Στις 17 Ιουλίου του 1936 αρχίζει ο Ισπανικός Εμφύλιος
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε από τις 17 Ιουλίου 1936 μέχρι την 1 Απριλίου 1939, ήταν ο πόλεμος μεταξύ των Ισπανών Εθνικιστών υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο και των Δημοκρατικών κομμουνιστικών και αναρχικών Δυνάμεων που καθοδηγούνταν από τον Πρόεδρο της 2ης Ισπανικής Δημοκρατίας Μανουέλ Αθάνια. Νικήτριες αναδείχθηκαν οι εθνικές δυνάμεις του Φράνκο. Οι Δημοκρατικοί εφοδιάζονταν με όπλα και εθελοντές που προέρχονταν από την ΕΣΣΔ και την Κομμουνιστική Διεθνή. Η βοήθεια πάντως αυτή δεν ήταν συνεχής και σταμάτησε περί το 1938 όταν η ΕΣΣΔ άρχισε να αλλάζει τη διπλωματική τακτική της και να ευνοεί μια μελλοντική συμμαχία με τον Χίτλερ. Κάπου 250 Έλληνες εθελοντές πολέμησαν στην Ισπανία. Οι εθνικιστές υποστηρίζονταν από την Φασιστική Ιταλία και την Ναζιστική Γερμανία οι οποίοι προσέφεραν συνεχώς και αδιάλειπτα το καλύτερο ως τότε πολεμικό υλικό στον κόσμο και πολεμικά σώματα ελίτ, όπως η γερμανική Λεγεώνα Κόνδωρ και τα «Ιταλικά Εθελοντικά Σώματα» που συχνά ενεργούσαν αυτόνομα στην πρώτη γραμμή του πυρός.
Το πολιτικό εύρος των Δημοκρατικών Δυνάμεων ήταν μεγάλο, από Φιλελεύθερους αστούς μέχρι Κομμουνιστές και Αναρχικούς επαναστάτες. Η κύρια δύναμή τους βρισκόταν στις αστικές και βιομηχανικές περιοχές και σε αυτές που είχαν αυτονομιστικές τάσεις, όπως η Αστούριας και η Καταλωνία, αλλά είχαν επίσης ισχυρά ερείσματα στους ακτήμονες. Μαζί τους τάχτηκαν και η εθνικιστική κυβέρνηση των Βάσκων αυτονομιστών, πράγμα παράδοξο, που οδήγησε την αριστερά στο να χαρακτηριστεί από τους εθνικιστές ως προδοτική. Αν και ο πόλεμος κράτησε 3 χρόνια, οι βιαιότητες στη χώρα είχαν ξεκινήσει καιρό πριν. Ο αριθμός των θυμάτων είναι αμφισβητήσιμος και κυμαίνεται από 300.000 μέχρι 1.000.000 ανθρώπους. Πολλοί από αυτούς τους θανάτους οφείλονται σε μαζικές εκτελέσεις κατά συντριπτική πλειονότητα από τον κυβερνητικό στρατό. Στη διάρκεια αυτών των εξεγέρσεων θανατώθηκαν 12 Αρχιεπίσκοποι, 238 Μοναχές, 2.365 Μοναχοί και 4.184 Ιερείς. Μεγαλοϊδιοκτήτες και βιομήχανοι έγιναν επίσης στόχοι επιθέσεων.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου η Γερμανική εθνικοσοσιαλιστική αεροπορία (Luftwaffe) και η αντίστοιχη Ιταλική βομβάρδισαν πολλές πόλεις και χωριά. Ανάμεσα τους και τη βασκική πόλη Γκερνίκα, την οποία ισοπέδωσαν στις 26 Απριλίου 1937 σκοτώνοντας μόνο αμάχους. Ο Πάμπλο Πικάσσο, συγκλονισμένος από τη φρίκη της καταστροφής, ζωγράφισε τον ομώνυμο διάσημο πίνακά του και τον εξέθεσε για πρώτη φορά στο ισπανικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού του 1937. Ο πίνακας έγινε όργανο προπαγάνδας κατά του φασισμού και του στρατηγού Φράνκο. Ο πόλεμος αυτός δεν κρίθηκε ωστόσο από τις εσωτερικές διαμάχες της Ισπανίας. Υπήρξε αποτέλεσμα των διπλωματικών ανταγωνισμών της προπολεμικής περιόδου (1923-1936) στην Ευρώπη τόσο ώστε κατά πολλούς ο 2ος ΠΠ πρακτικά ξεκίνησε στην Ισπανία με τους ίδιους πάντα πρωταγωνιστές στο παρασκήνιο, ενώ η αρχή του 2ου ΠΠ ακολουθεί μόλις 6 μήνες μετά τη λήξη του Ισπανικού Εμφύλιου.
