Παρεμβατική φιλόσοφος, μαχητική εκπρόσωπος του Φεμινισμού Τρίτου Κύματος, διακεκριμένη καθηγήτρια στo τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας (Berkeley) και προβεβλημένη ακτιβίστρια (έχει διατελέσει πρόεδρος επί σειρά ετών της International Gay & Lesbian Human Rights Commission, και μεταξύ άλλων έχει συμμετάσχει στο κίνημα Occupy αλλά και στο Boycott, Divestment and Sanctions που στοχεύει στη λήξη της ισραηλινής κατοχής παλαιστινιακής γης), η Αμερικανίδα Judith Butler, όπως επισημαίνεται στο περιοδικό New Yorker «κατέχει μια περίεργη θέση στη σύγχρονη δυτική κουλτούρα. Όπως πολύ λίγοι άντρες και ίσως καμία άλλη γυναίκα, η Butler είναι μια διεθνής διασημότητα της ακαδημίας. Αυτό σημαίνει ότι ξέρουν το όνομά της πολύ περισσότεροι από όσους έχουν διαβάσει τη δουλειά της – και η πλειοψηφία τους έχει μια συγκεκριμένη γνώμη για τη Butler και για τις ιδέες της».
Τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του -πιο εμβληματικού μέχρι και σήμερα- βιβλίου της Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity (Αναταραχή φύλου: Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας – εκδ. Αλεξάνδρεια), και τρία χρόνια μετά την τελευταία της επίσκεψη στην Ελλάδα για μια πολυσυζητημένη, τότε, διάλεξη, αφορμή για την επικοινωνία μας στάθηκε η έκδοση του νέου της πονήματος με τίτλο The Force of Non-Violence (Η Ισχύς της Μη Βίας).
«Ως μια στρατηγική αντίστασης και διαμαρτυρίας, η μη βία συχνά αντιμετωπίζεται ως παθητική και ατομικιστική. Η φιλοσοφική αναζήτησή της Butler υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πολυμήχανη, ακόμη και επιθετική πολιτική τακτική κολεκτιβισμού», σημειώνουν στην κριτική τους οι New York Times, ενώ σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου η Butler γράφει: «Ένα από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της χρήσης βίας από την Αριστερά είναι ότι πρόκειται για κάτι απαραίτητο σε επίπεδο τακτικής ώστε να ηττηθεί η δομική ή συστημική βία, ή για να αποδομηθεί ένα βίαιο καθεστώς, όπως το απαρτχάιντ, μια δικτατορία ή ο ολοκληρωτισμός. Αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι σωστό, και δεν το αμφισβητώ. Αλλά για να λειτουργήσει αυτό το επιχείρημα, θα έπρεπε να γνωρίζουμε τι διακρίνει τη βία του καθεστώτος από τη βία που προσπαθεί να το καθαιρέσει. Είναι πάντα εφικτή η διάκριση μεταξύ των δύο; Είναι μερικές φορές αναγκαίο να υπομείνουμε το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στη μία βία και την άλλη μπορεί να καταρρεύσει; Με άλλα λόγια, νοιάζεται η βία για αυτή τη διάκριση, ή, εδώ που τα λέμε, για οποιαδήποτε άλλη από τις τυπολογίες μας;»
Εν μέσω πανδημίας και με τις παρεμβάσεις φιλοσόφων, θεωρητικών και κοινωνικών επιστημόνων να πληθαίνουν, η 64χρονη Judith Butler (που ζει στο Σαν Φρανσίσκο μαζί με τη σύζυγό της, επίσης ακαδημαϊκό, Wendy Brown) προκάλεσε συζητήσεις με ένα δοκίμιό της που φέρει τον τίτλο «Ο καπιταλισμός έχει τα όριά του» (Capitalism Has its Limits), όπου μεταξύ άλλων επισημαίνει το εξής: «Η κοινωνική και οικονομική ανισότητα θα σιγουρέψει ότι ο ιός κάνει διακρίσεις. Ο ιός από μόνος του δεν κάνει διακρίσεις, αλλά εμείς οι άνθρωποι σίγουρα κάνουμε, διαμορφωμένοι και κινούμενοι όπως είμαστε από τις αλληλένδετες εξουσίες του εθνικισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του καπιταλισμού» (Μετάφραση: Γεράσιμος Κακολύρης – Κική Καψαμπέλη, Εφημερίδα των Συντακτών).
Ζήτησα την άποψή της για το αν και πώς πιστεύει ότι η θεωρία της μη βίας που υποστηρίζει, μπορεί να επηρεάσει ή ακόμη και να καθορίσει τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, και κυρίως για το αν την ανησυχεί η ενδεχόμενη διακινδύνευση -στο πλαίσιο της προσπάθειας αντιμετώπισης του κορονοϊού- κοινωνικών αγώνων δεκαετιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Αυτή είναι η απάντησή της στην Popaganda.
