Ο πολυτάλαντος Δημήτρης Κίτσος εμφανίζεται αυτή τη στιγμή σε δύο ξένες τηλεοπτικές πλατφόρμες με μια ελληνική και μια γαλλική σειρά, σε μια δεύτερη ελληνική τηλεοπτική σειρά που ξεκίνησε την καριέρα της επίσης από πλατφόρμα, και σε μια θεατρική παράσταση. Παράλληλα, είναι σε γυρίσματα για μια σειρά που θα έρθει τον χειμώνα ενώ σύντομα θα ξεκινήσουν και τα δικά του γυρίσματα για τη δεύτερη σεζόν μιας άλλης σειράς που συζητήθηκε όσο καμία πέρσι. Μέσα σε όλα αυτά θα βρει χρόνο για τη νέα του αγαπημένη ασχολία, την ελεύθερη κατάδυση («ακούς την καρδιά σου και καθαρίζει το μυαλό σου»), ή την άλλη, την πιο σταθερή, να κάνει βόλτες δηλαδή με το τροχόσπιτο του.
Ας τα βάλουμε όμως σε μια σειρά. Προφανώς και ξέρεις τον πολυσχιδή αυτόν τύπο από το Maestro («Maestro in blue» για τους διεθνείς φίλους του Netfix). Είναι ο Θάνος που θέλει την Κλέλια που θέλει τον Ορέστη. Τα δικά του γυρίσματα ξεκινούν στις 20 Μάϊου, μοιρασμένα ανάμεσα σε Αθήνα και Παξούς – οι άλλοι έχουν ξεκινήσει ήδη. «Θεωρώ πολύ έντιμο αυτό που κάνει και εκτιμώ τη μεγάλη κοινωνική του αξία» μας λέει για τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και τη σειρά. Εμφανίζεται όμως και στο Amazon Prime. Συγκεκριμένα στο Γαλλικό Salade Grecque, φημισμένο πια για τα αθηναϊκά του locations και την ανέλπιστη ελληνική του καρδιά. Αν συντονιστείς στην πλατφόρμα του Ant1+ θα τον δεις ως cool υδροθεραπευτή στο πλευρό της Γεωργίας Καλτσή για τις ανάγκες του Στα 4 – μια σειρά που μιλά με έναν κανονικό και αυτοσαρκαστικό τρόπο για την καθημερινότητα ενός ανθρώπου με αναπηρία. Μια σειρά που ετοιμάζεται να ταξιδέψει και σε άλλες πλατφόρμες του εξωτερικού, καθώς η πρόσφατη επίσκεψη της στο The Wit Fresh Tv Fiction αγκαλιάστηκε με συμβόλαια και υποσχέσεις. «Το πρώτο που σκέφτομαι ως θεατής είναι πως πρέπει να τη δει ο κόσμος. Σε μετακινεί, σου δείχνει μια πραγματικότητα που ίσως δεν είχες σκεφτείς μέχρι τότε» μας λέει.
Τον συναντάμε και στο κάστ της μικρού μήκους ταινίας Midnight Skin του Μανώλη Μαυρή, που ετοιμάζεται να κατακτήσει και πάλι της Κάννες μετά το υπέροχο Brutalia, Days of Labour του 2021. Όσο τώρα παίζουν αυτά τριγύρω και τον γνωρίζει ο πλανήτης, ο Δημήτρης είναι σε γυρίσματα ανάμεσα σε Κερατέα και Μάταλα για τη νέα σειρά της ΕΡΤ, Παραλία, που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Κουρτζή και σκηνοθετείται από τον Στέφανο Μπλάτσο. Και την ίδια στιγμή κάνει εξαρχής προγραμματισμένη θεατρική αντικατάσταση ρόλου στην παράσταση Θάνατος στη Βενετία, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου – αυτό στάθηκε και η αφορμή για αυτή τη συνάντηση.
