Ο Τόλης Φασόης είναι μορφή. Καλοντυμένος, με χαρακτηριστική ξενική προφορά καθώς μου μιλά, ζεστό βλέμμα και πάνω από όλα ανεξάντλητη όρεξη για δημιουργικότητα και επικοινωνία. Τρεις ώρες κράτησε η συζήτησή μας, δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω συνέντευξη, γιατί ένιωσα όπως θα ένιωθα με κάθε άνθρωπο που πρωτογνωρίζω και θέλω να μάθω ακόμα περισσότερα γι’ αυτόν. Ένα είναι σίγουρο: He still gets that beat.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νότια Αφρική. Μου άρεσε από μικρός η σκηνή αλλά οι γονείς μου δε το συζητούσαν συχνά. Ως μετανάστες σκεφτόντουσαν ότι το παιδί τους πρέπει να σπουδάσει, να μορφωθεί και δεν ήθελαν να πάρει τον καλλιτεχνικό δρόμο. Βέβαια, είχα την προδιάθεση και το ήξεραν. Όταν κάναμε parties στο εστιατόριο που είχαμε, με σήκωναν επάνω τριών χρονών πιτσιρίκι και χόρευα για τον κόσμο.
Είχαμε ως παιδιά διαφορετική ψυχολογία και διαφορετικά δεδομένα από τους γονείς μας που ήταν μετανάστες. Εμείς δυσκολευόμασταν πολύ να καταλάβουμε την ελληνικότητά τους και είχαμε κόντρες. Όχι μουσικές κόντρες, γιατί άκουγα Θεοδωράκη και Χατζιδάκι που άκουγαν κι εκείνοι. Στο δημοτικό μάλιστα είχα επιλέξει μόνος μου να ακούσω Σαββόπουλο, που στην μητέρα μου δεν άρεσε. Στην Ε’ δημοτικού είχα δίσκους από Jethro Tull και Σαββόπουλο. Οι κόντρες με τους γονείς εστιάζονταν στη διαφορετική κουλτούρα. Εμείς μεγαλώναμε σε μια κοινωνία με πιο ελεύθερα ήθη –αν και ήταν μια φασιστική κοινωνία λόγω του απαρχάιντ.
Μου αρέσει να ανεβαίνω στη σκηνή και να εκτίθεμαι. Ίσως επειδή δεν είχα αποδοχή από τους δικούς μου λόγω της διαφορετικής νοοτροπίας μου, βρήκα την αποδοχή μέσα από το κοινό, αν και η αποδοχή δεν είναι ο σκοπός. Πιθανότερο θεωρώ ότι η ανάγκη για την σκηνή είναι έμφυτη μέσα μου. Το λέω αυτό γιατί όταν μεγάλος πια, σαράντα χρονών, επισκέφτηκα την Ιθάκη, από όπου ήταν ο παππούς μου, έμαθα ότι ήταν το πρώτο βιολί στα πανηγύρια του νησιού και ότι έγραφε θεατρικά. Όμως η μητέρα μου δεν μου τα είχε πει όλα αυτά γιατί τον είχε χάσει νωρίς και λόγω συναισθηματικής φόρτισης δεν ήθελε να ακολουθήσω τον ίδιο δρόμο.
Στην οικογενειακή ταβέρνα που διατηρούσαμε στην Νότια Αφρική εργάζονταν και έγχρωμοι με τους οποίους είχαμε πολύ καλή σχέση γιατί ο πατέρας μου τους πλήρωνε αισθητά καλύτερα από ότι οι ντόπιοι λευκοί. Μας αγαπούσαν λοιπόν και μας καλούσαν πολλές φορές και στα σπίτια τους. Έτσι από τις πιο έντονες αναμνήσεις που έχω είναι από τις συνοικίες τις δικές τους, που καθόμουν επί δύο ώρες σιωπηλός και τους έβλεπα να κάνουν τα δικά τους, να παίζουν τη δική τους μαύρη μουσική. Οφείλω πολλά και στη δική τους καταπληκτική αίσθηση του ρυθμού. Ένας από τους σερβιτόρους που δούλευαν στο εστιατόριο μας με είδε να τραγουδάω Elvis, το “Blue Suede Shoes” συγκεκριμένα, και μου είπε «μα τι είναι αυτά που κάνεις;», έπιασε το μικρόφωνο και μου έδειξε πώς να παίζω μαζί του και πώς να κινούμαι. Κι όντως το έκανα ως πιτσιρικάς σε εκδήλωση του σχολείου κι έγινε το έλα να δεις. Οπότε ναι, η σκηνική μου παρουσία έχει επηρεαστεί από αυτούς τους ανθρώπους.
