Από τα μισά των 70s κι έπειτα, ο Adrian Sherwood μπαίνει πολύ συχνά στην ίδια πρόταση με τον Brian Eno. Ίσως οι δύο εμβληματικότεροι παραγωγοί με έδρα το Νησί, ο ένας με βάση το ambient κι ο άλλος την dub/reggae. Μόνο που σήμερα, ο Eno απολαμβάνει ακαδημαϊκό στάτους και σίγουρα έχει πολύ πιο παχύ τραπεζικό βιβλιάριο, έχοντας δουλέψει με κολοσσούς που γεμιζουν τις αρένες του πλανήτη από τους U2 μέχρι τους Coldplay. Ο Sherwood ήταν πάντα στην πλευρά των outsiders. Έστηνε μια αόρατη γέφυρα ανάμεσα στις Δυτικές Ινδίες και το μοντέρνο industrial των δυτικών μητροπόλεων. Ερχόταν να σώσει μερικούς δίσκους που έμοιαζαν με μισοκτισμένες πολυκατοικίες ή να βάλει το δικό του καρύκευμα σε ένα b-side remix που θα πήγαινε μια indie μπάντα σε ανεξερεύνητες περιοχές. «Με τον Brian έχουμε τον ίδιο μάνατζερ, μόνο που εγώ είμαι ο λιγότερο επικερδής πελάτης του», αστειεύεται ενώ, στην ερώτηση πώς και δεν έχουν συνεργαστεί ποτέ μεταξύ τους, θυμάται μια ωραία ιστορία από τις αρχές των 80s. «Ο Brian είχε μόλις κυκλοφορήσει το My Life in the Bush of Ghosts με τον David Byrne κι έδινε παντού συνεντεύξεις μιλώντας για το “όραμα μιας ψυχεδελικής Αφρικής”. Την ίδια εποχή δούλευα με τον Bonjo στο στούντιο αυτό που θα εξελισσόταν στο ντεμπούτο των African Head Charge (σ.σ. ένας δίσκος που αληθινά αξίζει να ανακαλύψετε) κι έβρισκα λίγο δήθεν όσα έλεγε. Γι’ αυτό κι εμείς είπαμε τον δίσκο My Life in a Hole in the Ground, ως μια μικρή underground απάντηση. Τελικά, για να πω την αλήθεια, είχε δίκιο. Όλα αυτά τα βαριά αφρικάνικα κρουστά μαζί με τις κιθάρες μπορούν να δημιουργήσουν μια αυθεντική ψυχεδελική ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι λίγο την ακούμπησα με εκείνο τον δίσκο, αν και κανείς ακόμα δεν το έχει πετύχει απόλυτα».
Ο Sherwood είναι παιδί εκείνης της εποχής. Της κοσμογονίας που συνέβη στα τέλη των 70s κι επικυρώθηκε με τον ανεξάντλητο πειραματισμό των μεταπάνκ αρχών των 80s. «Τα 80s ήταν μια αθώα εποχή ακόμα για το Λονδίνο. Μεταπολεμικά ήταν που συνέβη η έκρηξη στη νεανική κουλτούρα, για πρώτη φορά οι νέοι είχαν χρήματα να ξοδέψουν κι αποτέλεσαν μια υπολογίσιμη καταναλωτική δύναμη. Πάνω σε αυτή τη βάση στήθηκε η μουσική βιομηχανία, την οποία έτρεξαν οι μεγάλες εταιρείες στα 60s και το μεγαλύτερο μέρος των 70s. Στο τέλος της δεκαετίας σκάσαμε μύτη και οι ανεξάρτητοι με labels σαν τα δικά μου ή την Rough Trade και την Mute. Ήταν η εποχή του DIY και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που την έζησε.
Το πρώτο μου κανονικό στούντιο το έφτιαξα το 1990. Μέχρι τότε νοικίαζα χρόνο σε διάφορα άλλα. Π.χ. στο Γούντγκριν, μια περιοχή στο βόρειο Λονδίνο με πολύ έντονο ελληνικο χρώμα και το καλύτερο ελληνικό εστιατόριο σε ολόκληρη την πόλη (στην οδό Μίντλετον). Εκεί, στα Saturn Studios, μπορούσες να συναντήσεις την Björk με μια από τις πρώτες της μπάντες, τους Kukl, όπως και μέλη των Exploited ή των Crass, ακόμα και τον Bonjo των African Head Charge – πολύ περιέργοι τύποι όλοι αυτοί για να τους έχεις κάτω από την ίδια στέγη. Επίσης, ηχογράφησα πολλά πράγματα στο Matrix, στην περιοχή του Χόλμπορν, που έγινε αρκετά δημοφιλές από ένα σημείο και μετά επειδή θεωρήθηκε έδρα της On-U-Sound και δούλεψαν εκεί ονοματα όπως οι S-Express κι ο Marc Almond».
