατε δουλειά στο Λονδίνο; Κυρίως περνούσα το χρόνο μου περπατώντας στους δρόμους, βγάζοντας φωτογραφίες και κάνοντας σκέψεις για το μέλλον μου. Σκεφτόμουν τις επιλογές μου. Έμεινα εκεί για ένα χρόνο, μετά πήγα πίσω στο Βερολίνο και το 1980 έφυγα για τη Νέα Υόρκη. Μετά το Βερολίνο και το Λονδίνο ήμουν έτοιμος για τη Νέα Υόρκη, ξεκινώντας και πάλι από την αρχή.
Και καταλήξατε να μείνετε στις ΗΠΑ για 15 χρόνια… Εννιά χρόνια στη Νέα Υόρκη, ένα χρόνο στο Λος Άντζελες και τα υπόλοιπα στο Πίτσμπουργκ.
Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη στάθηκε δύσκολο να βρείτε δουλειά; Όχι, για μένα δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Από τον πρώτο κιόλας καιρό βρήκα τρόπους να βγάλω χρήματα. Τα πράγματα ήταν πιο ανοιχτά απ’ό,τι στο Βερολίνο, υπήρχε περισσότερη κινητικότητα. Στο Βερολίνο μπορούσες να βρεις προσωρινές δουλειές, που δεν έφταναν για να εξασφαλίζεις τα προς το ζην. Ενώ στη Νέα Υόρκη υπήρχαν τόσες πολλές ευκαιρίες, περισσότερα κλάμπ και μέρη που μπορούσε κανείς να βρει τρόπους να κερδίσει τη ζωή του. Στην πορεία βίωνες και την άγρια πλευρά του δρόμου, με τα πάνω και τα κάτω της, χωρίς τη μονοτονία που χαρακτήριζε την καθημερινή προσπάθεια για επιβίωση στο Δυτικό Βερολίνο.
Που μένατε; Στο Lower East Side, μαζί με τη φίλη μου.
Ζούσατε στη Νέα Υόρκη την περίοδο που ξέσπασε η επιδημίας του AIDS. Πόσο δραματική ήταν η αλλαγή που επέφερε στη ζωή της πόλης; Έφτασα στη Νέα Υόρκη λίγο πριν το ξέσπασμα του AIDS, το οποίο στην πραγματικότητα έπεσε στην αντίληψή μου το 1982, όταν ο Klaus Nomi διοργάνωσε μια εκδήλωση για το AIDS στο κλαμπ που δούλευα. Μέχρι τότε, η Νέα Υόρκη ήταν γεμάτη σεξουαλική ενέργεια, νέες προοπτικές και καινούριες ιδέες, που γεννούσαν διαρκώς οι καλλιτέχνες και όλα τα δημιουργικά πνεύματα. Ήταν μια εποχή ελευθερίας. Επιπλέον, στα πρώτα χρόνια της δεκατίας του ‘80 είχαν σημαντικά ατονήσει οι ρατσιστικές και πολιτικές εντάσεις. Όλοι φαίνονταν να απολαμβάνουν εκείνο τον άνεμο ελευθερίας που έπνεε και έναν νέο τρόπο ζωής. Αλλά ξαφνικά τα πάντα άλλαξαν δραματικά. Από τη μια ημέρα στην άλλη, πάνω από όλους αιωρούνταν μια απειλή.
Αναπολώντας θα λέγατε ότι η Νέα Υόρκη ήταν πολύ πιο απελευθερωμένη από τις δυο Ευρωπαϊκές πόλεις που είχατε ζήσει μέχρι τότε; Ήταν πολύ πιο συναρπαστική και υπήρχε μεγαλύτερη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους διαφορετικούς ανθρώπους. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Στο Δυτικό Βερολίνο είχες το μπαρ των πανκ, το μπαρ των χιπστερ, το μπαρ των δεν-ξερω-γω. Στη Νέα Υόρκη υπήρχαν μέρη όπου συνυπήρχαν όλοι: ο μέθυσος, ο πανκ, ο αλήτης του δρόμου, ο καθηγητής, ο γκάνγκστερ. Στην Ανατολική πλευρά, όλα ήταν πολύ πιο χαλαρά. Υπήρχε έντονη εγκληματικότητα βέβαια και πάντα έπρεπε να έχεις το νου σου. Αλλά η ζωή ήταν πολύ πιο απρόβλεπτη, εκρηκτική και συναρπαστική από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος έζησα.