Αν βουτήξεις στο βιογραφικό του, θα δεις μερικά σημεία που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό στα Γιάννενα. Και οι δύο γονείς του είναι γιατροί. Σπούδασε στο Τμήμα Αγρονόμων-Τοπογράφων της Πολυτεχνικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε και υποκριτική στο Εθνικό Θέατρο. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της ομάδας C. for Circus. Το 2017 ήταν υποψήφιος για βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την ταινία Park της Σοφίας Έξαρχου – ταινία που τον σύστησε και στο παγκόσμιο κοινό οδηγώντας τον έτσι σε μια Καναδέζικη παραγωγή, το Octavio is dead της Sook-Yin Lee, στο πλευρό της Ροζάνα Αρκέτ και της Σάρας Γκέιντον. Τον ξεχωρίσαμε επίσης στο .Dog της Γιάννας Αμερικάνου αλλά και στο Listen της Μαρίας Ντούζα.
Δώσαμε ραντεβού στην πλατεία Μαβίλη. Ήρθε με τη μηχανή του και την άδεια ξύλινη αυτοσχέδια μπαγκαζιέρα. «Έπρεπε να φέρω και τη Φώφη, όντως» μου λέει, όταν του επισημαίνω πως θα ήταν πολύ ωραίο για τη φωτογράφηση αν είχαμε μαζί μας και την απίθανη ημίαιμη σκυλίτσα του – εξ ου και η “μπαγκαζιέρα”. Με την οποία παρεμπιπτόντως ταξιδεύουν συχνά – ως και σε πολύβουο road trip στα Βαλκάνια έχει αυτοπροσκληθεί για συνοδεία. Τα ταξίδια είναι ίσως το πιο αγαπημένο χόμπι του Δημήτρη – μπορείς να το πεις και ανάγκη βεβαίως. Δηλαδή καλύτερα να το πεις έτσι. Ξεπηδούν σε κάθε γωνία της συζήτησης, ανατρέπουν τις λέξεις και στέλνουν σε άλλη διάσταση την κίνηση της Κηφισίας παρά δίπλα ή τη μεσημεριανή ένταση των διπλανών τραπεζιών.
«Λατρεύω τα ταξίδια. Και με τη μηχανή ακόμη περισσότερο. Πήλιο, Πρέσπες, Γιάννενα, Παξούς. Εύβοια, Χιλιαδού, αυτό ήταν ένα διήμερο αξέχαστο, μόνος – ήταν η εποχή που η μηχανή με άφηνε κάθε τρεις και λίγο, δεν μπορούσα να τη σβήνω, δεν το διακινδύνευα εύκολα, οπότε την κυκλοφορούσα non stop. Πανέμορφη διαδρομή πάντως. Ειδικά το κομμάτι από εκεί ως την άλλη πλευρά, στον Ευβοϊκό».
Είσαι αυτός που θα κάτσει εκεί στη μέση του πουθενά και θα τη φτιάξει, αν «μείνει»; Εντάξει, όχι έτσι ακριβώς, αλλά θα την τσεκάρω, ξέρω πώς, ειδικά τη συγκεκριμένη που με τυραννά και με αφήνει συχνά. Και την έχω χρόνια.
Παλιά η σχέση μαζί της; Πότε τελείωσα το Εθνικό; Το ‘15; Ναι, οπότε την έχω από το ‘16. Είναι μοντέλο του 2001. Είναι μονοκύλινδρη, αυτό σημαίνει πως έχει πολλούς κραδασμούς, δηλαδή ας πούμε πως στα μεγάλα ταξίδια σου αφήνει δώρο κάτι στη μέση. Είχα κάνει ένα ταξίδι στα Βαλκάνια, μαζί με ένα ζευγάρι φίλων, αυτοί με αμάξι, εγώ με μηχανή, οπότε γκάζωνα για να μην περιμένουν, και όταν φτάσαμε στη Οχρίδα και σταματήσαμε για φαΐ και διανυκτέρευση – παρεμπιπτόντως τι πανέμορφη λίμνη και πόλη – νόμιζα πως η μέση μου θα σπάσει σε δύο κομμάτια.
Μπρος στην ομορφιά του ταξιδιού όμως όλα τα αντέχει ο άνθρωπος… Οκ, οφείλεις να κάνεις στάσεις να ξεκουράζεσαι και εσύ και η μηχανή. Υπάρχει κόσμος που διασχίζει όλη την Αμερική και φτάνουν μέχρι Αλάσκα ή πάνε κάτω, Νότια Αμερική. Και αυτό το κάνουν με βέσπες ή παπάκια. Είναι σημαντικό να ξέρεις πόσο χρόνο θα περάσεις πάνω στη μηχανή.
