Ψυχρός Ιούλιος (Cold in July) ***1/2**
ΗΠΑ, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Jim Mickle
Πρωταγωνιστούν: Michael C. Hall, Sam Shepard, Don Johnson
Διάρκεια: 109’
Τη δεκαετία του ’80 στο Τέξας, ο οικογενειάρχης Richard, προσπαθώντας να προστατεύσει τη γυναίκα και το γιο του, σκοτώνει έναν εισβολέα που μπήκε στο σπίτι του για να κλέψει. Αν και αθωώνεται λόγω έντιμης συμπεριφοράς και ισχυρισμού αυτοάμυνας, ο εγκληματίας πατέρας του αποθανόντος θα τον αναζητήσει και θα απαιτήσει δικαιοσύνη. Όταν η αρχική οργή κοπάσει, οι δύο τους θα ανακαλύψουν πως είναι μέρος μιας μεγαλύτερης πλεκτάνης και πως η λαγουδότρυπα φτάνει πολύ πιο βαθιά. Στριφνό, αργοκίνητο, με εκπληκτική κορύφωση, μπορεί να μην είναι το απόλυτο neo-western που μπορεί να δει κανείς, αλλά η ώσμωση των κυριότερων σημείων του ιδιώματος που «τιμά» είναι τέτοια που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το ποιοτικό του κιμπαριλίκι.
Αν κάποιος μιλήσει για τον Αμερικάνικο Νότο της δεκαετίας του ’80 (ή ακόμα και τον σημερινό), το μυαλό θα πάει αυτόματα σε ένα περιβάλλον οπισθοδρομικό και ξενοφοβικό, όπου το white trash στοιχείο υπερέχει στολισμένο με καουμπόικα καπέλα. Με αυτό το στερεότυπο κατά νου, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως κάποια ταινία που αφορά στη συγκεκριμένη περιοχή δε θα έχει αντίστοιχα αντιπαθείς πρωταγωνιστές, ολότελα βασισμένους στο συγκεκριμένο στερεότυπο (το οποίο δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε κατά πόσο ευσταθεί στην πραγματικότητα ή όχι). Αλλά ο Ψυχρός Ιούλιος δε λογαριάζει αυτά τα φολκλόρ, προτιμά να δώσει όλο του το βάρος σε μια ιστορία εγκλήματος και τιμωρίας που κρυφοκοιτά προς τη δομή και τους χαρακτήρες του γουέστερν.
Αν και η ευκαιρία για άπλετο πιστολίδι είναι δοσμένη εξαρχής, δεδομένου του background στο οποίο λαμβάνει χώρα και των αμερικάνικων ιδεωδών περί οπλοκατοχής, δε δείχνει να νοιάζεται καθόλου για το πώς θα μετατρέψει το φιλμ σε έναν καταιγισμό βίας και εντυπωσιασμού. Προτιμά να μειώσει τους τόνους, να κρατήσει την ταχύτητα σε χαμηλά επίπεδα, να αναπτύξει σε ένα απαιτούμενο επίπεδο τους χαρακτήρες, ξενερώνοντας έτσι όποιον ήλπιζε από την υπόθεση πως θα πρόκειται για άλλη μια καλοκαιρινή ταινία στην οποία οι κάλυκες πέφτουν στο έδαφος αδιάκοπα. Αν μπορεί, μάλιστα, να κατηγορηθεί για κάτι, αυτό είναι η έλλειψη υψηλών τόνων, που μπορεί να αποθαρρύνει όποιο θεατή δεν έχει την υπομονή να δώσει έμφαση στο σενάριο και τις καταστάσεις χωρίς να του παρέχονται μικρά διαλείμματα ξέγνοιαστης δράσης. Και έτσι, καταλήγει αντί να προσκυνάει το δίπτυχο «καταδίωξη/πυροβολισμός», να περνά στον δραματικό τομέα με εμφανείς τις ψυχολογικές του προεκτάσεις.
