Ας ξεκινήσουμε από το προκείμενο, γιατί έχουμε τόσα να πούμε που θεωρώ πιθανό να το ξεχάσουμε! Ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για δύο συναυλίες στις 14 και 15 Φεβρουαρίου, με μια μουσική παράσταση που την παρουσίασα με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά τον περασμένο Οκτώβριο. Δεχτήκαμε να τη μεταφέρουμε και στη Θεσσαλονίκη γιατί είχε κάποια στοιχεία μεγάλης πρωτοτυπίας. Θα γίνει με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Τη γνώρισα το 2013 όταν είχε ανεβεί στο Μέγαρο το μπαλέτο μου Ταξίδι στην Αιωνιότητα, όπου η μουσική παιζόταν ζωντανά. Μαέστρος θα είναι ο φίλος μου από το 1998, όταν διηύθυνε τη μουσική για το Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα, ο καταπληκτικός Λουκάς Καρυτινός. Τον ξέρω όμως από το 1982, στο ξεκίνημα της καριέρας μου, είχε έρθει να με βρει λέγοντάς μου πως αγαπάει τη δουλειά μου και θα ήθελε να συνεργαστούμε. Θα τραγουδήσει η Μαρία Φαραντούρη τραγούδια από το θέατρο και το σινεμά. Έχουμε συνεργαστεί από την εποχή της χούντας, όταν έμενα στο Παρίσι. Ήταν στο εξωτερικό, έκανε συναυλίες, κι όταν ερχόταν στο Παρίσι κοιμόταν σπίτι μου. Με είχε παρακινήσει να κάνουμε ένα δίσκο μαζί, και με τους στίχους του Κ.Χ. Μύρη έγινε τότε Η Μεγάλη Αγρυπνία. Τραγούδησε και στη συναυλία στο Ηρώδειο, και στην Ελεγεία του Ξερριζωμού στο Μέγαρο Μουσικής το 2005, που εκτός από διπλό CD βγήκε και σε DVD, πράγμα που η ECM έχει κάνει μόνο για τον Keith Jarrett, το Dino Saluzzi και για μένα.
Μαζί μας θα είναι και το καταπληκτικό trio jazz των David Lynch, Σταύρου Λάντσια και Γιώτη Κιουρτσόγλου. Ο David είναι συνεργάτης μου από το 86, τότε που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα από την Αμερική, λίγο καιρό αφού συνεργάστηκα με τον Jan Garbarek. Το τρίο θα παίξει τα μπλουζ που έχω γράψει γα τις ταινίες, αλλά ο David θα παίξει και ως σολίστ με την ορχήστρα σε έργα που είχαν πρωτοπαιχτεί από σαξόφωνο. Θα είμαι κι εγώ στο πιάνο. Έχω βάλει και πράγματα από το θέατρο ειδικά για τη Θεσσαλονίκη. Θα είναι ενδιαφέρον γιατί έχω παίξει εκεί κυρίως τη μουσική από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, και το 2000 στο Μέγαρο με το Φεστιβάλ, αλλά και το 2012 μετά το χαμό του Θόδωρου. Δεν θα λείπουν βέβαια βασικά θέματα από τον Αγγελόπουλο – θα με δείρουνε! Άλλωστε συνεργαστήκαμε επί 28 χρόνια. Τώρα όμως θα υπάρχουν και θέματα από παραστάσεις του Ντασέν, του Ευαγγελάτου, του Αντώνη Αντύπα, και πολλά άλλα θέματα κινηματογραφικά.
Όπως πάντα τα τελευταία χρόνια που συνεργάζομαι με το τρίο, θα έχουμε και την έκπληξη ενός αυτοσχεδιασμού που θα κάνω τον David. Αυτοσχεδιασμό πρωτοέκανα στη ζωή μου το 1988 στην πρώτη μου συναυλία στο Ηρώδειο! Ήμουν ντροπαλή ως νέος άνθρωπος, και παρόλο που αυτοσχεδίαζα πολύ από παιδί, δημόσια δεν το είχα ξανακάνει. Όταν όμως ήρθε την παραμονή ο Garbarek με τη γυναίκα του κι αποφασίσαμε να κάνουμε μια πρόβα για τον αυτοσχεδιασμό, όταν πλησιάσαμε το πιάνο, είπα: «Εγώ δεν θέλω πρόβα». Εκείνος μου είπε: «Ούτε εγώ θέλω!» Και μας βγήκε πολύ καλά… Η διαφορά είναι ότι τα τελευταία χρόνια κάνω και διάλειμμα, ενώ παλιά δεν έκανα, μήπως κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι θέλουν να βγουν να ξεμουδιάσουν. Οι δύο ξεχωριστές ενότητες είναι, όμως, σαν δύο πλήρεις συναυλιούλες.