Σου αρέσουν τα Βαλκάνια; Πάρα πολύ. Σε εκείνο το ταξίδι που σου είπα, σε ένα δεκαήμερο είδαμε έξι χώρες. Η πρώτη μέρα ήταν κουραστική γιατί έπρεπε να διασχίσουμε όλη την Ελλάδα. Μετά όμως, από τη στιγμή που βγήκαμε από την Εθνική και περάσαμε τα σύνορα και διασχίζαμε άγνωστους δρόμους μέσα στα βουνά με φανταστικά τοπία, ψιλόβροχο και ατελείωτα δάση, ήταν τέλεια. Θυμάμαι εκεί, στα σύνορα Σερβίας και Βοσνίας, μια λίμνη τεράστια με πλωτά σπιτάκια πάνω σε βαρέλια. Υπέροχη εικόνα. Δεν τα βρίσκεις συχνά αυτά.
Με τη μηχανή πάντα; Ναι αλλά στο επόμενο ταξίδι δεν θα την πάρω, θα έχω το τροχόσπιτο. Αυτοκινούμενο, πάει όλο μαζί, σαν ασθενοφόρο (γελάει).
Πολλά ταξίδια… Ε, αυτά συμβαίνουν όταν χαλαρώνει η δουλειά. Μην κοιτάς αυτό που γίνεται τον τελευταίο χρόνο με τις δουλειές. Είναι περίοδοι που σκάνε όλα μαζί. Αλλά αγαπώ να λέω ναι σε αυτά που μου αρέσουν. Πέρσι έκανα ένα σεμινάριο σκηνοθεσίας κινηματογράφου που ήθελα να κάνω καιρό, δεν είμαι άνθρωπος που κάθεται, θέλω να ψάχνομαι και η σκηνοθεσία είναι ένα νέο κομμάτι που με ενδιαφέρει να εμπλακώ. Μέσω μιας τέτοιας ανάγκης εξάλλου, είχα οδηγηθεί αρχικά στη θεατρική ομάδα του Πολυτεχνείου όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, από εκεί δηλαδή όπου ξεκίνησα την υποκριτική. Δεν ήμουν από αυτούς που έλεγαν από μικρός «θα γίνω ηθοποιός», κάποια στιγμή απλά στο πανεπιστήμιο πήρα μια κάμερα – πάντα μου άρεσε και να γράφω σεναριάκια – και άρχισα τους πειραματισμούς. Αν είχα πολλές ζωές, θα ήθελα να ασχοληθώ με πολλά είδη τέχνης. Και με πολλά επαγγέλματα. Ευτυχώς όμως υπάρχει η υποκριτική που τα περιέχει όλα! (γέλια)
Σαν να μη στέκεσαι σε ένα και μόνο πράγμα. Εδώ μάλλον κρύβεται μια ορμή για τη ζωή. Ένα πάθος να ζήσω με ένταση και μαζί με αυτό και ένας έντονος φόβος, μια -χονδροειδώς- κρίση ηλικίας, ένα πράγμα που σου λέει “σταμάτα, περίμενε”. Θέλω πριν πεθάνω να έχω δοκιμάσει και παγωτό βανίλια και ό,τι παράξενο υπάρχει. Δεν ξέρεις πότε θα πέσει το τέλος και αυτό είναι κάτι που δυστυχώς το σκέφτομαι συχνά. Υπάρχει μέσα στην καθημερινότητα μου από παλιά. Καλό, κακό, με προτρέπει, με «αναγκάζει» να ασχοληθώ πιο ουσιαστικά με την ψυχοθεραπεία. Επισπεύδει κάποια πράγματα κι αυτό είναι κάτι που με έχει βοηθήσει πολύ. Ειδικά εκεί που υπάρχουν τα τραύματα που δε θες να ξανασκαλίσεις. Όταν έχεις μια πληγή στο χέρι, ή θα τη δεις και θα της κάνεις ένα μικρό άνοιγμα και θα της ρίξεις λίγο οινόπνευμα να πονέσει, να τσούξει και μετά να κλείσει ή θα την αφήσεις εκεί και θα κοιτάς να μη σε ακουμπά κανένας σε αυτό το σημείο, κι αν είσαι και ευερέθιστος και δεν ξέρεις από που έρχεται αυτό, ε, τότε, βοήθεια σου.
