Ο Μάρκος Φράγκος θέλει πια να γράφει βιβλία. Το δικαιούται, εδώ και πάνω από 3 δεκαετίες έχει υπάρξει κάτι περισσότερο από σπουδαίος μουσικογραφιάς. Θητεύοντας σε όλα τα πόστα της μουσικής βιομηχανίας (το fanboy που έστειλε κάποτε γράμμα στο Ποπ+Ροκ και κατέληξε αρχισυντάκτης του πέρασε οδυνηρά στη δισκογραφία, διδάσκει τη δημιουργική γραφή κι απονέμει δικαιοσύνη τώρα στον χώρο του music publishing) και σε δεκάδες χάρτινους και ηλεκτρονικούς τίτλους (με τελευταίο το Jumping Fish), διατηρεί το σπάνιο χάρισμα να αποκωδικοποιεί την ποπ κουλτούρα ως συνολική επικοινωνία: η μουσική πάντα στο κέντρο, αλλά και πάντα δίπλα της η μόδα, το σινεμά, η λογοτεχνία, η αργκό της διαφήμισης, τα μικρά cults – όλα μαζί διαφορετικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν το Νοήμα του Στυλ στις νεανικές υποκουλτούρες.
Πριν φύγει το 2017, υπέγραψε την πρώτη του έκδοση. MUZINE diary: Ένα Μουσικό Ημερολόγιο, στις εκδόσεις ΧΑΡΑΜΑδΑ του Νεκτάριου Λαμπρόπουλου (που κυκλοφορούσε και το ομώνυμο περιοδικό πριν μερικά χρόνια). Ένα τραγούδι για καθε μέρα του έτους και οι 365 +1 ιστορίες που προκύπτουν. Συνοπτικά κείμενα, κάπου ανάμεσα στην εγκυκλοπαίδεια τσέπης, το ρεπορτάζ της εποχής και την εκ των υστέρων σημερινή αποτίμηση της αξίας (ή της ανάμνησής) τους. Μαζί με QR code, που σκανάρετε για να ακούτε τα κομμάτια ενώ διαβάζετε, και λίγο χώρο για σημειώσεις. Μουσικό ημερολόγιο, δεν είπαμε;
Βρεθήκαμε ένα απόγευμα στα γραφεία της Popaganda για να μου διηγηθεί τη ζωή του. Αφιερωμένη ολοκληρωτικά στο ποπ πανηγύρι, με οδηγό την αφοπλιστική παραδοχή ότι «έτσι κι αλλιώς στις μικρές κοινότητες (που φτιάχνονται γύρω από τα βιβλία, το σινεμά και τη μουσική) πάντα τραβιούνται άνθρωποι με διάφορα ελλείμματα. Είναι δικό τους θέμα, αν αυτό θα μεταφραστεί ως τοξικότητα ή δημιουργικότητα». Α, δική του ιδέα ήταν πριν έντεκα χρόνια και η Blogovision…
Γεννήθηκα και ζω ακομα στο Ηράκλειο, σε αυτό το μικρό χωριό ανάμεσα στις πολύβουες αγορές της Νέας Ιωνίας και του Μαρουσιού. Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να μετακινηθώ, θέλω ησυχία εκεί που ξεκουράζομαι και τα βρίσκω με τον εαυτό μου. Δε θα μπορούσα να ζω στο κέντρο και δε θα μου άρεσε η δουλειά μου να είναι πολύ κοντά στο σπίτι μου.
Όταν ήμουν εγώ 9 κι εκείνη 11, η αδερφή μου η Λένα ανακάλυψε στο ραδιόφωνο τον Γιάννη Πετρίδη. Από εκείνον άκουσα μια μέρα την disco εκτέλεση του “Don’t Let Me Be Misunderstood” από Santa Esmeralda, ενώ διηγήθηκε και την ιστορία του τραγουδιού. Κλείδωσα, είδα το μέλλον μου. Ταυτόχρονα, έκανα το Ποπ+Ροκ ευαγγέλιο κι άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική. Ο πατέρας μου άκουγε βαριά λαϊκά, στη μητέρα μου άρεσαν περισσότερο ο Μπιθικώτσης και η Μοσχολιού. Δεν ήταν καλλιεργημένη αλλά είχε υψηλό δείκτη καλαισθησίας, ένα ωμό κριτήριο σχεδόν αλάνθαστο. Ήταν σινεφίλ, επίσης. Μπορούσε να μου εξηγήσει με απλά λόγια γιατί η Ίνγκριντ Μπέργκμαν ήταν καλύτερη από τη Λάνα Τάρνερ, γιατί λάτρευε τη Λαμπέτη και δεν άντεχε τη Βουγιουκλάκη.
