Ανοίγει στο κοινό η ιστορική βιοτεχνία Μέντη
Aπό αυτή την Κυριακή το κοινό θα έχει την ευκαιρία να επισκέπτεται έναν μοναδικής ιστορίας χώρο, την παλαιότερη εμπορική και βιοτεχνική επιχείρηση της χώρας. Μετά το κλείσιμο της ιστορικής επιχείρησης, η οικογένεια Μέντη δώρισε όλο το κτήριο και τις εγκαταστάσεις στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο εγκαινιάζει την Κυριακή την «Πρωτοβουλία για τη διατήρηση παραδοσιακών τεχνικών». Έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον ότι αυτή η ελπιδοφόρα κίνηση γίνεται σε μια στιγμή οριακή για το Μουσείο Μπενάκη, με τον διευθυντή του Άγγελο Δεληβοριά θα θέτει θέμα επιβίωσης ή και λουκέτου του μουσείου (με συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής). Επιπλέον, ειναι εξαιρετικής σημασίας το γεγονός ότι σε μια περιοχή που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε υποβαθμισμένη, δημιουργείται ένας νέος πυρήνας που καλεί τους πολίτες να τον επισκεφθούν και να αναπτύξουν δράσεις και ζωή γύρω από αυτην.
Το κοινό θα μπορεί να δει και να μάθει μια γοητευτική ιστορία που διατρέχει τους αιώνες και ενώνει ιστορικά ονόματα, από τον Dior και τον Ζολώτα, μέχρι την Ελληνική Βιομηχανία Όπλων και την ΠΥΡΚΑΛ σημαντικό μέρος της οικονομικής ιστορίας του τόπου γράφτηκε στην οδό Πολυφήμου 9 – λίγα μέτρα πάνω από την οδό Πειραιώς.
Η βιοτεχνία επεξεργασίας νημάτων και μεταξιού με την επωνυμία ΜΕΝΤΗΣ, η παλαιότερη εμπορική και βιοτεχνική επιχείρηση της χώρας εν λειτουργία μέχρι τις αρχές του 21ου αι., ιδρύθηκε το 1867 από τον Σπύρο Γ. Μέντη, με έδρα το Ναύπλιο, και σύντομα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, έδρα των βασικότερων πελατών της, της Αυλής και της Ανακτορικής Φρουράς. Το πρώτο κατάστημα στην Αθήνα ανοίγει στην πλατεία Μητροπόλεως, ενώ το πρώτο εργαστήριο, που περιλαμβάνει νηματουργείο, μεταξουργείο, υφαντήριο και βαφείο, στην οδό Κηρυκείου, στο Μοναστηράκι.
Τη δεκαετία του 1880 το κατάστημα μεταφέρεται στην πλατεία Καπνικαρέας, ενώ παράλληλα η οικογένεια διατηρεί κουκουλόσπιτο για την παραγωγή της πρώτης ύλης στην περιοχή του Μετς. Στο κατάστημα της Καπνικαρέας εργάζεται όλη η οικογένεια: ο ιδρυτής της βιοτεχνίας Σπύρος Μέντης και τα 4 παιδιά του, Γεώργιος, Δημήτριος, Αναστασία και Όθων. Την περίοδο από την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι το 1922 οι μεγάλοι γιοι φεύγουν για το μέτωπο και το κατάστημα λειτουργείται από την κόρη Αναστασία και τον μικρό Όθωνα, ο οποίος, λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1936-37), θα ανοίξει νέο παράρτημα στην οδό Ευαγγελιστρίας 29.
Τη δεκαετία του 1970 το κατάστημα της Καπνικαρέας μεταφέρεται διαγωνίως απέναντι, σε διώροφο κτήριο της στοάς Κόνιαρη-Μελά και λίγο αργότερα κλείνει το εργαστήριο στην οδό Κηρυκείου. Εφεξής, η παραγωγή για το μεν κατάστημα της Καπνικαρέας θα γίνεται από το νέο εργαστήριο που ανοίγει στην Καλλιθέα, ενώ για το κατάστημα της Ευαγγελιστρίας στη δική του μονάδα παραγωγής που εγκαινιάζεται στους πάνω ορόφους του καταστήματος. Η δεκαετία του 1970 αποτελεί τη χρυσή εποχή της βιοτεχνίας. Η επιχείρηση επεκτείνεται με τρία νέα καταστήματα στο Παγκράτι, στον Πειραιά, και στη Θεσσαλονίκη, επέκταση που θα αποδειχτεί όμως βραχύβια, καθώς το κατάστημα της Θεσσαλονίκης θα κλείσει 5 χρόνια αργότερα και σύντομα θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα παραρτήματα.
