Πίσω από την τεράστια οθόνη του θερινού σινεμά, στο Καρλόβασι της Σάμου, με την δροσερή αύρα του αποκαλόκαιρου, όπου ο Γιάννης Ρίτσος εμφανίζεται ευθυτενής και κομψός να περιδιαβαίνει τη μαρτυρική Μακρόνησο, ανασύροντας αναμνήσεις από την περίοδο της εξορίας του (πρόκειται για το ντοκιμαντέρ-μαρτυρία «Γιάννης Ρίτσος – Αυτοβιογραφία» του 1984, σε σκηνοθεσία Κώστα Αριστόπουλου και παραγωγή Γιώργου Σγουράκη), το Αιγαίο είναι σκοτεινό, ερεβώδες κι αχανές. Υπάρχει διαρκώς η αίσθηση ότι στο βάθος, ακόμη κι αν δεν φαίνονται, τρεμοπαίζουν τα φωτάκια της τουρκικής ακτογραμμής. Ανάμεσα στο κοινό, που έχει κατακλύσει με λαχτάρα το αναγεννημένο μετά από 25 χρόνια σιωπής θερινό παραθαλάσσιο σινεμά, για το νέο φεστιβάλ του ακούραστου Βασίλη Βαφέα «Μεσογειακοί Διάλογοι – 1ο Φεστιβάλ Μεσογειακού Ντοκιμαντέρ», βρίσκεται και η Έρη Ρίτσου, μοναχοκόρη του ποιητή και γέννημα-θρέμμα Καρλοβασίου.
Το πραγματικά συγκλονιστικό ντοκουμέντο, με τον ίδιο τον ποιητή να έχει επιστρέψει για τις ανάγκες των γυρισμάτων του στη γενέθλιο Μονεμβάσια, στο Γύθειο, στους τόπους Εξορίας -το Κοντοπούλι Λήμνου, τον Άη Στράτη, τη Γυάρο, τη Λέρο, τη Μακρόνησο-, όπου, ενώ διατρέχεται η βιογραφία του, διαβάζει με τον μοναδικό τρόπο του και ποιήματά του -«Βρίσκουμε τη φλέβα που φτάνει στην καρδιά της Άνοιξης»- παρ’ ολίγο να τιναζόταν στον αέρα και να μην ολοκληρώνονταν ποτέ, μας αποκάλυπτε λίγα λεπτά αφότου πέφταν οι τίτλοι τέλους -συνοδεία της πικρής σκέψης ότι έσπασε το «καλούπι» των διανοούμενων που μπορούσαν να ζουν, με κάθε κόστος, για μιαν Ιδέα-, η Έρη Ρίτσου. Λίγα λεπτά νωρίτερα την είχαμε δει στη μεγάλη οθόνη να περπατά, με ολόσωμη φόρμα, σαν μαθητριούλα Γυμνασίου («ήμουνα όμως 29 χρονών», με διορθώνει) στην προκυμαία του Καρλοβασίου, δίπλα στον πατέρα της και τη μητέρα της, τη μυθική γιατρό των φτωχών της Σάμου, Φαλίτσα.
Το συνεργείο καθυστέρησε να πάει στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου στην Αθήνα για το γύρισμα της ημέρας, κατά είκοσι μόλις λεπτά της ώρας. Ο ποιητής διαμαρτυρήθηκε πως για να προετοιμαστεί σταμάτησε το γράψιμο και έχασε πολύτιμο χρόνο. «Το θεώρησε έλλειψη σεβασμού. Είπε “εμένα ο χρόνος μου είναι πολύτιμος. Δεν είναι τα 20 λεπτά που με στήσατε. Είναι και η μισή ώρα πριν που είχα αφήσει τα γραπτά μου. Τον χρόνο μου δεν μπορεί να μου τον επιστρέψει κανένας”. Και δήλωσε ότι διακόπτει τα γυρίσματα. Πέσαμε γονατιστοί και τον παρακαλάγαμε όλοι. Το κράτησε μανιάτικο. Μόνο μετά από χρόνια δέχτηκε να ολοκληρωθεί το φιλμ».
Γιατί τόση αυστηρότητα; «Γιατί ο Ρίτσος είχε μανία με την ακρίβεια», εξηγεί η Έρη Ρίτσου, που ενώ μιλάμε για την Μακρόνησο του πατέρα της η συζήτηση φτάνει και στη Μακρόνησο του «σταρ» των ημερών, Στέφανου Κασσελάκη. Η γυναίκα δεν μπορεί να κρύψει την οργή της για την ερήμην της χρήση των στίχων του Ρίτσου “Σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο”, από τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, στο βίντεο που γύρισε στη Μακρόνησο, με «κομπάρσο» τον ναύαρχο Αποστολάκη.
«Θα μπορούσα να του στείλω εξώδικο, θα μπορούσα να του κάνω μήνυση για την χρήση των στίχων του πατέρα μου χωρίς να έχει ζητήσει προηγουμένως άδεια, ως όφειλε από τον νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα. Μπορούσα να προσφύγω στη δικαιοσύνη», λέει η κληρονόμος με το βαρύ όνομα.
Δεν θα το κάνει, όμως. «Δεν έχω καμία όρεξη να ασχοληθώ με αλήτικες συμπεριφορές», μας εξηγούσε η μοναχοκόρη του ποιητή της «Ρωμιοσύνης», στις 18 Σεπτεμβρίου, ανήμερα της προβολής του ντοκιμαντέρ με τον πατέρα της, αλλά και του πρώτου γύρου των εκλογών για την ανάδειξη νέου προέδρου στο ΣΥΡΙΖΑ και 4 ημέρες αφότου κυκλοφόρησε το σποτ, με τον Στέφανο Κασσελάκη να περιδιαβαίνει την Μακρόνησο, αναφέροντας σε σπικάζ: «Σε αυτή την άνυδρη γη μεταφέρθηκαν χιλιάδες άνθρωποι που επέμεναν να είναι Αριστεροί. Για να “διορθωθούν” με ξύλο και βασανιστήρια. Αναμεσά τους, ο Γιάννης Ρίτσος…».
«Άνοιξε δρόμο ο κ. Κασσελάκης», σαρκάζει η Έρη Ρίτσου. «Τα επόμενα που περιμένω είναι κάποιος ισραηλινός πολιτικός, που μάχεται υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και κατά του παγκόσμιου διχασμού, να πάει να γυρίσει σποτάκι στο Νταχάου. Γιατί αυτό έκανε. Αν ήθελε να μιλήσει για εθνική ενότητα ο κ. Κασσελάκης, θα έπρεπε να πάει να κάνει σποτάκι στον Γράμμο και στο Βίτσι. Στη Μακρόνησο δε χωρίστηκε η Ελλάδα στα δύο. Η Μακρόνησος ήταν ένα μέρος όπου βασανίστηκαν, όπου μαρτύρησαν, σκοτώθηκαν οι άνθρωποι, κομμουνιστές σχεδόν όλοι τους, και που δεν έχει καμία σχέση με την εθνική ενότητα», υπογραμμίζει η συνομιλήτριά μας και θεματοφύλακας του έργου και της μνήμης του πατέρα της.
Σε ένα κράτος «διαλυμένο όπως είναι η Ελλάδα», η κυρία Ρίτσου, δεν θεωρεί απίθανο «να μας κυβερνήσει αυτός ο άνθρωπος. Ο κ.Κασσελάκης και ο όποιος κ.Κασσελάκης», μας επεσήμαινε, ενώ είχε καταμετρηθεί το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας τις «τηρουμένων των αναλογιών πάντα», ομοιότητες που παρατηρεί ανάμεσα στην περίπτωση Μακρόν και στην περίπτωση κ.Κασσελάκη. «Ο Μακρόν εμφανίστηκε από το πουθενά, δούλευε στην Rothschild Company απ’ όπου τον παίρνει ο Ολαντ, τον βάζει γενικό γραμματέα, σύμβουλό του, και στη συνέχεια τον κάνει υπουργό Οικονομικών. Κι από εκεί και πέρα, μπαίνει στην πολιτική όταν δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, δεν είναι καν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος».