Αγαπητέ Θεοδόση, επίτρεψέ μου να σου πω το εξής:
Το νόημα της φιλοσοφίας μη βίας είναι να μετατοπίσουμε τον προσανατολισμό μας από την ατομική δράση και ηθική στην κοινωνική φιλοσοφία και τις κοινωνικές υποχρεώσεις. Αν εγώ επιτεθώ σε κάποιον, διαρρηγνύω έναν κοινωνικό δεσμό. Η μη βία είναι ένας τρόπος θωράκισης των κοινωνικών δεσμών, αλλά όχι μόνο εκείνων που ανήκουν σε συγκεκριμένες κοινότητες και έθνη.
Κάποιοι θα έλεγαν ότι υιοθετούν την πρακτική της μη βίας κατά κανόνα, εκτός όμως από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες άνθρωποι που ανήκουν στη δική τους κοινότητα δέχονται επίθεση. Νιώθουν μία ισχυρή ταύτιση με εκείνους που ανήκουν στην ίδια φυλή ή τάξη, εκείνους που κατοικούν στην ίδια γεωπολιτική περιοχή ή μιλάνε την ίδια γλώσσα. Αλλά δεν χρειάζεται να ταυτιζόμαστε με εκείνους των οποίων τις ζωές συμφωνούμε να προστατέψουμε. Μία παγκόσμια δέσμευση στη μη βία υπονοεί ότι θεωρούμε όλες τις ζωές εξίσου πολύτιμες είτε γνωρίζουμε κάποιους και έχουμε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε δεσμούς πολιτιστικής ταύτισης μαζί τους, είτε όχι.
Η οπτική μου έγκειται στο ότι μια ουσιαστική (consistent) φιλοσοφία μη βίας πρέπει να είναι μια κοινωνική φιλοσοφία και πρέπει να δεσμεύεται ως προς την κοινωνική ισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Βλέπουμε τώρα, σε συνθήκες πανδημίας, ότι είμαστε συνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο. Βλέπουμε ότι υτό που συμβαίνει στην Ιταλία επηρεάζει αυτό που συμβαίνει στη Νέα Υόρκη και αυτό που συμβαίνει στην Κίνα επηρεάζει αυτό που συμβαίνει στην Ιαπωνία και το Σαν Φρανσίσκο. Μπορούμε να επιλέξουμε να κλείσουμε τα σύνορα και να ισχυροποιήσουμε ξενοφοβικά, εθνικιστικά συναισθήματα, ή μπορούμε να υιοθετήσουμε μια παγκόσμια προοπτική που αναδεικνύει εμφατικά την ίση αξία όλων των ζωών.
Μια παγκόσμια και δίκαιη προσέγγιση στην υγειονομική πρόνοια θα αρνιόταν να κάνει τη διάκριση ορισμένων ζωών ως πιο πολύτιμες από κάποιες άλλες. Όταν οι θεραπείες γίνουν διαθέσιμες, θα έπρεπε να διανεμηθούν σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας, όχι του εθνικισμού.
Όπως αναμφίβολα γνωρίζεις, προσπαθούμε επίσης να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο η πρακτική πρόνοιας. Ήταν ο φεμινισμός που μας έδωσε την πρώτη και πιο σθεναρή κατανόηση της ηθικής τόσο στην πρόνοια όσο και στην πολιτική, και το 90% των νοσοκόμων που περιθάλπουν όσους υποφέρουν από τον Covid-19 είναι γυναίκες. Οπότε ο φεμινισμός έχει πολύ λίγο να κάνει με την «ταυτότητα» και πολύ περισσότερο με το να διευρύνει την κατανόηση μας και την κριτική ικανότητά μας απέναντι στις πρακτικές και τις πολιτικές που είναι βίαιες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που «επιτρέπουν σε ανθρώπους να πεθάνουν» – μετανάστες, φτωχούς, κοινωνικές μειονότητες.
Επιπλέον μας προσφέρει τα μοντέλα των συμμαχιών που χρειαζόμαστε ώστε να στηρίζουμε τους πιο αδύναμους, την ηθική και την πολιτική της πρόνοιας που μπορεί να υλοποιηθεί ως μια δίκαιη και ίση για όλους πολιτική υγείας, καθώς και μορφές σχέσεων που αντιτίθενται στην ξενοφοβία και την κερδοφορία. Αν μη τι άλλο, ο φεμινισμός έχει αναδειχθεί περισσότερο από ποτέ σε ζήτημα πρωταρχικής σημασίας, η ενδεδειγμένη μορφή του μελλοντικού κόσμου προς την κατεύθυνση της επίτευξης του οποίου αγωνιζόμαστε.