Η δεκαετία του 1990 θα φέρει το μεγαλύτερο πλήγμα στην ιστορία των επιχειρήσεων Μέντη. Κατά τα τέλη της δεκαετίας κλείνουν το κατάστημα της Καπνικαρέας και η βιοτεχνία της Καλλιθέας, αφήνοντας το κατάστημα της Ευαγγελιστρίας ως μοναδικό σημείο παραγωγής και πώλησης των κλώστινων τεχνουργημάτων Μέντη. Το 2005 η επιχείρηση Μέντη αλλάζει και πάλι στέγη. Το μεν κατάστημα μεταφέρεται στην οδό Ρόμβης 18, όπου και παραμένει μέχρι το οριστικό κλείσιμο της επιχείρησης το 2011, ενώ η βιοτεχνία εγκαθίσταται στο ακίνητο της οδού Πολυφήμου, στα Πετράλωνα, που θα αποτελέσει από το 2012 την έδρα της νέας πρωτοβουλίας του Μουσείου Μπενάκη με επίκεντρο τη Δωρεά Μέντη.
Από τα καταστήματα της πλατείας Καπνικαρέας και αργότερα της οδού Ευαγγελιστρίας και της οδού Ρόμβης, αλλά και από τα υποκαταστήματα στον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και το Παγκράτι, εξυπηρετήθηκαν πελάτες από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σε όλους αυτούς τους χώρους ενδυματολόγοι και σχεδιαστές μόδας, διακοσμητές, ταπετσιέρηδες, βιοτέχνες, κατασκευαστές ειδών λαϊκής τέχνης και ράπτες στρατιωτικών στολών και ιερατικών αμφίων έβρισκαν τη μεγαλύτερη ποικιλία από γαλόνια, τρέσες, passementerie, σιρίτια, κορδόνια, φράντζες, φούντες, brandebourg, περίτεχνα embrasses, νήματα μεταξωτά, μεταλλικά και νάιλον μεγάλης αντοχής. Πελάτες υπήρξαν τα Ανάκτορα, το Προεδρικό Μέγαρο, η βασιλική και κατόπιν η προεδρική φρουρά, η Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο, το Μέγαρο Μουσικής, τα Λύκεια Ελληνίδων, το Θέατρο Ελληνικών Χορών «Δόρα Στράτου», η Βασιλική Πρόνοια, ο ΕΟΜΜΕΧ, μεγάλα ξενοδοχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται: κορυφαίοι ενδυματολόγοι, σχεδιαστές και οίκοι μόδας τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού (Θεώνη Βαχλιώτη από το χώρο του θεάτρου, και Τσοπανέλης, οίκος Τσούχλου, Τσεκλένης ή ακόμα και ο Marc Bohan του οίκου Dior στο Παρίσι από το χώρο της μόδας)
Υποδηματοποιίες (Μουριάδης)
Κατασκευαστές επίπλων (Βαράγκης, Σαρίδης)
Κοσμηματοπώλες (Ζολώτας, Λαλαούνης, Βουράκης, Καίσαρης)
Ελληνική βιομηχανία όπλων, πυριτιδοποιείο, καλυκοποιείο (ΠΥΡΚΑΛ, ΕΒΟ)
Τα προϊόντα της βιοτεχνίας υπάρχουν στα περισσότερα ελληνικά σπίτια, σε ενδυματολογικά και λαογραφικά μουσεία, σε βεστιάρια θεατρικών οργανισμών και χορευτικών συλλόγων, κοσμούν τις στολές της Προεδρικής Φρουράς και ιερατικά άμφια.