«Έχουμε την αντίστοιχη περίπτωση ενός ανθρώπου που δεν ήταν Ολάντ, ήταν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος μας φέρνει τον κ.Κασσελάκη και τον βάζει υποψήφιο στο Επικρατείας. Ο κ.Κασσελάκης δεν ήταν ούτε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε πολιτικός, ούτε τίποτα. Και ξαφνικά απ΄το πουθενά εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία που παρακολουθούμε σήμερα. Αν λάβεις υπόψη σου ότι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ μεταφέρθηκε σχεδόν το όλον ΠΑΣΟΚ, με όλους τους Αυριανιστές και τη νοοτροπία που είχε διαμορφωθεί, δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο κ.Πολάκης, του οποίου ο λαϊκισμός ελάχιστα διαφέρει από αυτόν της Χρυσής Αυγής, ξαφνικά έγινε λάτρης του κ.Κασσελάκη».
«Ακούγεται υπερβολικός ο παραλληλισμός με τον λαϊκισμό των φασιστών;», αναρωτιέται ρητορικά. «Ίσως ναι. Λέει όμως ο κ. Κασσελάκης τα ίδια πράγματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια κυρία σε συγκέντρωσή του είπε “Να ξεδοντιάσουμε τους δικαστικούς. Να ξεδοντιάσουμε τους δημοσιογράφους” και ο κ. Κασσελάκης υπερθεμάτισε, προσθέτοντας “Γουστάρω!”».
Oι ραγδαίες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, δεν εξέπληξαν την πετυχημένη συγγραφέα παιδικών βιβλίων, Έρη Ρίτσου: «Απλώς, περίμενα ότι θα υπάρξουν περισσότερες αντιστάσεις από τους πιο συνειδητοποιημένους εντός του κόμματος. Δεν περίμενα ότι ο Αυριανισμός θα τα πάρει όλα φαλάγγι». Όσο δε για τον Αλέξη Τσίπρα, εκτιμά πως «τον κρατάνε στα μετόπισθεν ως εφεδρεία. Μπορεί να κάνει comeback σαν Μεσσίας ή να κάτσει στα παρασκήνια και να κινεί τις μαριονέτες του. Έτσι κι αλλιώς τον Κασσελάκη ο Τσίπρας τον έφερε».
Η κουβέντα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον νέο και παλαιό του πρόεδρο, στην ιστορική πλατεία 8ης Μαίου, στην καρδιά του Καρλοβασίου, ενώ η μέρα σιγά σιγά αλλάζει και μόνο γάτες και σκύλοι κυκλοφορούνε στα πόδια μας, είναι απλά ένα σύντομο ιντερμέτζο, που δίνει τάχιστα τη σκυτάλη σε μια εκ βαθέων αποκαλυπτική συνέντευξη-ποταμό για τον Γιάννη Ρίτσο (που δυσκολεύομαι να αφομοιώσω ότι μπορεί να περιγράφεται, να αποδίδεται, να «εγκλωβίζεται» μέσα στις δυο τόσο κοινές συλλαβές «μπα-μπάς»).
«Ο Ορέστης έχει να διαλέξει ανάμεσα στην προσωπική και την κοινωνική του ανάγκη και διαλέγει το δεύτερο, ενσυνείδητα. Ήταν αυτό που έκανε ο Ρίτσος όλη τη ζωή του. Και το καθήκον του είναι ποιο; Να βασανιστεί. Να ζήσει στο στρατόπεδο. Να τον απειλούν ότι θα τον εκτελέσουν. Να του κάνουν τυφλές εκτελέσεις. Το ήθελε; Όχι. Ήταν η εσωτερική του ανάγκη για να είναι άνθρωπος. Να είναι πιστός στο όραμά του, στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου», εξηγεί η Έρη Ρίτσου, στην πολύωρη συνομιλία μας, που κρύβει κι εκπλήξεις. Για την ανυπέρβλητη δύναμη ζωής που διαπερνούσε τον ποιητή, ο οποίος, ενώ νοσηλευόταν με φυματίωση, κατάκοιτος, στο ένα χέρι κρατούσε ανοιγμένη μια ομπρέλα για τα νερά που έτρεχαν και με το άλλο έγραφε ποίηση. Για τα αγγλικά του, που «όταν τα μιλούσε ήτανε αστεία, αλλά μπορούσε να διαβάσει Σέξπιρ στο πρωτότυπο, χωρίς άγνωστη λέξη». Τα είχε μάθει ολομόναχος στην εξορία, διαβάζοντας μανιακά Αγκάθα Κρίστι.
Για τον «νευρικό κλονισμό» που έπαθε όταν ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο», τελικά με μπουζούκια, αντί να τον κάνει ορατόριο.
Για την κοκεταρία του, που ακόμη και στους τόπους εξορίας, για να διατηρηθεί η τσάκιση στο παντελόνι του, το πλάκωνε κάτω απ’ το στρώμα!
Για την τελειομανία του, που τον οδήγησε στην καταστροφή τεράστιου όγκου ποιημάτων του, τελετουργικά, σε έναν λάκκο στον κήπο τους, ενώ η γυναίκα του Φαλίτσα έριχνε μαύρο δάκρυ.
Ενώ μιλάμε -είναι αργά το βράδυ, αλλά ακόμη δεν έχει μπει η νέα μέρα, που έρχεται καλπάζοντας-, περνάνε αμάξια. Κορνάρουν και χαιρετούν από μακριά την Έρη Ρίτσου.
Ο κόσμος σας αγαπάει στο Καρλόβασι γιατί είστε κόρη του Γιάννη Ρίτσου, κόρη της Φαλίτσας…; Κοίτα, εδώ πέρα σκασίλα τους μεγάλη και δέκα παπαγάλοι για τον Ρίτσο. Στα νιάτα μου και μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, που σε ρωτάνε «εσύ ποιανού είσαι;», «Της κυρά Γαρουφαλίτσας της γιατρούδαινας», απαντούσα. Η μαμά μου ήταν γιατρός που είχε σώσει τον μισό κόσμο εδώ. Ήταν ο άνθρωπος που δεν έπαιρνε ποτέ λεφτά από τους φτωχούς. Πληρωνόμασταν με καρύδια, πορτοκάλια, ντομάτες και κεντητά μαξιλαράκια. Οπότε εδώ τη μάνα μου ξέρανε. Ο Ρίτσος ήρθε στο νησί πρώτη φορά ως γαμπρός.
Με τη μητέρα σας είχαν γνωριστεί στην Αθήνα; Ναι. Γνωριστήκανε το ’47. Η μαμά μου ήταν στην ΕΠΟΝ κι ήταν πάρα πολύ φίλοι με τον Ανδρέα Φραγκιά. Αυτή η ομάδα διανοούμενων φοιτητών είχε έναν φίλο που ήταν άρρωστος. Και για να περνά τον καιρό του, του πηγαίναν βιβλία. Όταν τέλειωσαν τα βιβλία τους, ο Φραγκιάς έριξε την ιδέα «παιδιά, ο Ρίτσος έχει μια φοβερή βιβλιοθήκη με άπειρα βιβλία, αλλά δεν τα δανείζει, γιατί φοβάται μην του τα χαλάσουνε». Οπότε προτείνει «να στείλουμε τη Γαρουφαλλιώ, που είναι πάρα πολύ τακτική και οργανωμένη, να δανειστεί υπ’ ευθύνη της ένα βιβλίο κι αν το επιστρέψει κι είναι εντάξει θα μας δανείσει και άλλο μετά ο Ρίτσος». Η μάνα μου άκουγε «Ρίτσος-Ρίτσος» ήδη από το ’36 με τον «Επιτάφιο», αλλά και πριν με το «Τραγούδι της Αδελφής μου», το «Τρακτέρ» και τις «Πυραμίδες».