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας του Adrian Sherwood, το πολυτιμότερο πετράδι στο στέμμα του (αν κι ο ίδιος, όπως θα καταλάβετε και παρακάτω, θα απέρριπτε τέτοιες γλαφυρές παρομοιώσεις) είναι η On-U Sound Records. Την ίδρυσε το 1979, παρέα με τον Pete Holdsworth, κι εξελίχθηκε στην πιο σημαντική ετικέτα στον χώρο της dub/reggae έκτοτε. Από την εποχή που πούλαγε τους δίσκους της από το πίσω μέρος ενός βαν μέχρι σήμερα που μερικά 10ιντσα της π.χ. από τα 80s , πωλούνται για τριψήφιο αριθμό λιρών στο Discogs, αποτέλεσε σπίτι θρυλικών ονομάτων της σκηνής όπως οι (δικοί του) Tackhead, The London Underground, Little Annie, Mark Stewart, New Age Steppers, η κολεκτίβα των Singers & Players και τόσοι πολλοί άλλοι.
Πώς όμως κόλλησε με την μουσική Τζαμάικα; Ήταν ποτέ «το μόνο λευκό αγόρι στο δωμάτιο»; «Μικρός πέρασα τη φάση που μου άρεσαν οι T-Rex και ο Rod Stewart, αλλά σύντομα απέκτησα εμμονή με την reggae. To Λονδίνο ήταν και είναι μια πολυφυλετική πόλη. Είχα φίλους με τουρκική, αφρικάνικη καταγωγή, παιδιά ανθρώπων που είχαν έρθει από τις Δυτικές Ίνδιες, ένας από τους κολλητός μου μεγαλώνοντας ήταν ο Σταύρος, Έλληνας δεύτερης γενιάς.
Με την τζαμαϊκανή κουλτούρα δεν κόλλησα μόνο λόγω της μουσικής – μου άρεσε το φαγητό, η μουσική, τα κορίτσια. Σίγουρα δεν ήταν για όλους, αλλά ποτέ δεν ήμουν ο μοναδικός λευκός στην παρέα. Μην ξέχναμε ότι ακόμα και οι skinheads, πριν διαβρωθούν από τον καλπάζοντα ρατσισμό της εποχής, και διεισδύσει στις τάξεις τους το Εθνικό Μέτωπο, την αγαπούσαν τη reggae. Το κοινό αίσθημα, όμως, τη θεωρούσε μουσική δεύτερης κατηγορίας, οι δίσκοι μάλιστα πωλούνταν φθηνότερα. Τη σνόμπαραν όσοι έπαιζαν ή άκουγαν το βιτουόζικο prog rock, επαναλάμβαναν χαρακτηριστικά τον ήχο “μπουμ τσίκι μπουμ τσίκι” για να τη γελοιοποιήσουν.. Εγώ είπα “γάμα το prog, είναι φρικτό” και βούτηξα σε αυτόν τον όμορφο, ζεστό και ιδιαίτερα πολιτικό ήχο που ερχόταν από το νησί της Καραϊβικής. Χρειάστηκε βέβαια να διασκευάσει ο Eric Clapton το “I Shot the Sheriff” και, κυρίως, ο Chris Blackwell να προωθήσει ευρηματικά τους Wailers ή τον Lee “Scratch” Perry για να στραφεί όλος ο πλανήτης στην reggae.