Από το σήμερα ας πάμε στην αρχή. Ποια ερεθίσματα σας οδήγησαν στη μουσική; Νομίζω ότι είχα το μικρόβιο εκ γενετής! Γεννήθηκα σε ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης, στην ορεινή Ναυπακτία. Μουσική υπάρχει παντού: μέσα στη φύση, στα δάση… Από την άλλη, είχα ένα παππού που έπαιζε μαντολίνο και τραγουδούσε πολύ ωραία δημοτικά. Στις συλλογικές δουλειές που έκαναν οι γυναίκες στο χωριό, όπως όταν καθάριζαν τα καλαμπόκια, έκαναν νυχτέρια και τραγουδούσαν πολυφωνικά. Και άκουγα… Το σπίτι ήταν κοντά στην εκκλησία και τις Κυριακές είχα τις ψαλμωδίες και τα βυζαντινά. Καμιά φορά ερχόταν κανένα κλαρίνο, αυτά ήταν όλα κι όλα! Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός, μαθηματικός σε ένα ιδιωτικό σχολείο στους Αμπελοκήπους, αλλά μας είχε ακουμπήσει στο χωριό γιατί έπρεπε να τρώμε. Στο χωριό τρως πιο εύκολα από ότι στην πόλη, τώρα νομίζω πως εκεί θα γυρίσουμε… Τότε, μέσα στον πόλεμο, κι ειδικά στον εμφύλιο, ήταν πολύ άσχημη η κατάσταση, ενώ εκεί είχαμε μια κατσικούλα, τα κολοκυθάκια μας, κάτι τρώγαμε. Γιατί υπήρχε τεράστια φτώχεια. Και το ’50.
Όταν ήμουν 7 ετών το καλοκαίρι ο πατέρας μου μας έφερε στην Αθήνα γιατί έπρεπε να πάω σχολείο το φθινόπωρο, και στο ευλογημένο αυτό σχολείο όπου μας φιλοξενήσανε για τρία χρόνια στο υπόγειο – σχολή Νεστορίδου λεγόταν, δεν υπάρχει πια, ήταν ένα από αυτά τα υπέροχα κτίρια που γκρεμίσανε – ανακάλυψα ένα παλιό πιάνο με ουρά κι άρχισα να το γρατζουνάω. Από τα παράθυρα του σχολείου, που ήταν ένας τεράστιος χώρος όπου ανεβοκατέβαινα σαν να ήταν σπίτι μου, από το πρώτο βράδυ βλέπαμε σινεμά στο Φλερύ, που ήταν δίπλα κολλητά. Ήμουν πολύ κοινωνικό παιδί, έκανα γρήγορα παρέες, το είχα κάνει αρχηγείο μου και μάζευα εκεί όλη τη μαρίδα της γειτονιάς! Δεν υπήρχε ταινία που να μην την έβλεπα. Περάσαμε βέβαια φτώχειες μεγάλες. Με το που ήρθαμε στην Αθήνα πέθανε η μάνα μου. Ο πατέρας μου για να τα φέρνει βόλτα δούλευε και σε νυχτερινό. Είχα έναν αδελφό επτά χρόνια μεγαλύτερο που με πρόσεχε κάπως, αλλά βλέπαμε ό,τι ταινία θέλαμε. Δεν τα καταλαβαίναμε όλα, αλλά υπήρχε μια ένταση. Όταν πέφταμε στο κρεβάτι, άκουγα τις μουσικές και πεταγόμουνα. Κοίταξε κάτι συγκυρίες, ε; Να το πιάνο, να και το σινεμά…
Άλλη συγκυρία τώρα: στην αυλή υπήρχε ένα κιγκλίδωμα και κάτι γαζίες, και δίπλα υπήρχε ένα μικρό χαμόσπιτο. Εκεί έμεναν ένα ζευγάρι πρόσφυγες, ευγενείς από την τσαρική Ρωσία, προφανώς έφυγαν κυνηγημένοι. Λάτρευαν την όπερα, είχαν δίσκους, ίσως και ραδιόφωνο, που εμείς δεν είχαμε στο σπίτι. Εκεί άκουγα άριες. Σε πολύ σύντομο διάστημα, γιατί είχα τρομακτικό αυτί, είχα αρχίσει να μαθαίνω τις άριες και να τις τραγουδάω. Διαμορφώθηκε η μουσική μου εκπαίδευση τσάκα-τσάκα! Ρωτούσα τον πατέρα μου πώς θα μάθω πιάνο. Όταν άρχισα το σχολείο, ένα παιδάκι έπαιζε κάτι σαχλαμάρες, και κατάλαβα πως ήταν πιο προχωρημένο από μένα. Οπότε πες-πες με πήγε σε δασκάλα πιάνου. Γι αυτό σου λέω, από μόνη μου το έψαχνα. Και στο χωριό τραγουδούσα, είχα πολύ ωραία φωνή. Ο Χατζιδάκις όταν με άκουσε στα Ανώγεια όπου κάναμε τους Αγώνες Λύρας, μου ζητούσε να του τραγουδήσω, ειδικά δημοτικά. Και η Αρλέτα μου το έλεγε. Ειδικά τα δημοτικά, που τα ξέρω από παλιά, τα τραγουδούσα και στα εγγόνια μου κάθε βράδυ όταν έρχονταν να κοιμηθούν εδώ. Είναι τρόπος ζωής για μένα η μουσική.