Η μητέρα σας ήταν ήδη γιατρός; Ναι. Και θεωρούσε ότι ο Ρίτσος ήταν ένα γερόντιο, τύπου Παλαμάς. Τότε δεν υπήρχαν φωτογραφίες. Οπότε λέει «εντάξει, θα πάω εγώ». Της δίνουν τη διεύθυνσή του. Παπαναστασίου 56.
Πόσων ετών ήταν η Φαλίτσα τοτέ; 27 ετών. Ο μπαμπάς μου 11 χρόνια πιο μεγάλος. Αλλά πολύ καλοστεκούμενος και φοβερά προσεγμένος πάντα. Πάει η μαμά, χτυπά την πόρτα κι ανοίγει ο μπαμπάς με μια robe de chambre. Λέει η μαμά «Θα ήθελα τον κύριο Ρίτσο, παρακαλώ». Απαντά ο μπαμπάς «ο ίδιος». Οπότε η μαμά τα χάνει, κάνει στροφή και αρχίζει να τρέχει. Βγαίνει έξω ο μπαμπάς με τη robe de chambre και την παντόφλα και τη ρωτάει: «Μα πού πάτε, δεσποινίς;». Επέστρεψε η μαμά, του είπε τι ήθελε, της έδωσε το βιβλίο.
Ποιο βιβλίο ήταν; Πού να ξέρω! Αυτά συνέβησαν προτού γεννηθώ.
Ποιος σας διηγήθηκε την ιστορία; Η μαμά μου κι έβαζε σφήνες κι ο μπαμπάς. Αλλά τον καιρό εκείνο δεν με ενδιέφεραν όλα αυτά. Τα παιδιά σκασίλα τους πώς γνωριστήκανε οι γονείς τους. Όταν αρχίσαν να με ενδιαφέρουν, είχε ήδη χαθεί ο μπαμπάς. Και συνεχίζεται η ανταλλαγή βιβλίων.
Ήταν απλά ένα πάρε δώσε με βιβλία; Προφανώς και αρχίσαν να έχουν κάποια σχέση. Μετά, το ‘48 μπουζουριάσαν τον μπαμπά και τον στείλαν εξορία. Πρώτα πήγε Λήμνο, μετά Μακρόνησο, μετά Άη Στράτη. Κι όλο αυτό το διάστημα, επειδή δεν είχε κάποια επίσημη ιδιότητα η μαμά μου, είχε γνωριστεί με την αδελφή του μπαμπά, τη θεία Λούλα, και πήγαινε στη θεία και της άφηνε πράγματα να τα στείλει στον μπαμπά. Κι όταν το ΄52 βγήκε απ’ την εξορία, συνεχίστηκε η σχέση, παντρευτήκαν το ’54 κι εγώ γεννήθηκα το ’55.
Ζήσατε όλα τα χρόνια με τη μητέρα σας στο Καρλόβασι; Ως το θάνατό της, το 2002. Εγώ εδώ γεννήθηκα κι εδώ μεγάλωσα.
Δεν πηγαίνατε Αθήνα να ζήσετε και με τον πατέρα σας; Όχι, ερχόταν ο μπαμπάς εδώ τα καλοκαίρια, Χριστούγεννα, Πάσχα. Ή Χριστούγεννα, Πάσχα πηγαίναμε εμείς στην Αθήνα. Στην τελευταία Δικτατορία, το ΄68 όπου είχε διαγνωστεί με καρκίνο, για να μην τους πεθάνει στο στρατόπεδο, στο Παρθένι της Λέρου, τον στείλανε σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο.
Όταν ερχόταν στη Σάμο συνέχιζε να ακολουθεί το ημερήσιο τελετουργικό συγγραφής της ποίησης; Σεβόσασταν τους χρόνους της απομόνωσής του; Εγώ είχα το ελεύθερο να μπαίνω στον χώρο του, ενόσω δούλευε. Αλλά είχε πρόγραμμα. Θα πιει τον καφέ του και θα καθίσει να γράψει. Διέκοπτε το καλοκαίρι, για να πάνε με τη μαμά για μπάνιο. Γυρνάγανε. Ξάπλωνε ένα δίωρο το απόγευμα. Σηκωνόταν κι άρχιζε να γράφει μέχρι τα ξημερώματα.
Διατηρούσε δηλαδή αυστηρότατο ωράριο; Θεωρούσε ότι είναι εργάτης του λόγου κι η γραφή είναι άσκηση. Κι όπως όλα τα πράγματα, άμα το αφήνεις, σε αφήνει.
Πόσες ώρες δούλευε ημερησίως; Άπειρες. Και γενικά δεν είχα δει ποτέ τον πατέρα μου να κάθεται άεργος. Πάντα κάτι θα έκανε. Κι αν δεν καθόταν να γράψει κάτι καινούριο, θα έπαιρνε να διορθώσει, να ξαναγράψει παλιά έργα. Ή θα ζωγράφιζε.
Διόρθωνε όλα τα γραπτά του; Ναι, γιατί μπορεί να ήτανε πληθωρικός στο γράψιμό του, ήτανε όμως τελειομανής. Ποτέ δεν ξεπέταγε κάτι. Όλα του τα ποιήματα έχουν πρώτη, δεύτερη, τρίτη γραφή, πολλές φορές και τέταρτη. Και για αυτό ο ίδιος κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του, όταν του διέγνωσαν καρκίνο και του είχαν δώσει 6 μήνες ζωής. Είπε «δεν προφταίνω να τα επεξεργαστώ». Έστειλε τη μαμά στην Αθήνα και έφερε μια βαλίτσα χειρόγραφα.
Παρένθεση. Πώς αποφάσισε να πάει στην Ιατρική η μητέρα σας; Η μαμά μου ήθελε να γίνει αρχαιολόγος. Ο παππούς μου ήταν δικαστής. Κι επειδή η γιαγιά μου παραπονιόταν, που ήταν πέρα δώθε, έγινε συμβολαιογράφος κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Καρλόβασι. Το σόι του ήταν οι διανοούμενοι, της γιαγιάς μου οι έμποροι – πλοία, εμπόριο καπνών, κρασιού, λαδιού. Ο παππούς μου είχε έναν αδελφό καθηγητή και δυο αδέλφια γιατρούς. Την έβαλε κάτω την μάνα μου και της είπε «παιδάκι μου, αρχαιολόγος να γίνεις, τι θα τρως; Να πας να γίνεις γιατρός, που δουλειά θα έχεις πάντα». Κι η μαμά μου, που αγαπούσε πολύ τον μπαμπά της και δεν ήθελε να του χαλάσει χατήρι, πήγε στην ιατρική. Η μαμά μου ήταν ένας φοβερά καλός, φοβερά φιλότιμος άνθρωπος. Άπαξ κι αποφάσισε να ακολουθήσει την Ιατρική το αποφάσισε με τα σωστά της. Τότε ο παθολόγος έκανε γενική ιατρική. Δεν υπήρχαν ούτε εργαστήρια, ούτε τίποτα. Οπότε με την εξέταση του ασθενούς που θα έκανε με τα ακουστικά της, έπρεπε να καταλήξει τι πάθηση έχει. Και φεύγαν οι άνθρωποι από εδώ και στα νοσοκομεία της Αθήνας επιβεβαίωναν την διάγνωση της μαμάς μου. Ήταν φοβερή. Κι επειδή ήταν η μόνη γυναίκα γιατρός στη Σάμο, την προτιμούσαν οι μανάδες.
