Mετά τις αμερικανικές εκλογές: Πιθανότατα ένας πιο επικίνδυνος κόσμος
Τα επίπεδα ανορθολογισμού, σύγχυσης και «αρνητικής ενέργειας» που μας έρχονται από την ισχυρότερη χώρα του κόσμου τίποτα το καλό δεν προοιωνίζονται. ‘Έχουν να εμφανισθούν σε τόσο σημαντική χώρα ίσως από την εποχή της κρίσης στη Γερμανία της Βαϊμάρης, αλλά και τότε δεν προέρχονταν από το κέντρο του παγκόσμιου συστήματος! Οι Αμερικανοί το νοιώθουν, γι’ αυτό και κατά 80% δεν εμπιστεύονται κανέναν από τους δύο υποψηφίους Προέδρους.
Γράφοντας αυτό το άρθρο, προσπάθησα να λύσω μερικές από τις απορίες μου επικοινωνώντας με καλούς φίλους στις ΗΠΑ, που έχουν βαθιά γνώση της αμερικανικής και διεθνούς κατάστασης. ‘Ενας από αυτούς, διεθνώς γνωστός ριζοσπάστης Καθηγητής Οικονομικών απάντησε στο μέιλ μου ως εξής. «ΕΣΥ έχεις σύγχυση; Γελάω. Κανένας εδώ δεν έχει το κλειδί της κατάστασης. Ο Τραμπ είναι τόσο νάρκισσος που εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί. Ενστικτωδώς, θέλει να αποτραβηχτεί από τον πόλεμο. Μια τυφλή επιλογή είναι καλύτερη από τη Χίλαρυ που πάει οριστικά στον πόλεμο. Αλλά ποιος ξέρει;»
Ιδίως στον τομέα των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων, ο κ. Τραμπ έχει αποστασιοποιηθεί από τον αναπτυσσόμενο τώρα νέο Ψυχρό Πόλεμο και τον νεο-Μακαρθισμό που τον συνοδεύει. Αν είναι όμως να πάει σε πόλεμο, ένας Τραμπ εκλεγείς «εναντίον του κατεστημένο», θα’ ναι πολιτικά πολύ δυνατότερος από μία πολιτικά εξασθενημένη Κλίντον.
‘Ενας άλλος αριστερός ριζοσπάστης διανοούμενος με μεγάλη δράση διεθνώς έγραψε ένα πολύ εξοργισμένο άρθρο εναντίον της αντι-Τραμπ καμπάνιας των αμερικανικών ΜΜΕ. ‘Όταν τον ρώτησα όμως τι Θεό πιστεύει ο Τραμπ και τι μπορούμε να περιμένουμε, μου απάντησε ως εξής: «Τίποτα δεν είναι χειρότερο από την Κλίντον. Αλλά κι ο Τραμπ θα στηριχτεί στους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου για την εξωτερική πολιτική κι αυτό τον κάνει πολύ επικίνδυνο. Αν τα σπάσει με τις ελίτ του κόμματος θα βελτιώσει τις σχέσεις με τη Ρωσία και τη Συρία, αλλά είναι ένα μεγάλο Αν αυτό. Αν επιμείνει σε προστατευτικές εμπορικές πολιτικές θα ‘χει προβλήματα με την Κίνα και τη δυτική Ακτή. Τίποτα το θετικό δεν θα βγει από αυτές τις εκλογές».
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων περιγράφει μια σπηλιά όπου μια ομάδα δεσμωτών δεν βλέπει παρά τις σκιές των όντων και των κινήσεών τους. Μερικές φορές όμως, στην εποχή μας, έχει κανείς την εντύπωση ότι παρακολουθεί τις σκιές των σκιών των σκιών. Το πραγματικό δράμα, αν υπάρχει, παίζεται πολύ πιο πίσω από κει που φτάνει το βλέμμα μας. Η εποχή μας είναι η κατ’ εξοχήν εποχή της παραπλάνησης, των εικονικών πραγματικοτήτων και των συνωμοσιών. ‘Οχι τυχαία. Οι απειροελάχιστες μειοψηφίες που διαφεντεύουν τη δύναμη, τον πλούτο και τη γνώση της ανθρωπότητας δεν έχουν καμιά θετική ιδέα να προτείνουν. Το πραγματικό τους σχέδιο είναι αποτρόπαιο. Αν το απεκάλυπταν θα προκαλούσαν αμέσως επανάσταση.