Πήγα και στο Ωδείο, έκανα και στο Παρίσι ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας… Τι να σου λέω τώρα, τα ξέρεις… Είχα ξεκινήσει για να γίνω πιανίστα, σολίστ, αλλά στο δρόμο αυτοσχεδίαζα πολύ. Αυτό σημαίνει: συνθέτης. Κατάλαβα ότι δεν θέλω να εγκλωβιστώ σε ένα ρεπερτόριο και να έχω την καθημερινότητα ενός σολίστ. Με τραβούσε η ποίηση και η σύνθεση. Έγραφα και ποίηση. Αλλά με κέρδισε η μουσική. Πέρασα κι από το Πανεπιστήμιο, γιατί ο πατέρας μου ήθελε να κάνω ακαδημαϊκή καριέρα, αισθανόταν ότι κινδυνεύω ασχολούμενη μόνο με τη μουσική. Τελικά το πανεπιστήμιο αποδείχτηκε ωφέλιμο, γιατί όταν έγινε η χούντα κι αναγκάστηκα να φύγω έξω, το δίπλωμα μού έδωσε υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση, ενώ τα ωδεία δεν ήταν αναγνωρισμένα.
Τα ακούσματα από το χωριό είναι που σας έκαναν να ενδιαφερθείτε για την προφορική μουσική παράδοση; Όχι. Όταν πήγα στη Γαλλία δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα τη μεγάλη της αξία, ούτε και της δημοτικής, κι ας την είχα μέσα στο αίμα μου. Ήμουν και παιδί του ωδείου: 17 χρόνια ασχολιόμουνα με κλασική και προκλασική μουσική. Στο Παρίσι ανακάλυψα ότι υπάρχει αυτή η επιστήμη της προφορικής παράδοσης – υπήρχε στο Πανεπιστήμιο από το 1960. Την επέλεξα γιατί σκέφτηκα πως είναι κάτι κοντινό σε αυτό που έκανα, και γιατί ήταν ο μόνος δρόμος για να πάρω υποτροφία. Το έκανα για πολλά χρόνια, δίδασκα κιόλας εκεί στο Πανεπιστήμιο. Η καθηγήτριά μου με αγαπούσε, και με βοήθησε πάρα πολύ η κατανόηση αυτής της επιστήμης. Είχα ξεκινήσει κι ένα διδακτορικό που το έφτασα σχεδόν στο τέλος, αλλά μετά έγινε η μεταπολίτευση, έβγαλα τη Μεγάλη Αγρυπνία και γύρισα στην Ελλάδα. Άλλωστε η καθηγήτριά μου έλεγε: «το ταλέντο σου είναι στη μουσική, αυτό να κάνεις!»
Πώς αποφασίσατε να γυρίσετε; Μα θα γύριζα ούτως ή άλλως. Ο λόγος που έφυγα ήταν η χούντα. Με είχανε πιάσει, αλλά δεν είχαν στοιχεία. Δεν τα βρήκαν! Όλοι είχαμε κάνει πράγματα την εποχή εκείνη. Όλοι μιλάγαμε εναντίον, όλοι κρύψαμε κάποιον σπίτι μας για να τον προστατεύσουμε. Άμα τα ανακαλύπτανε αυτά θα ήμουνα στη Γυάρο! Παρακολουθούσαν όμως το τηλέφωνο της κόρης της Λιλής Ζωγράφου – αυτής που έγραψε την Κατάσταση Πολιορκίας, και μαζέψανε καμιά πενηνταριά. Μας είχαν βάλει στο μάτι. Έτσι πήρα την Air France, έκανα το πρώτο μου αεροπορικό ταξίδι με το παιδάκι μου το μικρό – τον είχα ήδη κάνει όταν ήμουνα στο Πανεπιστήμιο – και βρέθηκα στο Παρίσι. Μπορεί να ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, αλλά ήταν καταπληκτικό άνοιγμα οριζόντων. Είδα και έμαθα πολλά πράγματα. Η μελέτη που έκανα εκεί στην προφορική μουσική παράδοση, και το ντοκτορά που διάλεξα, ήταν για το ρεμπέτικο και τη δημοτική μουσική της Ελλάδας σε σύγκριση, από την άποψη των κλιμάκων, τρόπων και ρυθμών. Μετά από δύο χρόνια που ήρθα στην Ελλάδα, πήγα και βρήκα το Βαμβακάρη, τη Μπέλλου, έκανα ηχογραφήσεις μαζί τους, και τα μετέγραψα με την παγκόσμια γραφή της εθνομουσικολογίας και τα έχω καταθέσει στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης στη Γαλλία. Ήξερα και τραγούδια δημοτικά ξεκινώντας από τον 11ο αιώνα, ήρθαν και τα ριζίτικα στο Παρίσι με τον Ξυλούρη – πολύ μεγάλος τραγουδιστής και πολύ ωραία η δουλειά που είχε κάνει ο Μαρκόπουλος τότε.