Εγώ πίστευα ανέκαθεν ότι ήταν παιδίατρος. Πολύς κόσμος. Παθολόγος ήτανε. Έκανε και μικροεγχειρήσεις. Στο υπόγειο του σπιτιού είχε εργαστήρι που έκανε μόνη αναλύσεις ούρων, γιατί δεν υπήρχαν βιολόγοι τότε. Έκανε τα πάντα! Ο εφιάλτης της ήταν τα δερματολογικά, που είναι πολύ δύσκολα. Δούλευε πολύ. Δεν υπήρχαν ωράρια τότε.
Τους γονείς σας τι τους ένωσε; Η ιδεολογία, τα αριστερά ιδεώδη ή η ποίηση; Η μάνα μου ήταν φοβερός λάτρης της ποίησης. Είχε διαβάσει πάρα πολύ ποίηση. Αγαπημένος της ήταν ο Παλαμάς και μετά ο Ρίτσος. Οπότε φαντάζομαι όλα αυτά παίξανε ρόλο.
Ήτανε κομμουνίστρια; Ήταν Αριστερή, αλλά ποτέ οργανωμένη στο ΚΚΕ. Στο Καρλόβασι η μόνη πολιτική δράση που είχε κάνει, και για αυτό τη συλλάβανε πριν την Δικτατορία, ήταν που κατέβηκε με το Δημοκρατικό ψηφοδέλτιο του δήμου κι είχε βγει δημοτικός σύμβουλος. Είχε έρθει ο Γλέζος σπίτι, και αντιπροσωπία της ΕΔΑ, και τους συνόδευε η μαμά. Αλλά μέχρι εκεί. Η μαμά ως άνθρωπος ήταν σκυλί αγαρηνό.
Τι εννοείτε; Όταν είχαν πιάσει τον μπαμπά, είχε πάει στη Σύρο και πήρε καϊκι για να πάει στη Γυάρο. Είχε πάει στη Λέρο να τον δει και μέσω ενός γνωστού γιατρού ντύθηκε με ιατρική μπλούζα και μπήκε στο χώρο που θα εξεταζόταν ο μπαμπάς. Της είπε ο συνάδελφός της «δεν μιλάς, δεν λαλάς, κοιτάς μόνο από μακριά». Και είδε απλώς τον μπαμπά με τον οποίο ανταλλάξαν βλέμματα. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι ήταν εν ζωή. Όταν διαγνώστηκε ο μπαμπάς με καρκίνο στη Λέρο, τον στείλανε στον Άγιο Σάββα. Κι είχαμε πάει μαζί στην Αθήνα να τον δούμε. Όπου για να τον επισκεφτούμε στον Άγιο Σάββα, έπρεπε να πάμε στις φυλακές Αβέρωφ, τώρα είναι τα δικαστήρια, στη Γενική Διεύθυνση Ελληνικής Αστυνομίας, για να πάρουμε άδεια. Εγώ όμως ήμουνα 12 χρονών και δεν είχα ταυτότητα. Οπότε δώσαν άδεια της μαμάς να πάει να τον δει, αλλά δεν δίνανε σε μένα, γιατί δεν ξέρανε ποια είμαι. «Μα το παιδί του είναι», έλεγε η μαμά. «Και πού ξέρουμε εμείς ότι είναι το παιδί του», της απαντούσαν.
Τελικά, τον είδατε τον πατέρα σας; Τελικά, πήγαμε στον Άγιο Σάββα και εμένα η μαμά με άφησε στην αυλή. Ανέβηκε να δει τον μπαμπά μόνη. Και κάποια στιγμή είχε βγει ο μπαμπάς στο παράθυρο και μου έγνεψε. Κι εγώ άρχισα να ουρλιάζω. «Δολοφόνοι, θα σκοτώσετε τον μπαμπά μου». Είχαν πέσει κάτι γριούλες επάνω μου «σώπα παιδάκι μου, θα σε πιάσουν και θα σε βάλουν φυλακή». «Ας με βάλουν, δεν με νοιάζει», φώναζα.
Η σχέση σας με τον πατέρα σας πώς ήταν; Τι κάνατε το χρόνο που ήσασταν μαζί; Τι συζητούσατε; Ερχόταν κάθε φορά από την Αθήνα και μου έφερνε τρελά δώρα. Εκείνο τον καιρό στο Καρλόβασι δεν υπήρχαν ούτε μαγαζιά ετοίμων ενδυμάτων, ούτε τίποτα. Ο μπαμπάς, με το γούστο που είχε, μου έφερνε κάτι καταπληκτικά φορεματάκια, παπουτσάκια, σκουφάκια… Οπότε περίμενα σαν τρελή πότε θα έρθει να ανοίξω τις βαλίτσες. Βέβαια, δεν τον εχώνευα και πολύ. Γιατί όποτε ερχόταν ο μπαμπάς, όλο το ενδιαφέρον της μαμάς μετατίθετο από μένα σε εκείνον. Οπότε τον θεωρούσα και λίγο σαν αντίζηλο. Αλλά επειδή μου έφερνε ωραία πράγματα, το κατάπινα. Αργότερα, από 9 ετών, είχαμε μεταφερθεί στο καινούριο σπίτι και κάθε φορά που ερχόταν από την Αθήνα, επειδή ο μπαμπάς ήταν και περίφημος χορευτής, ένα φεγγάρι ήταν και χορευτής στη Λυρική Σκηνή, ανάμεσα στις διάφορες δουλειές που είχε κάνει, με μάθαινε όλους τους μοντέρνους χορούς που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα. Τσα τσα τσα, χάλι γκάλι, μάντισον, μπόσα νόβα. Ανοίγαμε τις πόρτες για να κάνουμε χώρο. Η μάνα μου είχε δύο αριστερά πόδια, δεν καταλάβαινε τίποτα.
Έτσι τον ξαναχωνέψατε; Επειδή με τον μπαμπά είχαμε πολύ ίδιο χαρακτήρα…
Αυτό πιστεύετε; Ναι. Ήμασταν κι οι δύο πάρα πολύ πεισματάρηδες. Είχαμε και οι δύο μια δική μας αίσθηση του δικαίου. Ένα παιδί το εντελώς άδικο αν το θεωρεί δίκαιο δικό του, θα το διεκδικήσει. Οπότε εκεί πέρα τζαρτζαριζόμασταν με τον μπαμπά πάρα πολλές φορές.
Η μητέρα σας παρενέβαινε; Η μαμά έπαιζε τον φτερωτό Ερμή και τον ΟΗΕ ανάμεσα στους δυο μας. «Πήγαινε, ζήτα συγγνώμη από τον μπαμπά», μου έλεγε. «Εγώ να ζητήσω συγγνώμη; Ο μπαμπάς φταίει».
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν φτιαγμένος για μπαμπάς ή ήταν πολύ πιο υπερβατικός; Όχι, ήταν ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Δεν πέρασα πολύ χρόνο μαζί του. Αλλά όσο ζήσαμε μαζί, ασχολιότανε μαζί μου πάρα πολύ. Με μάθαινε να ζωγραφίζω, να χορεύω, με έμαθε κολύμπι. Στα Πλατανάκια έφευγε το πρωί η μαμά. Εγώ παιδί δεν έτρωγα καθόλου. Καθόταν ο καημένος ο μπαμπάς και μου έφτιαχνε φέτες με βούτυρο και μέλι. Μου τις έκοβε κομματάκια. Πηγαίναμε να παίξω εγώ, να γράψει εκείνος και με φώναζε «Έρη, μπουκίτσα». Την έτρωγα εγώ, έφευγα. Μετά πάλι το ίδιο. Στο τέλος κάποια στιγμή, αφού με είχε ταΐσει δυο φέτες, κι ήταν χαρούμενος ότι θα έρθει πίσω η Φαλίτσα να της πει «να, είδες που εσύ δεν μπορείς να ταΐσεις το παιδί», κάνω ένα κλακ, εμετό, και τα βγάζω όλα!
