Η φυλακή
– Πρώτη φορά μπήκα μέσα 15 χρονών στη Βουλιαγμένης. Για κλοπή αυτοκινήτου. Ακόμα και σήμερα, δεν ξέρω να οδηγώ. Οι άλλοι δύο οδηγούσαν. Παίρναμε αυτοκίνητα, κάναμε βόλτες και τα επιστρέφαμε άθικτα.
– Η φυλακή ήταν χαλια. Κάθε δεκαπέντε τρώγαμε κρέας ή κοτόπουλο. Αν είχες λεφτά, μαγείρευες. Βασική προϋπόθεση ήταν να προλάβαινες. Αν περίμενες να φας από το καζάνι, δεν την έβγαζες με τίποτα. Είχα πετάξει πολλές φορές τα ταψιά με το μπριάμ και τις μελιτζάνες και μου έκαναν ιστορία οι βαρυποινίτες. «Ρε μαλάκα, για σένα το κάνω. Εγώ σε τέσσερις μήνες βγαίνω. Εσύ πώς θα βγάλεις την ισόβια με αυτά τα φαγητά;», τους έλεγα.
Δυο άτομα. Παραπάνω δεν χώραγε το κελί. Για τουαλέτα είχαμε έναν κουβά. Έπρεπε να κάνεις κουμάντο να πας τουαλέτα πριν κλείσει η φυλακή. Διαφορετικά, αν σε έπιανε το βράδυ, τα έκανες στον κουβά και τα μύριζες όλη τη νύχτα.
– Γεμάτες ήταν οι φυλακές με ναρκωτικά, μαχαίρια, πιστόλια, χάπια. Σπάγανε τις ουρές από τα τηγάνια, τις τροχίζανε και γίνονταν κοφτερές σαν φαλτσέτες. Όλοι είχανε τέτοια. Γίνονταν και βιασμοί, ειδικά αν ήσουν άγνωστος. Μια μέρα στο Ναύπλιο, είχαμε κάποιον Μπακούτη από την Κόρινθο. Γερός μαχαιροβγάλτης. Παράλληλα, έχουν φέρει κι έναν πιτσιρίκο. Εκεί ήταν αγροτικές φυλακές και είχαμε θαλάμους. Μια μέρα, μόλις βγήκε ο πιτσιρίκος από το μπάνιο, του λέει ο Μπακούτης: «Πωπώ μικρέ, απόψε κάνεις μπαμ». Ο μικρός δεν μίλησε. Το επόμενο βράδυ πήρε μια πρόκα, από τις μεγάλες που βάζανε παλιά στα δοκάρια, και ξετρύπησε τον Μπακούτη την ώρα που κοιμότανε. Τον καθάρισε. Είχε νόμους μέσα. Και τότε σκοτώνονταν πολλοί άνθρωποι. Πέφτανε μαχαιριές. Μονομαχίες να δει το μάτι σου! Ποιος θα πάρει την πόκα, ποιος θα πάρει το μπαρμπούτι, ποιος θα πάρει τα χάπια… Όλα για το κουμάντο. Ειδικά αν ήταν κανένας αιμομίκτης, δεν την γλίτωνε.
– Έχω φάει και δώδεκα μήνες για στάση. Για να πάρουμε χάρη μαζί με κάποιους πολιτικούς επί χούντας ανεβήκαμε στα κεραμίδια της φυλακής στην Αίγινα και μείναμε εκεί για τρία μερόνυχτα, μέχρι που ήρθε ο υπουργός Δικαιοσύνης Στεφανάκης. Μας έπεισε, κατεβήκαμε και την επόμενη μέρα άρχισε να μας στέλνει σε άλλες φυλακές.. Με έστειλαν στην Αλικαρνασσό. Εκεί βρήκα τον Κοεμτζή. Τον γνώριζα από την Αθήνα. Είχε γυμναστήριο, κάτω από τον Μπακάκο, όπου μαθαίνανε τζούντο και καράτε με δάσκαλο τον Μεγαρίτη. Με τα αδέρφια του και άλλους παλαιστές συγγενείς του, όπως ο Μασκοφόρος, ελέγχανε την πλατεία Βάθη και το Μεταξουργείο. Τον είχανε φέρει για εκτέλεση, υπήρχε ακόμα η θανατική ποινή. Μόλις ήρθε τον βάλανε έξι μήνες απομόνωση γιατί είχε φάει πολλούς Κρητικούς και οι συμπατριώτες τους που ήταν μέσα φοβούνταν. Δεν τον έπιανες με τίποτα. Στο βιβλιό του, νομίζω, μ’ αναφέρει. «Ας είναι καλά ο Βάιος που μου είπε να μην βγάλω το βλήμα». Του είχα πει να μην αφαιρέσει ένα θραύσμα που είχε στο πόδι, γιατί μόνο αν ήσουν υγιής σε εκτελούσαν. Κέρδισε χρόνο έτσι μέχρι ο γέρος Παπανδρέου να αναστείλει όλες τις εκτελέσεις
– Μια μέρα τρελάθηκα. Είχα ένα μπολ με αυγά για να τα κάνω με ντομάτα και δεν πρόλαβα να πάρω σειρά. Τα πετάω όλα κάτω, πιάνομαι από ένα αλεξικέραυνο που υπήρχε στο τριώροφο κτήριο και σκαρφαλώνω μέχρι την ταράτσα. Ανέβηκα πάνω και άρχισα να βρίζω «Γαμιέστε πούστηδες. Γαμώ την Κρήτη σας….» και διάφορα τέτοια. Έγινε φασαρία. Το βράδυ ξαναήρθε ο υπουργός δικαιοσύνης, ο Στεφανάκης, τον είχα ζητήσει εγώ. Εν τω μεταξύ, μαζί με μένα ξεσηκώθηκαν κι άλλοι. Του εξήγησα την κατάσταση και κατέβηκα.