Όταν λοιπόν επέστρεψα με τη μεταπολίτευση, με περιέλαβαν να κάνω μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τότε όμως συνειδητοποίησα ότι πρέπει να βρω και να ηχογραφήσω τους εναπομείναντες τεχνίτες της προφορικής μουσικής παράδοσης στην Ελλάδα. Στην αρχή οργάνωσα κάτι βραδιές στη Γκαλερί Ώρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν. Βρήκα τον Τάσο Χαλκιά στο κλαρίνο, το Νίκο Στεφανίδη που έπαιζε κανονάκι, το Γιάννη Σούλη που έπαιζε ούτι κλπ, τους έκανα ατομικές συνεντεύξεις με τον τρόπο που είχα μάθει επιστημονικά, τους έγραφα σε κασέτα και μετά τους έπειθα να απελευθερωθούν και να αυτοσχεδιάσουν. Για μια χρονιά κάναμε στου Μπαχαριάν και μια σχολή με αυτούς τους μεγάλους δασκάλους. Ήρθαν και 2-3 συνθέτες ως μαθητές εκεί, ανάμεσά τους ο Κυπουργός. Μετά είδε ο Μάνος (Χατζιδάκις) τι κάνω, με τσίμπησε και το έκανα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Από το ’82 και μετά όμως που έφυγε ο Μάνος από το Τρίτο, παραιτηθήκαμε και εμείς, οπότε ασχολήθηκα αποκλειστικά με τη σύνθεση.
«Έχω πει πολλές φορές πόσο ιδιαίτερη και σημαντική ήταν η γνωριμία μου με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ήταν μια πολύ δημιουργική σχέση, με κοντραρίσματα, αλλά και ευτυχείς καταλήξεις.»
Ακόμα μου κάνει κατάπληξη όταν βλέπω πόσοι από το Τρίτο Πρόγραμμα αποτέλεσαν τη ραχοκοκκαλιά του τι συνέβη τα επόμενα χρόνια στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας. Ο Μάνος ήξερε τι να διαλέξει. Εγώ τότε, μόλις γύρισα από τη Γαλλία, έμενα στη Δεξαμενή, και μια μέρα μου τηλεφωνάει ο Γκάτσος και μου λέει: «είμαι στου Zonar’s με το Μάνο Χατζιδάκι. Συγχαρητήρια, διορίστηκες!» Μάζευε τα στελέχη του γα το Τρίτο Πρόγραμμα και με είχε συμπεριλάβει. Είχε τον Κουρουπό, έφερε από τη Γερμανία τον Κοντογεωργίου για την καταπληκτική χορωδίαω, το Γρηγορίου, τον Κυπουργό… Είχε πλάκα, γιατί όταν ανέλαβα το τμήμα της προφορικής μουσικής παράδοσης, ο Μαραγκόπουλος κι ο Κυπουργός είχαν έρθει να πλαισιώσουν το τμήμα μου, γιατί τους ενδιέφερε. Πολλή δουλειά. Υπήρξε μέρα που έκανα 7 εκπομπές! Ο Μάνος ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε να κρατιούνται αρχεία, καταπληκτικά πράγματα. Μη μελαγχολήσουμε όμως – γιατί δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συνέχεια – σε τίποτα και πουθενά. Και τι σημαίνει συνέχεια; Ότι παραλαμβάνεις κάτι, το βλέπεις με σεβασμό, το κρατάς και βάζεις κι εσύ το λιθαράκι σου. Εδώ συμβαίνει το εξής: έρχεται κάποιος, καταργεί τα πάντα, θεωρεί δεδομένο ότι δεν χρειάζονται, και ξαναρχίζει από την αρχή βάζοντας τη δική του – υποτίθεται – σφραγίδα. Δεν υπάρχει πιο ηλίθια αντιμετώπιση! Αυτό συμβαίνει και στην πολιτική. Γίνεται κάτι στην Παιδεία, έρχεται ο επόμενος, δεν βλέπει ποια καλά υπάρχουν κι απλώς απαξιώνει ό,τι έχει γίνει, γιατί το θεωρεί a priori χάλια! Ε, δεν προχωράει έτσι το πράγμα. Τα ίδια συμβαίνουν και στο Υπουργείο Πολιτισμού. Παντού και πάντα!
Δεν γίνεται να περνάει ένας Μάνος Χατζιδάκις από κάπου, να έχει επιλέξει αυτούς τους ανθρώπους, και να τα σβήνουν όλα μετά! Και να σου πω γιατί τα σβήνουν; Από αδιαφορία και φθόνο, από αμέλεια και έλλειψη εργατικότητας. Το ραδιόφωνο έχει συνέχεια ανάγκη από υλικό για να γράφει. Για να γράψεις πρέπει να παραγγείλεις εγκαίρως τα tapes. Οπότε το αμέλησαν από την υπηρεσία, βουτάνε ό,τι βρουν μπροστά τους και γράφουν από πάνω! Τα δικά μου είναι όλα σβησμένα. Είχα φέρει στις εκπομπές μου μέχρι και τον Samuel Baud-Bovy, το σπουδαίο εθνομουσικολόγο. Τα ίδια και στην τηλεόραση. Άραγε το Πολεμόντα του Δημήτρη Μαυρίκιου να υπάρχει άραγε; Ήταν πολύ φίλος μου ήδη από το Παρίσι. Τον πίστεψα πολύ και όταν ήλθα εδώ δεν σταμάτησα να μιλάω γι’ αυτόν. Στο Πολεμόντα είχα γράψει ένα-δυο θέματα, μελοποίησα κι ένα χορικό από τους Πέρσες και το τραγούδησε η Φαραντούρη. Τα Γεφύρια του Ιονίου ελπίζω πως υπάρχουν. Ο Πατούχας του Αλέξη Δαμιανού υπάρχει; Πέρυσι που έβγαλα τη μουσική μου για τη μικρή οθόνη, συμπεριέλαβα κάποια θέματα για να σωθούν, αλλά όχι όλα.