Όλο αυτό το άγχος με τον θάνατο, δεν σε κουράζει; Σε τραβάει σίγουρα σε μια σκοτεινή περιοχή ή σε μοναξιά. Σίγουρα είναι ψυχοφθόρο – προς το παρόν δεν έχει γυρίσει σε κατάθλιψη, περισσότερο μοιάζει με συνεχόμενη επισήμανση καθώς οδηγώ και μηχανάκι – πως ξαφνικά τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Μου αρέσει να πηγαίνω κατευθείαν πάνω στον φόβο, όποιος κι αν είναι, δεν θέλω να ζω ως φοβισμένος άνθρωπος.
Αν σε ρωτούσα τι θα ήσουν αν δεν ήσουν ηθοποιός, τι θα απαντούσες; Ίσως ψυχίατρος. Μ’ αρέσει πολύ αυτός ο κλάδος της ιατρικής. Λόγω της ψυχοθεραπείας που κάνω, βρίσκω κι άλλο λόγο να μου αρέσει αυτή η κατεύθυνση. Ξεκίνησα τρία χρόνια πριν. Είναι το καλύτερο δώρο που έχω κάνει στον εαυτό μου. Αυτό και το τροχόσπιτο (γελάει). Έχουν ηρεμήσει πολλά πράγματα μέσα μου. Έχω αρχίσει να μου προσφέρω περισσότερη φροντίδα. Ήρθε κάπως οργανικά. Έλεγα πως ήθελα να μου συμβεί αλλά δεν έρχονταν από μόνο του, γιατί υπήρχαν άλλες δυνάμεις που με τράβαγαν προς άλλες κατευθύνσεις. Πήρα όμως την απόφαση και όλα άλλαξαν. Έχω ξεκινήσει να με φροντίζω περισσότερο με ότι συνεπάγεται αυτό. Από την εξωτερική εικόνα, την προστασία του σώματος, τη διατροφή, έως την ψυχική μου κατάσταση, με ποιους ανθρώπους και με ποιο τρόπο συναναστρέφομαι, πώς περνάω τον χρόνο μου.
Τις θυμάσαι τις πρώτες συνεδρίες; Η δική μου η ψυχολόγος λειτουργεί πολύ με αναπνοές. Εγώ παρότι έρχομαι από έναν τομέα που ασχολείται με αυτές και είχα και μια εμπειρία με το σωματικό θέατρο, είχα τεράστια άρνηση. Όταν μου το ανέφερε πρώτη φορά νόμιζα ότι με δουλεύει. Πως εκεί που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα σωρό σοβαρά πράγματα εμείς τι, παίζαμε με τις ανάσες; Μέχρι που σταμάτησα να αντιδρώ και ξεκίνησα. Ένιωσα τότε ένα μεγάλο κενό να λειτουργεί. Πλέον πέφτω σε δύσκολες καταστάσεις και νιώθω πως τις αντιμετωπίζω με μια ωριμότητα που παλιά δεν είχα. Σε άλλες περιπτώσεις θα ένιωθα ένα βίαιο αίσθημα απόρριψης, το οποίο θα μου δημιουργούσε μια ανταπόδοση, μια επιθετικότητα. Και το κομμάτι των αναπνοών εντέλει βοηθά πολύ. Σε ξαναφέρνει σε ένα επίπεδο που είσαι πιο ήρεμος και μπορείς να δεις τα πράγματα πιο καθαρά. Να είσαι παρατηρητής των καταστάσεων.
Τι θα απαντούσες στην κλασική ερώτηση, “στη δουλειά είδες διαφορά”; Στην παράσταση τώρα, στο «Θάνατο στη Βενετία», ας πούμε, σε άλλες συνθήκες θα με μαστίγωνα περισσότερο, θα με έκρινα περισσότερο αυστηρά, ενώ τώρα όλο αυτό έχει απαλυνθεί αρκετά και μπορώ να χωθώ καλύτερα στο δημιουργικό κομμάτι.