Όταν έκανε την εμφάνιση της η πανκ σκηνή αυτό που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο καθένας μπορούσε πια να γράψει τα δικά του κομμάτια. Μου αρέσει να τραγουδάω τα κομμάτια που γράφω γιατί έτσι καταθέτω τον εαυτό μου και αυτοί που ξεχωρίζω στην Ελλάδα είναι οι τραγουδοποιοί. Είχα και έχω μια απέραντη ανάγκη να εκφραστώ με τους στίχους μου, δεν μπορώ να το κάνω με άλλον τρόπο.
Δουλεύω πολύ πάνω στη μουσική. Δεν πιστεύω ότι έχω περισσότερο ταλέντο από άλλους αλλά πιστεύω στη δουλειά. Κάνω πάρα πολλές πρόβες και μου αρέσουν πολύ εκείνες οι ώρες. Πρέπει να ιδρώσω πριν ανέβω στη σκηνή, πρέπει να είμαι έτοιμος γιατί ο άλλος δίνει τα λεφτά του για να έρθει να με δει.
Στα 24 μου ήρθα στην Ελλάδα μόνιμα. Είχαμε έρθει άλλη μια φορά οικογενειακώς το ’66 αλλά προέκυψε η χούντα και φύγαμε γιατί οι γονείς μου, όντας αριστεροί, δεν είχαν καμία τύχη να βρουν δουλειά. Δυσκολεύτηκα πολύ να προσαρμοστώ στην ελληνική πραγματικότητα. Αυτό που με βοήθησε ήταν ότι βρέθηκα με τα παιδιά, σχηματίσαμε τους Sharp Ties και παίξαμε μαζί μουσική και μάλιστα με αγγλικό στίχο. Υπήρξαμε πρωτεργάτες σε αυτή τη σκηνή.
Είμαι καθηγητής αγγλικών σε ιδιωτικό σχολείο της μέσης εκπαίδευσης. Έχω καταφέρει η βραδινή μου δουλειά να μην εισχωρεί στην πρωινή μου. Όμως μερικοί μαθητές μου έχουν έρθει να με δουν να τραγουδώ κι άλλοι φαντάζομαι έχουν δει τα video clips μου.
Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική στην Ελλάδα οι περισσότερες μπάντες ήταν cover bands. Η αγγλόφωνη σκηνή ήταν στα σπάργανα και επειδή πουλήσαμε εμείς ανοίξαμε τον δρόμο και σε άλλα γκρουπ και οι εταιρίες ασχολήθηκαν μαζί μας. Δεν περιμέναμε να γίνουμε τόσο δημοφιλείς. Εμείς ήμασταν πιτσιρίκια και παίζαμε για να το ευχαριστηθούμε και για να χορέψουν οι φίλοι μας στο club. Βέβαια, είχαμε συνείδηση του ότι θέλαμε να είμαστε πολιτικοποιημένοι/κοινωνικοποιημένοι π.χ. δε θέλαμε σεξιστικά εξώφυλλα. Η δική μου πολιτικοποίηση είχε έρθει λόγω της κατάστασης του απαρχάιντ που είχα ζήσει στη Νότια Αφρική. Δεν μπορούσα να μην πάρω θέση. Δεν μπορείς να μην πάρεις θέση.
Το “Get that beat”, όπως ερμηνεύθηκε στη συναυλία στο Σπόρτινγκ, όπου το γήπεδο ήταν γεμάτο, μπορεί να το δει κανείς στο youtube. Αυτό που δεν μπορεί να δει κανείς είναι ότι οι ροκάδες είχαν πλακωθεί με τα πανκιά. Εκεί έγινε το ξεκαθάρισμα: πάμε με το καινούριο ή όχι; Τραγουδάγαμε και κάποια στιγμή τους βλέπουμε να παίζουν ξύλο στις κερκίδες. Εμείς το είχαμε κατά κάποιο τρόπο προβλέψει γιατί ξέραμε ότι ήμασταν φορείς ενός άλλου τρόπου ζωής. Δεν ήμασταν ροκάδες με την εικόνα του μαλλιά, δεν είχαμε 100.000 solo, ήταν όλα γρήγορα, γκανγκ γκανγκ γκανγκ γκανγκ, ήταν ένας new wave πανκοειδής ήχος. Ήταν πιο ωμό και πιο χορευτικό όλο αυτό και για να πούμε την αλήθεια οι ροκάδες δεν το είχαν πολύ με το χορό.
