Τι είναι για εσάς η Μικρά Αγγλία;
Είναι ένα απ’ αυτά τα όνειρα που παραμένουν στο μυαλό μου. Και οι 11 προηγούμενες ταινίες μου, όλες, έχουν βασιστεί σε στιγμές. Είτε είναι μια ιστορία που ακούω στο δρόμο, ή στο σούπερ μάρκετ, ή σε μια ταβέρνα, είτε σε ένα δημοσίευμα σε μια εφημερίδα, ή ένα απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα. Είναι πράγματα που εισβάλουν στο αρχείο του μυαλού μου και παραμένουν κατά ένα μυστηριώδη τρόπο εκεί, κι επιμένουν και ζητούν πραγματοποίηση. Φυσικά, είναι και πολλά που δεν έχω κάνει, αλλά η Μικρά Αγγλία, που ήταν και το πρώτο μυθιστόρημα της Ιωάννας (σ.σ.: Καρυστιάνη, συζύγου του Παντελή Βούλγαρη), αυτή η συναρπαστική ιστορία της Άνδρου, που την ξέρουμε γιατί έχουμε σπίτι εκεί εδώ και χρόνια, ήταν μια απ’ τις ιστορίες που επέμεναν.
Εμπορικά και δημιουργικά, τι είναι πιο θεμιτό για έναν σκηνοθέτη: να μένει πιστός στο βιβλίο για να παράσχει στον αναγνώστη αναβίωση της εμπειρία της ανάγνωσης, ή να απομακρύνεται για να προσφέρει μια νέα εκδοχή;
Εγώ τοποθετούμαι στη δεύτερη περίπτωση. Οι ταινίες που ξεχώρισαν, είναι αυτές που απελευθερώθηκαν και φύγανε από τη στενή περιγραφή της ιστορίας. Κι επειδή πιστεύω ότι ο αναγνώστης ενός αγαπημένου βιβλίου, είναι κι ο πρώτος σκηνοθέτης –έχει φανταστεί το περιβάλλον, τα πρόσωπα, την ατμόσφαιρα–, συχνά ξαφνιάζεται όταν αυτό που έχει ονειρευτεί, ξαφνικά το βλέπει σε εικόνες. Οι περιπέτειες αυτού του περάσματος από το βιβλίο στην ταινία, έχουνε τραυματίσει πολλά βιβλία. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι ταινίες έχουν μεταφέρει το πνεύμα του λογοτεχνήματος με μια ελευθερία και με μια άλλη πρόταση. Και με αυτόν τον τρόπο, προέκυψαν ταινίες οι οποίες έχουνε ξεπεράσει και το ίδιο το κείμενο, δηλαδή. Στο Η Κυρία με το Σκυλάκι του Άντον Τσέχωφ, για παράδειγμα, σε μια μεταγραφή από τον Γιόσιφ Κέιφιτς, έναν Ρώσο σκηνοθέτη, η ταινία έχει ξεπεράσει και την ίδια τη νουβέλα. Το ίδιο και με τους Δουβλινέζους του Τζον Χιούστον, απ’ τη νουβέλα του Τζέιμς Τζόυς. Πρέπει η ταινία να είναι μια καινούρια πρόταση, κι είναι σημαντικό να το αισθανθεί αυτό ο θεατής στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Δηλαδή να μην περιμένει να δει το βιβλίο που έχει διαβάσει, αλλά να δει την πρόταση του σκηνοθέτη και να μπει μέσα στην ατμόσφαιρα που ο ίδιος έχει επιλέξει. Και η σεναριοποίηση της Μικράς Αγγλίας, είχε, επί λέξη, αυτόν τον άξονα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η σεναριοποίηση έγινε απ’ την ίδια τη συγγραφέα. Ήταν σαν να ξαναγράφει το βιβλίο;
Αυτό το συζητούσαμε, καθώς το έγραφε. Η Ιωάννα το έκλεισε το βιβλίο, δεν το είχε στο μυαλό της. Κι ακριβώς επειδή πρόκειται για μια μεγάλη ιστορία, 17 ετών, οι ανάγκες ήταν ότι έπρεπε να έχει υπόψιν της μέσα στις δυο ώρες της ταινίας, ο θεατής να αισθανθεί και την ιστορία και βασικά την εξέλιξη των χαρακτήρων, που είναι το πιο σημαντικό.
Τι ύφος επιδιώξατε στην ταινία; Φυσικά είναι μια ταινία εποχής, με τους περιορισμούς που αυτό συνεπάγεται, αλλά πάντα υπάρχει κι ένα περιθώριο εκμοντερνισμού στο είδος.