Νομίζω πως όχι. Ο ίδιος ο Δαμιανός μου είπε πως η ΕΡΤ του είχε κάνει μήνυση, γιατί μαζί με το σπίτι του που κάηκε, κάηκαν και κάποια υλικά από τον Πατούχα! Μιλάμε για τον Αλέξη Δαμιανό! Τρομακτική γνώση! Δεν σέβονται τίποτα! Τόσο ηλίθιοι. Κατάλαβες τώρα τι γίνεται; Πώς μετά να μην προβληματίζεσαι για το πού πάμε και τι πρόκειται να γίνει; Για μένα, όποιος παίρνει ένα πόστο, πρέπει να είναι πρώτα από όλα πατριώτης. Και πατριώτης είναι αυτός που περισώζει την πολιτιστική μας κληρονομιά, αυτός που θα αγωνιστεί ώστε να παραδώσει τα πράγματα που παρέλαβε μαζί με όσα θα κάνει κι ο ίδιος.
Μα κι η κουβέντα που κάνουμε τώρα, για μένα αυτό το νόημα έχει. Η μνήμη μας είναι πολύ κοντή. Υπάρχουν μυαλά καταπληκτικά στην Ελλάδα, δεν το συζητάω. Υπάρχουν κι άλλοι που έχουν απλώς άγνοια. Γιατί δεν υπάρχει η παιδεία. Γι’ αυτό το θέμα της παιδείας, ήμουνα νια και γέρασα, κυριολεκτικά! Γιατί εγώ λόγω της χούντας – ε, μην αρχίσω στο τέλος να την ευγνωμονώ κιόλας! – βρέθηκα στο Παρίσι και το παιδάκι μου πήγε από 4-5 χρονών σε γαλλικό σχολείο! Και τι βίωσα εγώ σε αυτή τη χώρα; Ότι ένα παιδί μπήκε και βγήκε από το σχολείο χωρίς να ψοφήσει στη δουλειά, έμαθε γράμματα, έμαθε πώς να λειτουργεί κριτικά απέναντι στο υλικό, δεν έγινε παπαγαλάκι, και κυρίως δεν το φόρτωναν με τόση δουλειά όσο εδώ, που ο καθένας πρέπει να επιδείξει ότι είναι πιο καλός από τον άλλο! Συμπλεγματικοί είναι; Τα καημένα τα παιδιά!
Από ότι ξέρω, οι πρώτες μουσικές σας για ταινίες είναι το 1975: το Πολεμόντα του Δημήτρη Μαυρίκιου, που ήδη αναφέραμε, αλλά και για τον Τάκη Κανελλόπουλο. Μπράβο! Τον ποιητή της Θεσσαλονίκης! Εκεί έγραψα μουσική σχεδόν χωρίς να έχω δει την ταινία, γιατί δεν προλάβαιναν. Ήρθε στη Δεξαμενή ο Νίκος Κούνδουρος, τον οποίο ήξερα από το Παρίσι, και μου είπε: «θέλω να βοηθήσεις το φίλο μου τον Τάκη, να του γράψεις μουσική». Μου περιγράψανε τι είναι, ήταν σπονδυλωτό, με επεισόδια. Εγραψα κάποια θέματα. Πήρα και το Δημήτρη Μαυρίκιο μαζί μου, και ξέρεις πού την έγραψα αυτή τη μουσική; Στα στούντιο του Φίνου, στην οδό Χίου 54! Έκλεισα κάποιους μουσικούς, και κουβάλησα το πιάνο μου. Το μετέφερα, γιατί το είχα τροποποιήσει, του είχα βάλει πινέζες κι ακουγόταν σαν τσέμπαλο, ή πλησίαζε τον ήχο από το μπαγλαμαδάκι. Ήρθε κι ο Δημήτρης με τη φυσαρμόνικα. Είχα το μπαμπά Δεσποτίδη κι έπαιξε βιολί. Τραγουδάει ο Μαυρίκιος, εγώ… Έτσι έγραψα τα θέματα για Το Χρονικό μιας Κυριακής. Αυτό το έχω, πρέπει να το βγάλω! Πρέπει να το ψηφιοποιήσω και τρέμω να μην το βρω αλλοιωμένο. Είναι πάντως στα άμεσα σχέδιά μου να βγάλω τα κινηματογραφικά που δεν έχουν κυκλοφορήσει. Υπ’ όψιν: ούτε είχα σπουδάσει ειδικά κινηματογράφο, ούτε ήξερα πώς γίνεται. Ιδέα δεν είχα!