Η εμφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης σε θέση ισχύος και με άμεση επιρροή στα φτωχά εργατικά στρώματα σχεδόν παντού στην Ευρώπη του μεσοπολέμου που επηρεάζονταν από την αριστερά, ώθησε την Αγγλία και τη Γαλλία σε κρυφή υποστήριξη των φασιστικών δυνάμεων στην Ιταλία και Γερμανία η οποία εκφράστηκε έντονα μέσω της “Πολιτικής Κατευνασμού” (‘Appeasement’) μέρος της οποίας ήταν και η ανοχή του Γερμανικού επανεξοπλισμού και η ανακατάληψη του Σάαρ, κατά παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών που με ένοχη σιωπή αποδέχτηκαν Αγγλοι και Γάλλοι. Σήμερα είναι περισσότερο γνωστό ότι ταυτόχρονα υπήρξε και καθαρή οικονομική υποστήριξη από εταιρείες Αγγλικές, Γαλλικές και Αμερικανικές οι οποίες είχαν επενδύσεις στη Γερμανία, λόγω του ιδιαίτερα φτηνού εργατικού δυναμικού της Γερμανίας μετά την καταστροφή της στον 1ο ΠΠ.
Μετά την πτώση της δικτατορίας του Πρίμο Ντε Ριβέρα και την αποπομπή του Βασιλέα Αλφόνσου 8ου, με εκλογές, η Ισπανία του 1936 μπήκε σε μια ασυνήθη δημοκρατική διαδικασία όπως και κάθε άλλη χώρα σε παρόμοια περίπτωση. Στην πρώτη τότε δημοκρατική κυβέρνηση πρωτοστατούσαν Κεντρο-Δεξιοί και Σοσιαλιστές, όπως και με τα σημερινά κόμματα στην Ισπανία, το δε Σοσιαλιστικό Κόμμα φέρει ακριβώς την ίδια ονομασία με το κόμμα που σήμερα (2008) είναι στην κυβέρνηση (PSOE). Οι Κομμουνιστές ήταν μόλις το 3% του εκλογικού σώματος. Οι στρατιωτικοί που είχαν συνηθίσει επί κάπου 200 χρόνια τα πραξικοπήματα επιχείρησαν δύο τέτοια μέσα στην περίοδο 1931-35 τα οποία και απέτυχαν. Στο πρώτο από αυτά ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο δε συμμετείχε καν, και στο δεύτερο εντάχθηκε την τελευταία στιγμή με πρόσκληση από τη χούντα που διοικούσε ο στρατηγός Εμίλιο Μόλα, που ήταν και ο κύριος οργανωτής και των δύο. Ο Φρανθίσκο Φράνκο επελέγη γιατί ήταν πρώην διοικητής της Ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων και είχε επιρροή στα στρατεύματα αυτά, που ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχα. Αλλά το δεύτερο αυτό κίνημα απέτυχε στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, εκεί δηλαδή που βρισκόταν το κλειδί της διοίκησης της Ισπανίας, και τελικά οι 4 στρατηγοί της Χούντας είτε συνελήφθησαν είτε έμεναν παγιδευμένοι σε μικρές περιοχές, χωρίς ελπίδα να επεκτείνουν τη δράση τους. Μόνο ο Φρανθίσκο Φράνκο βρέθηκε μόνος του στις Κανάριες Νήσους ανεμπόδιστος να επικρατήσει, αν και χωρίς κανένα μέσο να προωθηθεί στην ενδοχώρα.
