Παράξενο πράγμα να συναντά κανείς τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από τη φωνή που του έκανε παρέα επί χρόνια, κάθε βράδυ την ίδια ώρα στο ραδιόφωνο. Η Popaganda βρήκε τον Οδσσέα Ιωάννου σε μια ιδιαίτερα δημιουργική στιγμή της ζωής του, και μίλησε μαζί του για την ασυνήθιστη πορεία που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα.
Θυμάσαι πότε προσβλήθηκες από το μικρόβιο της γραφής; Πότε σου πέρασε από το νου να κάνεις κάτι τέτοιο; Χοντρικά από το γυμνάσιο. Ήμασταν μια παρέα από παιδιά, κι όπως πολλοί άλλοι είχαμε σκοπό να βγάλουμε μια τοπική σχολική εφημερίδα.
Πού αυτό; Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Άγιο Παντελεήμονα, στο κέντρο, μέχρι τα 14 μου. Εκεί πήγα σχολείο. Στο λύκειο ανέβηκα στην Ηλιούπολη. Από το γυμνάσιο άρχισα να γράφω κάποια κείμενα πεζά. Ποτέ δεν είχα σκοπό να γράψω στίχο. Άκουγα φανατικά ελληνικό τραγούδι, αλλά ως εκεί. Ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου το έχω κάνει με παραίνεση, δεν έχω κάνει τίποτα μόνος μου. Για να κάνω ραδιόφωνο, ας πούμε, με πήρε ο Δανίκας. Ήμουν δημοσιογράφος στο Ριζοσπάστη, έγινε ο 902, και μου είπε «θα κάνεις ραδιόφωνο». Δεν ήξερα πως, δεν με αφορούσε κιόλας, με ενδιέφερε μόνο να γράφω στην εφημερίδα. Για να γίνω στιχουργός και να γράψω τραγούδια, με πίεσε ο Διονύσης Τσακνής το ’92. Τα πιο πολλά πράγματα που έχουνε γίνει, έγιναν επειδή κάποιος άλλος θεώρησε ότι μπορώ να τα κάνω. Είναι εντυπωσιακό. Με αποκορύφωμα τα τελευταία δυο χρόνια που ο Βασίλης (σ.σ. Παπακωνσταντίνου) με έπεισε να ανέβω σε θεατρική σκηνή και να υποδυθώ ή να αφηγηθώ δικά μου κείμενα. Αν μου το έλεγες αυτό πριν δυο χρόνια, θα σου έλεγα «είσαι τρελός! Δεν πρόκειται ποτέ να το κάνω αυτό!» Γενικώς, όποτε είπα ποτέ, ήρθε κάποιος άνθρωπος που με ξεκλείδωσε και έγιναν τα πράγματα με φυσικό τρόπο, παρόλο που για μένα ως τότε ήταν αφύσικο. Και για να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο με διηγήματα, με πίεσε η Ελένη Μπούρα και η Κάτια Λεμπέση του Κέδρου. Είχαν διαβάσει ένα διήγημά μου το ’96, που το είχα γράψει στο Μετρό όταν ήμουνα φαντάρος, που κι αυτό μου το είχαν ζητήσει τα παιδιά του περιοδικού για να φύγει λίγο το μυαλό μου, γιατί πήγα μεγάλος στο στρατό και ζορίστηκα στην αρχή, και με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν: «γράψε άλλα 9 να βγάλεις βιβλίο». Έτσι βγήκε το Ζει το κορίτσι του Fruit Punch;
Επαγγελματικά τι είχες σκεφτεί να κάνεις στη ζωή σου; Το μεγάλο μου μικρόβιο, το οποίο ακολουθούσα κι ίσως και να το κατάφερνα γιατί ήμουν καλός, ήταν το ποδόσφαιρο. Έπαιζα πάρα πολύ μπάλα μικρός, σε ερασιτεχνικές ομάδες, με πήρε ο Παναθηναϊκός ως εξαιρετικό ταλέντο στα 16 μου, έπαιξα εκεί ένα χρόνο αν και ΑΕΚτζής. Όμως μετά από κάποιους πολύ λάθος τρόπους προπόνησης που είχα από πιτσιρικάς στις ερασιτεχνικές ομάδες από προπονητές που δεν ξέρανε καλά προπονητική και μας είχαν τσακίσει, διαλύθηκε τελείως το αριστερό μου γόνατο και κόπηκε η μπάλα μαχαίρι, δεν μπορούσα κάποια στιγμή ούτε να περπατήσω. Στα 17 μου, το παράτησα. Άκουγα φανατικά ελληνικό τραγούδι από πολύ μικρός, αλλά δεν είχα κανένα όνειρο να μπω στο χώρο αυτό. Καλός μαθητής ήμουνα, πέρασα στην ΑΣΟΕΕ, στα Οικονομικά,… Εκείνο που φανταζόμουνα ήταν ότι θα τέλειωνα το Πανεπιστήμιο και θα ήμουνα ποδοσφαιριστής! Όλα τα άλλα ήρθαν έτσι… Όταν διαλύθηκε το γόνατό μου πήγα στο Ωδείο, αποφάσισα να ξεκινήσω μουσική. Αν βέβαια είχα γίνει ποδοσφαιριστής, θα είχαν τελειώσει όλα αυτά μέσα σε λίγα χρόνια, οπότε εντάξει… Καλά μου έχει έρθει!