Κυκλοφόρησε τότε (το ’75) κι η Μεγάλη Αγρυπνία, που είχε γραφτεί στο Παρίσι το ’72. Ήταν αντιστασιακά τραγούδια, με συγκεκαλυμμένο τρόπο. Είχαν διαδοθεί με κασέτες κι είχαν τραγουδηθεί πάρα πολύ, ακόμα και σε διαδηλώσεις στην Ιταλία. Το είχε γράψει στην Αυγή η Τατιάνα Μιλλιέξ. Τότε, το ’72, ήρθε ο Χατζιδάκις στο σπίτι μου στο Παρίσι και γνωριστήκαμε, τα άκουσε με τη φωνή μου πάνω στα play back των ορχηστρών, που είχαν γραφτεί κρυφά στην Ελλάδα. Γράψαμε τις φωνές στο Λονδίνο, στο Apple Studio των Beatles. Η μίξη έγινε στη Γαλλία, στην Pathé Marconi. Ολόκληρη Οδύσσεια! Τελικώς βγήκε το ’75. Τότε έκανα και το πρώτο μου θεατρικό, με το Σταύρο Ντουφεξή: Το Ημέρωμα της Στρίγγλας. Έπαιζε η φοβερή Νίκη Τριανταφυλλίδη, ταμάμ ήτανε! Είχα την ιδέα να χρησιμοποιήσω και ηθοποιούς που ξέρανε να παίζουν όργανα, όπως ο Χρήστος Βαλαβανίδης, που έπαιζε φλογέρες. Πριν ξεκινήσει, υπήρχαν τρεις μουσικοί πάνω σε ένα χαλί ντυμένοι αναγεννησιακά που παίζανε τα θέματα της παράστασης. Για τότε ήταν αβάν γκαρντ! Το πρώτο μου ήταν Σαίξπηρ, λοιπόν. Κι εκεί είχα κουβαλήσει το πιάνο μου για τις πρόβες, το είχα κάνει ποδήλατο, το πήγαινα από δω κι από κει! Το οποίο ήταν καλό πιάνο, ειρήσθω εν παρόδω! Αλλά το καλό μου πιάνο ήταν αυτό που έφερα από τη Γαλλία. Στην αρχή είχαμε δυσκολευτεί στο Παρίσι. Δούλευα σα σκυλί. Αλλά έτυχε το μεγάλο λαχείο: η Νάνα Μούσχουρη έκανε δύο τραγούδια μου. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που συνέβη, γιατί πραγματικά μου έδωσε χρήματα και άνεση. Λίγο μυθιστορηματικές καταστάσεις, όπως βλέπεις! Όταν είχα φτάσει στο Παρίσι, με το τουριστικό μου συνάλλαγμα, εν μέσω χούντας – Νοέμβρη του ’67 – με -17ο έξω, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αγοράσω ζεστά μποτάκια για το παιδάκι μου και για μένα. Tην επόμενη μέρα πήγα στα Piano Hamm, κοντά στο μετρό Lemoine, και νοίκιασα πιανάκι. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως υπάρχει σπίτι που δεν έχει πιάνο. Σήμερα έχω παντού πιάνα. Εδώ, στο χωριό μου…
Πολλές συνεργασίες σας είναι πασίγνωστες, υπάρχει όμως και μία για την οποία έχετε λιγότερο μιλήσει, κι είναι με ένα σκηνοθετικό μου ίνδαλμα, τον Κρις Μαρκέρ. Ο Μαρκέρ με ανακάλυψε από τη μουσική για το Μελισσοκόμο. Το είχε βρει εντελώς ιδιοφυές που σκέφτηκα να βάλω σαξόφωνο σε μια ταινία ελληνική, για να εκφράσω έναν ήρωα που είναι δάσκαλος. Γίναμε πολύ φίλοι, είχαμε μεγάλη αδυναμία ο ένας στον άλλο. Συνεργαστήκαμε για μια σειρά δώδεκα επεισοδίων για το TF 1 που λεγόταν Η Κληρονομιά της Κουκουβάγιας (L’Héritage de la chouette). Η Κουκουβάγια ήταν η Αρχαία Αθήνα, και τα επεισόδια αφορούσαν δώδεκα λέξεις που ταξίδεψαν στον τόπο και το χρόνο προερχόμενες από την Ελλάδα, των οποίων την εξέλιξη παρακολουθούσαμε μέσα στο χρόνο. Μια από αυτές ήταν η λέξη Δημοκρατία. Μουσική, Θέατρο… Μιλούσε στη σειρά ο Καστοριάδης, άλλοι φιλόσοφοι, ο Ξενάκης… Ήρθε λοιπόν εδώ ο Μαρκέρ να δουλέψει, και πήγε στο ραντεβού που είχε στην ΕΡΤ. Περίμενε, λοιπόν, σε ένα χώρο και δεν ερχόταν κανείς να τον δει! Κάποια στιγμή περνάει κάποιος τον βλέπει έτσι όπως ήταν με ξυρισμένο γουλί το κεφάλι, τρέχει μέσα και λέει: Ο Κότζακ!