Έτσι ο Φρανθίσκο Φράνκο, χωρίς να διαθέτει κανένα μεταφορικό ή άλλο οικονομικό μέσο να συνεχίσει το πραξικόπημα, βρέθηκε να μεταφέρεται στις Ισπανικές αποικίες της Β. Αφρικής με αγγλικό αεροπλάνο για να ηγηθεί τις ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων, να αποβιβάζει τον στρατό στην ενδοχώρα με γερμανικά αεροπλάνα ενώ την ίδια ώρα τον ενίσχυαν ιταλικά συντάγματα, αεροπλάνα και πυροβολικό που κατέφθαναν στην Σεβίλλη. Άφθονη επίσης οικονομική βοήθεια λάμβανε μέσω της γείτονος δικτατορικής Πορτογαλίας του Σαλαζάρ, οι πηγές της οποίας προέρχονταν από κεφαλαιούχους Ισπανούς και μη, με χρήματα που βρίσκονταν σε τράπεζες του Λονδίνου. Στη συνέχεια, αμερικανικά εμπορικά πλοία τον εφοδίαζαν με πετρέλαιο και μεταφορικά οχήματα, τα οποία η Αμερικανική κυβέρνηση χαρακτήριζε ως μη πολεμικό υλικό – φυσικά πρόκειται για υλικό που χρησιμοποιήθηκε άμεσα σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Και οι τρεις αυτές χώρες ωστόσο τάχθηκαν διπλωματικά υπέρ της Μη Επέμβασης, πράγμα που τους βοηθούσε να εξουδετερώνουν κάθε αναγνώριση της κατάστασης και άρα και κάθε βοήθεια προς την επίσημη και νόμιμη Δημοκρατική Ισπανική Κυβέρνηση. Στην ΚΤΕ η Άγγλοι αντιστάθηκαν πεισματικά να αναγνωρίσουν ότι μια χώρα μέλος είχε δεχτεί επίθεση από ξένα στρατεύματα και αρνήθηκαν ακόμα και να εξετάσουν τα στοιχεία των ταυτοτήτων Ιταλών στρατιωτικών που στο μεταξύ είχαν συλληφθεί και τα στοιχεία τους είχαν προσκομίστηκαν από τη νόμιμη ισπανική κυβέρνηση. Έτσι καθίσταται σαφής η στάση υπέρ του Φράνκο. Η αγγλική ειδικά εξωτερική πολιτική της εποχής εκείνης ήταν φανατικά αντικομμουνιστική και εξαιρετικά προσεκτική με την οποιαδήποτε εξέλιξη θα μπορούσε να τη θίξει στα στρατηγικά σημεία της Αυτοκρατορίας, εν προκειμένω το πέρασμα του Γιβραλτάρ και τη Δυτική Μεσόγειο. Το Βρετανικό Ναυαρχείο σε μυστική του έκθεση τόνιζε τους φόβους του από μια παρουσία των Γερμανο-Ιταλών στην Ισπανία σε ενδεχόμενο μελλοντικό πόλεμο στον οποίο θα εμπλεκόταν και η Αγγλία, αλλά η εξωτερική πολιτική της Αγγλίας την εποχή εκείνη υπαγορεύονταν από εξαιρετικά έξυπνα άτομα τα οποία έπαιζαν όλα τους τα επιχειρήματα στη δυνατότητα ελέγχου των δύο δικτατόρων με διπλωματικές «αντιπαροχές» οι οποίες όμως άνοιξαν υπερβολικά επικίνδυνα την όρεξη των Χίτλερ-Μουσολίνι για νέες απαιτήσεις. Η τακτική αυτή θεωρείται σήμερα υπεύθυνη όχι μόνο για την τύχη της Ισπανίας αλλά ακόμα και για την ουσιαστική πρόκληση του ίδιου του 2ου ΠΠ, ωστόσο αυτή είναι μια πολιτικά σκόπιμα υπαγορευόμενη άποψη.