Σας μίλαγε για τις εξορίες του; Δεν ήθελε. Και το ντοκιμαντέρ έχει ξαναδουλευτεί. Γιατί στην αρχική του βερσιόν δεν υπήρχε τίποτα από όσα λέει ο μπαμπάς για τη Μακρόνησο. Αυτά τα είχε μαγνητοφωνήσει ο Σγουράκης. Ο μπαμπάς του είχε πει ότι δεν θέλει καθόλου να μπούνε. «Άμα πεθάνω, κάνε ό,τι θες. Όσο είμαι εν ζωή δεν θέλω αυτά να ακουστούν». Και τα πρόσθεσε ο Σγουράκης το 2015. Ό,τι ξέρω για τη Μακρόνησο, το ξέρω είτε από φίλους του, είτε από τα διαβάσματα που έκανα. Όσες φορές τον είχα ρωτήσει μου είχε πει «παιδάκι μου, ό,τι είχα να πω για τη Μακρόνησο το είπα στα ποιήματά μου. Διάβασε την ποίησή μου και θα καταλάβεις».
Τα θέματα των συζητήσεών σας ποια ήταν; Συνήθως συζητούσαμε για τα δικά μου ενδιαφέροντα. Μου άρεσε πολύ η ζωγραφική, οπότε κάναμε φοβερές κουβέντες για τους ιμπρεσιονιστές, τους εξπρεσιονιστές… ή για τη φιλοσοφία, τον Υπαρξισμό. Διάβαζα Σαρτρ και εκείνος μου ανέλυε. Είχε διαβάσει τα πάντα. Ο μπαμπάς πέρα από το απίστευτο λέγειν του, είχε και απίστευτες γνώσεις. Οποιοδήποτε θέμα του έθετες ήταν σε θέση να στο αναλύσει. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πού έβρισκε τον χρόνο και διάβαζε τόσα πολλά πράγματα όταν έγραφε συνέχεια.
Έκανε αναφορές σε άλλους ποιητές και συγγραφείς; Υπήρχαν οι ποιητές που θαύμαζε, αγαπούσε και διάβαζε πάρα πολύ. Που δεν ήταν αναγκαστικά Αριστεροί, δεν ήταν μόνο ο Αραγκόν κι ο Ελυάρ. Διάβαζε πολύ Έζρα Πάουντ. Διάβαζε Έλιοτ. Εννοείται και Νερούδα, Σεν-Ζον Περς. Αλλά διάβαζε και ποιητές που δεν τους είχα ακούσει και τους άκουσα πλέον πολύ αργότερα.
Όπως; Ρενέ Σαρ. Τον ήξερε ο μπαμπάς απέξω κι ανακατωτά.
Έχει κάνει εξαιρετικές αποδόσεις στα ελληνικά του Χικμέτ και του Μαγιακόσφκι. Ναι, δεν είναι μετάφραση, είναι απόδοση. Μετέφραζε από τα γαλλικά. Δεν ήξερε ούτε τούρκικα, ούτε ρωσικά. Όπως όταν ήταν επιμελητής στον Γκοβόστη, είχανε κάνει καταπληκτικές μεταφράσεις μαζί με τον Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος ήξερε περίφημα ρωσικά. Μετέφραζε από τα ρωσικά τον Ντοστογιέφσκι κι ο μπαμπάς μου έκανε την επιμέλεια. Μεταφράσανε όλο τον Ντοστογιέφσκι μαζί. Είναι οι καλύτερες μεταφράσεις – γιατί έχω διαβάσει κι άλλες.
Η σχέση του με τον Μίκη Θεοδωράκη πώς διαμορφώθηκε μέσα στο χρόνο; Πώς αισθανόταν για τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του; Με τον Μίκη είχαν μεγάλη φιλία, που εγώ δεν την έζησα γιατί έμενα στη Σάμο. Δεν είχα επαφές με τους ανθρώπους που συναντούσε ο μπαμπάς στην Αθήνα. Ξέρω όμως ότι ο Μίκης πήγαινε πολύ συχνά στο σπίτι της Παπαναστασίου, και υπήρχε ένα πιάνο που εκείνος έπαιζε.
Ο Ρίτσος αλήθεια πού έμαθε πιάνο; Ο προπάππος μου, Δημήτριος Ρίτσος, ήταν μεγαλοτσιφλικάς. Και κληροδότησε στα παιδιά του μια τεράστια περιουσία. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του μπαμπά, η οικογένειά του ήταν απίστευτα πλούσια.
Ο πατέρας του, ο γιος του Δημητρίου, τι ήταν; Γαιοκτήμονας. Κι ο μπαμπάς είχε γερμανίδα γκουβερνάντα, γαλλίδα γκουβερνάντα και καθηγήτρια πιάνου. Οπότε έμαθε πιάνο και γλώσσες από πάρα πολύ μικρός. Τα γαλλικά του τα κράτησε και ήταν τέλεια, παρόλο που η προφορά του ήταν χάλια. Τα γερμανικά παράτησε να τα μιλά και ειδικά στην Κατοχή τα ξέχασε εντελώς. Γι ‘αυτό όλες τις μεταφράσεις που έχει κάνει τις έχει κάνει από τα γαλλικά. Στην εξορία στη Λέρο έμαθε αγγλικά. Μας ζητούσε να του στέλνουμε βιβλία αγγλικά και μάλιστα ζητούσε πάρα πολύ τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι, διότι έχει απίστευτο λεξιλόγιο. Μέσα στα βιβλία της έχει μεν την αριστοκρατία αλλά έχει και πληβείους, οπότε υπήρχε πάρα πολύ μεγάλη ποικιλία στο λεξιλόγιο. Και ήταν βεβαίως και τα μόνα βιβλία που μπορούσαν να περάσουν από την λογοκρισία. Είχε πάρει κι ένα λεξικό. Κι είχε ένα τετράδιο όπου έγραφε την αγγλική λέξη, την ελληνική λέξη και δίπλα την προφορά με ελληνικά γράμματα. Οπότε τα αγγλικά του όταν τα μιλούσε ήτανε αστεία, αλλά μπορούσε να διαβάσει Σέξπιρ στο πρωτότυπο, χωρίς να έχει μια άγνωστη λέξη. Πράγμα το οποίο με είχε κάνει Τούρκο. Γιατί όταν ήρθε εδώ ο μπαμπάς το ’68, εγώ ήμουνα 12-13, έκανα αγγλικά από τα 9 μου και δεν ήξερα ούτε το ένα εκατοστό των λέξεων που ήξερε ο μπαμπάς. Είχα πάρει το τετράδιο με το λεξιλόγιο του και το φυλλομετρούσα και ξαφνικά στο τέλος βρίσκω μέσα κάτι ποιήματα. Του λέω «μπαμπά, έχετε γράψει κανονικά ποιήματα εδώ πέρα». Μου λέει «Τι εννοείς, παιδί μου;». «Εννοώ που να τα καταλαβαίνει ο άνθρωπος».
Ποια ήταν; Ήτανε τα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας». Του είχε παραγγείλει ο Θεοδωράκης να γράψει ποιήματα για να τα μελοποιήσει. Είχε ξεκινήσει να τα γράφει στη Λέρο, αλλά με όλες τις ιστορίες του καρκίνου, όλο το φάσμα του θανάτου μπροστά του, ο πατέρας μου τα είχε ξεχαστεί εντελώς. Κι όταν ήρθε στη Σάμο και τα βλέπω, τα ανακαλύπτει και αναφωνεί «Α!». Τα συμπληρώνει και τα στέλνει στον Μίκη στην Γαλλία, όπου έκανε με αυτά μια σειρά αντιδικτατορικές συναυλίες. Όσο ο Μίκης ήταν στο Παρίσι, νομίζω το ’57, του είχε στείλει τον «Επιτάφιο». Μάλιστα περιγράφει ο Μίκης πώς έγινε. Ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, είχε βγει η Μυρτώ για ψώνια, και διαβάζοντας τον «Επιτάφιο», άρχισε μέσα στο αμάξι να γράφει την παρτιτούρα. Πάνω στο βιβλίο. Κι όταν γύρισε σπίτι του την αποτέλειωσε. Όταν την έστειλε στον μπαμπά, η πρώτη βερσιόν του «Επιτάφιου» ήταν συμφωνικό έργο. Με σοπράνο. Κι ο μπαμπάς είχε γοητευτεί. Ήταν η εποχή που ο Χατζιδάκις είχε κάνει την ομιλία για το ρεμπέτικο και τα μπουζούκια. Το «έπιασε» αμέσως ο Θεοδωράκης. Κι αλλάζει τον «Επιτάφιο», βγαίνει η πρώτη βερσιόν των Χατζιδάκι-Μούσχουρη και κυκλοφορεί η δεύτερη, με τον Χιώτη. Κι ο μπαμπάς παθαίνει νευρικό κλονισμό! Διότι το είχε στο μυαλό του σαν ορατόριο. Και αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν ο θρήνος της μάνας να χορεύεται ζεϊμπέκικο στις ταβέρνες; Έλεος!
