Σαββατόβραδο 9 Νοεμβρίου έφυγε μια μεγάλη μορφή. Ο βαθιά αντισυμβατικός, οραματιστής, κοσμοπολίτης Γιάννης Μπουτάρης. Πρωτοπόρος, πολυπράγμων, ακούραστος, με έναν πολιτικό και δημόσιο λόγο που αιφνιδίαζε ως απόλυτα ανεπιτήδευτος.
Ο Γιάννης Μπουτάρης πήρε πρώτος και μόνος στους ώμους του το ελληνικό κρασί και το ανέβασε στο διεθνές πάνθεον του οίνου. Ήταν από τους ελάχιστους που πραγματικά υπηρέτησε -ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης- την τοπική αυτοδιοίκηση, και όχι κάποιο μυωπικό, μικροκομματικό, μίζερο προσωπικό συμφέρον. Και άνοιξε την πόλη του στην πρόοδο, το φως και τον κόσμο.
Μεταξύ των πολλών του επιτευγμάτων, διέσωσε είδη υπό εξαφάνιση: την καφέ αρκούδα, την ιστορική μνήμη της πόλης στην οποία γεννήθηκε και πέθανε, και το πολιτικό ήθος.
Γεννημένος στις 13 Ιουνίου του 1942, ο Γιάννης Μπουτάρης, ο κυρ-Γιάννης, ήταν ένας ωραίος ελεύθερος άνθρωπος.
Κάποια χαρακτηριστικά λόγια του:
Για τη θέση του στον κόσμο:
«Πάντοτε αισθανόμουν ότι δεν ανήκα πουθενά. Ανήκω μόνο στην κοινωνία όπου ζω διατηρώντας το δικό μου στυλ. Δεν είμαι δούλος των κοινωνικών προτύπων».
«Να ξέρεις σε παρέες κουλτουριάρηδων με δέχονταν, αλλά δε με θεωρούσαν όμοιό τους. Ε, και στις παρέες αμπελουργών επίσης με άκουγαν, αλλά κι αυτοί δεν με θεωρούσαν δικό τους αφού ήμουν πλούσιος».
Για τη μεγάλη του αγάπη, την οινοπαραγωγή:
«Στην οικογένειά μου δεν είχαν φανταστεί ότι θα μπλέξουν με κτήματα, ήταν κρασάδες και μόνο. Έλα, όμως, που αν δεν έχεις καλό αμπέλι, δεν μπορείς να κάνεις καλό κρασί! Εντελώς κρυφά από τους γονείς μου, πήρα την πρωτοβουλία να αγοράσω ένα κτήμα για να φυτέψω κλήματα. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο ακούγονται, γιατί πήγα κόντρα στο πατροπαράδοτο ρεύμα και “έμπλεξα με τις λάσπες και με τους χωριάτες” όπως λέγαν».
«Ονειρευόμουν τα μεγάλα ευρωπαϊκά αμπέλια κι έλεγα: «αφού αυτοί το έκαναν, γιατί όχι κι εγώ;» συνήθως έτσι ενεργώ. Ονειρεύομαι κάτι, οραματίζομαι κάτι, και κάνω ό,τι μπορώ για να γίνει το όνειρο πραγματικότητα. Αν δεν γίνει, χάσαμε».
«Γιατί λένε “φυτεύω αμπέλι για το εγγόνι μου;” Γιατί η θεία κοινωνία είναι κρασί και όχι γάλα ή λάδι; Γιατί ο Διόνυσος έγινε ο 13ος θεός; Δεν έχω βρει απαντήσεις που με ησυχάζουν. Βαριέμαι εύκολα με όσα κάνω, όταν τα φτάνω σε κάποιο σημείο ωριμότητας. Με το κρασί δεν βαρέθηκα ποτέ».
Για την εξάρτησή του από το αλκοόλ:
«Δεν είναι δύσκολο, όταν θες να ξεφύγεις από την πραγματικότητα, όταν θες να μην υπάρχουν οι άλλοι γύρω σου, πίνεις δυο ποτήρια παραπάνω. Έτσι έκανα κι εγώ… Οι εξαρτήσεις δεν είναι επιλογή, είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της διάθεσης για φυγή».
Για την πολιτική και την εμπειρία της δημαρχίας:
«Δεν γίνεται να είσαι κρασάς και να μην είσαι ενεργός πολίτης. Το κρασί το κάνεις για να το πίνει ο κόσμος, όχι μόνος σου».