Το 1986 δημοσιεύτηκα πρώτη φορά στο Ποπ+Ροκ. Μέσω ενός διαγωνισμού για «κριτική στο The Head on the Door των Cure» που έκανε στην στήλη του “Propaganda” o Τόλης Βαρνάς. Τον επόμενο μήνα έστειλα κι άλλο ένα κείμενο για το Black Celebration των Depeche Mode κι από τη σύνταξη του περιοδικού έγραψαν στην τελευταία σελίδα (της αλληλογραφίας με τους αναγνωστες) «Μάρκο Φράγκο γράψε μας το τηλέφωνό σου». Φοβερή δε μοιάζει αυτή η, επικοινωνιακά προϊστορική, εποχή; Έπαθα σοκ, ξεπέρασα μια μικρή κρίση ανασφάλειας και τελικά βρέθηκα στο σπίτι του Κώστα Ζουγρή, κοντά μου στο Ηράκλειο, να φορτώνομαι δίσκους για κριτική. Το πρώτο μου άρθρο ως συνεργάτης του περιοδικού ήταν τον Σεπτέμβρη του ’86, ένα εξασέλιδο για τους Depeche Mode, σε τεύχος με εξώφυλλο τον Mick Jagger. Την ίδια εποχή, εργαζόμουν 2-3 φορές την εβδομάδα και στον ιππόδρομο που, όσο κι αν φαίνεται αστείο, ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Για μια πενταετία έγραφα αγόγγυστα ότι μου έδιναν, μ’ άρεσε-δε μ’ άρεσε. Ακόμα κι αν δεν το ήξερα, έψαχνα. Στο περιοδικό έμεινα ως το 1998, όταν και παραιτήθηκα ενώ ήμουν ήδη τρία χρόνια αρχισυντάκτης. Ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής μου, γνώρισα ανθρώπους που τους έχω κοντά μου ακόμα, είχα εκπληρώσει το όνειρό μου για τότε.
Το κείμενο για το οποίο είμαι πολύ περήφανος είναι ένα τεράστιο longread που είχα γράψει στο Ποπ+Ροκ για το house. Ένα 16σελιδο γύρω στο 1989-90 που το έψαξα μόνος μου με πηγές βιβλία και περιοδικά από το εξωτερικό. Τέτοιου είδους αφερώματα δεν ήταν απλή υπόθεση στην προ-ίντερνετ εποχή. Θυμάμαι, στο χειρόγραφο είχα γεμίσει δύο μπλοκ αναφοράς. Και το πιο άστοχό μου, μπορεί να ακούγεται ανέκδοτο, αλλά είναι η κριτική για τον δεύτερο δίσκο του Terence Trent D’ Arby. To Neither Fish nor Flesh μου αρέσει ακόμα τρομέρα αλλά θα του έβαζα 7 κι όχι 9. Στην πορεία μετρίασα πολύ την θερμοκεφαλίαση, γιατί όταν μου άρεσε κάτι ξέφευγα σε υπερθετικό βαθμό. Ήμουν παρτιζάνος. Υπερασπίζομουν τους Happy Mondays, ας πουμε, τότε το ’87 που είχανε βγάλει μόνο το “Twenty Four Hour Party People”, και ούρλιαζα στους γύρω μου που ήταν επιφυλακτικοί «μα, δε βλέπετε τι έρχεται;».
Πέρασα κι από το ραδιόφωνο. Ξεκίνησα από τον Επικοινωνία FM στο Ηράκλειο, πήγα στον Capital επί Πολυχρονίου, αργότερα Rock FM – πάντα Σαββατοκύριακα (κάνω και τα τελευταία χρόνια στο web). Είχα κάποιες προτάσεις και για τηλεόραση, αλλά δεν μου άρεσε. Ακόμα και τις λίγες φορές που έχω εμφανιστεί π.χ. σε μουσικές θεματικές εκπομπές, το μετάνιωσα.
Δεν μπορούμε να ακούμε τη μουσική αποδεσμευμένη από τις υπόλοιπες φέτες ποπ κουλτούρας που τη συνοδεύουν. Ποτέ δεν ακούμε απλά έναν ήχο, πάει πάντα μαζί με τις ιστορίες που γεννά. Ο Elvis θα ήταν ο ίδιος αν η κάμερα δεν είχε ζουμάρει πάνω στη λεκάνη του όταν πρωτοεμφανίστηκε;
Δεν ήταν πάντα τόσο μικρή η απήχηση του «εναλλακτικού», όσο φαίνεται σήμερα. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος, το εξώφυλλο του Ποπ+Ροκ με τα Ξύλινα Σπαθιά στα μέσα των 90s εξαντλήθηκε – μιλάμε για 40.000 αντίτυπα, τυπώσαμε 5.000 ακόμα. Δεν υπήρχε τότε το μέτρο να υπολογιστεί πόσος κόσμος άκουγε Πανταζή και πόσος Depeche Mode. Σίγουρα δε μιλούσαμε με όρους μικρής κοινότητας που γνωρίζονται όλοι με τα μικρά τους ονόματα. Αν κι εγώ ποτέ δεν υιοθέτησα τους όρους της μαζικότητας. Δε με ενδιαφέρει να γράψω ένα ωραίο κείμενο και να το διαβάσουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, αν δεν επικοινωνούμε. Συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια με πάρα πολλά έντυπα, όχι μόνο μουσικά. Στη Vogue έγραφα 13 χρόνια ως μουσικός συντάκτης, στο Symbol, στον Επενδυτή, στο Έψιλον, έκανα συνέχεια guest εμφανίσεις. Είχαμε παράλληλη πορεία με τα παιδιά του Σινεμά, ήταν εποχές που μπορούσες να ζεις από τον ειδικό τύπο.
Η τελευταία μου σταθερή δουλειά σε περιοδικό ήταν η αρχισυνταξία στο Sonik, αλλά ήδη είχα περάσει κι απέναντι. Στη δισκογραφία. Το βίωσα πολύ άσχημα αυτό το πέρασμα. Έκανα στρατηγικό μάρκετινγκ και συλλογές στη Warner, πιο μετά πήγα και στην EMI. Ήταν η εποχή που έσκασε το Napster και το p2p, είχε αρχίσει η ελεύθερη πτώση. Ήταν άσχημη η προσγείωση σε μια πραγματικότητα που σιγά σιγά κυριάρχησε το τρας και το λούμπεν έναντι σε κάποιο απλό λαϊκό ποπ. Στις δισκογραφικές είσαι πάντα ένα πιόνι, χρησιμοποιείς τις όποιες ικανότητες ενδεχομένως έχεις μόνο για να πουλήσεις. Τίποτα άλλο. Με ασφυκτικά guidelines και στόχους. Ένα φρικτό πουταναριό, δίχως να το απολαμβάνεις. Ίσως και η δημοσιογραφία έχει γίνει πουταναριό, την απολαμβάνεις όμως. Τουλάχιστον, μερικές στιγμές όπως το brainstorming, οι συσκέψεις, και φυσικά το γράψιμο.
Δεν είναι σκοπός του ημερολογίου η νοσταλγία, αν και είναι έννοια πολύ παρεξηγημένη στην ψηφιακή εποχή. Είναι ανθρώπινη ανάγκη, είναι το γλυκό πένθος μιας παλιάς ανάμνησης που τροφοδοτεί την ψυχή. Το εύρος των ερεθισμάτων στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο είναι ελεγχόμενο. Δε μ’ αρέσει αυτό. Πιστεύω ότι ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, ο καθένας μπορεί να κάνει μια πολύ δημιουργική αναζήτηση: από το να δει ποιο τραγούδι ήταν νο. 1 την ημέρα που γεννήθηκε ή το αντίστοιχο στην επέτειο της σχέσης του. Έχουν ενδιαφέρον αυτές οι περιέργες αναζητήσεις. Μ’ αρέσει επίσης που εκδόθηκε σε χαρτί και μπορείς να επέμβεις πάνω του π.χ. με το να σημειώσεις πράγματα ή να επέμβει ο χρόνος και η τυχή με λίγο χυμένο καφέ ή το φάγωμα της ράχης. Κι έτσι να γίνει στ’ αλήθεια δικό σου.