Στο Ριζοσπάστη πώς βρέθηκες; Εντελώς τυχαία. Ήμουνα πρωτοετής φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ, και δούλευα στο περιοδικό Μουσική, που είχε κάνει το ’86 ένα πανελλαδικό διαγωνισμό αρθρογραφίας. Είχα στείλει ένα άρθρο για το ελληνικό τραγούδι – ήμουν 18 ετών – και βγήκε πρώτο. Δεν υπήρχαν λεφτά βέβαια, το βραβείο ήταν ότι οι νικητές κάθε κατηγορίας θα ξεκινούσαν να γράφουν στο περιοδικό. Και μετά, όταν έμεινε έγκυος η κοπέλα που είχε αναλάβει το ελληνικό τραγούδι στο Ριζοσπάστη, μου πρότειναν να την αντικαταστήσω. Έμεινα δυόμισι χρόνια εκεί, και τότε άνοιξε ο 902, τον ανοίξαμε 20-25 άτομα από το Ριζοσπάστη με πρώτο διευθυντή τον Παύλο Τσίμα. Άλλα δυόμισι χρόνια εκεί, και μετά είκοσι χρόνια απανωτά στον Μελωδία! Έκλεισα 22 χρόνια καθημερινό ραδιόφωνο την ίδια ώρα, 6-8 μμ.
Ο Μελωδία υπήρξε μεγάλο κεφάλαιο ακόμα και στη δική μου τη ζωή, που ήμουν ακροατής του τότε. Προσπαθώ να διανοηθώ πόσο μεγάλο κεφάλαιο πρέπει να είναι στη δική σου ζωή! Κοίταξε να δεις, επειδή είμαι άνθρωπος που δεν κοιτάω ποτέ πίσω και δεν κάνω ταμείο, δεν νοσταλγώ. Ο σταθμός τελείωσε για μένα την επόμενη μέρα από αυτή που έφυγα. Παρά το γεγονός ότι είκοσι χρόνια είναι πάρα πολλά, εκ των οποίων τα δέκα ήμουν διευθυντής, από την επόμενη μέρα ήταν ένα παρελθόν πάρα πολύ μακρινό. Χρωστάω πάρα πολλά στο ραδιόφωνο και στο ελληνικό τραγούδι. Κατ’ αρχήν χρωστάω το γεγονός ότι βιοπορίστηκα, έβγαλα το ψωμί μου από το ραδιόφωνο. Γνώρισα εκεί υπέροχους ανθρώπους, και δεν μιλάω μόνο για καλλιτέχνες, αλλά και για συνεργάτες, φίλους παραγωγούς, ακροατές που έγιναν φίλοι… Και ξέρεις, είκοσι χρόνια είναι είκοσι χρόνια! Να σου πω ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό; Ήταν κάτι πάρα πολύ σημαντικό! Τώρα όμως δεν μπορώ να το σταθμίσω, δεν μπορώ να σου πω πόσο βάρος έχει στη ζωή μου.