Κλονίστηκε η σχέση του με τον Θεοδωράκη; Είχανε ένα τζαρτζάρισμα. Και χρόνια μετά ο μπαμπάς είπε «όχι, ο Θεοδωράκης είχε δίκιο, γιατί έτσι ο στίχος βγήκε στον κόσμο κι έτσι ο κόσμος τραγούδησε “Επιτάφιο”. Αν ήτανε να ακουστεί στη Λυρική Σκηνή με σοπράνο, ποιος θα το έπαιρνε χαμπάρι;». Ο Θεοδωράκης έχει εξηγήσει και πώς έγραψε τη «Ρωμιοσύνη», μετά από τα γεγονότα των Φώτων. Είχανε φάει το ξύλο της αρκούδας, γύρισε στο σπίτι και βρήκε πάνω στο πιάνο τη «Ρωμιοσύνη» που κάποιοι, νομίζω ένας Σύλλογος Γυναικών, του την είχανε πάει κι άρχισε αμέσως να την μελοποιεί. Μετά πια η σχέση τους είχε γίνει εντελώς φιλική.
Με ποιους διατήρησε στενούς δεσμούς; Την περίοδο της εξορίας είχε με πάρα πολλούς. Με τον Κουλουφάκο, τον Λειβαδίτη, τον Πατρίκιο… Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το ’68, χωρίσανε οι δρόμοι τους. Οπότε η σχέση που κρατήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν με τον Τάσο Λειβαδίτη. Tον θυμάμαι να έρχεται καθημερινά στο σπίτι του. Του έβαζε, θυμάμαι, ο μπαμπάς το ουισκάκι του, έλεγε τους πόνους και τους καημούς του. Εγώ δεν τον χώνευα καθόλου.
Γιατί; Γιατί θεωρούσα ότι κατακλέβει τον μπαμπά. Αλλά ο μπαμπάς είχε μια πολύ μεγάλη αγάπη στον Λειβαδίτη και πάρα πολύ μεγάλη γενικά για τους μαθητές του. Ο Ρίτσος είχε τη μανία να διαβάζει τα ποιήματά του σε φίλους και γνωστούς. Και σε μένα το έκανε, όταν ήταν εδώ σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μου τα διάβαζε κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Του έλεγα απλά «πάρα πολύ ωραίο, μπαμπά».
Ποιους θεωρούσε μαθητές του; Το έχουν πει κι οι ίδιοι. Ο Τίτος Πατρίκιος… Ο πατέρα μου είχε την άποψη ότι η ποίηση πρέπει να εξαπλώνεται στον κόσμο και άρα όποιος γράφει ποίηση είναι για το καλό της ανθρωπότητας. Και άρα ποτέ δεν είχε σταθεί στο ότι κάποιος τον αντιγράφει. Θυμάμαι όταν ήμουνα στη Γαλλία και γυρνούσα στην Ελλάδα για κάποιες μέρες, έβλεπα στο σπίτι στοίβες ολόκληρες χειρόγραφα που του είχαν στείλει διάφοροι. Δακτυλογραφημένα ποιήματα. Επάνω είχε γράψει ο μπαμπάς σημειώσεις. Καθόμουν και τα διάβαζα και κάποια ήταν εντελώς χαζά. «Μα», έλεγα, «κάθεστε και χάνετε τις ώρες σας να διορθώσετε χαζομάρες;». Κι έλεγε «παιδάκι μου, δεν θα γίνουν όλοι διάσημοι ποιητές. Όμως, κάποιος που ασχολείται με την ποίηση σημαίνει ότι διαθέτει ευαισθησίες κι άρα εμένα δουλειά μου είναι αυτό που κάνει να το κάνει καλύτερα».
Τον χρόνο που θεωρούσε τόσο πολύτιμο τον πρόσφερε, λοιπόν. Ήταν ένας άνθρωπος που εκτιμούσε πάρα πολύ τη φιλία ο Γιάννης Ρίτσος. Αν τον έπαιρνε κάποιος τηλέφωνο και του έλεγε «Γιάννη μου, έχω πρόβλημα», παράταγε ό,τι έκανε εκείνη την ώρα και του έλεγε «έλα εδώ πέρα να τα πούμε». Είχε βοηθήσει άπειρους ανθρώπους, που αντιμετωπίζανε ψυχολογικά προβλήματα, οικογενειακά.
Παρέμεινε μέχρι τέλους ιδεολογικά κοντά στην Αριστερά, στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση; Ναι. Ό,τι κριτική είχε να κάνει, την έκανε μέσα από την ποίησή του. Σε κάποια φάση όταν ήτανε στη Λέρο, στη διάσπαση του ’68, ήταν σαφές ότι έχει περάσει με το Εσωτερικό – το Παρθένι είχε περάσει στο Εσωτερικό. Το Λακκί ήταν με το ΚΚΕ. Και αυτή την εντύπωση είχα κι εγώ, μέχρι τη Μεταπολίτευση του ’74. Όταν πια γύρισε στην Αθήνα και ήρθε σε επαφή με τους συντρόφους του ΚΚΕ γύρισε πίσω, ξεκαθάρισε εντελώς. Μάλιστα, εγώ επηρεασμένη από τον μπαμπά, όταν είχα πάει στο Παρίσι είχα οργανωθεί στο ΡΗΓΑ. Οπότε γυρνώντας στην Ελλάδα είχαμε κάνει απίστευτους καυγάδες με τον μπαμπά. Γυρνώντας από το Διακοφτό με το αυτοκίνητο του δικηγόρου του, Ηλία Φιλιππόπουλο, είχαμε κάνει έναν ομηρικό καυγά για την Τσεχοσλοβακία. Έφτασε ο Ηλίας στο σημείο να πει «αν δεν σταματήσετε, θα σας κατεβάσω και τους δύο κάτω». Εντάξει, την επόμενη χρονιά μπήκα στην ΚΝΕ, οπότε τα ξαναβρήκαμε.
Έχετε ακόμη ανέκδοτα ποιήματα του Ρίτσου; Έχω. Φέτος θα βγει ακόμα ένα βιβλίο. Μετά τον θάνατό του είχε βγει το «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα». Μετά βγήκε το «Υπερώο». Τώρα θα βγει το «Άσπρες σελίδες σε άσπρο». Κι έχει ακόμα αρκετά να εκδοθούν.
