Φανταστείτε έναν νεαρό Εβραίο να παίζει σουίνγκ στο Βερολίνο, το 1941. Το αγόρι λέγεται Κόκο Σούμαν και γεννήθηκε πολύ κοντά στην Alexanderplatz το 1924. Το τι επρόκειτο να περάσει τα επόμενα χρόνια έχει καταγραφεί σε βιβλίο, σε θεατρικό έργο που περιοδεύει ανα τη Γερμανία και αμέτρητα άρθρα σε εφημερίδες. Κι όμως πέρασαν αρκετά χρόνια πριν ο γνωστός κιθαρίστας της τζαζ αποφασίσει να μιλήσει για όλα: Το Βερολίνο κάτω από την κυριαρχία των Ναζί, το στρατόπεδο συγκέντρωσης Theresienstadt και τους «Ghetto Swingers», το Άουσβιτς και τις πορείες θανάτου. Και βέβαια πώς ένιωσε επιστρέφοντας στην βομβαρδισμένη πόλη του. (H συνέντευξη δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Κατερίνας Οικονομάκου Berlin Interviews )
Κύριε Σούμαν, γιατί σας πήρε τόσο καιρό για να μιλήσετε για όσα ζήσατε στα στρατόπεδα του θανάτου;
Γιατί δεν πίστευα ότι θα καταλάβαινε κανείς έτσι κι αλλιώς.
Τι σας έκανε να αλλάξετε γνώμη;
Μια συγκέντρωση επιζώντων του Ολοκαυτώματος στο Theresienstadt. Ήμουν εκεί με τη μακαρίτισα σύζυγό μου -που ήταν επίσης κρατούμενη στο ίδιο στρατόπεδο- ανάμεσα σε επιζώντες που είχαν έρθει απ’όλον τον κόσμο. Ήταν εκεί ένα τηλεοπτικό συνεργείο, που έκανε γύρισμα για μια εκπομπή και έπαιρναν μαρτυρίες από τους παρευρισκόμενους, αλλά φρόντιζα να αποφύγω τις κάμερες. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από το δημοσιογράφο Πολ Καράλους, ο οποίος που ρώτησε τον υπεύθυνο της εκδήλωσης γιατί είχα αυτή τη στάση. Έπειτα ζήτησε από τον κάμεραμαν να κλείσει την κάμερα και με πλησίασε. «Κύριε Σούμαν, γιατί απομακρύνεστε;» ρώτησε. Του είπα απλώς ότι δεν θέλω να πώ τίποτα και μου απάντησε ότι «Αν δεν μιλήσετε εσείς, τότε ποιός θα μιλήσει;». Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα καθήκον να πω την ιστορία μου. Από τότε, την επαναλαμβάνω συνεχώς.
Στο Theresienstadt ήσασταν ένας από τους φυλακισμένους που εξαναγκάστηκαν να συμμετάσχουν σε ένα γνωστό προπαγανδιστικό φιλμ που στόχο είχε να δείξει πόσο καλά περνούσαν οι Εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Πώς προέκυψε αυτό;
Ναι, ήμουν ο κιθαρίστας των «Ghetto Swingers». Οι ναζί υποχρέωσαν τον Κουρτ Γκέρον να γυρίσει εκείνο το φιλμ. Ο Κουρτ ήταν διάσημος ηθοποιός που είχε διαφύγει στην Ολλανδία, αλλά συνελήφθη και εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκεί. Όταν αυτό διαλύθηκε, τον μετέφεραν στο Theresienstadt. Οι Ναζί θεώρησαν ότι τους δίνεται μια σπουδαία ευκαιρία να κάνουν μια ταινία με έναν διάσημο ηθοποιό. Αργότερα, βέβαια τον έστειλαν στο Άουσβιτς…
Προσφάτως, προβλήθηκε στο Βερολίνο το ντοκιμαντέρ του Κλοντ Λανζμάν «The Last of the Unjust”, που βασίζεται σε μια σειρά συζητήσεων που ο Γάλλος σκηνοθέτης είχε – πριν από πολλά χρόνια- με τον Μπένγιαμιν Μούρμελσταϊν, τον ραββίνο της Βιέννης ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος επικεφαλής του Judenrat (Εβραϊκό Συμβούλιο) στο Theresienstadt. Τον είχατε γνωρίσει;
Δεν τον είχα γνωρίσει αυτοπροσώπως, αλλά βεβαίως τον γνώριζα. Όλοι τον ξέραμε. Ο Μούρμελσταϊν δεν είχε καμία επιλογή, αυτό πιστεύω. Οι Ναζί ήταν εκείνοι που έπαιρναν όλες τις αποφάσεις.
Γεννηθήκατε στο Βερολίνο. Η οικογένεια έμενε ανέκαθεν εκεί;
Η οικογένειά μου, από την πλευρά της μητέρας μου, κατοικούσε πάντα στο Scheunenviertel. Η μητέρα μου ήταν κομμώτρια – ήταν σαν οικογενειακή παράδοση, σχεδόν όλοι στην οικογένεια ήταν κομμωτές. Υπάρχει ακόμη μια φωτογραφία που δείχνει τον παππού μου μπροστά από το μαγαζί του στο Scheunenviertel. Η οικογένεια του πατέρα μου, ο πατέρας μου, που ήταν ταπετσέρης, ανήκε στην Ευαγγελική Εκκλησία. Εκείνος, όμως, έγινε Εβραίος όταν παντρεύτηκε τη μητέρα μου, γιατί ο παππούς μου δεν ήθελε η κόρη του να παντρευτεί κάποιον που δεν ήταν Εβραίος.