Οι φωτογραφίες σας από το Fuck–Piers –που κάποτε υπήρξε το πιο διάσημο στέκι για ψωνηστήρι στη Νέα Υόρκη- αποτελούν ένα είδος μνημείου σε μια χαμένη εποχή, σε έναν εξαφανισμένο μικρόκοσμο. Ήταν δύσκολο να κερδίσετε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που πήγαιναν εκεί; Σε ό,τι αφορά το θέμα της εμπιστοσύνης είχα το πλεονέκτημα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που φωτογράφιζα νόμιζαν ότι είμαι γκέι, αν και δεν είμαι. Αλλά δεν συνηθίζω να δηλώνω ότι είμαι ετεροφυλόφιλος. Οπότε έβλεπαν ένα τύπο με ξυρισμένο κεφάλι, αντισυμβατικά ρούχα, πολλή ενέργεια κι αμέσως θεωρούσαν ότι είμαι γκέι. Αυτό λειτούργησε υπέρ μου. Το άλλο που με βοήθησε ήταν το γεγονός ότι επέστρεφα στα ίδια μέρη ξανά και ξανά, οπότε από ένα σημείο κι έπειτα ήμουν γι αυτούς μια οικεία φιγούρα. Τις περισσότερες φορές δεν είχα πρόβλημα να φωτογραφίζω. Έτσι κι αλλιώς, πολλοί από τους ανθρώπους που σύχναζαν εκεί ήταν επιδειξιομανείς, ειδικά οι τρανσέξουαλ. Αλλά υπήρχαν σαφέστατα περιπτώσεις ανθρώπων που δεν ήθελαν να δουν κάμερα – μπορεί να ήταν δικηγόροι, γιατροί ή να είχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα οπότε δεν ήθελαν να φωτογραφηθούν με τα παντελόνια κάτω. Έτυχε λοιπόν να βρεθώ και σε δύσκολη θέση κάποιες φορές, ακόμη και με ένα όπλο να με σημαδεύει.
Τελευταία έχει γίνει αρκετά πιο δύσκολο το να πάρεις μια κάμερα και να φωτογραφήσεις έναν άγνωστο. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι το βλέπουν σαν παραβίαση ιδιωτικότητας. Εσείς τι λέτε; Συμβαίνουν δυο πράγματα ταυτόχρονα. Το ένα είναι, πως χάρη στην άνευ προηγουμένου διάδοση της φωτογραφικής μηχανής και των smartphones, τα οποία τραβούν φωτογραφίες που ανεβαίνουν και διαχέονται σχεδόν σε μηδενικό χρόνο στο Διαδίκτυο, πολλοί άνθρωποι πράγματι ενοχλούνται μόλις δουν φωτογραφική μηχανή. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που μόλις εντοπίσουν κοντά τους φωτογραφική μηχανή, σου αστράφτουν ένα χαμόγελο του τύπου «ανακαλύψτε με», πράγμα που καταστρέφει τη φωτογραφία. Ζούμε στην εποχή της υπερπροβολής, όπου πολλοί άνθρωποι νιώθουν ότι η ζωή τους έχει σημασία μόνο αν καταγράφεται και δημοσιοποιείται. Όταν ένας φωτογράφος δρόμου ψάχνει μια αυθεντική στιγμή, καμία από αυτές τις δύο αντιλήψεις δεν είναι ιδιαιτέρως βοηθητική.
Έχετε σκηνοθετήσει τo BrunoS. – Estrangementisdeath, ένα ντοκυμαντέρ για τον BrunoScleinstein, που πρωταγωνίστησε στο φιλμ του Werner Herzog «Το Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ». Τι ήταν αυτό που προκάλεσε το ενδιαφέρον σου; Το 1994, κι ενώ ζούσα ακόμη στις ΗΠΑ, έκανα μια μια έκθεση στο Βερολίνο και ήρθα για τα εγκαίνια – εκεί ο γκαλερίστας μού γνώρισε τον Bruno. Ένα χρόνο αργότερα, κι αφού είχα επιστρέψει και κατοικούσα πια στο Βερολίνο, τον συνάντησα ξανά. Έχοντας δει τις ταινίες του και ξέροντας κάποια πράγματα για το παρελθόν του, σκεφτόμουν να κάνω κάποιο φιλμ με αυτόν. Αποφάσισα ότι θα ήταν ένα ντοκυμαντέρ. Αλλά ήξερα πολύ καλά πως δεν έπρπεπε να βιαστώ. Έχοντας περάσει τριάντα χρόνια σε ψυχιατρικά ιδρύματα, ο Bruno δεν εμπιστευόταν εύκολα τους ανθρώπους. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος ώστε να μου ανοιχτεί και να με εμπιστευτεί. Αλλά από τη στιγμή που αυτό συνέβη, ήταν πια πολύ ανοιχτός. Επιπλέον, εκτός από το ντοκυμαντέρ είχε τον κεντρικό ρόλο στο «Phantomanie», μια μεγάλου μήκους ταινία μου, και σε ένα βίντεοκλιπ που γύρισα για τους Rummelsnuff με τίτλο «Freier Fall», ένα χρόνο πριν πεθάνει.