Αισθάνεστε άγχος για το φορτίο της μεγάλης πνευματικής κληρονομιάς που επωμίζεστε; Όχι. Έδωσα το αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη. Αυτό πραγματικά ήταν πολύ μεγάλο άγχος. Ήταν όλα τα χειρόγραφά του στο σπίτι κι έλεγα «ένας σωλήνας του νερού να σπάσει, μια φωτιά να πιάσει, χαθήκαν όλα». Από εκεί και πέρα τα ανέκδοτα σιγά σιγά θα βγούνε. Έγραφε και πάρα πολύ. Και με ρωτάγανε «αυτά που θεωρούσε αδύναμα τα άφηνε;». Όχι. Αλλά όταν σε μια χρονιά τέλειωνε πέντε-έξι συλλογές, δεν υπήρχε ούτε εκδοτικός οίκος για να βγουν όλα, ούτε αναγνωστικό κοινό να σηκώσει όλον αυτόν τον όγκο της δουλειάς. Οπότε έβγαζε ένα-δυο βιβλία. Τα υπόλοιπα μένανε. Κι αυτό, παρόλο που οι καταστροφές του αρχείου του ήταν τεράστιες. Και μετά τα Δεκεμβριανά όλος ο όγκος του αρχείου του χάθηκε.
Πώς χάθηκε; Όταν είχε φύγει από την Αθήνα, αυτά που δεν θεωρούσε πολύ σημαντικά τα είχε αφήσει στο υπόγειο του σπιτιού. Αυτά που θεωρούσε σημαντικά τα είχε δώσει σε ένα γνωστό του Δεξιό να του τα φυλάξει. Κι ο γνωστός Δεξιός κάποια στιγμή πανικοβλήθηκε και τα έκαψε! Έκαψε ποιήματα, έκαψε θεατρικά, έκαψε ένα τεράστιο μυθιστόρημα 1000 σελίδων, το «Στους πρόποδες της σιωπής», έκαψε όλα τα προσωπικά του αντικείμενα. Δεν υπάρχει ούτε μια παιδική φωτογραφία του Ρίτσου. Όλη την αλληλογραφία με τον Παλαμά και τον Σικελιανό, που είχε επίσης, την έκαψε. Χάθηκαν τα πάντα! Ήταν απίστευτο σοκ για τον μπαμπά αυτό. Έκανε χρόνια να συνέλθει και ποτέ δεν το ξεπέρασε. Η δεύτερη καταστροφή του αρχείου του έγινε το ’68, «δεν προλαβαίνω να τα επεξεργαστώ», έλεγε και καίγαμε τα ποιήματά του στον λάκκο του κήπου. Η μαμά έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Εγώ κάποια στιγμή λέω «μην τα καταστρέφετε, αν είναι θα τα βγάλω εγώ με το όνομά μου. Κανένας δεν θα πάρει είδηση ότι είναι δικά σας». Εκείνος πανικοβλήθηκε ακόμα περισσότερο κι άρχισε να τα κόβει κομματάκια.
Η αποκάλυψη στο ντοκιμαντέρ του ’84, που είδα τώρα πρώτη φορά, είναι ότι ο πατέρας σας ταλαιπωρήθηκε από παιδάκι, με τιμωρίες στο σχολείο. Τα βάσανά του με ένα τρόπο ξεκίνησαν από πολύ μικρή ηλικία. Και η αρρώστια. Ο πατέρας μου ξεπέρασε τη φυματίωση όταν είχαν πεθάνει από φυματίωση η μάνα του κι ο αδελφός του και γενικώς ο κόσμος πέθαινε σαν τις μύγες στο «Σωτηρία». Ξεπέρασε τη φυματίωση με τη θέλησή του. Είπε «όχι, δεν θα πεθάνω. Θα ζήσω». Και τα κατάφερε. Του είχανε πει ότι ο τρόπος να το αντιμετωπίσει είναι να είναι ξαπλωμένος, εντελώς ακίνητος. Ήταν τέζα, κι έγραφε. Κι όταν έτρεχε νερό από τη στέγη είχε και μια ομπρέλα ανοιγμένη να μην βρέχεται.
Σκηνές Μπέκετ! Εντελώς!
Κάπνιζε διαρκώς. Ευθύνεται το τσιγάρο για τον καρκίνο; Είχε καρκίνο στον προστάτη. Το ξεπέρασε και συνέχισε να καπνίζει ως το τέλος της ζωής του.
Τι κάπνιζε; Είχε ξεκινήσει με 5άρι Παπαστράτος, μετά 7αρι, και όταν καταργηθήκαν ΑΣΣΟΣ Παπαστράτος.
Με το πιπάκι. Ναι, γιατί κάπνιζε άφιλτρα κι έτσι μπορούσε να τα καπνίσει μέχρι το τέλος.
Ο Ρίτσος είχε πολύ υψηλή αισθητική. Φαινόταν κι απ΄τον τρόπο που ντυνόταν. Και για αυτό κάναμε φοβερούς καυγάδες. Γιατί πέρασα τη φάση των χίππηδων. Αν δεις φωτογραφίες του από τις εξορίες είναι στην πένα. Με το σορτσάκι, με το παντελόνι με την τσάκιση. Το παντελόνι το έβαζε κάτω από το κρεβάτι για να διατηρείται η τσάκιση.
Στο Παρίσι σας είχε επισκεφτεί; Όχι. Μόνο στις σοσιαλιστικές χώρες είχε ταξιδέψει. Και λόγω της κουμπαριάς του με το Νικόλα Κροτσέτι και στην Ιταλία. Γοητεύτηκε και πήγε και δεύτερη και τρίτη φορά στην Ιταλία. Είχε πάει και στην Αγγλία γιατί τον είχαν κάνει επίτιμο διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ. Για την τελετή. Είχα πάει κι εγώ μαζί του.
Σε ποιες σοσιαλιστικές χώρες είχε ταξιδέψει; Το ’84 στην ΕΣΣΔ, στην Ανατολική Γερμανία και στη Βουλγαρία.
Το βραβείο Λένιν πότε το πήρε; Το ’77. Είχε πάει με τη μαμά στη Μόσχα. Εγώ ήμουνα στη Γαλλία. Τον συνόδευσα το ΄84, που αφορμή ήταν η πρεμιέρα της 7ης Συμφωνίας του Θεοδωράκη. Ένα τμήμα της βασίζεται στην «Εαρινή Συμφωνία» του Ρίτσου. Μας είχαν καλέσει για την παρουσίαση. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα με τον μπαμπά. Δεν είχα ξαναταξιδέψει σε σοσιαλιστικές χώρες. Και ήταν μια εντελώς διαφορετική κατάσταση αυτό που είδα από αυτό που άκουγα τότε. Κανείς δεν με πλησίασε για να του δώσω δολάρια. Κανένας δεν μου ζήτησε κάτι. Γιατί ο μπαμπάς είχε ένα σωρό επισκέψεις και υποχρεώσεις κι επειδή εγώ ζούσα τότε την επανάστασή μου, δεν ακολουθούσα το επίσημο πρόγραμμα. Είχα βάλει τα πόδια μου στον ώμο. Πήγαινα βόλτες μόνη. Στην γκαλερί Τρετιακόφ, από εδώ, από εκεί. Στην Ανατολική Γερμανία είχαμε πάει Δρέσδη και Λειψία.
Αξιωματούχους των καθεστώτων δεν συναντήσατε; Όχι. Στο μόνο που είχα πάει ήταν μια συνέντευξη τύπου που είχε ο Θεοδωράκης και ήταν όλοι οι πολιτιστικοί συντάκτες από την Πράβντα, όλες τις εφημερίδες. Αρχίσαν να τον ρωτάνε για την 7η Συμφωνία. Ο Θεοδωράκης είχε μόλις επιστρέψει από την Κούβα. Και τους λέει «Αφήστε τα αυτά. Δεν είναι σοβαρά. Η Κούβα κάνει ένα τεράστιο αγώνα. Δεν μπορείτε να κόψετε τις εισαγωγές ζάχαρης…». Είχανε μείνει άφωνοι οι ρώσοι συντάκτες.
Είχε πικρία ο Ρίτσος που δεν πήρε το Νομπέλ; Καθόλου. Τα βραβεία είναι καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας. Καταρχάς, δεν είχε προταθεί ποτέ από ελληνικής πλευράς. Όσες φορές είχε προταθεί έγινε από τους Σουηδούς. Δεν τον απασχολούσε όμως το θέμα.