Έχω πει πρόσφατα, και είναι αλήθεια, ότι ποτέ μου δεν ακούω τους δίσκους μου. Και τον τωρινό της Γιώτας Νέγκα, τον άκουσα στο στούντιο μία φορά, τέλος! Κι εδώ στο σπίτι υπάρχει γιατί τον ακούει η κόρη μου, για κανέναν άλλο λόγο! Όταν βγαίνει ένας δίσκος, για μένα είναι παρελθόν. Το μόνο που σκέφτομαι είναι το επόμενο ταξίδι, πότε θα αρχίσει, με ποιον θα είναι κλπ. Με αυτή την έννοια, σαφώς αυτά τα είκοσι χρόνια ήταν σημαντικά, αλλά το πόσο σημαντικά ήταν και πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε ο Μελωδία και πόσο με διαμόρφωσε, είναι κάτι το οποίο θα το σταθμίσω σε πολύ καιρό. Είναι πολύ νωρίς ακόμα. Εκείνο το οποίο μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι έφυγα την κατάλληλη στιγμή. Τα τελευταία 3-4 χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, και από ψυχολογικής πλευράς, γιατί είχε σκάσει η κρίση, οπότε ένας διευθυντής σε ένα σταθμό σε αυτή τη φάση πρέπει να πάρει πολύ επώδυνες αποφάσεις, και δεν το είχα στο σκαρί μου αυτό το πράγμα. Από την άλλη λειτούργησε ως τροχοπέδη ο Μελωδία για να κάνω πράγματα που ήθελα να κάνω. Δεν συγχωρώ τον εαυτό μου που έφαγα το παραμύθι κάποιων ανθρώπων οι οποίοι με πείσανε ότι είναι ασυμβίβαστο να είσαι διευθυντής στο Μελωδία και να γράφεις και τραγούδια, να είσαι δημιουργός και παραγωγός. Δεν υπάρχει απολύτως κανένα ασυμβίβαστο για μένα, αλλά με είχαν πείσει και με είχαν φορτώσει ενοχές με αποτέλεσμα, αν δει κάποιος τη δισκογραφία μου, αν εξαιρέσεις το δίσκο με το Θάνο Μικρούτσικο και τον Παπακωνσταντίνου το ’99, αν επιμερίσεις τα τραγούδια στα χρόνια όσο ήμουν διευθυντής στο Μελωδία, δισκογραφούσα 2,7 τραγούδια το χρόνο – ούτε καν 3! Κάποιοι μου έλεγαν «χρησιμοποιείς τον Μελωδία για να δισκογραφείς». Κάποιοι δυστυχώς με πείσανε να έχω ενοχές γι’ αυτό.
Δεν με συγχωρώ που έχασα κάποια χρόνια. Έχω κάνει 8 προσωπικούς δίσκους – οι 5 έγιναν μετά τον Μελωδία. Μπόρεσα όχι μόνο να απενοχοποιηθώ, αλλά και να έχω την πολυτέλεια να παλεύω την κάθε μου λέξη κοιτώντας το ταβάνι για πολλή ώρα, πολλές μέρες. Γιατί όταν είσαι διευθυντής σε ένα σταθμό, είσαι εκεί πάρα πολλές ώρες, γυρνάς σπίτι σκασμένος, αγχωμένος, στενοχωρημένος, οπότε δεν έχεις την πολυτέλεια ούτε να κάνεις αυτό που θες στο τραγούδι, ούτε και της «τεμπελιάς», να ψάξεις την κάθε σου λέξη. Βρήκα λοιπόν το χρόνο να κάνω το κάθε τραγούδι έτσι όπως ήθελα εγώ. Αυτό ήταν ένα καλό. Και παρόλο που είναι πιθανό να κάνω ξανά ραδιόφωνο, και σύντομα, είναι κάτι που δεν μου λείπει καθόλου. Θεωρώ ότι ήταν ένας κύκλος πολύ μεγάλος, ολοκληρώθηκε, κι έκανα ό,τι ήθελα να κάνω. Γιατί ο Μελωδία ήταν ένας σταθμός πολύ εξωστρεφής, κάναμε πολλά εξω-ραδιοφωνικά πράγματα, πολύ μεγάλες συναυλίες για τις οποίες είμαι πολύ περήφανος, όπως τη συναυλία για το Μάνο Λοΐζο ή αυτή των επτά τραγουδοποιών, ή τη συναυλία Μελωδία και ΣΚΑΪ στο Καλλιμάρμαρο για τα δάση που είχε 70000 κόσμο, όπου είχα πείσει και το Μητροπάνο να ξανατραγουδήσει μετά από δυόμισι χρόνια που είχε προβλήματα υγείας… Αυτά μου έχουν λείψει. Και βέβαια το μικρόβιο του παραγωγού ξέρεις ποιο είναι: ακούς ένα τραγούδι κάποια στιγμή και λες «γαμώτο, να το έπαιζα το βράδυ στην εκπομπή! Να το μάθω σε κάποιον που ίσως δεν το έχει πάρει χαμπάρι!»