Δεν ήταν ευτυχισμένος από την οργάνωση της ΕΡΤ. Πήγαινα και τον έπαιρνα με ένα 4L που είχα τότε. Νόμιζε πως επειδή είχα συνεργαστεί με τον Garbarek και τον Αγγελόπουλο, θα είχα κάνει μεγάλη περιουσία, κι απορούσε που πήγαινα με αυτό το αμαξάκι, του άρεσε! Έχουμε περάσει πολλές ώρες μαζί, έχω μείνει στο σπίτι του, στο 20ο Διαμέρισμα, αλλά δυστυχώς, ενώ καθόμουν εκεί και έπαιζα συνθεσάιζερ με τις ώρες και ηχογραφούσα μουσικές, δεν έχω πάρει καθόλου φωτογραφίες. Έχω κι ένα σημείωμα από το χέρι του να σου δείξω αφού τον αγαπάς… Δυστυχώς, όπως ξέρεις, πέθανε το 2012.
(Μου δείχνει ένα υπέροχο προσωπικό σημείωμα του Κρις Μαρκέρ, με ζωγραφισμένη πάνω μια κουκουβάγια που τραγουδάει. Ακριβώς επειδή είναι προσωπικό, παρόλο που δεν λέει παρά κάτι απολύτως καθημερινό, αποφασίζουμε να μην το φωτογραφίσουμε, πως δεν θα ήταν σωστή η δημοσιοποίησή του. Έχει, ως συνήθως, δίκιο).
Μόλις ήρθε εδώ, τον πήγα στο Θόδωρο (Αγγελόπουλο), που του είπε πως εξ αιτίας του ασχολήθηκε με το σινεμά. Μετά τον πήγα και στον Ντασέν, που τον θαύμαζε πολύ. Καθίσαμε εκεί στο σαλόνι της Μελίνας, ήταν απίστευτα συγκινητική η συνάντηση αυτών των δύο ανδρών. Ο Ντασέν ήταν μεγαλύτερος, αλλά στεκόταν πολύ καλά. Ο Μαρκέρ ένιωσε τζόβενο μπροστά του! Μέσω του Μαρκέρ γνώρισα και μια σπουδαία ηθοποιό και σκηνοθέτιδα, τη Ζυλιέτ Μπερτό. Ήταν το αγαπημένο του παιδί. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί πάνω σε μια ταινία που θα έκανε, αλλά δυστυχώς τη χτύπησε καρκίνος. Είχαμε πάει και στις Κάννες μαζί, και παρόλο που το είχε ήδη, ήταν λεβέντισσα, συνέχιζε να δουλεύει… Όταν έφτανε το τέλος, ζήτησε από τον αγαπημένο της να της βγάλει τα σωληνάκια… Ήταν απίστευτα γενναιόδωρη. Κάποτε είχα μια απίστευτα ωραία λευκή τσάντα, και μου την έδωσε. Δυστυχώς μου την έκλεψαν εδώ στην Ελλάδα σπάζοντας το τζάμι του αυτοκινήτου μου. Έχω πολύ μεγάλους δεσμούς με τη Γαλλία. Ξαναγυρνάω εκεί σαν να είναι δεύτερη πατρίδα μου, γιατί είναι καίρια τα χρόνια που έζησα εκεί. Ο Μάης του ’68, διάφορα…
Μιας που μιλάμε για διάφορες γνωριμίες, δεν γίνεται να μη μου πείτε πώς γνωρίσατε το Θεόδωρο Αγγελόπουλο… Τον είχα γνωρίσει το 1980, επί Μεγαλέξαντρου. Πριν τον κάνει, φώναξε εμένα, τον Κηλαηδόνη και το Χριστόδουλο Χάλαρη για να κάνουμε όλοι μαζί τη μουσική για την ταινία. Τι ήταν τώρα αυτό το όλοι μαζί; Αγγελόπουλος style! Ήθελε εγώ να έχω το βάρος της σύνθεσης, ο άλλος της έρευνας ιο τρίτος τα δημοτικά, ή κάτι άλλο. Πήγα και τον είδα, μια χαρά, αλλά όταν γύρισα σπίτι μου, τον πήρα και του είπα: «Θόδωρε, να το κάνουμε κάποια άλλη φορά; Εγώ σαν συνθέτης θέλω να έχω μια εποπτεία στα πράγματα, δεν μπορώ να τα βρω ούτε με τον εαυτό μου κάποιες φορές, πώς θα τα βρούμε τρεις;» Συμπέρανα τελικά πως αυτό ήταν από ανασφάλεια, ή δεν είχε ακόμα αποκτήσει την αίσθηση της συνεργασίας με ένα συνθέτη. Τελικώς πήρε το Χάλαρη, που έκανε πάρα πολύ ωραία δουλειά. Ο Θόδωρος είχε ήδη ακούσει τη μουσική μου για την Περιπλάνηση του Χριστοφή το ’79, όπως και για τη Γαλήνη στην τηλεόραση. Όταν όμως πήγαμε το ’82 στη Θεσσαλονίκη με τη Ρόζα του Χριστοφή, ο Θόδωρος ήταν Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ. Απίστευτη επιτροπή: Κατράκης, Ραφαηλίδης… Εγώ είχα πράγματι κάνει μια πολύ καλή μουσική για τη Ρόζα – εκ των υστέρων το κατάλαβα, γιατί όταν παίχτηκε έγινε χαμός! Όλοι με αγκαλιάζανε… Πήρα το βραβείο μουσικής τότε, και μετά ο Θόδωρος με φώναξε να κάνω το Ταξίδι στα Κύθηρα. Τελικά αυτή η σχέση κράτησε πάρα πολλά χρόνια, έχω πει πολλές φορές πόσο ιδιαίτερη και σημαντική ήταν. Όμως μέσα σε αυτή τη σχέση είχα να παλέψω και με την ανασφάλεια του Θόδωρου. Όπως κάθε σκηνοθέτης, δεν μπορούσε παρά να είναι ανασφαλής, γιατί είχε να ελέγξει ένα τεράστιο όγκο δουλειάς.
