«Ακόμη και όταν βαριόμουν, μου φαινόταν ενδιαφέρον»: αυτές οι λέξεις του κριτικού λογοτεχνίας James Wood ανάμεσα στις χιλιάδες που έγραψε τον Αύγουστο του 2012 στο New Yorker, σε μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της εθιστικής φύσης της ανάγνωσης του εξάτομου αυτοβιογραφικού έργου «Ο Αγώνας Μου» του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ (ένα αδυσώπητο έπος της ασημαντότητας, οι δύο πρώτοι τόμοι του οποίου κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδ. Καστανιώτη), έμελλε να είναι η πιο σημειολογικά καθοριστική που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα τόσο για τον Νορβηγό star-writer, όσο και (ρισκάροντας μια επικίνδυνη γενίκευση) για το memoir κατά κανόνα, ως λογοτεχνικό είδος.
Η επιτυχία (και προφανώς δεν εννοώ κατ’ ανάγκη την εμπορική) ενός memoir, είτε πρόκειται για κάτι τόσο εξαντλητικά λεπτομερές όσο αυτό του Κνάουσγκορντ, είτε για τον Γραφικό Χαρακτήρα, το πρώτο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το οποίο απαρτίζουν 67 ιστορίες αρκετά μικρές ώστε να μπορούν να διαβαστούν ανάμεσα σε δυο στάσεις του μετρό, έχει να κάνει με το αν ο δυνητικός αναγνώστης διαβάσει σε αυτό όχι τις ιστορίες του συγγραφέα, αλλά τις δικές του, όπως λέει χαρακτηριστικά στην Popaganda ο κ.Παναγιωτόπουλος. Υπό αυτή την έννοια, ένα καλό memoir με όχημα τον διάλογο συγγραφέα-αναγνώστη επανατοποθετεί τη διαδικασία της ατομικής ύπαρξης σε ένα πλαίσιο «κανονικών», συλλογικών διαστάσεων – ή μήπως το αντίστροφο;
Για να το πω αλλιώς: Όλοι νομίζουμε ότι ζούμε σπουδαίες ζωές, ενώ στην πραγματικότητα σπουδαίο, ως φυσικό φαινόμενο και μόνο δηλαδή, είναι απλώς ότι ζούμε και μπορούμε κατά κανόνα να το νομίζουμε αυτό. Ποιος ξέρει, ίσως για να μη βαριόμαστε τους εαυτούς μας.
Προηγήθηκαν κάμποσα βιβλία και σενάρια μέχρι να «καταθέσετε» για πρώτη φορά σε ένα αυτοβιογραφικό λογοτεχνικό έργο. Δε μπορώ λοιπόν παρά να αναρωτηθώ: γιατί τώρα; Συνηθίζεται, ξέρετε, τέτοιες κινήσεις να έχουν να κάνουν σε κάποιο βαθμό με κλεισίματα λογαριασμών, φόρους τιμής και άλλα τινά. Θα σας απογοητεύσω, αλλά δεν πρόκειται ούτε για κλείσιμο λογαριασμών ούτε και για οφειλόμενο φόρο – αρκετούς φόρους πληρώνουμε αυτόν τον καιρό… Κατ’ αρχάς το αυτοβιογραφικό στοιχείο θα μπορούσε να το ανιχνεύσει κανείς -αρκεί να είχε τη σωστή πληροφόρηση- τόσο σε προηγούμενα βιβλία μου όσο και σε κάποια από τα σενάρια στη συγγραφή των οποίων έχω εμπλακεί. «Τα παιδιά του Κάιν», για παράδειγμα, το τελευταίο μου μυθιστόρημα, πατάει γερά πάνω σε προσωπικές ιστορίες. Το ίδιο συμβαίνει και με τους «Απόντες», το πρώτο μου κινηματογραφικό σενάριο που σκηνοθέτησε ο Νίκος Γραμματικός. Η διαφορά είναι πως εκεί το αυτοβιογραφικό στοιχείο, αν και αποτελεί το κύριο δομικό υλικό, καλύφθηκε από το μυθοπλαστικό επίχρισμα. Ενώ εδώ, στον «Γραφικό χαρακτήρα», αφέθηκε εκτεθειμένο στα μάτια όλων, σαν τις ξερολιθιές που αντέχουν αιώνες απλώς και μόνο χάρη στην προσεκτική συναρμογή της μιας πέτρας με τις γύρω της.