Στα 70s οι dub versions ήταν οι λιγότερο δημοφιλείς δίσκοι που έβγαιναν από την Τζαμάικα. Αλλά, σταδιακά τους προώθησαν οι βρετανικές δισκογραφικές, γιατί στο κοινό άρεσε να αράζει στο σπίτι του και να ακούει instrumental μουσική χωρίς στίχους και τραγούδι. Ταιριάζει και περισσότερο με το να καπνίζεις χόρτο και να χαλαρώνεις, εδώ που τα λέμε, αν κι εγώ το χω παρατήσει εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Κι έτσι ήρθε αργότερα η εξέλιξη του ήχου με είδη όπως η drum ‘n’ bass και η jungle. Το dubstep ήταν ένας επόμενος κρίκος σε αυτήν την αλυσίδα. Από αυτήν την σκηνή μου αρέσουν οι δουλειές και η προσέγγιση του Kode 9, ο Burial, και δουλεύω πολύ με τον Rob Ellis (aka Pinch). Είναι κάτι σαν γιος μου, έχουμε βγάλει δύο άλμπουμ μαζί».
Του ζητάω να μου δώσει έναν καλό λόγο για να αγκαλιάσει σήμερα ένας λευκός πιτσιρίκος, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που δεν έχει παράδοση δεκαετιών με μετανάστες από τις Δυτικές Ινδίες, τη μουσική αυτή. Λίγο πιο πέρα κάθεται ο Blend aka Mishkin. Μου τον δείχνει: «Ρώτα τον Γιώργο», μου λέει. «Οι Τζαμαϊκανοί έχουν μια ρήση “each one, teach one”».
Και συνεχίζει, μπαίνοντας στο πολιτικό «ψητό» της κουβέντας μας: «Ο Bob Marley έλεγε ότι “όποιος είναι να πάρει το μήνυμα, θα πάρει το μήνυμα”. Η reggae ήταν η μουσική που εξέφρασε τους μαύρους, μέσα και από τις αρχές του Γκαρβεϊσμού, προκειμένου να διεκδικήσουν το δικαίωμα να πάψουν να αντιμετωπίζονται ως υπάνθρωποι ή πνευματικά κατώτερα όντα. Τους πήρε πολλούς αιώνες μέχρι να μπορέσουν να θέσουν αυτά τα ζητήματα. Όμως και σήμερα, ας πούμε, εσείς οι Έλληνες έχετε μια σοκαριστικά άσχημη αντιμετώπιση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Είναι εύκολο να κατηγορήσεις για όλα τους μετανάστες, αλλά αν πάρεις μια ανάσα αναρωτιέσαι γιατί να μη χρησιμοποιηθεί το Ολυμπιακό Χωριό και κάθε εγκαταλελειμμένο κτίριο για να καλυφθούν οι ανάγκες τόσων χιλιάδων αστέγων;
Δεν είναι ο ξένος, ο εχθρός. Έτσι θα είναι το μέλλον. Δε θα υπάρχει δουλειά για όλους, η πρόοδος της τεχνολογίας θα μας καθιστά όλο και πιο περιττούς. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι η προστασία της γης, η προστασία του πλανήτη και η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ μας. Καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι και στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά αυτό δεν οδηγεί πουθενά.
Κοίτα την ιστορία του τόπου σας. Ένας τόπος που η μια αυτοκρατορία διαδέχθηκε την άλλη και παράλληλα εξελίχθηκε στο θέατρο του σύγχρονοι πολιτισμού. Μια γη που τελικά κλάπηκε από τους ανθρώπους της, όπως έγινε και στην Αμερική με τους ιθαγενείς. Όπως είναι ο σύγχρονος κανόνας των ελίτ με το μοντέρνο τραπεζικό σύστημα που μετατρέπει τους πάντες σε δούλους του χρέους. Συνέβη σε σας, δεν είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα στην Αγγλία. Μια κατάσταση που δικαιολογεί αυτό το συναίσθημα “I feel like I’m bombing the church” που έλεγε ο στίχος του Bob Marley 40+ χρόνια πριν».