Υπάρχουν κάποιες δικές σου εκπομπές που να τις θυμάσαι, να σου έχουν μείνει; Δεν έχω στο αρχείο μου καμία! Εκεί που έχω αρχείο σχεδόν πλήρες, είναι στις συνεντεύξεις. Αλλά από είκοσι χρόνια εκπομπών, mini disc ή CD ή κασέτες με σκέτη εκπομπή πρέπει να έχω 4 ή 5. Μου έχει μείνει μια εκπομπή που είχαμε κάνει με αφορμή την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, και μου είχε κάνει την τιμή να έρθει ο Ιάκωβος Καμπανέλης. Ήταν μια συγκλονιστική επαφή με έναν άνθρωπο που τον θαύμαζα χρόνια. Πολύ προσιτός, ανοίχτηκε και μίλησε πάρα πολύ ανθρώπινα. Α! Και πολλές κουβέντες με το Μίκη Θεοδωράκη. Άλλες δεν θυμάμαι, δεν μου είναι εύκολο, όπως σου είπα δεν κάνω απολογισμό. Το ποιες εκπομπές μου άρεσαν και το τι πέρασα στο ραδιόφωνο, φαντάζομαι ότι θα το κάνω, καλά να είμαστε, όταν θα είμαι με τη ρομπίτσα μου και τις παντοφλίτσες μου στα 65-70 μου και θα περιμένω τα εγγόνια μου να ‘ρθούνε σπίτι. Δεν έχω λόγο να το κάνω νωρίτερα. Φαντάζομαι πως είναι όπως με τα βιβλία. Διαβάζεις ένα πολύ καλό βιβλίο, και σε ρωτάει ο άλλος: «θυμάσαι να μου πεις κάτι από αυτό, έστω μια παράγραφο;» Και λες «φυσικά όχι, δεν θυμάμαι». Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι χάθηκε. Τα βιβλία που διαβάσαμε φτιάχνουν ένα ίζημα μέσα μας, κι αυτό σιγά-σιγά, σταγόνα-σταγόνα, διαμορφώνει το σχήμα μας. Λατρεύω, ας πούμε, τον Καμύ, αλλά δεν μπορώ να σου πω μια ολόκληρη δική του παράγραφο. Μέσα μου, όμως, κάτι κάνει, κάτι σκαλίζει με έναν τρόπο που εγώ δεν τον ξέρω, αλλά φτιάχνει το εσωτερικό μου σχήμα. Αυτό το φτιάξανε τα μυθιστορήματα και το ελληνικό τραγούδι.
Κάποια εκπομπή που ήθελες πολύ να κάνεις και δεν την έκανες ποτέ; Υπάρχουνε δύο. Άνθρωποι που τους λάτρευα, κι όσο ζούσαν δεν τους κυνήγησα καν. Δεν έχουν σχέση με το ελληνικό τραγούδι. Είναι ο Θανάσης Βέγγος κι ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Ήθελα πάρα πολύ να τους γνωρίσω, είναι οι δύο λατρεμένοι μου ηθοποιοί, και παρόλο που τους πρόλαβα εν ζωή και μπορούσα να δημιουργήσω αφορμές, δεν το κυνήγησα ποτέ. Αν και για το Βέγγο ήξερα ότι δεν δίνει συνεντεύξεις, οπότε και να το επιχειρούσα θα έτρωγα πόρτα. Όπως δεν κυνήγησα ποτέ, παρόλη τη σχέση μας επί πολλά χρόνια, να κάνω τραγούδι με το Μίκη Θεοδωράκη. Φαντάσου, τώρα, στο βιογραφικό ενός νέου στιχουργού, να έχεις Θεοδωράκη! Δεν με ενδιαφέρει το βιογραφικό όμως. Με ενδιαφέρει τα πράγματα να γίνονται όταν πρέπει να γίνουν. Ποτέ δεν σκέφτηκα να πάω ένα κομμάτι μου στο Μίκη και να του πω: «Κύριε Θεοδωράκη, έχω αυτό…». Το ότι τον γνώρισα ήταν αρκετό. Το παραπάνω ήταν αλαζονεία, έπαρση.