Αν δεχτούμε ως υπόθεση εργασίας το γνωμικό που λέει ότι οι συγγραφείς γράφουν διαρκώς το «ίδιο» βιβλίο, ποια είναι η κοινή συνισταμένη του (αυτοβιογραφικού) «Γραφικού Χαρακτήρα» με τις προηγούμενες (μυθοπλαστικές) λογοτεχνικές δουλειές σας; Όταν πρωτοξεκίνησα, διατηρούσα στέρεη την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να γράψω δυο βιβλία που να μοιάζουν. Με μια πρώτη ματιά δεν τα πήγα και άσχημα. Τον καιρό που έγραφα την «Αγιογραφία», το τρίτο μου μυθιστόρημα, προσπάθησα να περιγράψω την πλοκή του σε έναν καλό φίλο και υποψιασμένο αναγνώστη. Φρόντισα να τον προϊδεάσω πως δεν θα έμοιαζε σε τίποτε με τον «Ζίγκι» και το «Γονίδιο της αμφιβολίας». Τελειώνοντας την εξιστόρησή μου, ο φίλος αυτός παρατήρησε χαμογελαστός πως η ομοιότητα με τα δύο προηγούμενα ήταν εξώφθαλμη: σε όλα σου τα βιβλία, μου είπε, ένας ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με όλο τον κόσμο. Ήταν τόσο εύστοχη και διεισδυτική η παρατήρησή του που την αφήσαμε πίσω χωρίς άλλη συζήτηση. Υποθέτω πως ο «Γραφικός χαρακτήρας» επιτρέπει στον αναγνώστη του να ρίξει μια ματιά στο μπαούλο με τα υλικά από τα οποία είναι πλασμένοι οι ήρωες των υπόλοιπων βιβλίων μου.
Πάντα έχω αυτή την απορία, διαβάζοντας ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του, υπήρξε κάποια στιγμή που αμφισβητήσατε την αναγκαιότητα της ύπαρξής του, που σκεφτήκατε κάτι του στιλ «και ποιον αφορά η τάδε ή η δείνα προσωπική μου ιστορία»; Οι πρώτες ιστορίες του «Γραφικού χαρακτήρα» γράφτηκαν χωρίς τη φιλοδοξία της δημοσίευσης – επρόκειτο περισσότερο για προσωπικές σημειώσεις. Καμιά φορά νιώθω την ανάγκη να διατυπώσω γραπτώς μια σκέψη, ολοκληρώνοντάς την, αντί να την αφήσω να τριγυρνά, νεφελώδης, μεταξύ συνειδητού και υποσυνειδήτου. Καιρό αργότερα, ξαναδιαβάζοντάς τες, διαπίστωσα πως θα μπορούσαν κάλλιστα να διαβαστούν κι από άλλους κι έτσι γεννήθηκε η ιδέα αυτού του βιβλίου. Εννοείται πως η αμφιβολία παρέμεινε ολοζώντανη μέχρι την ολοκλήρωσή του. Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι στους οποίους έγινα φόρτωμα, προκειμένου να σιγουρευτώ ότι αυτό που έγραφα είχε όντως νόημα. Σήμερα, μπορώ να σας πω με καμάρι και συγκίνηση πως συνέβη κάτι που δεν είχα σχεδιάσει ή φανταστεί: οι περισσότεροι από τους αναγνώστες του βιβλίου μέχρι τώρα δεν διαβάζουν τις δικές μου ιστορίες, αλλά τις δικές τους!
Μιας και κρατήσατε τα πραγματικά ονόματα των πρωταγωνιστών όλων των ιστοριών του «Γραφικού Χαρακτήρα», σας απασχόλησαν κατά τη διάρκεια της γραφής οι ενδεχόμενες αντιδράσεις τους; Απευθυνθήκατε σε αυτούς για σχόλια, εντυπώσεις και άλλα τινά; Φυσικά και με απασχόλησαν οι αντιδράσεις τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για πρόσωπα κοντινά και αγαπημένα. Πώς θα ήταν δυνατόν να μη νοιαστώ για τα αισθήματά τους; Προτίμησα να μην περιλάβω ιστορίες που θα τους έθιγαν ή θα τους έκαναν να νιώσουν άβολα.