Έχει πάρει φόρα, ίσα που τον διακόπτω ψιθυρίζοντας τη λέξη “Brexit”…
«Το Brexit είναι μια κουταμάρα. Προσωπικά, είμαι οπαδός μιας ιδέας για την Ευρώπη που θα προστατεύει το ένα μέλος της το άλλο. Ως πολίτης, είμαι πιο κοντά στους αγρότες της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Ελλάδας. Θέλω να τους στηρίζω και δε θέλω να τρέφομαι με τα χαμηλής θρεπτικότητας προϊόντα της Monsanto και τις απαράδεκτες μεθόδους μεταχείρισης των ζώων που χρησιμοποιεί. Τουλάχιστον, στην Ελλάδα υποφέρετε, αλλά έχετε φρέσκα λαχανικά και φρούτα», ολοκληρώνει γελώντας. Μάλλον δεν ολοκληρώνει, συνεχίζει. «Πιστεύω στους πολιτικούς, ειδικά σε τοπικό επίπεδο, αλλά σαφώς υπάρχει αυτή η τάση της εξουσίας να διαφθείρει. Και, ναι, πιστεύω στον Jeremy Corbyn. Και στον Bernie Sanders. Από την άλλη ψήφισα δύο φορές τον Tony Blair και είδαμε όλοι πού κατέληξε εκείνος. Όταν ανέλαβε μετά το θάνατο του John Smith (που πιστεύω θα γινόταν ένας καταπληκτικός πρωθυπουργός) φανηκε σαν να χρειάστηκε μόλις ένα ταξίδι στην Ουάσινγκτον για να αλλάξουν τα μυαλά του, σχετικά με το πως “θα διατηρηθεί η παγκόσμια τάξη”. Το ίδιο συνέβη και στον Obama π.χ. δείτε την στάση του στο θέμα της Παλαιστίνης παρότι είχε τη διάθεση να το λύσει και μέντοράς του ήταν ο συγγραφέας του Orientalism, Edward Said».
Αλλαγή παιχνιδιού. Επιστροφή στο στούντιο. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, μπορεί να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του ως παραγωγός; Έχει συνειδητοποιήσει γιατί τον προτιμούν; «Νομίζω, το βασικό μου χαρακτηριστικό ως παραγωγός είναι ότι μου αρέσει να χρησιμοποιώ εφέ για να πετύχω συγκεκριμένες κατευθύνσεις στην ηχογράφηση, στην κατασκευή, και στον “χώρο” που θέλω να δημιουργεί ο ήχος. Όταν μου λένε ότι αποτελώ επιρροή, σκέφτομαι τι είδους μαλακία έχω κάνει και, ναι μεν απολαμβάνω το σεβασμό αλλά, έχω βγάλει τόσο λίγα λεφτά.
Δε δουλεύω με υπολογιστές, έχω έναν μηχανικό που μου κάνει όσα πράγματα χρειάζεται να γίνουν εκεί. Οι νέες τεχνολογίες είναι σπουδαίες γιατί σου γλιτώνουν χρόνο, αλλά αν με ρωτήσεις προτιμώ τη διαδικασία που ένα τσούρμο μουσικών μαζεύονται και παίζουν χωρίς πρόγραμμα. Τώρα πια, οι περισσότερες ηχογραφήσεις έχουν μια προγραμματισμένη βάση και μετά τις πήζουν στα overdubs για να τους δώσουν ζωή».
Διψάω για studio gossip. Για διαφωνίες πάω στην ηχογράφηση. Για επικούς, μεθυσμένους καβγάδες. Ποιοι ήταν οι πιο δύσκολοι συνεργάτες; Εκείνος ήταν άραγε δύσκολος; «Οι καλλιτέχνες που έχουν τη φήμη ότι είναι οι πιο δύσκολοι είναι κι αυτοί που απολαμβάνω περισσότερο να δουλεύω. Όπως η Sinéad O’Connor, o Mark Stewart ή ο Lee Perry, ακόμα κι ο Shane MacGowan. Άκου τι έγινε με τους Fall: Οι fans της reggae αγαπάνε τα εφέ (delay, reverb, phazing κτλ.). Προσπάθησα να εφαρμόσω μια παρόμοια τεχνική όταν ηχογραφούσαμε με τους Fall το Slates EP το 1981 (σ.σ. ένα κομμάτι μπορείτε να ακούσετε στον παραπάνω bandcamp player με την post punk συλλογή Sherwood at the Controls). Ο Mark E. Smith, ένα βράδυ, γυρνώντας από την παμπ, άκουσε το αποτέλεσμα και δεν του άρεσε καθόλου. Δεν ήθελε καθόλου “υγρή” την παραγωγή, αντίθετα προτιμούσα όργανα και φωνή να ακούγονται ξερά για να μεγεθύνουν την εσωτερική ένταση των τραγουδιών. Το ίδιο “θέμα” είχα και λίγα χρόνια αργότερα με τον Blixa των Einstürzende Neubauten. Respect. Ποτέ δεν είχα πρόβλημα με τη διαφωνία, αρκεί ο άλλος να ξέρει τι θέλει. Κι ο Mark, φυσικά, ήξερε.