Αντικατέστησες τον Ορέστη Χαλκιά με μια προγραμματισμένη από πριν επιλογή. Ναι, το ήξερα από τέλη Ιανουαρίου. Έχω ξανακάνει αντικατάσταση στο The Great Tamer του Δημήτρη Παπαιωάννου – η ανάγκη για αρτιότητα και καθαρότητα στις δράσεις σε αυτό ήταν σε πρωτοφανές επίπεδο βεβαίως. Πρέπει να είσαι στην κατάλληλη στιγμή, στη σωστή ώρα να αντιδράσεις, τι βγάζεις, τι δεν βγάζεις. Και όλο αυτό βεβαίως έχει έναν αντίστοιχο πανικό. Ευτυχώς δεν έχω ζήσει αυτό που σε παίρνουν τηλέφωνο, α ωραία μήπως θα θέλατε να ξεκινήσετε αύριο;
Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο στην παράσταση στο Θέατρο Πορεία; Είναι ένα έργο που απαιτεί συνδυασμό πραγμάτων, κινήσεις, στήσιμο, θέσεις, το ερμηνευτικό κομμάτι φυσικά, όλα μαζί.
Σε είδα την πρώτη μέρα που ανέβηκες στη σκηνή και πραγματικά, αν δεν το ήξερα, δεν θα το καταλάβαινα. Όλοι μου λένε πόσο κουλ δείχνω αλλά δεν θες να ξέρεις μέσα μου τι γίνεται….
Ο βασικός ήρωας, ο Γκούσταφ Άσενμπαχ, ταλανίζεται από τη δύναμη της ομορφιάς ως απωθημένο χρόνων που βρίσκει επιτέλους διέξοδο ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει την ώρα που έρχεται το τέλος. Κάπως με συγκινεί αυτό. Μπορεί οργανικά να πεθαίνει από τον λιμό, αλλά ο θάνατος τελικά δεν ήρθε μόνο από αυτόν. Αισθάνομαι πως μόλις αποκάλυψε στον εαυτό του την ανάγκη του για ομορφιά – αυτός ο άνθρωπος, ο στεγνός, ο πειθαρχημένος, με τους δεκάδες κανόνες στη ζωή του – έκανε ένα let go και αφέθηκε σε αυτό το πράγμα και έτσι ήρθε το τέλος. Αυτό είναι μια δική μου ανάγνωση. Κάποια στιγμή είχα διαβάσει κάποιες συνεντεύξεις νοσοκόμων που μιλούσαν για μελλοθάνατους, ανθρώπους που ήξεραν πως θα πεθάνουν και είχαν εκκρεμότητες άλυτες μέσα τους. Από ένα συγνώμη που ήθελαν να πούνε, από ένα άντε γαμήσου που ήθελαν να φωνάξουν, από ένα μυστικό που δεν είχαν αποκαλύψει. Πολλές φορές αυτή η εκκρεμότητα τους κράταγε στη ζωή, σαν να υπάρχει μια ένταση εσωτερική που δεν τους άφηνε να πάνε εκεί που θα πήγαιναν θεωρητικά οργανικά.
Μια πάλη που δεν σε αφήνει ποτέ σε ησυχία… Όλα αυτά τα κοινωνικά, τα ηθικά, τα προσωπικά θέματα με τα οποία βασανιζόμαστε, όλα αυτά τα ξένα ρούχα που βάζουμε πάνω μας, όλα αυτά που μας τυφλώνουν και δεν βλέπουμε τι πραγματικά θα θέλαμε να κάνουμε.
Έχεις βασανιστεί κι εσύ από αυτά; Ποιος δεν έχει;
Μερικοί ισχυρίζονται πως όχι. Αυτοί μάλλον είναι οι πιο βασανισμένοι. Το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να το δεις. Υπάρχουν κάποιοι που αυτό που θέλουν να κάνουν το πράττουν. Βγαίνει το χέρι και το αρπάζει κατευθείαν. Είναι θέμα ψυχολογίας, δεν το λέω απαραίτητα για κακό. Υπάρχουν κι αυτοί που θεωρούν πως η αμφισβήτηση σου μπλοκάρει το θέλω – αυτό βεβαίως κρύβει πολλούς κινδύνους όταν λειτουργεί εις βάρος άλλων.
Νιώθεις πως θα έχεις απωθημένα όταν μεγαλώσεις ή θα έχεις προλάβει να τα τακτοποιήσεις; Μόνο να ελπίζω μπορώ, να έχω βρει μια εσωτερική ηρεμία, μια αποδοχή. Γι’ αυτό δουλεύω ψυχοθεραπευτικά. Για να μη φτάσω να γίνω Άσενμπαχ.