Εκτός από τη φωτογραφία, έχετε γράψει κι αρκετά βιβλία, κυρίως νουάρ ιστορίες. Ποιο είναι εκείνο το χαρακτηριστικό του νουάρ που το καθιστά το ιδανικό όχημα για να αφηγηθείτε τις ιστορίες σας; Με όλες αυτές τις φωτογραφίες που βγάζω, με φαντάζεστε να γράφω ερωτικές ιστορίες; Θα μπορούσε, βέβαια, και να συμβεί, αλλά είναι μάλλον απίθανο. Εκτός αν πρόκειται για μια ιστορία πολύ τραγική, κάτι σαν τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» ή το «Μπόνι και Κλάιντ», αλλά σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο και ύφος.
Μιλώντας για το βιβλίο σας «Down and Out in Moscow», με φωτογραφίες από τη ρωσική πρωτεύουσα το 1995, αναφέρατε πως η Μόσχα ήταν η πιο επιθετική και επικίνδυνη πόλη που είχατε επισκεφθεί ποτέ. Αρχικά πήγατε εκεί έχοντας μια συγκεκριμένη ανάθεση – τι είχατε αναλάβει να φωτογραφίσετε; Πήγα εκεί για να φωτογραφίσω τη νυχτερινή ζωή της Μόσχας. Αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποιήσα ότι αυτή ελεγχόταν ολοκληρωτικά από την ντόπια μαφία. Και διαπίστωσα πόσο απολύτως αναλώσιμη ήταν η ανθρώπινη ζωή – έχω ζήσει στο Λος Άντζελες, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο...δεν έχω δει ποτέ τίποτε παρόμοιο με αυτό που αντίκρισα τη δεκαετία του ’90 στη Μόσχα. Άνθρωποι πέθαιναν στο δρόμο, ήταν μια χαοτική κατάσταση, απίστευτη…Είδα τόσο φοβερά πράγματα, που άλλαξα το θέμα της ανάθεσης. Είπα «γάμα τις μαλακίες με τη νυχτερινή ζωή, εδώ συμβαίνει κάτι που δεν μπορείς να αγνοήσεις».
Πόσο καιρό μείνατε στη Μόσχα; Τρεις μήνες. Η αλλαγή που επέφερε η πτώση του κομμουνισμού ήταν ορατή σε όλες τις χώρες που ανήκαν στην σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ, αλλά στη Μόσχα οι εγκληματικές δυνάμεις ήταν τόσο ισχυρές, τόσο δραστήριες, είχαν τόσες αμέτρητες ευκαιρίες και δυνατότητες να επιβάλουν τις διαθέσεις τους πάνω στον πληθυσμό. Για τους πολίτες δεν υπήρχε καμία βοήθεια από το κράτος, απολύτως τίποτε. Η κατάσταση ήταν εκρηκτική, κι όμως κανείς δεν νοιαζόταν.
Ποιες ήταν οι πιο συνθισμένες αντιδράσεις των ανθρώπων που έβλεπαν τις φωτογραφίες που τραβήξατε εκεί; Οι περισσότεροι έκλειναν το βιβλίο μετά τις τέσσερις πρώτες σελίδες.