– Μόνο μια φορά απέδρασα. Έφυγα από τις αγροτικές, την ώρα της δουλειάς, δήθεν για τουαλέτα, και βρέθηκα στον Βόλο. Τελικά, με βρήκανε.
Η χειρότερη φυλακή ήταν το Γεντί Κουλέ. Όταν έμπαινες, έβλεπες από την εξωτερική μεριά της πόρτας, σκαλισμένο σ’ ένα μάρμαρο, ένα λιοντάρι. Στο ίδιο σημείο, στην εσωτερική μεριά, υπήρχε σκαλισμένο ένα αρνί. Συμβολικό. Έμπαινες λιοντάρι κι έβγαινες αρνί. Από την απομόνωση δε, έβγαινες τυφλός. Έκανα πάντα απεργία πείνας όταν με βάζανε εκεί. Βασικά, κοίταζα να αποφύγω το φαγητό γιατί δεν υπάρχει χειρότερη ξεφτίλα για έναν φυλακισμένο, από το να τα κάνει επάνω του και να τον βγάλουν στο προαύλιο για να τον πλύνουν οι συγκρατούμενοί του με τη μάνικα. Ο μόνος τρόπος για να το αποφύγεις είναι η απεργία πείνας ώστε να μην έχεις τίποτα να βγάλεις.
– Όταν ανέλαβε ο Παπαδόπουλος αντιβασιλέας, ήμουν στις ψυχιατρικές φυλακές του Πειραιά και παίζαμε πινγκ-πονγκ με έναν Μανιάτη. Σταμάτησε το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο και ακούσαμε την ανακοίνωση: «Ελληνικέ λαέ, αναλαμβάνω ένα ακόμα βάρος στην πλάτη μου. Γίνομαι αντιβασιλεύς της Ελλάδος». Δεν είχα δει ότι όλο το επιτελείο της φυλακής ήταν πίσω μου και είπα: «Μπράβο Παπαδόπουλε! Ένα υπουργείο δεν θα αφήσεις για εμάς;». Δεν πρόλαβα ούτε την ρακέτα να αφήσω. Με σηκώσανε και με πήγανε ακριβώς απ’ έξω όπου υπήρχε ένα μπαράκι που έβαζε δισκάκια. Με δέσανε σαν να ήμουν έτοιμος για χορό. Το ένα χέρι στην ανάταση και το ένα πόδι σηκωμένο. Αυτή ήταν η τιμωρία τους, μέχρι το βράδυ, η λεγόμενη «καθήλωση».
Οι μπίζνες
– Ένα φεγγάρι είχα βάλει μια Πατρινιά στη Συγγρού. Εκείνα τα χρόνια επιτρέπανε να βγουν και γυναίκες στη Συγγρού. Το κορίτσι ήθελε να δουλέψει για μένα. Όλα εγώ τα έπαιρνα. Της έδινα ό,τι ήθελα. Συνήθως, δεν της έδινα τίποτα. Απλά, την φρόντιζα. Την είχα στην πένα. Ήταν ένα κοντούλικο και όμορφο κοριτσάκι, πρώτη και τελευταία φορά που έκανα κάτι τέτοιο. Την άφησα για να μπει στον στον ίσιο δρόμο, δουλεύοντας σε ένα συνεργείο στην Ιερά Οδό. Μετά, όμως, από τέσσερις μέρες, την ώρα που έκανε διάλειμμα για κολατσιό, την σκότωσε ένα αυτοκίνητο καθώς περνούσε τον δρόμο.