Η εικόνα, η ομορφιά, είναι στην ατζέντα των ενδιαφερόντων σου; Τα διαχωρίζω. Και τα δύο όμως με απασχολούν. Απλά με διαφορετικό τρόπο. Στις παραστάσεις του Παπαϊωάννου πρωτοανακάλυψα και απενοχοποίησα την ομορφιά και την εικόνα, γιατί ως τότε θεωρούσα κάπως ρηχό να ασχολούμαστε με αυτά. Εκεί ανακάλυψα μια ανάταση που κρύβουν αυτές οι λέξεις. Αν ανατρέξεις στους αιώνες της τέχνης, προφανώς και καταλαβαίνεις πως η ομορφιά πάντα εξυμνούνταν και υπήρχε πάντα πολύ σοβαρός λόγος που συνέβαινε και συμβαίνει αυτό. Απλώς πάντα υπάρχει μια ενοχή που κουβαλάμε, ίσως γιατί την έχουμε ταυτίσει με τον ναρκισσισμό – δεν της δίνουμε βάθος. Η απόλαυση που παίρνουμε από κάτι όμορφο, ένα λουλούδι, μια αρμονία σε ένα σχήμα που θυμίζει διαλογισμό, ανοίγει κάπως τη ψυχή σου και ομορφαίνεις κι εσύ. Όσο πιο συχνά ερχόμαστε σε επαφή με κάτι τέτοιο, τόσο συμπεριφερόμαστε πιο γενναιόδωρα, πιο όμορφα και εκπέμπουμε το καλό -γιατί αυτό έχουμε δεχθεί-, οπότε και η ευγνωμοσύνη που οφείλει να ακολουθήσει είναι μονόδρομος.
Είσαι πάντα ευγνώμων; Παλεύω να είμαι. Πιστεύω στην καλοσύνη και την υπερασπίζομαι, και αυτό είναι κάτι που δεν το λέω πια ενοχικά. Και μαλάκας έχω υπάρξει και πολλά άλλα και πιθανότατα θα ξαναϋπάρξω στο μέλλον. Λάθη κάνουμε συνεχώς αλλά ως προσωπική ανάγκη έχω αυτό, τη νίκη του καλού.
Έτσι αντιμετωπίζεις και το θέατρο; Ως μια νίκη του καλού; Το θέατρο είναι η ανάγκη μου να προσφέρω την Τέχνη σε κάποιον. Θεωρώ μεγάλο δώρο να προσφέρεις κάτι που είναι όμορφο. Είναι τόσο απλό. Σαν να βλέπεις ένα υπέροχο λουλούδι και να θες να το μοιραστείς. Θα στο δείξω ως περφόρμερ, ως ηθοποιός, θα σου συστήσω αυτή την ιστορία που θα σε κάνει να ανοίξεις τα μάτια προς μια άλλη κατεύθυνση. Οπότε το θέμα είναι να είσαι σε μια δουλειά που να γουστάρεις να δείξεις κι εσύ κάποιο λουλούδι – αλλιώς κάτσε και κάντο μόνο για τα λεφτά και χωρίς λουλούδια.
Χαίρεσαι με τις επιτυχίες σου; Φέτος είσαι με δύο σειρές σε δύο διαφορετικές παγκόσμιες πλατφόρμες; Μεγάλο θέμα. Υπάρχει ενοχή και σε αυτό το κομμάτι. Μεγαλώσαμε με την ιδέα πως η όποια επιτυχία δεν κρύβει κάτι ουσιαστικό. Δεν κρύβει χαρά. Όταν έχουμε προσπαθήσει να απορρίψουμε πολλά συναισθήματα, είναι σαν μια πόρτα όλα μαζί, όταν κλείνεις το ένα κλείνουν και τα άλλα. Προσπαθώ να αγκαλιάσω τα καλά πράγματα που μου συμβαίνουν, γιατί η αλήθεια είναι πως είμαι πολύ τυχερός και αν το βλέπω εξωτερικά, θα ήθελα να αρχίσω να το αισθάνομαι και εσωτερικά.