Αν μερικοί νομίζουν (ακόμα!) ότι παγκοσμιοποίηση είναι το ‘Ιντερνετ, τα εύκολα ταξίδια και τα κινητά τηλέφωνα, άλλοι πιστεύουν ότι είναι η καταστροφή των εθνών και των κρατών τους. Αυτό είναι αναμφισβήτητα ένα αποτέλεσμα, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι πίσω από την άμορφη ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης κρύβεται η κυριαρχία ορισμένων εθνών επί άλλων και της στρατηγικά συγκροτημένης πτέρυγας του χρηματιστικού κεφαλαίου επί όλων μας. Η κυριαρχία τους εξασφαλίζεται μέσω της «φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», αλλά μπορεί κάλλιστα, αν δεν τους βγει, να επιχειρηθεί πάλι μέσω της χρήσης των εθνικισμών, όπως έγινε στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, με τη δυσφορία που προκαλούν οι ελίτ να διοχετεύεται τελικά στην επικράτησή τους με άλλες μεθόδους και συνθήματα! Οι πιο έξυπνοι, πιο ανορθόδοξοι «στρατηγοί» της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Τίελ, ηγετικό στέλεχος της Μπίλντεμπεργκ, το έχουν ήδη σκεφτεί.
Ο Τραμπ και η Κλίντον αντιπροσωπεύουν δυνητικά διαφορετικές στρατηγικές – χωρίς να αποκλείεται ο Τραμπ να επιστρέψει τελικά στην πολιτική Κλίντον. Δεν διαφέρουν όμως στο ότι αμφότεροι εκπροσωπούν τις ανάγκες εξυπηρέτησης μιας προνομιούχας απειροελάχιστης ολιγαρχίας.
Βέβαια, είναι τόσο μεγάλη η αγανάκτηση πολλών ανθρώπων με όσα γίνονται, αλλά και τόσο μεγάλη η απαισιοδοξία τους ότι μπορεί να κάνουν κάτι για να τα σταματήσουν, ώστε είναι συχνά έτοιμοι να ακολουθήσουν οποιονδήποτε δημαγωγό «της αριστεράς» ή «της δεξιάς». Αυτό οδηγεί συχνά σε υπεραπλουστεύσεις και σε υποτίμηση των κινδύνων από υποτιθέμενους «σωτήρες».
«Απομονωτισμός» και Μιλιταρισμός
Πάρτε για παράδειγμα τον «απομονωτισμό» που υποτίθεται ότι κυριαρχεί στην πολιτική ρητορεία του Τραμπ. Η υπόθεση αυτή είναι μάλλον αστεία, γιατί κατά καιρούς οι Αμερικανοί ηγέτες έχουν πει τα πάντα, σημασία έχει όμως τι κάνουν.
Οι ίδιες άλλωστε οι δηλώσεις του Τραμπ είναι εξόχως αντιφατικές, γιατί απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια. ‘Όταν λέει αίφνης «Πρώτα η Αμερική!» και θέλει να κάνει τις ΗΠΑ ισχυρότερες από κάθε άλλη χώρα, πως θα το πετύχει αυτό και εις βάρος ποιου ακριβώς; Ποιος «καταπιέζει» την Αμερική; Η Κίνα, η Γερμανία, η Γκάνα μήπως;
Το 1917, ο Πρόεδρος Ουίλσον διακήρυξε ότι η Αμερική δεν θα συμμετάσχει ποτέ στην αλληλοσφαγή των Ευρωπαίων. Δύο μήνες αργότερα, οι ΗΠΑ επενέβαιναν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγώντας στην ήττα της Γερμανίας και εξασφαλίζοντας την κυριαρχία τους στην Ευρώπη μέχρι και σήμερα. ‘Έκτοτε ακούμε πολλά και διάφορα κατά καιρούς, περί αποχώρησης από την Ευρώπη και άλλα προς κατανάλωση, αλλά τα έργα πείθουν για το αντίθετο. Λένε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι «απομονωτιστές» σε αντίθεση με τους «επεμβατικούς» Δημοκρατικούς, αλλά ήταν ο Ρεπουμπικανός Πρόεδρος Τζωρτ Μπους ο νεότερος που ξεκίνησε την αλυσίδα των φοβερών πολέμων που γκρέμισαν κυριολεκτικά τις μισές χώρες της Μέσης Ανατολής τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και ήταν ο δημοκρατικός Ομπάμα που σταμάτησε, έστω μερικά και ασυνεπώς, αυτό το σχέδιο της «στρατηγικής του Χάους», που εκπονήθηκε από την ομάδα για τον «νέο αμερικανικό αιώνα», ιδίως με την αποφυγή στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία και ενός πυρηνικού εν τέλει νέου πολέμου κατά του Ιράν. Το γεγονός ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν μπόρεσε να κλείσει το Γκουαντάναμο, αν και το’ θελε, είναι ενδεικτικό της επιρροής που εξακολουθούν να έχουν στο αμερικανικό κράτος οι «εξτρεμιστές των εξτρεμιστών». (Η Κλίντον αντιπολιτεύτηκε ενεργά την πολιτική του Προέδρου της ούσα Υπουργός Εξωτερικών (!), ενώ και ο Τραμπ τον επέκρινε για την πολιτική του!)