Αισθανόταν ότι ως ποιητής είχε δικαιωθεί; Ο πατέρας μου ήταν πολύ τυχερός άνθρωπος. Έζησε στιγμές λατρείας και δόξας από πλευράς του κοινού. Όταν είχε γίνει επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, αν δεις τις φωτογραφίες, είναι πλήθη κόσμου απέξω. Κι όταν βγήκε από την αίθουσα είχανε πέσει επάνω του σαν να ήταν ροκ σταρ. Όλη η δυστυχία και η φτώχεια που είχε ζήσει τόσα χρόνια αντικαταστάθηκε από μια απίστευτη λατρεία του κόσμου που δεν νομίζω να έχει ζήσει άλλος ποιητής.
Είχε κάτι από σταρ ο πατέρας σας. Φορούσε και τη φοβερή γούνα του… Αυτή τη γούνα του την είχαν κάνει δώρο οι γουνεργάτες της Καστοριάς. Και τη φορούσε με μεγάλο καμάρι. Ήμουνα στο Παρίσι. Και με παίρνουνε από την Ελλάδα και μου λένε «εθεάθηκε ο Ρίτσος σε εκδήλωση με γούνα χρώματος σκατί». Τον πήρα τηλέφωνο αμέσως και του λέω «Γούνα εσείς, ο κομμουνιστής; Πώς είναι δυνατόν;» «Παιδί μου, ήταν δώρο των γουνεργατών της Καστοριάς. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Τιμή για μένα». Οτιδήποτε φορούσε, του πήγαινε. Στη Βουλγαρία πήρε ένα κοστούμι μπεζ μεταξωτό. Κι έλεγε «αυτό είναι κοστούμι που πήρα από σοσιαλιστική χώρα. Κι είναι το πιο κομψό κοστούμι που διαθέτω». Ήταν ωραίος ο Γιάννης Ρίτσος, ήτανε ωραία στημένος, ο ίδιος ήταν ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο. Ήταν ηθοποιός στο Θέατρο της Ντιριντάουε, ήτανε χορευτής στη Λυρική Σκηνή, είχε την απαγγελία του, ήξερε πώς να σταθεί πάντα. Αυτό γοητεύει τον κόσμο. Δεν ήτανε ένας κακομοιρούλης καραφλός με κοστουμάκι. Δεν ήταν σαν εφοριακός υπάλληλος, όπως άλλοι ποιητές. Ο Ρίτσος ήταν πάντα πάρα πολύ ωραίος.
Του μιλούσατε πάντα στον πληθυντικό; Και στον μπαμπά μου, και στη μαμά μου, και στον παππού μου και στη γιαγιά μου και στις θειές μου.
Πώς σας αντιμετώπιζαν όντας κόρη του Γιάννη Ρίτσου; Όταν μας είχε ρωτήσει τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς μας η δασκάλα και είχα πει «ποιητής» είχανε μείνει όλοι κάγκελο. Προφανώς τα παιδάκια εντυπωσιάστηκαν, γύρισαν σπίτι και το είπαν στους γονείς τους. Και την επόμενη μέρα έρχεται ένα και μου λέει «Δηλαδή, ο μπαμπάς σου είναι χαραμοφάης και τον θρέφει η μάνα σου;». Εγώ έπαθα σοκ. Κι έκτοτε έλεγα ότι ο πατέρας μου είναι δημοσιογράφος και γράφει σε εφημερίδες που δεν ξέρετε εδώ.
Δεν είχατε καταλάβει ότι ο πατέρας σας είναι διάσημος; Όχι, πού να το καταλάβω. Μέχρι τη δεκαετία του ’60 ο πατέρας μου ήτανε γνωστός σε κύκλους της Αθήνας, διανοούμενων, φοιτητών κ.λπ. Εδώ πέρα ποιος διάβαζε ποίηση για να ξέρει τον Ρίτσο. Ξέρανε μόνο τη μάνα μου. Μέσα στην Δικτατορία τα βιβλία του ήταν απαγορευμένα. Μετά τη Μεταπολίτευση ξαφνικά αρχίσαν να κυκλοφορούν τα βιβλία του.
Πήρε το Λένιν, μελοποιήθηκε, μεταφράστηκε, λατρεύτηκε. Παρόλα αυτά, αν δεν ήταν Κομμουνιστής θα μπορούσε να έχει γενικότερα άλλη εξέλιξη; Αρκεί να δεις τι έγραψε ο Καραντώνης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Ότι αυτό είναι ποίηση. Μέχρι τότε τον είχε ξεσκίσει. Και ξαφνικά μόλις μπαίνει στη Σονάτα ο υπαρξιακός παράγοντας λέει «να, έτσι πρέπει να γράφεις». Για τους ομότεχνούς του, για την αστική κουλτούρα, ήταν σαν να μην υπάρχει ο Ρίτσος. Πράγμα και συνέβη και μετά τον θάνατό του. Από το ’90 που πέθανε μέχρι το 2000 και κάτι, δεν υπήρχε καμία αναφορά στο Ρίτσο. Σαν να μην υπήρξε. Άρχισε πάλι να ξαναγίνεται λόγος για το όνομά του από το 2004, που το Μουσείο Μπενάκη έκανε ένα διεθνές συνέδριο για το έργο του. Για 10 και πλέον χρόνια ήταν να μην υπήρξε. Η πολιτική του ένταξη ήταν πολύ βασική για το πώς τον αντιμετώπισαν. Και μιλάμε για ένα έργο τεράστιο, που έχει παρακολουθήσει όλες τις τάσεις τις ποιητικές και έχει απίστευτες μορφές. Και δεν είναι απλά πολυγραφότατος. Είναι ο άνθρωπος που παίδευε και την παραμικρή λέξη. Κι αυτό έλεγε και σε όσους τον πλησίαζαν και γράφανε ποίηση. «Γράφεις 20 σελίδες, πετάς, τις 19, κρατάς μία». Αυτό έκανε ο ίδιος με τα γραφτά του. Αν δεις τις αρχικές γραφές, έχει διαγραφές, προσθήκες, το παίδευε πάρα πολύ.
Η συγκλονιστική «Τέταρτη Διάσταση» εμπεριέχει πράγματι και το αυτοβιογραφικό στοιχείο; Ήταν μια μίξη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με τη νεοελληνική ιστορία και παράλληλα μια εικονογράφηση της δικής του προσωπικότητας, της δικής του οικογενειακής ιστορίας. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, η οικογένειά του ήταν το αντίστοιχο της οικογένειας των Ατρειδών. Όλες οι δυστυχίες που πέσαν πάνω στην οικογένειά του, η οικονομική καταστροφή, η φυματίωση της μάνας του, η φυματίωση του αδελφού του, η τρέλα του πατέρα του, η τρέλα της αδελφή του… όλα αυτά υπάρχουν μέσα σε αυτά τα ποιήματα. Και ταυτόχρονα υπάρχει όλη η δική του αναζήτηση. Όταν ο Ορέστης θεωρεί καθήκον του απέναντι στην ανθρωπότητα και απέναντι στους συμπολίτες του να σκοτώσει τη μάνα του, την οποία λατρεύει, γιατί τον πατέρα του δεν τον γνώρισε, ήταν διαρκώς απών, έχει να διαλέξει ανάμεσα στην προσωπική και την κοινωνική του ανάγκη και διαλέγει το δεύτερο ενσυνείδητα. Ήταν αυτό που έκανε ο Ρίτσος όλη τη ζωή του. Και το καθήκον του είναι ποιο; Να βασανιστεί. Να ζήσει στο στρατόπεδο. Να τον απειλούν ότι θα τον εκτελέσουν. Να του κάνουν τυφλές εκτελέσεις. Το ήθελε; Όχι. Ήταν η εσωτερική του ανάγκη για να είναι άνθρωπος. Να είναι πιστός στο όραμά του, στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου.