Τι σας αγχώνει; Ο χρόνος.
Κίνδυνοι υπάρχουν; Όταν μιλάμε μάλιστα για θέματα ταυτότητας; Ο μόνος κίνδυνος είναι να είσαι συμβατικός. Να πεις κάτι που ο άλλος το ξέρει ήδη. Να είσαι κοινότυπος. Το ζητούμενο είναι να υπονοήσεις μια πορεία προς κάτι διαφορετικό. Ισως να είναι και μια συνειδητοποίηση κάποιων πραγμάτων που χάσαμε μέσα από την περίοδο της ευημερίας. Αν απλώς δείξεις ωραία κτίρια, ίσως δεν θα ήταν τόσο σημαντικό, όσο το να υπονοήσεις ότι υπάρχει ανάγκη για κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι σύνθετο, μπορεί να είναι κάτι πολύ απλό που ενδεχομένως ξεχάσαμε.
Μιλώντας προηγουμένως για την εικόνα που κατασκευάζουμε οι ίδιοι και «πουλάμε» στο εξωτερικό μέσω των τοπίων τουρισμού, μου μιλήσατε για φωτογραφίες της Ακρόπολης από γωνίες λήψης που κρύβουν την σύγχρονη πόλη. Πώς εξηγείται αυτή την ανάγκη απόκρυψης της πόλης που μας χαρακτηρίζει; Υπάρχει μια αυξανόμενη αποστροφή προς την πόλη και μια ενδυνάμωση του πρασίνου. Το πράσινο στην ελληνική γλώσσα όπως το χρησιμοποιούμε είναι μια έννοια ασαφής. Είναι δέντρα, γκαζόν, οτιδήποτε. Περιγράφει κάτι μη ανθρωπογενές, εντέλει. Νομίζω ότι αυτό έχει καλλιεργηθεί συστηματικά, η αποστροφή προς το ανθρωπογενές, προς αυτό που παράγει ένας αστικός πολιτισμός. Ο Κούλχας στο βιβλίο του «Delirious New York» γράφει πως η φιλοδοξία της μητρόπολης είναι να δημιουργήσει έναν κόσμο εντελώς κατασκευασμένο, τεχνητό, όπου το ανθρωπογενές έχει κυριαρχήσει και οτιδήποτε πράσινο είναι κατασκευασμένο. Υπάρχει στην Αθήνα μια διαπάλη μεταξύ ανθρωπογενούς και φυσικού, του πρασίνου και του κτισμένου, μια διαπάλη αρκετά σαφής και ενάντια σε κάθε τι που έχει σχέση με το σχεδιασμένο.
Αποστρεφόμαστε το αστικό, εν τέλει; Ξέρετε, στους αρχιτεκτονικούς κύκλους συζητάμε πολύ για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα bottom up, μιας δράσης από κάτω προς τα πάνω δηλαδή. Πρόκειται για το πάρκο Ναυαρίνου, όπου ομάδες πολιτών αναλαμβάνουν τη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου. Αν παρατηρήσει κανείς αυτό που παράγεται, είναι ένα πράσινο που είναι αρκετά πρωταρχικό, ένα πράσινο που θέλει να θυμίσει μια κατάσταση που θα μπορούσε να υπάρχει εκεί πριν έρθει η πόλη. Δεν είναι ένα σχεδιασμένο πάρκο. Σε έναν πληθυσμό που έχει αστικοποιηθεί –γιατί αυτοί που μένουν στα Εξάρχεια πλέον έχουν γεννηθεί στην πόλη, δεν ήρθαν από τα χωριά για να έχουν την λεγόμενη νοσταλγία της υπαίθρου- βλέπουμε πως επιλέγει να δημιουργήσει εντέλει κάτι το αντι-αστικό. Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει.
Απορρίπτουμε την πόλη, δεν μας κάνει και γινόμαστε και τιμωροί της – αναφέρομαι στις διαδηλώσεις που οδήγησαν σε καταστροφή του δημόσιου χώρου και κτιρίων. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό. Υπήρξε μια επίθεση όχι μόνο στο πεζοδρόμιο, αλλά σε κτίρια, σε μνημεία. Το Αττικόν πυρπολήθηκε. Ένα κτίριο του Τσίλερ, ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής ιστορίας της πόλης επιχειρήθηκε να καταστραφεί. Δείχνει την οργή προς την ίδια την πόλη.
Διότι η πόλη είναι φορέας και έκφραση εξουσίας. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό. Ο δημόσιος χώρος είναι χώρος πολιτικής, δεν είναι ο χώρος που πάω και πίνω καφέ – γιατί είναι και ιδιωτικοποιημένος από τα τραπεζοκαθίσματα. Είναι χώρος συγκρούσεων πραγματικών. Η πόλη αποκτά την πολιτική διάσταση στην αρχική της μορφή.
Ποιο είναι, συνεπώς, το καθεστώς της σχέσης του πολίτη με την πόλη του; Αυτό είναι υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Η αρχιτεκτονική είναι η χωρική έκφραση της ταυτότητας, της κοινωνίας, των σκέψεων, των πεποιθήσεων. Είναι μια πολιτική έκφραση στο δημόσιο χώρο.
Και η κυρίαρχη νοσταλγία που υπάρχει για την παλιά Αθήνα; Είναι δείγμα ανασφάλειας για το σήμερα, για το πού πάμε.
Κάνει κακό η νοσταλγία στη σύγχρονη αρχιτεκτονική; Μα δεν παράγεται πλέον νέα αρχιτεκτονική. Μόνο ιδέες.
Ποιο είναι το θέμα του βιβλίου που ετοιμάζεται υπό τον τίτλο «Διάχυτη Αθήνα: Δίκτυα Καταναλωτισμός και κρίση»; Το βιβλίο πραγματεύεται την μεταολυμπιακή Αθήνα, την έκρηξη ευδαιμονίας. Το ενδιαφέρον για μένα είναι πως ουσιαστικά αυτή η έκρηξη καταναλωτισμού υποστηρίχθηκε από την εξάπλωση της πόλης, πώς η πόλη έσπρωξε προς τα εκεί. Η διάχυση οδήγησε και στην κρίση, εμπεριείχε την κρίση εξαρχής αυτή η διάχυση. Υπήρχε βέβαια και η διεθνής συγκυρία, όμως η κρίση θα εμφανιζόταν ούτως ή άλλως, ίσως σε άλλη στιγμή ίσως σε άλλη έκταση. Υπήρχε και το παράλληλο πλαίσιο του έντονου μεταναστευτικού κύματος.
Αυτό δεν είχε χωνευθεί νωρίτερα; Πριν το 2004; Δεν είχε χωνευθεί, ήταν σε εξέλιξη. Μέχρι το 2004 ουσιαστικά παρατηρούμε εισροή από την ανατολική Ευρώπη, μετά αρχίζει το κύμα από Πακιστάν και Αφρική, ένα άλλο κύμα ανθρώπων. Ομάδες ανθρώπων που δεν θέλουν να αφομοιωθούν. Αντιλαμβάνονται την Ελλάδα σαν χώρο τράνζιτ. Οι Αλβανοί για παράδειγμα είναι αφομοιωμένοι, από τη στιγμή που έχουν ιδιοκτησία έχουν ίδιον όφελος να πάνε καλά τα πράγματα για τη χώρα. Αν δεν έχεις τίποτα δεν σε νοιάζει. Όλα αυτά συντέλεσαν σε αυτή την εικόνα και της πόλης. Και αυτό είναι ένα θέμα που μπορεί να οδηγήσει και σε σχεδιαστικά ζητήματα.