Μα είναι αληθινά σοκαριστικές. Εσείς ο ίδιος είχατε πει ότι «ήταν η Κόλαση του Δάντη». Φυσικά και ήταν σοκαριστικές, αλλά στην περίπτωσή μου δεν ήταν εκείνο το είδος του σοκ που θα με τρομοκρατούσε ή θα με παρέλυε. Πλησίασα, πλησίασα πολύ κοντά και είχα το συναίσθημα ότι βρισκόμουν στη ζώνη του λυκόφωτος. Αλλά ακόμη κι έτσι αντιδρούσα ως φωτογράφος. Σε τέτοιες περιπτώσεις ούτε ερωτήσεις κάτω, ούτε –πολύ περισσότερο- προσπαθώ να αλλάξω τον κόσμο. Ήταν μια χαμένη υπόθεση, πράγμα που με έναν τρόπο έκανε τη διαμονή μου στη Μόσχα παράλογη, σουρεαλιστική. Φεύγοντας ήταν σαν να βγαίνω από εφιάλτη.
Έκτοτε έχετε ξαναπάει στη Μόσχα; Ναι, πήγα μερικά χρόνια αργότερα, γιατί έκανα μια έκθεση εκεί. Αλλά αυτή τη φορά δεν μπήκα ιδιαίτερα μέσα στη ζωή της πόλης. Και σε πρώτη ματιά είχε κανείς την εντύπωση ότι τα πράγματα είχαν στρώσει, τουλάχιστον επιφανειακά.
Αυτόν το μήνα κυκλοφορεί ένα καινούριο βιβλίο σας, με τίτλο «Ουκρανική Νύχτα». Οι φωτογραφίες που περιέχονται σε αυτό είναι τραβηγμένες πριν από την εξέγερση στην πλατεία Μαϊντάν; Οι περισσότερες, ναι. Χάρη σε ένα grant του Ιδρύματος Robert Bosch ταξίδεψα συνολικά οκτώ φορές στην Ουκρανία. Πήγα παντού – στην Οδησσό, την Μαριούπολη, το Κίεβο, τη Σεβαστούπολη, το Ντόνετσκ… Ξαφνικά, ξέσπασε η επανάσταση, οπότε τον περασμένο Φεβρουάριο επέστρεψα στο Κίεβο για να τραβήξω φωτογραφίες και στην πλατεία Μαϊντάν.
Ήταν η πρώτη φορά που ταξιδεύατε στην Ουκρανία; Όχι, είχα κάνει ήδη δυο εκθέσεις στο Κίεβο.
Έχετε ακόμη φίλους ή συγγενείς εκεί; Έχω ένα θείο, τον τελευταίο επιζώντα αδελφό του πατέρα μου. Τον γνώρισα για πρώτη φορά ταξιδεύοντας για το βιβλίο. Το μόνο που είχα ήταν μια διεύθυνση, που μου είχε δώσει μια ξαδέλφη που ζει στο Σικάγο. Ο θείος Στέφαν, κατοικούσε κάπου στα Καρπάθια Όρη. Η διεύθυνση που είχα ήταν παλιά και δεν ήξερα καν αν ίσχυε ακόμη. Φτάνοντας στο Λβιβ ρώτησα την δημοσιογράφο με την οποία συνεργάστηκα για το βιβλίο, αν θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε να τον εντοπίσουμε. Κατευθυνθήκαμε λοιπόν με το αυτοκίνητο προς την διεύθυνση που είχα, χωρίς να γνωρίζουμε τι θα βρούμε εκεί, οδηγώντας επί ώρες μέσα από τις ερημιές. Αλλά τον βρήκαμε. Ζούσε ακόμη στο πατρικό της οικογένειας. Είχε επιστρέψει από τη Σιβηρία στο σπίτι που γεννήθηκε. Ήταν καλά στην υγεία του, σωματικά και πνευματικά, και ήπιαμε μαζί ένα μπουκάλι βότκα.
Μερικές από τις φωτογραφίες που ακολουθούν είναι ιδιαίτερα σκληρές.
Ποιος αντέχει να δει τις φωτογραφίες του Miron Zownir;
Ποιος αντέχει να δει τις φωτογραφίες του Miron Zownir;
Ποιος αντέχει να δει τις φωτογραφίες του Miron Zownir;
Ποιος αντέχει να δει τις φωτογραφίες του Miron Zownir;
Ποιος αντέχει να δει τις φωτογραφίες του Miron Zownir;
Ποιος αντέχει να δει τις φωτογραφίες του Miron Zownir;
Ποιος αντέχει να δει τις φωτογραφίες του Miron Zownir;
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 2014 στον ιστότοπο της Κατερίνας Οικονομάκου Berlininterviews