Και ενώ αρχικά η υπεροπλία του Φρανθίσκο Φράνκο έδωσε την εντύπωση ότι θα επρόκειτο για μια τρίμηνη εκστρατεία, η κακή στρατιωτική αντίληψη του ίδιου και πιθανόν οι εσωτερικές σκοπιμότητες εντυπωσιασμού με σκοπό να αναλάβει την πλήρη αρχηγία του πραξικοπήματος, η οποία ανήκε πάντα στον στρατηγό Μόλα, έκαναν το μέτωπο να βαλτώσει ειδικά όταν η Σοβιετική Ένωση απάντησε με σημαντική βοήθεια σε υλικό και εθελοντές πιλότους – Σεπτέμβρης 1936 – η οποία απέτρεψε την κατάληψη της Μαδρίτης. Ακολούθησε μια πολύχρονη κυκλωτική κίνηση στην υπόλοιπη περιοχή της Ισπανίας που του απαίτησε πολύ χρόνο αλλά και πολύ υλικό κάνοντάς τον να ζητά ολοένα και περισσότερη βοήθεια.
Είναι ιστορικά άξιο αναφοράς ότι οι Χίτλερ – Μουσολίνι, πρώτοι τον κατέκριναν ως ανίκανο στρατιωτικό, κι έφτασαν μάλιστα να σκεφτούν σοβαρά να τον εγκαταλείψουν στην τύχη του γιατί η βοήθεια εκείνη τους κόστιζε πολύ τόσο σε υλικό για τα άλλα σχέδια που είχαν για την Ευρώπη αλλά και σε δυσφήμιση γιατί ο στρατός των αγροτο-εργατών της Δημοκρατικής Ισπανίας είχε κολλήσει στο πεδίο της μάχης τους επίδοξους κατακτητές της Ευρώπης. Τελικά για λόγους γοήτρου αλλά και από τον φόβο της Αγγλίας για μια «Κομμουνιστική Ιβηρική Χερσόνησο» αποφασίστηκε η ενίσχυση μέχρι τέλους του Φρανθίσκο Φράνκο ώστε να τερματιστεί εκείνη η τριετής διπλωματική ανωμαλία.
Ανταμοιβή στις «προσφορές» Χίτλερ για την επέμβαση στην Ισπανία φαίνεται ότι ήταν η Τσεχοσλοβακία, που η τύχη της παίχτηκε μυστικά στο ίδιο διπλωματικό διακανονισμό με την Ισπανία , ήδη απ´ το φθινόπωρο του 1938, παρά τις εναγώνιες προσπάθειες των δημοκρατικών ηγετών στην Ισπανία να τους δοθεί βοήθεια και πίστωση χρόνου. Η τελευταία δημοκρατική κυβέρνηση βλέποντας τον 2ο ΠΠ που πλησίαζε ήλπιζε ότι αν τους βοηθήσουν να αντέξουν ως το φθινόπωρο του 1939 υποχρεωτικά θα απολάμβαναν, όντας στο αντιχιτλερικό στρατόπεδο, την επίσημη αναγνώριση που οι «Μεγάλες Δημοκρατίες» της Ευρώπης τους είχαν επίτηδες αρνηθεί. Όντως τον Σεπτέμβρη 1939 ο 2ος ΠΠ ξεκίναγε αλλά η Κομμουνιστική Ισπανία είχε καταθέσει τα όπλα τον Απρίλη του ίδιου χρόνου ενώ Αγγλία και Γαλλία είχαν ήδη αναγνωρίσει λίγες μέρες πριν τον Φράνκο ως τον επίσημο εκπρόσωπο της Ισπανίας.