Τα στοιχεία των λημμάτων δεν είναι μόνο εγκυκλοπαιδικά, κάθε λήμμα είναι αποτέλεσμα έρευνας για στοιχεία που συνήθως κατευθύνει το περιεχόμενο του κάθε τραγουδιού. Γράψιμο κι έρευνα μου πήραν 6 μήνες, ο σκοπός ήταν να μην υπάρχει επανάληψη του ίδιου καλλιτέχνη ή σχήματος σε κάποια από τις 365+1 μέρες. Καθαρά από τύχη, η συνθήκη έσπασε δύο φορές. Με REM και Visage. Εμπιστεύθηκα τη μνημη μου κι όχι κάποιο xcel και, φυσικά, με πρόδωσε.
Το κριτήριο για την επιλογή των κομματιών ήταν να μου ταιριάζει ο καλλιτέχνης πρωτίστως και η ιστορία του τραγουδιού, δευτερευόντως. Δεν είναι προφανώς τα αγαπημένα μου όλων των εποχών, αλλά ξανακοιτάζοντάς το μετά ίσως είναι μια καλή αρχή για έναν 20αρη για να ανακαλύψει τη μουσική των τελευταιων 60+ χρόνων.
Δεν μπορούμε να ακούμε τη μουσική αποδεσμευμένη από τις υπόλοιπες φέτες ποπ κουλτούρας που τη συνοδεύουν. Ποτέ δεν ακούμε απλά έναν ήχο, πάει πάντα μαζί με τις ιστορίες που γεννά. Πώς μπορείς να αποδυνδέσεις τα τραγούδια από το «στόμα σε στόμα» hype; Πώς μπορείς να δεις τη μουσική χώρια από το στυλ και τα ρούχα των πρωταγωνιστών της; Μπορείς να φανταστείς τους νεορομαντικούς χωρίς το St. Martin’s College; Ο Elvis θα ήταν ο ίδιος αν η κάμερα δεν είχε ζουμάρει πάνω στη λεκάνη του όταν πρωτοεμφανίστηκε;
Δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ η κυρίαρχη κουλτούρα στην Ελλάδα να παίξει με όρους ποπ. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι ποπ, ποτέ δεν ήταν. Θα περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρι να ανέβει σε αυτό το τρένο, εννοώ να συμβαδίσει με την μεταπολεμική κουλτούρα που αναπτύχθηκε στη Δύση. Η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν Δύση, πάντα σπαρασσόταν από συμπλέγματα κοινωνικά που κατατρέχουν γενιές και γενιές. Μαζί φυσικά με το αλληθώρισμα προς την Ανατολή που δημιουργεί αυτό το μπάσταρδο γονίδιο. Κι όμως, γίνεται να είσαι κι Έλληνας, αλλά και να μετέχεις σε μία ποπ κουλτούρα που δεν προϋποθέτει να πίνεις τσάι στις 5 όπως οι Άγγλοι.
Η λέξη αυθεντία δε μου αρέσει. Είναι κακό που δεν υπάρχουν πια opinion leaders, γιατί πλέον είναι τόσος πολύς ο θόρυβος. Υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό για να βγουν οι επόμενοι, έτσι όπως είναι όμως τα πράγματα θα γίνουν ορίζόντια γνωστοί σε ένα μικρό niche βεληνεκές. Όχι κάθετα και προς τα πάνω. Είναι ζωτικό στοιχείο της ποπ κουλτούρας ο κάθε μουσικόφιλος να μπορεί να συμμετέχει στην κουβέντα π.χ. ενός φόρουμ. Δε γίνεται όμως να διεκδικεί ο καθένας τα εύσημα του «κάτσε κάτω ρε, αυτό που λέω έγω». Είναι λάθος ο τρόπος που έχει δομηθεί ο εκδημοκρατισμός της κριτικής, είτε στα blogs είτε στο Facebook που ο κάθε πικραμένος βγαίνει και λέει μία γνώμη αφιλτράριστη με κακά ελληνικά και κακή σύνταξη. Από την άλλη, υπάρχει τo Pitchfork που το θεωρώ φρικτό κι έχει γαμήσει τη νέα γενιά, ειδικά οι κριτικές του είναι απαράδεκτες. Ή, άλλο παράδειγμα, το Uncut έχει 300 κριτικές κάθε μήνα και είναι όλες πάνω από 7. Δε γίνεται αυτό το πράγμα. Και καταλήγουμε πια να μην μπορείς να σχηματίσεις μια συνολική εικόνα ούτε από τις λίστες στο τέλος της χρονιάς. Έχουν πάψει να αναδεικνύουν τα themes της παραγωγής.