Τον ακούω που διαλέγει τις σκέψεις του και καταγράφω τον ρόλο του στη κωμική σειρά The Greek Salad που γυριζόταν στην Αθήνα εν αγνοία μας. Μετά έσκασε γεμάτη παγαποντιά μπροστά μας χωρίς προειδοποίηση. Οχτώ επεισόδια, τα επτά γυρισμένα εδώ. Πώς μπορεί να βρίσκεται κάποιος από το πουθενά σε μια γαλλική σειρά που καταλήγει να διακινείται από την πλατφόρμα της Amazon; «Ήμουν στην Ισλανδία λίγο μετά τη δεύτερη καραντίνα» μου εξηγεί «είχα πάει για έναν μήνα, ένας ξάδερφος μου δούλευε εκεί οπότε σκέφτηκα, να η ευκαιρία. Είχα αφήσει δύο δουλειές για να τα καταφέρω – παραλίγο μάλιστα να μείνω στη Βαρσοβία, δεν με αφήναν να πετάξω, ήταν ακόμη τα πράγματα πολύ σφιχτά λόγω επιδημίας. Και εκεί κάπου ανάμεσα σε ηφαίστεια και τοπία λες και βρίσκεσαι στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, πατάω ένα κρυολόγημα γιατί είχα και χάλια ανοσοποιητικό εκείνη την περίοδο και βρέθηκα σπίτι να βλέπω το Call my Agent. Κόλλημα. Και ξαφνικά με παίρνει ο Μάκης Γαζής, ο casting director και μου προτείνει να περάσω οντισιόν για μια άλλη σειρά που ετοιμάζουν οι δημιουργοί αυτού με το οποίο είχα κολλήσει. Κάνω ένα τύπου αναρχικό που τρέχει μια κατάληψη προσφύγων και βρίσκεται σε μια κάποια ερωτική κατάσταση με την πρωταγωνίστρια. Ωραίος ρόλος και σκοτεινός».
Τον ρωτάω αν περνάει εύκολα τις οντισιόν. «Ε όχι!», γελάει. Μετά την καναδέζικη ταινία, έκανε οντισιόν για μια ταινία με τη Νικόλ Κίντμαν αλλά δεν με πήραν, «είχαν θέμα με τα αγγλικά μου, είπαν, μπορεί βεβαίως να είχαν θέμα και με την υποκριτική μου και απλώς να ήταν ευγενικοί.. (γέλια)».
Θυμάμαι μια πρόσφατη συνέντευξη του σε τηλεοπτικό κανάλι. Μιλούσε για την αγαπημένη του ταινία, το Patch Adams με τον Robin Williams και τα μάτια του χαμογελούσαν. Μια ταινία που συνέβαλε πολύ στην απόφαση του να ασχοληθεί με την υποκριτική. Αλλά και να ξεκαθαρίσει μέσα του πως σε μια άλλη ζωή μπορεί και να δούλευε σε τσίρκο. Ως κλόουν, μου ξεκαθαρίζει. «Μου άρεσε η φιλοσοφία πίσω από αυτόν τον ρόλο», λέει. «Κουβαλάει απελπισία, απόγνωση, είναι ερήμην του μια κωμική φιγούρα. Και με μαγεύει το μπουλούκι του τσίρκου. Που στήνουν, ξεστήνουν και πάλι από την αρχή σε ένα άλλο μέρος. Μου αρέσει πολύ ο χαρακτήρας του κλόουν στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Δεν θα μπορούσα να τον προσεγγίσω σε άλλη σύμβαση. Να πηγαίνω για παράδειγμα σε παιδικά πάρτι. Υπήρχε κάποια περίοδος που φλέρταρα πολύ με την ιδέα να μάθω τα ζογκλερικά, αλλά θα έπρεπε να περιορίσω άλλες ανάγκες γιατί είναι μια μάθηση που απαιτεί προσήλωση και απόλυτο δόσιμο»
Μια φίλη του από τη σχολή περνά και τον χαιρετά, διακόπτουμε. Τελειώσαμε; Ναι τελειώσαμε, μια τελευταία ερώτηση μόνο. Αν ερχόταν κάποιος από το Χόλυγουντ και σου έλεγε να διαλέξεις πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια βιογραφία, ποιον θα ήθελες να κάνεις; «Τον Charlie Chaplin! Είναι ο πιο ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Ή τον Jim Carrey. Μπορώ να διαλέξω δύο;».