ΜΟΥΣΙΚΗ: Γράφω με μουσική. Συνήθως ακούγοντας το ίδιο τραγούδι σε επανάληψη. Έχω γράψει με Μάνο Χατζιδάκι, με το soundtrack της ταινίας 2046, με τζαζ της δεκαετίας του ‘50, με τα Φτηνά Τσιγάρα του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, με Jo Stafford, αλλά και με Dalida και Gino Paoli. Όταν είμαι στεναχωρημένη ακούω το Χαμόγελο της Τζοκόντας, τον Μεγάλο Ερωτικό ή παλιά ιταλικά τραγούδια.
Όταν είμαι χαρούμενη ακούω ισπανική μουσική και τώρα —καθώς γράφω αυτό το κείμενο— ακούω τη Vanesa Martín να τραγουδάει το ισπανοεβραϊκό Dice la nostra novia, από τη μεταφορά του Ματωμένου Γάμου στον κινηματογράφο. Δεν τραγουδάω, αλλά σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο δεν είμαι τόσο εσωστρεφής, είμαι ντράμερ σε μια ροκ γυναικεία μπάντα και φορώ δερμάτινο τζάκετ.
ΒΙΒΛΙΑ: Στην αρχή του καλοκαιριού διαβάζω πάντα τους Γάμους και το Καλοκαίρι του Αλμπέρ Καμύ. Μου αρέσει να βουτάω στις λέξεις τους, όπως βυθίζεται κανείς σε μια δροσερή πισίνα. Έχω ξεχάσει να κατέβω από το λεωφορείο λικνιζόμενη όρθια στην Πανεπιστημίου, διαβάζοντας τον Άνεμο στη Τζεμιλά.
Στη θέση της ιδρωμένης χορεύτριας με το γιασεμί στον λαιμό, βλέπω πάντοτε τη Billie Holiday και την αισθάνομαι να περνάει δίπλα μου αναδίδοντας μια μυρωδιά από λουλούδια και ζεστή σάρκα. Τον τελευταίο καιρό, διαβάζω ξανά τα σκοτεινά, υπαινικτικά βιβλία της Yoko Ogawa. Μπαίνω μέσα τους όπως μπαίνει κανείς σε ένα ήσυχο σκιερό δωμάτιο την ώρα που ο ήλιος έξω καίει. Κλείνω πίσω μου την πόρτα με αγαλλίαση.
ΤΑΙΝΙΕΣ: Στο νου μου έρχεται αμέσως ο καπνός του τσιγάρου, που ανυψώνεται αργά και υποβλητικά στις ταινίες του Wong Kar Wai, το λίκνισμα μιας γυναικείας μέσης καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά στο In the mood for love, ο ερωτισμός που ξεχειλίζει από το φιλμ μικρού μήκους The hand, στην ανθολογία Eros, του Antonioni. Θα μπορούσα να βλέπω κάθε μέρα το La jetée του Chris Marker, τη Νοσταλγία του Ταρκόφσκυ αλλά τον Αστακό του Γιώργου Λάνθιμου, που τον ζήλεψα για τη θαυμάσια ιδέα του. Μου αρέσουν οι δυστοπίες γιατί κρύβουν μέσα τους κάτι βαθιά αισιόδοξο. Τα Κυριακάτικα μεσημέρια μου αρέσει να βλέπω τις 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, τον Μόμπι Ντικ και τις περιπέτειες του Σεβάχ του Θαλασσινού. Με γυρίζουν πίσω στα μεσημέρια των παιδικών μου χρόνων, αλλά και στα πρώτα μου διαβάσματα, που είχαν σημαδευτεί από τη μαγεία του Ιουλίου Βερν.
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: Πλέον είναι μια μεγάλη οθόνη στο σαλόνι του σπιτιού μου. Παίζει Νέτφλιξ και ταινίες, καμιά φορά και μουσική. Παλιότερα παρακολουθούσα με δέος τα ντοκιμαντέρ στα κρατικά κανάλια, τα καλοκαιρινά οδοιπορικά σε ξεχασμένες περιοχές της Ελλάδας, με τα τζιτζίκια ν’ ακούγονται διαρκώς και τις φωνές γιαγιάδων και παππούδων που από τότε, ήδη, είχαν πεθάνει. Ένιωθα σαν να βρίσκομαι μέσα στο σημειωματάριο του Ζακ Λακαριέρ ή κάπου ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων του Λώρενς Ντάρελ, κοιτάζοντας την Ελλάδα με βλέμμα τρυφερό, πίσω από έναν φακό λίγο θαμπό και με εικόνα τηλεόρασης του ογδόντα, που ακόμα και τώρα βρίσκω παρήγορη και συγκινητική.
ΙΝΤΕΡΝΕΤ: Σπουδαίο εργαλείο, φτάνει να το χρησιμοποιείς με σύνεση. Μου έχει γνωρίσει υπέροχους ανθρώπους, με φέρνει κοντά σε εκείνους που δεν μπορώ ν’ αγγίξω. Δεν ξέρω αν νοσταλγώ το ξεφύλλισμα μιας εγκυκλοπαίδειας, έχω μάθει όμως να είμαι περισσότερο επιφυλακτική απέναντι σε όσα διαβάζω.
ΣΠΟΡ: Για ένα ή δύο χρόνια στο Γυμνάσιο, ήμουν στην ομάδα μπάσκετ του σχολείου. Για μία ημέρα έπαιξα τένις στο πρώτο έτος της Νομικής. Μετά το Euro του 2004, που σηματοδότησε το τέλος των σχολικών μου χρόνων, νομίζω πως δεν έχω δει κανέναν αγώνα ποδοσφαίρου από την αρχή ως το τέλος. Μου αρέσει η ρουτίνα στο γυμναστήριο, να παρακολουθώ το σώμα μου να αλλάζει μέρα με τη μέρα, η απαιτητική καθημερινότητα, όμως, συχνά στέκεται εμπόδιο σε αυτή την αρμονία.
ΤΑΞΙΔΙΑ: Δεν νιώθω συχνά την ανάγκη για μακρινά ταξίδια. Όταν επισκέφθηκα τη Γαλλία και είδα το Παρίσι, μου έλειπε αφόρητα όταν γύρισα. Το ίδιο και η Μαδρίτη, που την περπάτησα σχεδόν ολόκληρη. Ασυναίσθητα μάλλον προστατεύω τον εαυτό μου από τον πόνο της νοσταλγίας. Παρότι λατρεύω τα ταξιδιωτικά βιβλία και τα ντοκιμαντέρ, νομίζω πως πολλές φορές προτιμώ να γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους, παρά νέους τόπους.
ΓΕΙΤΟΝΙΑ: Μεγάλωσα στην Καισαριανή, στα όριά της με το Παγκράτι. Εκεί πήγα τις πρώτες μου βόλτες, σε αυτούς τους δρόμους περπάτησα για πρώτη φορά μόνη, εκεί αφέθηκα να χαθώ ανακαλύπτοντας καινούργια πράγματα. Πλέον μένω στα Βριλήσσια, όμως αν με ρωτήσεις ποια είναι η γειτονιά μου, αυθόρμητα θα σου πω εκείνη των παιδικών μου χρόνων. Με τρομάζει το πώς αλλάζει μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Γυρνάω συχνά και αναζητώ τα μέρη και τους ανθρώπους που ήξερα: την «ΕΒΓΑ» της γειτονιάς, τον κυρ Νίκο τον μανάβη, τον χασάπη ακριβώς δίπλα, το μικρό χαρτοπωλείο που βγάζαμε φωτοτυπίες, την είσοδο του σπιτιού της Ζέφης Δαράκη, που όταν ήμουν δεκαεφτά, της χάρισα ένα μπουκέτο τουλίπες κι εκείνη μου αφιέρωσε τον Κήπο με τα εγκαύματα, την ώρα που ο Βύρων Λεοντάρης κάπνιζε σκεφτικός εκεί πιο δίπλα.
ΤΩΡΑ: Μετά το Κήτος και τη συμμετοχή μου στο μυθιστόρημα της Έλενας Μαρούτσου, Δύο, έχει σχηματιστεί μέσα μου μια ιστορία, που ευελπιστώ να την κάνω νουβέλα. Διαβάζω πολύ, γράφω με φειδώ και με κρίνω αυστηρά. Προτιμώ να κυοφορώ για αρκετό καιρό μια ιδέα προτού την αφήσω να βγει στο φως. Νιώθω πως απομακρύνομαι σταδιακά από τη μουσικότητα και τον ρυθμό των μικρών πεζών του πρώτου μου βιβλίου, προσπαθώ όμως να μείνω πιστή σε ένα κείμενο σφιχτό και υπαινικτικό. Δεν θέλω να πω περισσότερα για το νέο βιβλίο, το μόνο όμως που μπορώ να αποκαλύψω είναι ότι στη νουβέλα θα παίξουν κάποιο ρόλο τα έντομα.