Η ζωή του Βάιου θα μπορούσε να είναι πρώτη ύλη για το σενάριο μιας καλής γκανγκστερικής ταινίας. Σαν μια βαλκανική εκδοχή του Σκορσεζικού σύμπαντος ή της σκηνογραφίας που έστησε ο Ντε Πάλμα για τον Τόνι Μοντάνα και τον Καρλίτο Μπριγκάντε. Μόνο που η δράση δεν εκτυλίσσεται σε κάποια Λιτλ Ίταλι, αλλά στα στενά της Πλάκας με το ημερολόγιο να είναι στη σελίδα των 60s. Εκεί, και τότε, ξεκίνησε να δουλεύει μπράβος στα μαγαζιά της περιοχής. Το μόνο που έχει μείνει να θυμίζει αυτές τις εποχές είναι το πρασινωπό χρώμα των κεντητών τατουάζ της φυλακής που μουτζουρώνουν τα χέριατου. Πώς έφτασε να περάσει 13 χρόνια μέσα; Το διηγήθηκε, σήμερα στα 67 του, στην Popaganda με την μπάσα βραχνή φωνή του σε μια αφήγηση που κόβει την ανάσα. Μην πάρετε ποπ κορν, δεν είναι ταινία. Είναι φέτες πραγματικής ζωής, της επικίνδυνης δικιάς του…
Το βάπτισμα στην παρανομία
– Γέννημα θρέμμα Πλακιώτης. Τέλειωσα το σχολείο και μετά έβγαλα δύο χρονιές στην Ανωτάτη Εμπορική. Έμπλεξα με τη νύχτα κι έμαθα στα εύκολα χρήματα που έβγαιναν με την προστασία. Τρία άτομα είχαμε καλό όνομα στην Πλάκα. Ο «Ζορό», ο Σταθόπουλος κι εγώ. Οι άλλοι δύο δε ζουν. Ο Σταθόπουλος έφαγε σφαίρα στο κεφάλι και τον πετάξανε σ’ έναν γκρεμό με το αυτοκίνητο, κάπου στην Καλαμάτα. Ο Ζορό πήγε από τροχαίο.
– Όταν ο Σκυλίτσης έκλεισε την Τρούμπα κι έφερε όλα τα μαγαζιά στο Σύνταγμα και στην Πλάκα, αναλάβαμε την προστασία σε καμιά τριανταριά ταβέρνες και μπαράκια. Αναγκαστικά, είχαμε επεισόδια γιατί υπήρχαν και άλλοι που θέλανε μερτικό. Εκείνη την εποχή παίρναμε ένα χιλιάρικο από το μαγαζί, κάθε βράδυ. Σκέψου ότι με 30.000 δραχμές αγόραζες δυάρι. Δεν κρατούσαμε τίποτα, έτσι τα τρώγαμε. Σε πουτάνες, μπαράκια και μπουζούκια.
– Θα ‘μουνα περίπου 19-20, μια μέρα που πήγαμε να πάρουμε λεφτά από τους Μανιάτες, τους Μαντουβαλαίους, οικογένεια του σημερινού δικηγόρου και πολιτικού. Τότε, ήταν ο φόβος κι ο τρόμος αυτοί, αλλά εμείς δεν το ξέραμε. Μπήκαμε στο γραφείο να πάρουμε τα λεφτά, άνοιξαν το συρτάρι κι εβγαλαν δυο κουμπούρια. Εμείς δουλεύαμε μόνο μαχαίρι – πιστόλια είχανε μόνο οι Μανιάτες. Μας λένε: «Εδώ, θα έρχεστε και θα πίνετε. Ξεχάστε τις προστασίες. Ξέρουμε ποιοι είστε στην πιάτσα, αλλά αυτά όχι σε μας».
Τα μαχαιρωματα
– Ένας ξάδερφός μου είχε μια ντισκοτέκ, την Step Βy Step. Εκεί ερχόταν μια πιτσιρίκα που της κόλλαγα, χωρίς να ξέρω αν ήταν με κάποιον. Αυτή, όμως, είχε νταραβέρι με έναν τυπάκο από τα Πετράλωνα. «Βασιλιάς» το παρατσούκλι του. Γεροδεμένο παλικάρι. Μια μέρα μας είδαν κάνα δυο γνωστοί του και του το σφυρίξανε. Έρχεται και μου λέει: «Μαγκάκο, θα λογοδοτήσεις που πήρες την γκόμενά μου». Του απαντάω: «Ποια; Αυτήν; Πάρτηνα, αλλά δεν θα φύγεις έτσι. Έχεις μαχαίρι επάνω σου;». Είχε. «Βγάλτο. Εγώ δεν το ξαναβάζω μέσα, αν δεν σε χτυπήσω ή δεν με χτυπήσεις». Του τράβηξα κάνα δυο στη μούρη, πήρε τα σκαλάκια κι έφυγε. Μπροστά στον κόσμο όλα αυτά, μόλις κλείνανε τα ξημερώματα τα μαγαζιά της Πλάκας, ανταμώναμε όλοι στο Σύνταγμα. Ακόμα και οι ναρκομανείς. Όλη η διακίνηση εκεί γινόταν. Όταν έφυγε, μου λέει «έχουμε προηγούμενα». «Όποτε θέλεις» είπα. Δεν πήγε, όμως, στην αστυνομία. Η σιωπή ήταν τότε ο νόμος της πιάτσας.
Μετά από κάνα δυο μήνες, ένα βράδυ, τον βλέπω. Κράταγε μια λάμα τριάντα πόντους. Εγώ είχα πάρει LSD και είχα μουρλαθεί. Ούτε το κουμπάκι που ανοίγει το μαχαίρι δεν μπορούσα να πατήσω. Τον είδα να ‘ρχεται κατά πάνω μου. Tην τελευταία στιγμή πρόλαβα να βάλω το χέρι μπροστά στην κοιλιά μου. Αυτός μόλις με κοπάνησε έφυγε προς την Ακρόπολη. Κατάλαβα ότι μου την έδωσε γερά. Τελικά, με είχε πετύχει στον αγκώνα. Η μύτη είχε κολλήσει στο κόκκαλο και το υπόλοιπο μαχαίρι τρεμόπαιζε στον αέρα. Σκέψου με πόση δύναμη μου την έδωσε. Έβγαλα το μαχαίρι και το πέταξα. Πήρα ένα μπουκάλι ούζο από ένα καφενείο. Το ‘ριξα επάνω κι έσκισα ένα κομμάτι από την μπλούζα μου για να τη δέσω. Ακόμα έχω το σημάδι (σ.σ. μου το δείχνει).
– Άλλη ιστορία είναι μια που συνέβη ξανά στη ντισκοτέκ του ξάδερφού μου. Έπιναν εκεί τρεις μαύροι, αμερικάνοι ναύτες. Γομάρια, σαν την πόρτα .Ξαφνικά, ο ένας από τους τρεις μου λέει «I want to fuck this boy». Ο Ζορό μου κάνει «για μας το λέει». Βρέθηκε ένας έλληνας φωτογράφος που δούλευε με τα μαγαζιά και τον είχαν οι μαύροι σαν διερμηνέα. Του λέω, «τι θέλει αυτός ρε;». Μου λέει, «θέλουν χασίσι». Δεν ασχολήθηκα, αλλά κάποια στιγμή σηκώθηκε ο ένας τους και πήρε τη γυναίκα του Ζορό για να την χορέψει. Νταηλίκι κι έτσι. Βλέπω τον άλλον, είχε το χέρι του επάνω στο πόδι του, καλυμμένο με ένα μαντήλι. Από κάτω είχε μαχαίρι. Στην αρχή δεν φαινόταν, αλλά όταν πέσανε επάνω τα φώτα της ντίσκο, γυάλισε η λάμα. Ο φίλος μου ήδη μάλωνε με τον άλλον, για να πάρει πίσω τη γυναίκα του. Ο κόσμος ειχε κατάλαβει κι άρχισε να φεύγει. Στο μαγαζί ήταν όλοι δικοί μας, αλλά με το που βλέπω να έρχεται αυτός ο μαλάκας που είχε τη λάμα κάτω από το μαντήλι, σκέφτηκα «πάει, σε σκότωσε». Από πίσω, με είχε πιάσει ένα χέρι από τον ώμο, μου έκοψε μια αλυσίδα που είχα δώρο της μάνας μου, μου έσκισε την μπλούζα και με σήκωσε ολόκληρο στον αέρα! Τα πόδια μου ήταν στον αέρα και έβλεπα τον άλλον με το μαχαίρι να έρχεται κατά πάνω μου. Το βγάζω κι εγώ, του τραβάω μια στην κοιλιά, πέφτει σε κάτι τραπέζια και τα ‘κανε σμπαράλια. Ο άλλος με παράτησε και έσκασα με τον κώλο κάτω. Ο τρίτος έφυγε. Το μαγαζί ήταν διώροφο, περίπου δέκα μέτρα ύψος και στην ταράτσα είχε ένα στηθαίο. Αυτός που με είχε σηκώσει πήδηξε από κει. Όπως ήταν στον αέρα, του έδωσα μια με το χέρι και τον πέτυχα στο λαιμό. Μόλις έπεσε κάτω, έμεινε εκεί. Λέω «πάει, τον καθάρισα».
Την ώρα που έφευγα με είδε ο Κουρούμαλος που είχε καφετέρια απέναντι. Ήταν ρουφιάνος της αστυνομίας, αλλά ακόμα δεν το ήξερα. Μου λέει: «Πέθανε». Γλίτωσα και το αυτόφωρο που τότε ήταν τρεις μέρες. Μέχρι να πιάσουν εμένα, είχαν πιάσει έναν άλλον που ήταν στην Πλάκα με το όνομά Βάιος και τον κοπανάγανε. Πήγα στο μαγαζί του ξάδερφού μου και με φώναξε ο Κουρούμαλος, «ελα να πιούμε έναν καφέ». Δεν πήγε το μυαλό μου ότι είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Είχα κι ένα μαχαίρι στην κάλτσα που δεν πρόλαβα να το πετάξω. Μόλις πήγα να κάτσω στην καρέκλα, είδα από την κάτω μεριά, στην Τριπόδων, κινητικότητα που δεν μ’ άρεσε. Δίνω μια στο φλιτζάνι, «άσε τον καφέ». Έφυγα από την πάνω μεριά. Στο τέρμα της Μνησικλέους που είναι σταυροδρόμι, είχαν πλακώσει καμιά τριανταριά αστυνομικοί. Φτάνει να σου πω ότι για να με φέρουν ως τη Μακρυγιάννη, δεν περπατούσα. Με είχαν στον αέρα.
«Τον Νταβέλη πιάσατε;», τους είπα.
«Πας για ισόβια», μου απάντησε ένας.
Ήξερα, όμως, ότι ο μαύρος δεν είχε πεθάνει.
Μέχρι να γίνει αυτό το δικαστήριο, μπήκα φυλακή στις Αβέρωφ για άλλο μαχαίρωμα. Εκεί φέρανε και τον Κουρούμαλο όταν τον πιάσανε για μισό κιλό χασίσι. Κάποιοι χασισέμποροι έμαθαν ότι κάρφωσε άλλους δεκατρείς όταν τον συλλάβανε και πήγαν να τον φάνε. Ο λόγος τιμής λέει ότι αν σε πιάσουν με κάτι, δεν δίνεις κανέναν.
Μπήκα στη μέση, «ρε παιδιά, είναι γειτονάκι και καλό παιδί».
«Τι καλό παιδί ρε Βάιε; Δεκατρία άτομα πήρε μαζί του».
Τελικά, του ρίξανε γερό ξύλο. Μετά από κανά μήνα, έμαθα από έναν φίλο ότι είχε ρουφιανέψει και μένα. Ανταμώσαμε στο προαύλιο. Του λέω: «Δε ντράπηκες ρε πούστη; Κι εγώ που πήγα να σε σώσω από το ξύλο… αλλά καλά σου κάνανε ρε μπινέ. Έπρεπε να σε πηδήξουν κιόλας». Δικαιολογήθηκε ότι τον εκβιάζανε να του κλείσουν το μαγαζί.
Μετά από 4-5 μέρες που βγήκα του έκαψα το μαγαζί.
– Πριν ακόμα παντρευτώ, έκανα παρέα με τον πεθερό μου. Μια μέρα, επί χούντας, πήγαμε σε μια ταβέρνα στην Ηλιούπολη, στο Τρύπιο Κατοστάρι. Κατά τις 4 η ώρα μπαίνει η χωροφυλακή μαζί με έναν φαντάρο και άρχισαν να βγάζουν τους δίσκους από το τζουκ-μποξ. Παράλληλα, μας είπαν να βγάλουμε ταυτότητες για έλεγχο. Ζήτησαν και από μένα ταυτότητα, τους είπα ότι δεν είχα, γιατί ήξερα ότι θα με παίρνανε κατευθείαν μέσα, σε αυτές τις περιπτώσεις έδινα το όνομα του αδερφού μου.
Μας έβγαλαν έξω από το μαγαζί. Ο πεθερός μου είχε ένα Fiat 500ράκι.Το ένα του παράθυρο δεν έκλεινε ποτέ. Επάνω στο ταμπλό είχε ένα μεγάλο κατσαβίδι. Μόλις φτάνουμε κοντά στο αυτοκίνητο, λέει ο ενοματάρχης: «Ο μικρός θα έρθει μαζί μας». Γυρίζω και του λέω. «Γιατί ρε;». Μόλις το είπα έφαγα μια μάπα, τόσο δυνατή που γονάτισα. Κι όπως είχα το χέρι στο παράθυρο του αυτοκινήτου, άρπαξα το κατσαβίδι και του ‘ριξα μια στην κοιλιά , μέχρι που βγήκε από πίσω η μύτη. Παρόλα αυτά, δεν πέθανε.
Έφαγα τρία χρόνια φυλακή. Άσε που μπορούσαν να με σκοτώσουν. Ήταν χούντα τότε, μέχρι και δημοσιογράφοι ήρθαν και με έκαναν θέμα. Με παζάρια κατέβασα την ποινή, όλοι έκαναν. Αυτοί καλαμπουρίζανε με εμάς. Τέτοια θέλουν να βλέπουν για να λένε χαζομάρες στα παιδιά τους. Μου πρότειναν να πήγαινα σε αγροτικές φυλακές και να έβγαινα σε 1-1,5 χρόνο. Αρνήθηκα γιατί ήμουν πιτσιρικάς τότε και ήξερα ότι δε θα σταματούσα.
Φορτώθηκα κι ένα μαχαίρωμα που είχε κάνει ο κουνιάδος μου σε ένα στέκι γνωριμιών στο Φιξ. Ούτε στο δικαστήριο δεν ήρθε να με υποστηρίξει, αλλά δεν τον «έδωσα». Τελικά, αυτός έφαγε είκοσι οχτώ μήνες, δύο χρόνια η γυναίκα του και τρία χρόνια εγώ.