Μέσα από την τραγωδία που υφαίνεται, μπορεί κανείς να διακρίνει τους προβληματισμούς του δημιουργού (που απαντώνται πρωτίστως στο μυθιστόρημα του Joe R. Lansdale, το οποίο και αποτελεί τη βάση της ταινίας) σχετικά με ζητήματα όπως η πατρική αγάπη, η δικαιοσύνη, οι έννοιες του καλού και του κακού, ο θάνατος του αμερικάνικου ονείρου και η γενικότερη έννοια της παρακμής. Μια παρακμή που ο σκηνοθέτης Jim Mickle φροντίζει να υπερτονίσει μέσω των σκοτεινών χρωμάτων του με τους έντονους πράσινους και μπλε τόνους, όπως και με τη μουχλιασμένη σήψη των καρέ του που λούζονται από το φως της ημέρας ή ακόμα και τους κίτρινους τόνους των νυχτερινών εσωτερικών φωτισμών. Τίποτα στον κόσμο του δε μοιάζει όμορφο ή αισιόδοξο, πάντα κάτι θα αμαυρώνει τη γενική εικόνα. Αλλά ακόμα και αν οι προβληματισμοί του είναι υπαρκτοί, αυτό δε σημαίνει πως έχουν το απόλυτα υπαρξιακό βάθος. Σίγουρα η πλοκή (κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται ολότελα ο σκηνοθέτης) καταφεύγει σε ορισμένα γνωστά μονοπάτια προκειμένου να περάσει το μήνυμά της. Όπως σίγουρα δεν πρωτοτυπεί και σε καμία από τις θέσεις που προσπαθεί να εκφράσει. Αλλά η πίστη του σε κάτι απλό και κατανοητό, καθώς και πομπώδες με έναν εσωτερικό τρόπο, καταφέρνουν να του δώσουν την απαιτούμενη σφραγίδα ποιότητας. Όπως και η σεκάνς της τελικής σύγκρουσης, η οποία είναι σεμιναριακά αποδοσμένη.
Αν και ο κεντρικός πρωταγωνιστής, Michael C. Hall, πείθει με το mullet και την προσαρμογή του χαρακτήρα που υποδύεται, δεν είναι η κεντρική ερμηνευτική περσόνα της ταινίας, αλλά ένας μοχλός αφήγησης της διηγούμενης ιστορίας. Το συγκεκριμένο βάρος πέφτει στους Sam Shepard και Don Johnson οι οποίοι εκφράζουν δύο διαφορετικά, αλλά ταυτόχρονα παρόμοια πράγματα. Ο ένας υποδύεται με κατάλληλη σκληρότητα τον εγκληματία ο οποίος έρχεται μπροστά στις πατρικές ευθύνες και το αντίστοιχο βάρος που αυτές έχουν στο άτομο όταν στη μέση μπαίνει και η ηθική, ενώ ο δεύτερος εκφράζει απόλυτα τους νοσταλγούς του αμερικάνικου ονείρου, της δικαιοσύνης, των παλιών τρόπων που τελικά η ζωή τους τα έφερε αλλιώς, αλλά αυτοί δεν προθυμοποιούνται να παραιτηθούν.
Αν και βαριά ως προς το περιεχόμενό της, δεν παύει να είναι μια πρώτης τάξεως πρόταση για όσους, ακόμα και σε περιόδους δύσκολες δεν παύουν να απαιτούν κάτι που απευθύνεται εξίσου στο μυαλό και την ψυχή. Ενδεχομένως αυτοί θα την εκτιμήσουν και περισσότερο. Αν τα παραπάνω σας ακούγονται ήδη κουραστικά, δεν πειράζει, είστε πιο ευτυχισμένοι από τους υπόλοιπους μαζοχιστές.
Σχέση 5 με 7 (5 to 7) *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Victor Levin
Πρωταγωνιστούν: Anton Yelchin, Bérénice Marlohe, Glenn Close
Διάρκεια: 95’
Σε μια περιπλάνηση στους δρόμους του Μανχάταν, ο Brian, 20 χρονών με όνειρο την καριέρα του συγγραφέα, θα συναντηθεί με τη διαφορετική από αυτόν Arielle. Σύζυγος ενός Γάλλου διπλωμάτη, δεν έχει όλο το χρόνο του κόσμου δικό της. Παρ’ όλα αυτά, το ερωτικό πάθος θα ξεσπάσει σύντομα μεταξύ τους, με μόνο περιθώριο συνάντησης το δίωρο μεταξύ 5 και 7, στα δωμάτια διάφορων ξενοδοχείων. Σύντομα, όμως, το δίωρο δε θα ‘ναι αρκετό. Γλυκιά, ρομαντική στην ψυχή, συνοδεία ενός πανέμορφου soundtrack, προσφέρει την απαιτούμενη ζεστασιά και αισιοδοξία που είναι και το ζητούμενο, χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολικά φιλοσοφικά αποφθέγματα σχετικά με τη ζωή και τον έρωτα, καταλήγοντας να μη φαίνεται τόσο «ρεαλίστρια». Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως είναι και βουτηγμένη στο κλισέ και τη χαζομάρα, ε; Ταμάμ για ρομαντική προβολή, συνοδεία συντρόφου.