Οι γονείς σας ήταν θρήσκοι;
Όχι, καθόλου. Η μητέρα μου πήγαινε στη συναγωγή μονάχα στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Στην πραγματικότητα είναι λιγάκι αστείο, μιας και ο πατέρας μου έδειχνε -συγκριτικά- μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις Ιουδαϊκές θρησκευτικές τελετές. Συνήθιζα να αστειεύομαι λέγοντας ότι ήμουν χοντρό παιδί επειδή τρώγαμε σε όλες τις μεγάλες γιορτές, εβραϊκές και χριστιανικές. Στο σπίτι στολίζαμε πάντοτε Χριστουγεννιάτικο δέντρο και γιορτάζαμε και το Πάσχα, με την οικογένεια του πατέρα μου.
Πώς θυμάστε τα παιδικά χρόνια σας στο Βερολίνο;
Πανέμορφα. Όταν ήμουν 11 ή 12 χρονών φύγαμε από το Scheunenviertel και μετακομίσαμε στο Hallensee. Θυμάμαι με μεγάλη ευχαρίστηση εκείνη την περίοδο. Πηγαίναμε στο «Delphi Palast” και σκαρφαλώναμε στον τοίχο. Τώρα έχει γίνει κινηματογράφος, αλλά τότε ακόμη ήταν αίθουσα χορού και ο κόσμος συνήθιζε να χορεύει έξω το καλοκαίρι. Τρελαινόμουν να σκαρφαλώνω τον τοίχο και να κάθομαι να τους χαζεύω, ακούγοντας τη μπάντα να παίζει μουσική. Το Βερολίνο ήταν πάντα ένας πολύ ζωντανός τόπος, όπου υπήρχε πάντα κάπου να πας, κάτι να κάνεις.
Είχατε ξεκινήσει να μελετάτε μουσική;
Όχι, αλλά ήμουν ήδη ξετρελαμένος για τη μουσική. Πολύ πριν αρχίσω να σκαρφαλώνω εκείνον τον τοίχο. Ο θείος μου – που αργότερα μετανάστευσε στην Αμερική- έπαιζε κρουστά. Και θυμάμαι ακόμη ένα βράδυ, σε ένα πάρτυ γενεθλίων του, που έπαιζε μουσική μαζί με τους φίλους. Ήμουν πολύ μικρός και κανονικά θα κοιμόμουν εκείνη την ώρα, αλλά ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που δεν μπορούσαν να με απομακρύνουν από τα κρουστά. Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει και μια άλλη ιστορία: Κάποια περίοδο κοντά στο μαγαζί της στο Kottbusser Damm, υπήρχε μια παμπ όπου ο πατέρας μου κι εγώ τη συναντούσαμε τα μεσημέρια για φαγητό. Σε κείνη την παμπ υπήρχε ένα πιάνο και η μητέρα μου έλεγε πόσο τρελαμένος ήμουν με αυτό, πώς το μόνο που ήθελα ήταν να κάθομαι στο πιάνο και να παίζω. Πρέπει να ήμουν 6 ετών.
Πότε ξεκινήσατε μαθήματα;
Στα 14 μου, όταν πήρα την πρώτη μου κιθάρα. Ένας ξάδερφός, από τη μεριά του πατέρα μου, κατετάγη στο στρατό και έφυγε για το μέτωπο, οπότε μου έδωσε την κιθάρα του, μια πολύ απλή, τίποτε το ίδιαίτερο. Στο σχολείο δε, είχα ένα δάσκαλο Γερμανικών, που μας μάθαινε μουσική. Έπαιζε ένα σκοπό στην κιθάρα και τραγουδούσαμε μαζί. Ήταν ο πρώτος που μου έδειξε συγχορδίες. Λίγο αργότερα βρήκα έναν δάσκαλο για ιδιαίτερα μαθήματα, γιατί λόγω της εβραϊκής καταγωγής μου απαγορευόταν να κάνω μαθήματα μουσικής.
Αναφέρεστε στο 1938. Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης είχαν ήδη ψηφιστεί. Με ποιον τρόπο άλλαξαν τη ζωή σας;
Μεταφέρθηκα αναγκαστικά σε ένα σχολείο στην Joachimstaler Strasse, όπου φοιτούσαν αποκλειστικά Εβραίοι. Και φυσικά, δεν μου επιτρεπόταν να σπουδάσω μουσική. Επίσης, απαγορευόταν να παίζω μουσική δημοσίως, επιπροσθέτως ήμουν ανήλικος. Αλλά έτσι κι αλλώς, τίποτα δεν επρόκειτο να με σταματήσει. Το πρόβλημα ήταν πως, εκείνη την περίοδο, αν ένας μουσικός επιθυμούσε να παίζει μπροστά σε κοινό, έπρεπε υποχρεωτικά να γίνει μέλος της Reichsmusikkammer (Ινστιτούτο της Ναζιστικής θεώρησης μουσικής που προωθούσε την «υπεραξία της Γερμανικής κουλτούρας», έναντι της «κατώτερης Εβραϊκής»). Προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να δεχθούν έναν Εβραίο.
Στην επόμενη σελίδα: Τζαζ στα κλαμπ του Βερολίνου με το φόβο των SS και “Gheto swingers” στα στρατόπεδα συγκέντρωσης