Με τους Ministry δούλεψα 33 χρόνια πριν. Η συνθήκη ήταν να κάνω τον Al Jourgensen ευτυχισμένο κι εκείνος να βγάλει από μένα ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ενώ π.χ. με τον Little Axe ήταν πιο συναδελφική διαδικασία, πιο ισότιμη δημιουργικά. Κάποιος, λοιπόν, που με καλεί ως παραγωγό στον δίσκο του ξέρει ότι δεν παίρνει κάποιον που είναι και μουσικός. Το κάνει γιατι του έχουν αρέσει οι δουλειές που έκανα με τον οποιονδήποτε. Σου εξηγούν σε μια δύο συζητήσεις τι θέλουν και ξεκινάτε. Όταν έκανα π.χ. τον τελευταίο δίσκο του Roots Manuva, μου είπαν από το management του ότι δεν ήθελαν να βγει πολύ dubby γι’ αυτό δεν “τρελάθηκα” στην παραγωγή. Πάντα δουλεύεις για να κάνεις τον καλλιτέχνη ευτυχισμένο και, βέβαια, προσπαθείς να μην έχει αντιρρήσεις η εταιρεία. Εκεί, πρέπει να βλέπεις τα πράγματα από τη μεριά τους».
O John Lydon το είχε πει πρώτος. «Ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν χίπη». Και είχε απόλυτο δίκιο. Τους είδαμε και τους πρώην χίπηδες σαν τον Tony Blair ή τον Richard Branson πώς τα κατάφεραν…
Του μεταφέρω όσα είχα συζητήσει λίγες μέρες πριν με τον Μάρκο Φράγκο, την άποψη ότι στην εποχή μας έχουν υπερισχύσει οι ηχολήπτες έναντι των συνθετών με θύμα τη μελωδία. «Δε διαφωνώ. Έχει σημασία ποιο είναι το υπόβαθρό σου μπαίνοντας σε αυτή τη συζήτηση. Αν έχεις κλασική παιδεία, αν είσαι εσύ ο ίδιος σπουδαίος μουσικός μπορεί να πεις μέχρι και ότι οι Beatles ήταν μέτριοι, όπως έκανε πρόσφατα ο Quincy Jones. Οι διαχρονικοί δίσκοι που επιβίωσαν από τα 60s, ναι, έχουν σπουδαίες μελωδίες. Μην ξεχνάμε π.χ. τι σπουδαίους ενορχηστρωτές είχε η Motown. Αλλά, αν το δεις από την σκοπιά των σημερινών νέων ανθρώπων, ίσως είναι πολύ μπερδεμένοι για να ασχοληθούν (ή να εκτιμήσουν) μια καλά ενορχηστρωμένη μελωδία, ίσως ψάχνουν τον ήχο που αντανακλά αυτό που συμβαίνει στη ζωή τους. Πρόσθεσε κι ότι ακούν με έναν εντελώς lo-fi τρόπο (σε ταμπλέτες και smartphones), κάτι που τους ωθεί στο ωμό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο punk σήμερα από το βρετανικό grime – είναι εντελώς μπρουτάλ. Όμως αυτό είναι που εκφράζει τους πιτσιρικάδες και δε δίνουν δεκάρα για τη δική μας γνώμη. Γιατί δεν ακούνε με τα δικά τους αυτιά».
Μεταφερόμαστε προς τα decks, θέλει να μας βάλει να ακούσουμε ένα κομμάτι που έχει φτιάξει η κόρη του, το ένα από τα τρία παιδιά του. Εκεί δεν είναι ο εμβληματικός παραγωγός, αλλά ο χαζομπαμπάς. Τον ρωτάω αν ο τίτλος του πρώτου σόλο άλμπουμ του (που κυκλοφόρησε μόλις το 2003), Never Trust a Hippy, είναι η πιο σοφή συμβουλή που έχει δώσει ποτέ. «O John Lydon το είχε πει πρώτος. Και είχε απόλυτο δίκιο. Τους είδαμε και τους πρώην χίπηδες σαν τον Tony Blair ή τον Richard Branson πώς τα κατάφεραν…»