«Ποιος είπε ότι “ξεμπέρδεψα” με το παρελθόν; Γιατί να θέλω να “ξεμπερδέψω” μαζί του; Το παρελθόν μου είναι η πατρίδα μου, η σάρκα και το αίμα μου. Είμαι ό,τι είμαι επειδή έζησα ό,τι έζησα. Όσο ζω, θα ανατρέχω διαρκώς σ’ αυτό, για παρηγοριά, αυτοκριτική, καθοδήγηση και έμπνευση»
Στον επίλογο σημειώνετε χαρακτηριστικά: «Οι ιστορίες που περιέχονται σ’ ετούτη τη συλλογή είναι πέρα για πέρα αληθινές, πράγμα που σημαίνει ότι τις θυμάμαι ακριβώς όπως τις έγραψα». Νομίζω ότι αυτές οι λέξεις στοιχειοθετούν μία από τις πιο χρήσιμες αποστροφές του βιβλίου, ακριβώς γιατί αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο των παιχνιδιών που μπορεί να παίξει η μνήμη στο πέρασμα των χρόνων. Ότι δηλαδή ναι μεν γράψατε τις ιστορίες ακριβώς όπως τις θυμάστε, αλλά ίσως τελικά η μνήμη να διαφοροποιείται σε κάποιο βαθμό από την «αποστειρωμένη» αντικειμενικότητα της πραγματικότητας. Κοιτάξτε… Για κάποιες από τις ιστορίες του βιβλίου πήγα και ρώτησα τη μάνα μου. Η δική της εκδοχή διέφερε από τη δική μου – σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, αρκετά. Πώς θα μπορούσα να συμβιβάσω τις δύο εκδοχές; Και τίνος η ανάμνηση είχε μεγαλύτερο ειδικό βάρος; Αποφάσισα να γράψω αυτό ακριβώς που θυμόμουν, ακόμα κι αν κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι αποτυπώνει την «πραγματικότητα». Αν θέλετε, αποτυπώνει τη δική μου πραγματικότητα, όπως την έχω αποθησαυρίσει. Και δεν έχει καμιά σημασία. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο ελάχιστη αξία έχει. Κατά τη γνώμη μου αυτό που έχει αξία είναι ο διάλογος που ανοίγει με τον αναγνώστη. Ο διάλογος θα ήταν ολόιδιος αν αυτές τις ιστορίες τις είχα επινοήσει. Φαίνεται ωστόσο ότι το αυτοβιογραφικό στοιχείο κάνει πιο δελεαστική την πρόσκληση σε αυτόν τον διάλογο.
Σημειώνετε επίσης ότι η πιο μεγάλη πρόκληση για εσάς δεν ήταν η κατάθεση των ιστοριών, όσο η προσπάθεια να αποδοθούν σε περιορισμένο χώρο ώστε να διαβαστούν εύκολα όσο διαρκεί η απόσταση δύο στάσεων του μετρό. Τι σας οδήγησε σε αυτό το (ας το πούμε) gimmick; Μα το ίδιο το υλικό μου. Η πρώτη ιστορία που έγραψα ήταν γύρω στις 80 λέξεις. Και δεν φαινόταν να χρειάζεται άλλες. Η δεύτερη, ήταν λίγο μικρότερη, 75 αν θυμάμαι καλά… Αυτό το εγχείρημα μου φάνηκε πολύ προκλητικό. Η συζήτηση για τη μικρή, έως πολύ μικρή φόρμα, έχει φουντώσει εσχάτως. Θέλησα να μπω κι εγώ σε αυτή τη συζήτηση, προτείνοντας τις μικροσκοπικές μου ιστορίες. Είναι επίσης ένα κλείσιμο του ματιού σε όλους εκείνους που κάθε τόσο μου λένε «πού να βρω χρόνο για διάβασμα, με όλα αυτά που έχω να κάνω…» Μέχρι τώρα επέμενα πως ούτε εγώ είχα χρόνο – τον έβρισκα. Τώρα μπορώ να τους πω πως δεν χρειάζεται καν χρόνος!