«Στην πραγματικότητα με στενοχωρεί το γεγονός ότι υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι, που το μυαλό τους το έχουν μόνο επειδή είναι στην ανατομία τους» (για τη λάσπη που δεχόταν).
Για το αν έχει φάει ξύλο, πέρα από τη φασιστική επίθεση εναντίον του: «Δυο τρεις φορές στο πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο διαδηλώσεων, όταν ήμουν πρόεδρος στην Ένωση Φοιτητών στο Χημικό. Εγώ, ξέρετε, είμαι χαρακτηρισμένος ως δεξιός. Τι θα πει, όμως, χαρακτηρισμένος δεξιός στο πανεπιστήμιο; Με πλησίασαν απ’ την Ασφάλεια και μου είπαν: “Εσύ είσαι δικός μας! Θα μας λες γι’ αυτούς κι αυτούς πώς κινούνται”. “Α, εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα”, τους λέω. Ήμουν μπλεγμένος σε διαδηλώσεις και έτρωγα ξύλο σωρηδόν απ’ τους ασφαλίτες».
Όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με το ΚΚΕ ως υποψήφιος με τον συνδυασμό του Αγάπιου Σαχίνη, η Αλέκα Παπαρήγα τον υποδέχθηκε με ένα «Πώς νιώθετε μαζί μας κύριε Μπουτάρη, εσείς ένας βιομήχανος;» Για να πάρει την απάντηση: «Θαυμάσια. Εσείς πώς νιώθετε, αλήθεια, που δώσατε γραμμή για την σταυροδοσία μου;»
«Όταν ανέλαβα, ο Δήμος είχε 33 διευθυντές, με το οργανόγραμμα που πρότεινα ο αριθμός κατέβηκε στους 22. Στην αρχή δεν ήθελαν να με βλέπουν μπροστά τους. Ήμουν ΚΚΕ; Ήμουν ΠΑΣΟΚ; Δεν ήξεραν με τι είχαν να κάνουν και φυλάγονταν…. Στη δεύτερη θητεία μου όλες οι υπηρεσίες του Δήμου με αναζητούσαν. Κι αυτό γιατί περνούσαν καλύτερα μαζί μου. Δε χρειάζεται να κάνεις χατίρια. Απλά να κάνεις χρήσιμο τον ευνουχισμένο δημόσιο ή δημοτικό υπάλληλο».
«Ήρθε μια φορά στο γραφείο μου ένας βουλευτής, έκανε σαν να γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά. Βγάζει από την τσέπη του κάποια στιγμή πέντε κλήσεις. Μου λέει “έχω έναν άτακτο γιο που σπουδάζει εδώ, μήπως να τις σβήσουμε;” Ήταν 5 κλήσεις των 40 ευρώ. Ξέρεις τι έκανα; Έβγαλα 200 ευρώ από την τσέπη μου και του τα έδωσα. “Με προσβάλλεις”, μου λέει. “Εσύ δηλαδή, τι κάνεις;” του απαντάω».
Ήταν ιδεολογικά κατά της παρέλασης μαθητών και συλλόγων. «Να κάνουνε ένα πανηγύρι σε όλη την Νέα Παραλία, να στήσουν χορευτικά, να έχει μουσική, να έχει τραγούδια και να γιορτάζουμε πραγματικά την απελευθέρωση».
Το 2014 δήλωνε: «Ντρέπομαι που 10.000 Θεσσαλονικείς ψηφίζουν Χρυσή Αυγή, σε μια πόλη που είναι μαρτυρική και που έχει τραβήξει των παθών της τον τάραχο από την ιστορία του ναζισμού. Χαλαλίζω τις 10.000 ψήφους. Να πάνε στην θάλασσα αλλά δεν τις θέλω».
«Το έζησα, το χόρτασα… Αντίο!» είπε στο ΑΠΕ όταν ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος δήμαρχος.
Για τη ζωή και τον θάνατο:
«Η ίδια η ζωή είναι ένας τρύγος που σε μαθαίνει να έχεις υπομονή για τα πράγματα και διδάσκεσαι ότι υπάρχουν καλές και κακές χρονιές που αξίζει να υπομένεις».
«Η αρρώστια, από μια ηλικία και μετά, είναι σχεδόν φυσιολογικός θάνατος. Όπως βγαίνει ο ήλιος, έτσι και θα πεθάνουμε. Άρα από το να κλαίμε από τώρα, ας το διασκεδάσουμε. Μέχρις ότου…»
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του και την αυτοβιογραφία του «Εξήντα Χρόνια Τρύγος».