Ήταν μια πολύ δημιουργική σχέση, με κοντραρίσματα, αλλά και ευτυχείς καταλήξεις. Για το Ταξίδι στα Κύθηρα πήρα καταπληκτικές κριτικές. Την ταινία την είχε δει ο Eicher το ’84, ο οποίος είναι κινηματογραφόφιλος και αγαπούσε τον Αγγελόπουλο, και με είχε επισημάνει. Πού να το ξέρω εγώ αυτό; Κι έρχεται η στιγμή του Μελισσοκόμου, όπου ψάχνω ένα θέμα για το οποίο καταλαβαίνω πως θα ήθελα σαξόφωνο, και μάλιστα τον Garbarek. Χρόνια ολόκληρα πέρασα σε παραλίες ακούγοντας τον ήχο του. Πήγα στη Φλώρινα, βρήκα το Θόδωρο, και του πήγα μια κασέτα για να ακούσει. Του έπαιξα και το θέμα μου. Μου λέει: «Πού είναι αυτός;» Του λέω: «Στο Όσλο!» Απάντηση: «Κανένας πιο κοντινός δεν υπάρχει;» Δεν ήταν διατεθειμένη η παραγωγή – ούτε κι ο Θόδωρος μέσα στην τρέλα του στα γυρίσματα – να μου κάνουν τέτοια χάρη. Δεν σου λέω ποιον μου είπε να πάρω ως σαξόφωνο… Αν και γενικά είχε επιφυλάξεις για το σαξόφωνο! Βρίσκω λοιπόν κι εγώ μόνη μου το τηλέφωνό του από το Εθνικό Θέατρο του Όσλο – ούτε καν σκέφτηκα να πάω μέσω ECM, πού να τους πλησιάσω; Τον πήρα λοιπόν και του είπα, με πολύ σπασμένα αγγλικά εγώ τότε: «έχω γράψει ένα θέμα που νομίζω πως μπορείς να το παίξεις μόνο εσύ». Αυτός σκέφτεται λίγο και μου λέει: «Great!» Και σταμάτησε να μιλάει! «Τώρα τι κάνω ο μαλάκας;», σκέφτομαι. (Γέλια) Και του λέω: «θα έρθω να σου το δείξω!» Πήρα το αεροπλάνο μόνη μου με την κασέτα μου και πήγα στο Όσλο! Του άρεσε πάρα πολύ, και το έπαιξε αμέσως: έχω ηχογραφημένη την prima vista του! Έτσι κάναμε αυτή την καταπληκτική συνάντηση.
Είχα βέβαια πολλή μουσική: το τραγούδι με τη Massino, το Ροκ της Καντίνας, το Βαλς του Γάμου… Αλλά ήξερα πως αυτό είναι το θέμα του Αποχαιρετισμού – όπως το ήξερα στα Κύθηρα για Τα Ταξίδι… – κι αυτό δεν το ήθελε στην αρχή ο Θόδωρος, δυσκολευόταν, όλο μαλώναμε στο μοντάζ… Και με τον Garbarek είχαμε μεγάλη διαμάχη, γιατί ενώ τον έφερα το χριστιανό και παίξαμε στο στούντιο, όπου έκανε παπάδες, έγραψα κι όλα τα άλλα θέματα κι όλα του αρέσανε εκτός από τον Garbarek στην αρχή! Νόμιζε όtι είναι free jazz. «Μα τι σχέση έχει αυτό;» του έλεγα. «Γιατί, ο Μαστρογιάνι τι είναι, Ιταλός; Δάσκαλος έλληνας έγινε τώρα που τον έφερες! Ένας μεγάλος καλλιτέχνης, είναι, που γίνεται ό,τι θέλουμε!» Με το πες-πες, αφού κόντεψα να πάω στο τρελάδικο, την έβαλε τη μουσική. Και μετά έλεγε, με πολλή άνεση: «Είχε δίκιο η Ελένη!» Ε, γι αυτό τον αγαπούσα πολύ… Η δυσκολία και η απαιτητικότητα ήταν και με τον εαυτό του ίδια. Ε, μετά κολλήσαμε! Και τη Μαργκαρέτε Φον Τρότα τη γνώρισα από το Ταξίδι στα Κήθυρα. Και με τον Manfred Eicher έτσι έγινε: Ο Garbarek πριν έρθει να γράψει, μού είπε «θα ρωτήσω την οικογένειά μου πρώτα». Ρώτησε την οικογένειά του, τον Manfred, κι αυτός του είπε: «έχει κάνει μια πολύ ωραία μουσική για το Ταξίδι στα Κύθηρα, είναι καλή συνθέτρια, να πας». Η μια συνάντηση φέρνει την άλλη. Οι επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας είναι πολύ σημαντικό πράγμα…