Με τους σύγχρονους ρυθμούς που καταναλώνουμε μουσική, το τελευταίο πόνημα του πολυσυζητημένου Actress έχει ήδη παλιώσει. Στους δύο μήνες που έχουν περάσει απ’τη μέρα που διέρρευσε, έχουν γραφτεί πολλά (ουκ ολίγες βλακείες εδώ κι εκεί), αλλά θα ήταν λάθος να μην αφιερώσουμε μια στήλη στο δίσκο στον οποίο έχουμε χαρίσει τις περισσότερες ακροάσεις στους δύο – κάπως αμήχανους μουσικά – μήνες του 2014. Μπορεί να έχει ήδη βγει ένα άψογο χορευτικό άλμπουμ απ’τον Kassem Mosse, μια υποψηφιότητα για τους δίσκους της χρονιάς πίσω απ’την όμορφα ατμοσφαιρική δουλειά του Francis Harris (η λίστα είναι ήδη αρκετά μεγάλη), αλλά το Ghettoville, όπως και κάθε κυκλοφορία του Cunningham, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Γι’ αυτό άλλωστε όλες οι αναλύσεις που υπάρχουν εκεί έξω, είναι κατά βάση γεμάτες φιλοσοφικά ερωτήματα, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση (και χειρότερη όλων) αυτή του Joe Kennedy στο Quietus, ο οποίος βασίζει το κείμενό του στην απορία «What Is Music?».
Μπορεί αυτές οι υπερβολές του hype να γίνουν ενοχλητικές, απ’ την άλλη ο Actress –μαζί με τον Burial αναμφίβολα- έχουν καταφέρει να καθορίσουν την ηλεκτρονική σκηνή των τελευταίων ετών, με μοναδική διαφορά το γεγονός ότι ο Burial «γέννησε» ένα σωρό μιμητές, κάτι που δεν μπορείς να ισχυριστείς και για τον Actress. Δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει ότι δύσκολα αντιγράφεται η αισθητική του ή ότι απλά αδιαφορούμε για ο,τιδήποτε άλλο συγγενεύει ηχητικά και δεν φέρει την υπογραφή του. Αυτό όμως μάλλον μεγαλώνει το μύθο του, πόσο μάλλον τώρα που κυκλοφορεί άλλον έναν πολύ καλό δίσκο, που μπορεί να μην φτάνει τα επίπεδα του R.I.P., όμως αυτό σε κανένα σημείο δεν είναι αποκαρδιωτικό γιατί μιλάμε για ένα magnum opus με κεφαλαία γράμματα που δεν είναι δυνατό να επαναλάβει. Και μιας και φτάσαμε εδώ, δεν είναι κακό ή αμαρτία να πούμε, με τον χρόνο να έχει λειτουργήσει υπέρ μας, πως το Rival Dealer του αξιαγάπητου Will Bevan ήταν μια φτηνή προσθήκη στην έτσι κι αλλιώς μικρή δισκογραφία του, ακόμα κι αν το μήνυμά του ήταν σαφές και συγκινητικό.
Είναι πολλά αυτά που κάνουν τον Actress να ξεχωρίζει, είτε σταθείς στην επιλογή του να αποφεύγει το χτίσιμο club tracks –επιδεικνύοντας μια απέχθεια για τη μαγική μεν, εφήμερη δε, ουτοπία των συγκεκριμένων χώρων- είτε εστιάζοντας στο πόσες ιδέες χωράει στα έτσι κι αλλιώς μακροσκελέστατα άλμπουμ του. Το Ghettoville δεν διαφέρει σε αυτό το κομμάτι. Ξεκινώντας με το αργόσυρτο Forgiven, μια επιλογή που μοιάζει πολύ με το αξέχαστο Hubble απ’το Splazsh, ο Cunningham σκιαγραφεί γι’ άλλη μια φορά τη νοητή γραμμή που ενώνει το Μπρίστολ των 90s, το Λονδίνο του Untrue όπως και κάθε άλλη απόπειρα ηχητικού αντικατοπτρισμού της αστικής ζωής (όπως ο έξοχος Andy Stott). Έτσι κι αλλιώς αποτελεί έναν απ’τους βασικούς του προβληματισμούς, όπως δηλώνει σε πολλές απ’τις συνεντεύξεις του, αλλά ταυτόχρονα θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί ότι τα έχει καταφέρει καλύτερα σε αρκετά απ’τα EPs που έχουν προηγηθεί, και ειδικότερα στα φανταστικά Harrier ATTK/ Geshwin (2011) και Silver Cloud (2013), με το πρώτο να δικαιολογεί από μόνο του τη μετακόμισή του στην Ninja Tune.
Στο δεύτερο μισό του δίσκου όμως είναι που δείχνει τα δόντια του, όπου όχι μόνο παίζει με το λαμπρό παρελθόν της βρετανικής ηλεκτρονικής σκηνής, αλλά σε καθηλώνει με μια εξαιρετική αλληλουχία κομματιών που ακολουθούν το Gaze, όπου για πρώτη φορά σε αναγκάζει να επικροτείς το Don’t Stop The Music που επαναλαμβάνει στα εβδομήντα έξι δευτερόλεπτα του Don’t, ή να αναρωτιέσαι γιατί δεν υπάρχει μισό ραδιόφωνο σε αυτή την πόλη που να μπορεί να υποστηρίξει την απίστευτα φορμαρισμένη ηλεκτρονική σκηνή της Ευρώπης. Όπως και να το δεις, ακόμα κι αν λάβεις σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο αυτός ο δίσκος να είναι ο τελευταίος του κάτω απ’ την ομπρέλα του συγκεκριμένου moniker, δεν μπορείς παρά να απολαύσεις το όραμα του Cunningham, είτε σε εκφράζει ως καλλιτέχνης είτε όχι.
Γιατί το Ghettoville είναι ένας δίσκος γεμάτος ασχήμια, μοιάζει άνισος, σα να ξεχνάει να κλείσει τους πολλούς κύκλους που ανοίγει με κάθε επόμενο κομμάτι, αλλά εξαρχής αυτή είναι η γοητεία του. Το κάνει σε κάθε δίσκο, καταφέρνοντας να ακούγεται πάντα πλήρης, γεμάτος ιδέες και μπόλικη έμπνευση. Αν διαβάσετε ανοησίες περί μισοτελειωμένων ασκήσεων, προσπεράστε ελεύθερα. Γιατί ανεξάρτητα απ’ όσα έχει ήδη καταφέρει, ο φετινός του δίσκος είναι και πάλι μια ξεχωριστή, καλλιτεχνική κατάθεση.