H μελωδία δεν πρέπει να διαρραγεί – τέντωσέ την, τρύπα την, κόλλα την στο ταβάνι, μην την απορρίπτεις όμως. Ζούμε την στιγμή που έχουμε μπερδέψει τους καλλιτέχνες με τους ηχολήπτες.
Πάντα μου ήταν πιο δύσκολο να γράψω μια αποθεωτική κριτική από το να θάψω έναν δίσκο που δε μου άρεσε. Με τη μετριότητα ξεμπερδεύεις, το άλλο πρέπει να το δικαιολογήσεις στοιχειοθετημένα. Για μένα απαγορεύεται ένας άνθρωπος που ασχολείται με την μουσικοκριτική να ξέρει κάποιο όργανο, εννοώ να το ξέρει από ένα επίπεδο και πάνω. Γιατί πρέπει να γράφεις με το κριτήριο του ακροατή κι όχι του παίκτη. Κι αυτό δε διαμορφωνεται από το να ξέρεις να διαβάσεις παρτιτούρες. Έχει να κάνει με ευρύτερα πολιτιστικά στοιχεία. Τόσα χρόνια πάντως δεν έχει βρεθεί κάποιος να μου πει πως τολμάς και γράφεις, ενώ δεν παίζεις. Πολύ θα το διασκέδαζα.
Στην εποχή του μεταμοντέρνου επιτρέπονται τα πάντα. Επιτρέπεται να βάλεις νέον φώτα σε έναν κίονα ιωνικού ρυθμού παρότι κάποτε θα το λέγαμε κιτς. Επομένως, σήμερα δεν υπάρχει cult, γιατί δεν υπάρχει μαζικότητα για να σταθεί απέναντί της. Πώς έγινε, ας πούμε, ο Springsteen γνωστός από την Αιοβα μέχρι τη Λάρισα κι από το Ελσίνκι μέχρι τη Σιγκαπούρη. Νομίζω ότι πια δεν μπορούμε να μιλάμε με αυτούς τους όρους.
Το μουσικό πρόβλημα της μεταμοντέρνας εποχής είναι η αποδόμηση της μελωδίας, αυτή είναι η παθογένειά της. Πάντα μου άρεσε η μελωδία, ακόμα και τότε που άκουγα Jam και Damned, προσκυνούσα τον Burt Bacharach και τη Motown. H μελωδία δεν πρέπει να διαρραγεί – τέντωσέ την, τρύπα την, κόλλα την στο ταβάνι, μην την απορρίπτεις όμως. Ζούμε την στιγμή που έχουμε μπερδέψει τους καλλιτέχνες με τους ηχολήπτες. O Arca είναι ηχολήπτης, δεν μπορεί να συνθέσει ο άνθρωπος. Σε αντίθεση π.χ. με τον Aphex Twin που απέδειξε ότι είναι μελωδός – το “Parthenon” μπορώ να στο τραγουδήσω. Είναι η βάση των πάντων η μελωδία, άλλαξέ της τα φώτα όπως κάνουν πάρα πολλοί, αλλά γράψε την πρώτα.
Συζητάμε για τους Migos που είναι κάτι κωλοπαίδια, γράφουν στο κινητό τους ενδεχομένως ή σε κάποια ταμπλέτα και δεν έχουν καν τη στοιχειώδη μουσική παιδεία στο είδος τους. Έχουν ακούσει De La Soul, ή A Tribe Called Quest; Έχουν ακούσει τι σαμπλάρανε τούτοι οι πρωτοπόροι του hip hop; Παλιά, ούτε απ’ έξω θα περνούσαν από την Atlantic. Ενώ, ο Kendrick Lamar είναι άλλο πράγμα, ξεχωρίζει. Είναι το μόνο φωτεινό παιδί που βγήκε από το Κόμπτον, o Anderson .Paak επίσης είναι φανταστικός.