Προσπάθησα να αποφύγω τη μουσειοποίηση, δηλαδή το να δει ο θεατής απλώς και μόνο μια ιστορία που διαδραματίζεται πριν από αρκετά χρόνια. Το σκηνογραφικό περιβάλλον, το ενδυματολογικό περιβάλλον, τα πρόσωπα, το μακιγιάζ, αλλά κυρίως οι ερμηνείες, ήθελα να είναι πιο ανάλαφρες, πιο σύγχρονες, πιο κοντινές μας. Κι εκεί είχα τη μεγάλη βοήθεια απ’ τους ηθοποιούς, κυρίως απ’ τις δυο κοπέλες, οι οποίες, και με τη συνεργασία μας, αλλά και με τις ιδέες που είχανε, τώρα που βλέπω πια την ταινία ολοκληρωμένη, νομίζω ότι έφεραν την ταινία πολύ κοντά στη σημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων. Βεβαίως υπάρχουν οι άξονες της στενής κοινωνίας, της κλειστής κοινωνίας εκείνης της εποχής, αλλά το πνεύμα των χαρακτήρων, νομίζω ότι μας είναι κοντινό.
Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει και πολύ κανείς για να αντιληφθεί ότι το δράμα των δυο ηρωίδων οφείλεται στις αστικές επιταγές που κόβει στο όνομά τους η μητέρα και μοιράζει δεξιά κι αριστερά για να ξεπληρώσει παλιά χρέη. Αυτό το στοιχείο κάνει την ταινία και σύγχρονη;
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει, αλλά τα όνειρα των γονιών, λίγο-πολύ παραμένουν όπως παλιά. Όλοι μας θέλουμε τα παιδιά μας να έχουνε σίγουρη διαδρομή ζωής, μια κατεύθυνση που πολλές φορές… Ας πούμε, εγώ, το ’60 που αποφάσισα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης, θυμάμαι ότι έχασα φίλους, οι οποίοι επιλέξανε επαγγελματική κατεύθυνση πολύ διαφορετική απ’ αυτή που ονειρευόντουσαν. Δηλαδή εγώ έγινα σκηνοθέτης από φίλο μου, ο οποίος είχε πολύ μεγαλύτερη φαντασία από ‘μένα, είχε περισσότερη γνώση του σινεμά από ‘μένα, αλλά η κατεύθυνσή του ήταν να γίνει οικονομολόγος. Κι ακόμα συμβαίνει αυτό. Κυρίως από οικογένειες που έχουν μια παράδοση νομικής, ή ιατρικής κατεύθυνσης, που σημαίνει ότι το παιδί θα πρέπει να μπει μέσα στην πελατεία της οικογένειας. Φυσικά είναι πολύ πιο ελεύθερα τα πράγματα σήμερα, δηλαδή τα παιδιά μου αποφασίσανε να γίνουν σκηνοθέτες μόνα τους, δεν τους έδωσα εγώ μια κατεύθυνση “ασχοληθείτε με το σινεμά”, αλλά η ελληνική οικογένεια ακόμη κρατάει στοιχεία απ’ την περίοδο που περιγράφω στην ταινία. Υπάρχουν διαφορές, τα παιδιά φεύγουνε πιο νωρίς απ’ τα σπίτια –τώρα βέβαια επιστρέφουνε πίσω, λόγω της κρίσης… Αλλά στο κύτταρο το οικογενειακό, υπάρχει μια συντηρητική επιλογή, απ’ την οικογένεια.
Η περίοδος ευμάρειας που περάσαμε, ίσως είχε αμβλύνει λίγο το φαινόμενο, το οποίο έχει αρχίσει ξανά να θεριεύει…
Ακόμη και στην εποχή της ευμάρειας, οι επιλογές των παιδιών ήταν να γίνουν μάνατζερ, να κάνουν οικονομικές σπουδές και λοιπά. Όλα αυτά, είχανε μια τέτοια κατεύθυνση απ’ την οικογένεια “μην ασχοληθείς με την τέχνη, πώς θα ζήσεις, τι θα κάνεις, πώς θα βγεις στο θέατρο, πώς θα βγεις στον κινηματογράφο”. Ή μάλλον, πολλές φορές η πρόταση ήτανε “πάρε μια σίγουρη κατεύθυνση και αφού τελειώσεις τις σπουδές, ασχολήσου και με αυτό που θέλεις”. Πρόσφατα, φίλος μου, σκηνοθέτης, πολύ καλός, ξένος, μού είχε στείλει το γιο του, ο οποίος είχε τελειώσει τα καλύτερα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ οικονομικών σπουδών, κι αυτό που τον ενδιέφερε, ήταν να μάθει λαούτο, εκεί ήταν η ψυχή του ας πούμε.
Στην επόμενη σελίδα: το νέο ελληνικό σινεμά, η κρίση και η χρησιμότητα του να είσαι στο δρόμο.