«Νομίζω πως τους μεγάλους φόβους τους έχουμε ανάγκη. Κατά κάποιον τρόπο μας θυμίζουν ότι είμαστε ζωντανοί», γράφετε σε ένα χαρακτηριστικό σημείο του βιβλίου, με αφορμή μια φωτογραφία που σας τρόμαζε όταν πιτσιρικάς επισκεπτόσασταν ένα ταβερνάκι σε ένα απομακρυσμένο χωριό του Πηλίου. Πόσο δύσκολο και χρονοβόρο ήταν στη δική σας περίπτωση ώστε να φτάσετε σε αυτό το «στάδιο της αποδοχής»; Κατ’ αρχάς, μόνο να υποθέσουμε μπορούμε ότι έφτασα σ’ αυτό το «στάδιο της αποδοχής» και στην πράξη – κι όχι μονάχα στη θεωρία. Γιατί, μεταξύ μας, άλλο να το λες κι άλλο να το κάνεις. Την ώρα που έρχεσαι αντιμέτωπος με τους μεγάλους φόβους το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι πως αυτός ο φόβος σε κρατάει ζωντανό. Δεν θεωρητικολογείς όταν τρέμεις. Μετά, όταν καταλαγιάσει η ένταση, αρχίζεις να σκέφτεσαι πόσα χρωστάς στον φόβο. Ακόμα κι έτσι, πάντως, μου πήρε χρόνια μέχρι να καταλάβω ότι ο φόβος είναι συνοδοιπόρος πολύτιμος – και ειδικά για έναν συγγραφέα.
Δεν γνωρίζω ούτε έναν που να έχασε τους γονείς του και συγκεκριμένα τον πατέρα του, που «κατόπιν εορτής» να μην αναλογίζεται όσα δεν πρόλαβε να του πει γιατί πίστευε ότι ο χρόνος θα ήταν για πάντα με το μέρος του, ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Μέσα από την εμπειρία της συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου αλλά και τη «μεγαλύτερη εικόνα» των εμπειριών της ζωής, έχετε καταλήξει αν αυτό είναι ίδιον της φύσης του ανθρώπου ή του φύλου μας; Όχι! Δεν νομίζω πως είναι ίδιον της φύσης του ανθρώπου. Γνωρίζω κάποιους που πρόλαβαν και την έκαναν την κουβέντα. Και τους ζηλεύω. Έχετε δίκιο όμως πως οι περισσότεροι (και ιδίως εκπρόσωποι του φύλου μας) χαραμίζουν τις ευκαιρίες λες κι είναι αθάνατοι. Και φταίνε και οι πατεράδες που δεν ανοίγουν εύκολα τις μεγάλες κουβέντες. Ο δικός μου συγκεκριμένα ήταν σφίγγα. Πώς ξεγελάς τη σφίγγα για να πιάσεις κουβέντα, έστω και την τελευταία στιγμή; Εγώ τον παραμόνεψα στο νοσοκομείο στα τελευταία του. Δεν πρόλαβα. Καμιά φορά σκέφτομαι πως έφυγε μόνο και μόνο για να μη μιλήσει για εκείνα που καλύτερα θα ήταν να τα σκεπάσει η σιωπή (κάπως έτσι δεν το λέει ο Βιτγκενστάιν;)…
Έχοντας πια ολοκληρώσει και κυκλοφορήσει το βιβλίο, πόσο διαφορετική είναι στην προκειμένη περίπτωση η «πλήρωση» του δημιουργού, σε σχέση με τα έργα που δημιουργήσατε στο παρελθόν; Για να το πω απλά: άξιζε τον κόπο όλη αυτή η κατάδυση στο παρελθόν; Ποιο ήταν το σημαντικότερο μάθημα που…διδάχτηκε ο εαυτός σας μέσω όλης αυτής της διαδικασίας; Ο «Γραφικός χαρακτήρας» διεκδίκησε και πήρε με το σπαθί του τη θέση ενός μυθιστορήματος που δουλεύω χρόνια, αλλά αδυνατώ να ολοκληρώσω – κυρίως λόγω του ότι δεν μπορώ να του αφιερώσω τον χρόνο που χρειάζεται (πρέπει, βλέπετε, να πληρώνουμε τους φόρους για τους οποίους μιλούσαμε στην αρχή). Πρέπει να σας ομολογήσω πως είναι πολύ ευχάριστο να ολοκληρώνεις κάτι κάθε τόσο (μια ιστοριούλα, έστω). Με το μυθιστόρημα μοχθείς επί χρόνια, για να χαρείς -για λίγο- όταν κάποτε φτάσεις στο τέρμα. Με ρωτάτε αν άξιζε τον κόπο η κατάδυση στο παρελθόν. Μα αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται άπαξ και μόνον εξαιτίας του βιβλίου. Το παρελθόν είναι διαρκώς παρόν (στα λόγια και τα έργα μας) και χέρι χέρι, παρόν και παρελθόν, θα βρίσκονται μαζί εκεί στο μέλλον (για να παραφράσω τον Έλιοτ – που το είχε κλέψει απ’ τον Σκυθίνο).