Κι από την άλλη μεριά, την avant garde ας πούμε, δεν ανέχομαι κάτι περιπτώσεις σαν της Pharmakon. Εγώ εκεί ακούω μια ανόητη που δήθεν πειραματίζεται. Πειραματισμός είναι εκείνο που έκαναν κάποτε οι Throbbing Gristle, ο Eno ή o Captain Beefheart το ’69. Ωθούσαν, τέντωναν τα πράγματα προς τα πέρα, χωρίς να συμμετέχει τόσο η καρδιά όσο το μυαλό σου. Η αξία του πειραματισμού φαίνεται από την αίσθηση του κινδύνου που δημιουργεί επειδή συνήθως προκαλεί κάτι που υπήρχε πριν.
Δεν ξέρω μέχρι πότε θα γίνεται Blogovision, όσο μας πάει. Όταν άρχισαν να ανεβαίνουν πολύ οι συμμετοχές αγχώθηκα γιατί έμπαιναν και άνθρωποι ψυχαναγκασμένοι να ακολουθούν τη «φάση». Δε θέλω τέτοιους και δεν αντιλαμβάνομαι και το κράξιμο όταν πέφτει. Ίσως επειδή γίνεται θόρυβος στα social media και υπάρχει κόσμος που νιώθει εκτός, σου λένε «αυτή η μαλακία πάλι τι είναι;». Δεν πειράζουμε κανέναν. Εγώ αυτό που κερδίζω από την Blogovision είναι ότι ανακαλύπτω πράγματα που δεν έχουν πέσει στο ραντάρ μου και το πώς προσπαθούν να μου τα επικοινωνήσουν οι άλλοι. Δεν είναι λίγο.
Ενθουσιάζομαι ακόμα, συνήθως με παλιά πράγματα που δεν ήξερα κι ανακαλύπτω. Με τα καινούργια σπάνια να ενθουσιαστώ. Το 2017 το έπαθα με τον δίσκο του John Maus που δεν έχει τίποτα παρθενογενές, είναι όλο το post punk των Joy Division. Αλλά είναι καταπληκτικό άλμπουμ, το άκουσα τόσες πολλές φορές, το τραγούδησα, το φώναξα, πωρώθηκα, όσο τέλος πάντων μου επιτρέπει η ηλικία μου να πωρωθώ.
Κι όμως, γίνεται να είσαι κι Έλληνας, αλλά και να μετέχεις σε μία ποπ κουλτούρα που δεν προϋποθέτει να πίνεις τσάι στις 5 όπως οι Άγγλοι.
Ήμουν από τους πρώτους που είχαν Facebook. Κι από τους πρώτους που βγήκαν. Δε μου αρέσει καθόλου που έχει καταλήξει να είναι μία δημόσια έκθεση της προσωπικής ζωής. Ακόμα και να μην έχεις αυτήν την πρόθεση, καταλήγεις έτσι γιατί δε γίνεται να πας κόντρα. Στο Twitter είμαι συνέχεια, γιατί βλέπω τα νέα. Ακολουθώ τα media που με ενδιαφέρουν και διάφορους ανθρώπους που μου φαίνονται αστείοι και περίεργοι. Κι εκεί μπορεί να γίνει παθογενές το κυνήγι της ατάκας, αλλά μου φάινεται πιο εύκολο το shut down σε σχέση με το Facebook. Μου φαίνεται επίσης ηλίθιο ότι πια υπάρχουν θέσεις ειδικών social media στα οργανογράμματα των μεγάλων εταιρειών.
Τους έχω εύκολους τους desert island discs μου. Η Μπανάνα των Velvets, το Dare των Human League, το Remain In Light των Talking Heads, το Electribal Memories των Electribe 101. Και, φυσικά, ο Ziggy Stardust του David Bowie.
Τι κατάλαβα απ’ όλο αυτό; Είναι ένας τρόπος να ζεις τη ζωή σου. Εγώ δε ξέρω άλλον πέρα από το να έρθω να να σου πω ότι το Everything Now των Arcade Fire είναι συμπαθητικό, αλλά θα μπορούσαν να το κάνουν καλύτερο. Κι από εκεί να ξεκινήσει η όλη επικοινωνία μας, ανάλογα τη σχέση που έχουμε μεταξύ μας και τους ρόλους που έχουμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Με το αγκιστράκι της ποπ κουλτούρας γίνεσαι σίγουρα πιο ενδιαφέρων άνθρωπος. Και δε γίνεται να έχεις καλό γούστο, που είναι αποτέλεσμα καλλιέργειας κι αξιακού συστήματος, χωρίς να είσαι καλός άνθρωπος.