Οι ΗΠΑ «χτίστηκαν» ως αυτοκρατορία από τις αρχές του Εικοστού Αιώνα και η όλη συζήτηση περί απομονωτισμού είναι παραπλανητική. Μόνο μια κίνηση στο εσωτερικό τους προς ένα βαθύτατο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό μετασχηματισμό τους, θα μπορούσε να αρχίσει να μεταβάλει τον χαρακτήρα αυτής της χώρας. Μόνο μια ισχυρή αντίθεση από το εξωτερικό (Ευρώπη, Ρωσία, Κίνα…) θα μπορούσε να την αναχαιτίσει.
Το κλειδί για να καταλάβουμε που το πάει η Αμερική δεν είναι τι λέει για τον εαυτό της, αλλά τι κάνει, ιδίως τι κάνει με τα πολεμικά της προγράμματα, κύριο στοιχείο της διεθνούς και της οικονομικής πολιτικής της συνεχώς μετά το 1914. Η κατάρρευση-αυτοκτονία του ιστορικού αντιπάλου της στον Ψυχρό Πόλεμο δεν οδήγησε σε κανενός είδους έστω περιορισμένο αφοπλισμό. Το ΝΑΤΟ κοντεύει να φτάσει τα περίχωρα της Μόσχας, η συμφωνία ΑΒΜ, θεμέλιο του ελέγχου των εξοπλισμών έχει καταργηθεί, η Αμερική ξοδεύει περισσότερα από όλες τις άλλες χώρες του κόσμου για όπλα και διατηρεί βάσεις και στρατεύματα σε περισσότερες από πενήντα χώρες και έχει διεξάγει πάνω από δέκα πολέμους. Κλίντον και Τραμπ έχουν ταχθεί υπέρ της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών (τη μείωση των οποίων ζητούσε ο Σάντερς). Σας φαίνεται αυτή μια χώρα που ετοιμάζεται να «αποσυρθεί» από τον κόσμο; Και θα μπορούσε μια τέτοια «απόσυρση» από ορισμένα μέτωπα, αν συμβεί, να είναι, υπό παρόμοιες συνθήκες και ηγεσίες, τίποτα άλλο από μια στρατηγική αναδιάρθρωση των δυνάμεών της;
Για ότι και να μιλήσουμε, για τους πολέμους, για το κλίμα, για την οικονομία, σημειώνονται παγκοσμίως (και στις ΗΠΑ) ποικίλες ισχυρές αντιστάσεις ή και εξεγέρσεις απέναντι στις ασκούμενες, καταστροφικές πολιτικές. Απουσιάζουν όμως ακόμα αξιόπιστα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα, απουσιάζει το εναλλακτικό όραμα. Ξέρουμε καλύτερα τι δεν θέλουμε, από όσο μπορούμε να περιγράψουμε αυτό που θέλουμε και πως θα το πετύχουμε.
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, Δημοσιογράφου και Συγγραφέα. Πρώην Διευθυντής του γραφείου του ΑΠΕ στη Μόσχα.