Αφού λοιπόν είναι νωρίς για απολογισμούς, ας μιλήσουμε για το τώρα. Είναι μια δημιουργική στιγμή για σένα. Ναι, τα τελευταία 3-4 χρόνια είναι τα πιο δημιουργικά, γιατί κάνω πράγματα που δεν τα είχα υπολογίσει. Πολλή δισκογραφία, βγήκε και το βιβλίο μου πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη με άρθρα των τελευταίων έξι χρόνων, και φυσικά το σημαντικότερο, η παράσταση Εννιά και Πέντε. Είναι μια παράσταση που έχει φτάσει πολύ μακρύτερα από ότι ονειρευόμασταν. Με συνεργάτες σαν τον Παντελή Βούλγαρη, πράγμα πολύ σημαντικό, με το Βασίλη (Παπακωνσταντίνου) και το Χρήστο (Θηβαίο) που είμαστε σχεδόν αδέλφια εδώ και πάρα πολλά χρόνια – με το Βασίλη γνωριζόμαστε 30 χρόνια κι έχουμε κάνει 50 τραγούδια μαζί. Συγκλονιστική εμπειρία. Έχω ζήσει μέχρι τώρα 170 φορές το παραμύθι. Σε 170 παραστάσεις πρέπει να μας έχουν δει πάνω από 55.000 κόσμος. Είναι η δεύτερη σεζόν κι είναι σαν να πηγαίνω μια σχολική εκδρομή και τη χαίρομαι. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα κάνω κάτι τόσο εξομολογητικό και θα εκτεθώ με αυτό τον τρόπο πάνω σε μια σκηνή θεάτρου. Και πάλι με πείσανε γι αυτό – ευτυχώς! Νομίζω ότι είναι η ευτυχέστερη μέχρι τώρα στιγμή μου επαγγελματικά σε ότι αφορά τις παραμέτρους: τους συνεργάτες, το πόσο δημιουργικός αισθάνομαι εγώ, γράφοντας και προσπαθώντας να πιάσεις το κοινό αίσθημα όσων έχουμε ζήσει από το’74 μέχρι σήμερα, πράγμα όχι ιδιαίτερα εύκολο. Και φαίνεται ότι έχει δρόμο ακόμα, δεν ξέρω καν αν θα τελειώσουμε φέτος. Ξεκινήσαμε πιστεύοντας πως θα κάνουμε κάτι για λίγες παραστάσεις, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα πάει έτσι. Αυτό που μας έκανε εντύπωση και το συζητάγαμε με το Βασίλη είναι το εξής: συνηθίζουμε να λέμε ότι στο χώρο των καλλιτεχνών υπάρχει μια μικροψυχία και δύσκολα λέει καλή κουβέντα ο ένας για τον άλλο, αλλά όλο το σινάφι έχει κάνει εγκωμιαστικά σχόλια.