Μια διευκρίνιση για το τέλος: τι ακριβώς εξυπηρετεί το «άσφαιρο φυσίγγι», όπως τη χαρακτηρίζετε, της μίας και μοναδικής, επινοημένης ιστορίας που υπάρχει στο βιβλίο, ανάμεσα στις υπόλοιπες, τις πραγματικές; Δεν υπάρχει μία επινοημένη ιστορία. Υπάρχει μία ιστορία στην οποία έχουν μπολιαστεί επινοημένα στοιχεία. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον πως οι περισσότεροι αναγνώστες επιχειρούν να την εντοπίσουν και μου στέλνουν μηνύματα όλο αγωνία αν το πέτυχαν. Τους απαντώ πως η ιστορία με τα επινοημένα στοιχεία εντάχθηκε στο βιβλίο για χάρη εκείνων που εμπλέκονται άμεσα με διευθύνσεις και ονόματα… Για εκείνους μπήκε αυτή η ασφαλιστική δικλείδα. Όπως το «άσφαιρο φυσίγγι» επιτρέπει στον φαντάρο που συμμετέχει στο εκτελεστικό απόσπασμα να κοροϊδέψει τη συνείδησή του, πως τάχα το άσφαιρο ήταν το δικό του, για να μπορέσει κάποτε να κοιμηθεί το βράδυ, έτσι κι αυτή η ιστορία-βαλβίδα ασφαλείας επιτρέπει σε όποιον νομίζει πως αδικήθηκε από την εξιστόρησή μου να πει «η δική μου ιστορία είναι η επινοημένη».
«Σε είκοσι χρόνια από τώρα, όλα θα φαίνονται όμορφα», είχε γράψει κάποτε ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Έχοντας πια «ξεμπερδέψει» με το παρελθόν, αναρωτιέστε καθόλου πως θα σας φαίνονται στο μέλλον όσα ζείτε σήμερα; Ποιος είπε ότι «ξεμπέρδεψα» με το παρελθόν; Κατ’ αρχάς, ο βίος και η πολιτεία μου δεν χωράει σε 67 ιστοριούλες (αυτό ας εκληφθεί ως σοβαρό αστείο!). Κι έπειτα, γιατί να θέλω να «ξεμπερδέψω» μαζί του; Το παρελθόν μου είναι η πατρίδα μου, η σάρκα και το αίμα μου. Είμαι ό,τι είμαι επειδή έζησα ό,τι έζησα. Όσο ζω, θα ανατρέχω διαρκώς σ’ αυτό, για παρηγοριά, αυτοκριτική, καθοδήγηση και έμπνευση. Δεν είμαι της άποψης πως από την απόσταση είκοσι χρόνων όλα φαίνονται όμορφα. Σας διαβεβαιώ πως μερικά εξακολουθούν να είναι επώδυνα και κάποια άλλα εξακολουθούν να φαντάζουν άσχημα. Καθώς τη στιγμή που μιλάμε περνάω μια από τις δυσκολότερες φάσεις της ζωής μου έχω την ίδια απορία με σας: πώς θα μου φαίνεται αυτό που περνάω όταν θα έχουν περάσει δέκα-είκοσι χρόνια… Ελπίζω να με ξαναρωτήσετε τότε – ίσως με αφορμή ένα άλλο βιβλίο, στο οποίο θα έχουν τρυπώσει είτε αυτούσια είτε μεταμφιεσμένα όσα οδυνηρά βιώνω τώρα.