Σταμάτησα γιατί άνοιξα μαγαζί με τον κουμπάρο μου. Ήταν τραβεστί και είχε ήδη τέσσερα-πέντε μαγαζιά που στη γλώσσα των πούστηδων λέγονταν «τζιναβωτά». Είχανε αδερφές μέσα που τραγουδούσανε και κάθε βράδυ ήταν τίγκα στον κόσμο. Ένα τέτοιο μαγαζί κάναμε και μαζί. Το μερίδιό μου το είχα βάλει στο όνομα του πεθερού μου γιατί σε μένα δεν δίνανε άδεια, λόγω του τρελόχαρτου που είχα από τον στρατό.
Ανοίξαμε το μαγαζί στην Πλάκα, απέναντι από την ταβέρνα του Μοστρού όπου τραγουδούσαν η Μαρινέλλα με τον Μητροπάνο. Στο ελαφρό τραγούδι ήταν ο Τέρης Χρυσός. Έγινε ένα σκηνικό με τον αδερφό μου που χαράκωσε εναν στο λαιμό και πάει, αυτό ήτανε, μας το κλείσανε το μαγαζί.
Μετά άνοιξα μαγαζί κοντά στο Σύνταγμα όπου τραγουδούσε η Καίτη Γκρέη. Έλα όμως που βγήκε νόμος που απαγόρευε να υπάρχει μαγαζί σε απόσταση μικρότερη των πεντακοσίων μέτρων από εκκλησία. Άλλο στραπάτσο από ‘κει. Άνοιξα άλλο μετά, πίσω από την ταβέρνα του Αετόκοτα, στην Πλάκα, με τη Γιώτα Γιάννα.Τότε ήταν έγκυος η γυναίκα μου. Περίμενα να βγει η άδεια από μέρα σε μέρα. Παρόλ’ αυτά, η αστυνομία μου επέτρεψε να το δουλέψω, φτάνει να μην γίνονταν φασαρίες. Δουλεύαμε κανονικά μέχρι που έγινε η στραβή. Ένας τύπος, αδερφός μιας γνωστής τραγουδίστριας, μαχαίρωσε έναν οικοδόμο, πάνω στην πίστα. Άλλη χασούρα από ‘κει. Τελικά, πέθανε και ο κουμπάρος μου και σταματήσαμε.
Πιο μετά άλλο ένα με μπιλιάρδα μαζί με τον αδερφό μου. Το πουλήσαμε, πήρα περίπου 8,5 εκατομμύρια και τα έφαγα στο κουμ-καν. Δεν έπαιζα πιο παλιά που είχα πολλά λεφτά και άρχισα να παίζω όταν παντρεύτηκα. Πήγαινα σε παράνομες λέσχες. Μόνο μία ήταν νόμιμη, του Χαραλαμπόπουλου στο Σύνταγμα. Παίζαμε κουμ-καν και μπαρμπούτι.
Η οικογένεια και η θάλασσα
– Ο πατέρας μου πάντα έλεγε «κάθε οικογένεια βγάζει κι έναν τρελό, στα 5-6 παιδιά της». Η μάνα μου είχε αδυναμία σε μένα. Να ξέρεις ότι η μάνα είναι πάντα κοντά στο πιο ταλαιπωρημένο της παιδί. Η αλήθεια είναι ότι έχω μετανιώσει για κάποια πράγματα. Δεν ήταν σωστό που, σε κάποιες περιπτώσεις, βγάζαμε μαχαίρι για το τίποτα. Στα παιδιά μου έχω πει: «Και χαστούκι να σας δώσουνε, γυρίστε και το άλλο μάγουλο, όπως είπε ο Χριστός. Μην κάνετε τα ίδια».
Στην ίδια περίπτωση με ό,τι είχα επάνω μου, θα τον «έτρωγα» ή θα με «έτρωγε». Ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία. Αν είμαι σε μέρος που δεν γνωρίζω κανέναν, μπορεί να κάνω πίσω, αλλά όχι αν είμαι σε μέρος με γνωστούς. Να πούνε «ο Βάιος έκατσε σαν κότα». Δεν θα ‘χω μούτρα να βγω έξω.
– Τα τατουάζ είναι κεντητά, όλα με βελόνα. Τα έκανα μέσα, αν και απαγορευόταν. Αν σε έπιαναν, έτρωγες πέντε μήνες. Παιδικές χαζομάρες.
– Σήμερα, περνάω πολλές ώρες στη θάλασσα. Κολυμπάω, παίζω ρακέτες και σκάκι. Αυτά θέλω. Ησυχία.