Και μιλώντας στο ραδιόφωνο εκθέτεις κάτι από τον εαυτό σου, η σκηνή όμως είναι κάτι τελείως άλλο. Πώς σου φάνηκε το πέρασμα από το ένα στο άλλο; Στη σκηνή οτιδήποτε λες πρέπει να το υποστηρίζεις με το σώμα σου και την κίνησή σου, την έκφρασή σου, όχι μόνο με τη χροιά της φωνής. Είναι το ραδιόφωνο επί 10. Και κυρίως η αλληλεπίδραση. Ο άλλος από κάτω στην πρώτη σειρά είναι στο μισό μέτρο. Είναι 400 άτομα, αισθάνεσαι την ανάσα τους, κι ανά πάσα στιγμή την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία τους. Αυτό στο ραδιόφωνο δεν το έχεις παρά μόνο ίσως σε ένα μηνυματάκι. Το να μπορέσεις να κρατηθείς σε αυτό που έχεις χαράξει ανεξάρτητα από τα vibes που παίρνεις από κάτω είναι ένα μόνιμο ζύγισμα. Παλαιότερα έλεγα σε φίλους ηθοποιούς: «δεν ξέρω πώς μπορείς να βγαίνεις και να λες κάθε μέρα τα ίδια πράγματα». Τώρα κατάλαβα πως δεν υπάρχει καμιά μέρα ίδια με την άλλη. Γιατί ο κόσμος είναι διαφορετικός, άρα κάθε φορά αισθάνεσαι κι εσύ ότι τα λες πρώτη φορά επειδή οι από κάτω τα ακούν πρώτη φορά. Μπαίνεις στη θέση τους. Τώρα πια βγάζω το καπέλο σε όλους τους ηθοποιούς γι’ αυτό που κάνουνε. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Για να μην πω τα πιο ανθρώπινα, ότι δεν υπάρχει πυρετός, στενοχώρια, ότι όπως και να είσαι κάθε βράδυ πρέπει να παίξεις. Λέω πράγματα αυτονόητα τώρα, ίσως και λίγο παιδικά, όμως εγώ πρώτη φορά τα έζησα. Ραδιόφωνο έχω κάνει και με 40 πυρετό, είναι άλλο πράγμα όμως. Εκεί κρύβεσαι. Αλλά με έχει βοηθήσει κι η παρέα πάρα πολύ. Και ο Χρήστος και ο Βασίλης είναι δύο δωδεκάχρονα παιδιά με διάθεση να παίξουν. Ειδικά ο Χρήστος τσαλακώνεται πάρα πολύ σε αυτό το έργο.
Μου είπες ότι τα περισσότερα από όσα έκανες έγιναν με παραίνεση. Οι δισκογραφικές συνεργασίες πώς γίνονται; Τις επιλέγεις ή σου τις προτείνουν; Ας πούμε, η πιο πρόσφατη με τη Γιώτα Νέγκα και το Θέμη Καραμουρατίδη πώς έγινε; Και αυτό παραίνεση. Εγώ δεν γράφω ποτέ στίχους μόνος μου. Μόνο με παραγγελία. Αυτό που λένε «τι έχεις στα συρτάρια σου;» Ε, δεν έχω τίποτα. Ό,τι έχω γράψει έχει κυκλοφορήσει. Έρχεται κάποιος και μου λέει: «θέλω να μου γράψεις τρία τραγούδια γι’ αυτόν, για να κάνουμε ένα δίσκο». Μόνο έτσι δουλεύω. Δεν θυμάμαι αν έχω ξεκινήσει πρώτος κάτι, αλλά 9 στα 10 σίγουρα ήτανε προτάσεις. Δεν σχεδιάζω και δεν έχω στρατηγική, να πω π.χ. ότι το ‘17 θα κάνω αυτό με τον τάδε. Δεν το έχω κάνει ποτέ. Με τη Γιώτα Νέγκα είχε κάνει ένα δίσκο ο Θέμης πρόπερσι και μου ζήτησε δύο τραγούδια, ευτύχησε Το Δίκιο Μου να ακουστεί πάρα πολύ. Μετά ήρθαν οι δυο τους και μου είπαν να κάνουμε ένα δίσκο οι τρεις μας. Έτσι λειτουργώ. Ακόμα και το βιβλίο που βγήκε τώρα με πίεση βγήκε. Είχα σκοπό να μην ξαναβγάλω ποτέ βιβλίο με δημοσιευμένα κείμενα. Έχω αποφασίσει ότι αυτός είμαι. Αφού είμαι 49 χρονών και δουλεύω μέχρι τώρα έτσι, σημαίνει ότι αυτό είμαι. Αφήνω τα πράγματα να έρθουν, και μέχρι τώρα έχουν έρθει καλά. Αν σταματήσουν να έρχονται καλά, φαντάζομαι ότι θα κάτσω να σχεδιάσω. Για την ώρα δεν έχει χρειαστεί καθόλου.