Με το τέλος των Sharp Ties ένιωθα απογοητευμένος γιατί δεν είχαμε καταφέρει να βγούμε στο εξωτερικό ενώ υπήρχαν οι προϋποθέσεις αλλά λόγω κακών χειρισμών της εταιρίας δεν έγινε. Γι’ αυτό το λόγο αποσύρθηκα, αν μπορεί κανείς μπορεί να αποσυρθεί ολοκληρωτικά από τη μουσική. Έκανα φωνητικά, έκανα παραγωγές, έγραφα στίχους για άλλους κι έτσι σταδιακά ξαναμπήκα στο παιχνίδι. Υπήρχε συνεργασία με τους Πυξ Λαξ γιατί μου έβαλαν ένα καρότο που με δελέασε: να γράψω τους αγγλικούς στίχους για τους Eric Burdon, Marc Almond, Steve Wynn και Gordon Ganno. Μου αρέσουν οι καλλιτέχνες που πάντα δίνουν σημασία στον στίχο όπως ο Leonard Cohen και ο Bob Dylan.
Στην Ελλάδα γίνονται φανταστικά πράγματα και πιστεύω ότι η Αθήνα είναι μια από τις πρωτεύουσες της μουσικής στην Ευρώπη. Καθημερινά υπάρχουν καλές συναυλίες και σε τόσο διαφορετικά είδη: ρεμπέτικο, πανκ, ροκ οτιδήποτε. Προσωπικά μου αρέσουν πολύ ο Leon of Athens, o Εισβολέας, ο Gautier, ο Blend Mishkin, η Κατερίνα Duska, η Ειρήνη Σκυλακάκη, οι Illegal Operation, οι Imam Baildi και από παλιότερους οι αδερφοί Κατσιμίχα, ο Νίκος Ζιώγαλας και η Δήμητρα Γαλάνη. Από ξένα ακούω πολλά αμερικάνικα και ραπ. Ξεχωρίζω τον Father John Misty. Δεν μου αρέσει να ακούω παλιά τραγούδια. Δεν υπάρχουν πια όρια και γι’ αυτό νομίζω ότι η καλύτερη μουσική γίνεται τα τελευταία πέντε χρόνια, είτε λέγεται Royal Blood είτε FKA twigs.
Ο κάθε καλλιτέχνης φέρνει στο τραπέζι αυτό που είναι κι αυτό που καταθέτει. Την τελευταία φορά παίξαμε σε ένα κοινό που δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα -είχε κακοκαιρία κι έτσι δεν είχε προσέλευση- αλλά δώσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε. Άλλωστε οι 100 άνθρωποι είναι πιο απαιτητικό κοινό από τους 10.000, έχω παίξει μπροστά σε τόσους και μπορώ να κάνω την σύγκριση. Αυτό κάνεις στο τέλος της ημέρας. Κάνεις ό,τι μπορείς για όσους σε έχουν τιμήσει.
Είμαι περήφανος για το τελευταίο μου single, Mr. Smith. Θα μπορούσαμε να πάμε για ένα εύκολο κομμάτι αλλά δε το κάναμε. Το συγκεκριμένο τραγούδι δεν έχει ούτε ρεφρέν. Το επιλέξαμε όμως για να μιλήσουμε για αυτόν τον τύπο ανθρώπου με το πούρο και τον φτηνό εντυπωσιασμό που τείνει, ευτυχώς, να εξαφανιστεί. Έχουν αλλάξει τα πράγματα κι έχει τελειώσει αυτός ο αισχρός τρόπος που ζούσαμε τόσα χρόνια. Αυτό το επιτηδευμένο ύφος έχει πεθάνει. Πείτε μου κάτι ουσιαστικό, αυτό είναι που χρειαζόμαστε.
Τα προηγούμενα πολιτικά πρόσωπα ήταν αναγκαίο να φύγουν. Δεν ξέρω τι θα γίνει με το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, θα το δούμε αυτό, αλλά πώς είναι δυνατόν να ανεχτούμε «τις Αμυγδαλέζες»; Από την μία μοιάζει απίστευτο το που είχαμε καταντήσει αλλά όποιος παρατηρούσε την κοινωνία το περίμενε. Υπήρχαν σκαλιά που μας οδήγησαν εκεί: ο Χριστόδουλος, το ΛΑ.ΟΣ, εκείνη η εικόνα από το Άγιο Όρος που μαζεύτηκε η μισή Αθήνα για να προσκυνήσει. Όλα αυτά ήταν στάδια εκφασισμού της κοινωνίας.
Με τη νέα κυβέρνηση έγιναν ουσιαστικές κινήσεις σε επίπεδο συμβολισμού όπως ο πολιτικός όρκος αλλά εξίσου συμβολικά δεν έπρεπε να υπήρχε ο Παυλόπουλος. Το καταλαβαίνουμε, το δικαιολογούμαι όμως όταν ξεκινάς να δικαιολογείς το ένα και το άλλο πού σταματάς; Δεν πρέπει να δικαιολογούμε τα πάντα στο όνομα της δημοκρατίας.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος μου έλεγε «Φίλε, εσένα θα σε φάει η Αθήνα. Εσένα θα σε φάει η Ελλάδα». Αλλά τίποτα δεν σε τρώει αν δεν το αφήσεις εσύ να σε φάει.