«Ήταν γύρω στο 1995 ή 1996 όταν διάβασα το πρώτο άρθρο για τον Stephin Merritt. Σε αυτό παρουσιαζόταν ως ο πιο γκρινιάρης, ο πιο μοχθηρός, ο πιο δυσάρεστος άνθρωπος του κόσμου. Έκανε τον Lou Reed να μοιάζει με τη Little Orphan Annie». Μπορεί τα λεγόμενα του συγγραφέα Neil Gaiman, του δεύτερου, μετά τον Peter Gabriel, πιο διάσημου fan των Magnetic Fields που εμφανίζεται μπροστά στην κάμερα λίγο μετά τους τίτλους αρχής του ντοκιμαντέρ Strange Powers: Stephin Merritt and the Magnetic Fields για να πλέξει το εγκώμιο του Stephin Merritt, να έχει να κάνει απλώς με τη φήμη του εσωστρεφή στα όρια της αγοραφοβίας και του επικοινωνιακά δύσκολου σε βαθμό εφιαλτικό, που παγιώθηκε για τον Merritt άμα τη εμφανίσει του και εν πολλοίς τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα (μια φήμη που στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Popaganda δεν επαληθεύεται ακριβώς, αν και η ισχύς της υπονοείται δεόντως), όμως η συγκριτική συνύπαρξη του με τον Lou Reed, μπορεί να λειτουργήσει και σε ένα άλλο, πολύ πιο ουσιαστικό από το απλά συμπεριφορικό, context: τόσο ο Lou Reed όσο και ο Stephin Merritt γράφουν για αυτά που ξέρουν, για αυτά που έχουν ζήσει, όπως έλεγε κάποτε ο Burroughs, ή τέλος πάντων σε πείθουν ότι κάνουν ακριβώς αυτό, χωρίς πολλές περιστροφές, με τους στίχους και τα τραγούδια τους να αποτελούν χρονογραφήματα της ζωής του καθενός – με σημαντική μεν, αλλά τελικά…όχι και τόσο σημαντική διαφορά ότι του ενός καθορίστηκε από οπιούχα, χημικά και ηλεκτρικά σοκ, ενώ του άλλου συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω από αποτυχημένους έρωτες, οικογενειακά απωθημένα, φιλικά ατοπήματα και λοιπές καθημερινές νευρώσεις, φλέγοντα ή μη ζητήματα, δηλαδή, που απασχολούν λίγο πιο «κανονικούς» ανθρώπους, ακόμη κι αν αυτοί δεν είναι και τόσο «κανονικοί» ώστε να μη γράφουν τραγούδια.
Στην καρδιά της μέσης ηλικίας του (ή μήπως στην αυγή της τρίτης; Είναι λίγο δυσδιάκριτα τα ρημάδια τα όρια), η οποία συμπίπτει με την ενηλικίωση του έργου του που και ο ίδιος ξέρει πως όσα χρόνια κι αν περάσουν και ό,τι κι αν προλάβει να κάνει όσο περνάνε, η σύγκριση τους με εκείνο θα είναι αναπόφευκτη και η «ήττα» το πιθανότερο σενάριο («Είναι ήδη δύσκολο που όλοι συγκρίνουν οτιδήποτε κάνω με το 69 Love Songs» μου είπε) ο Merritt ακυρώνει πανηγυρικά το ίδιο του το επιχείρημα που έχει κατά καιρούς χρησιμοποιήσει, ότι τα τραγούδια του δεν είναι αυτοβιογραφικά, αποτολμώντας ένα εξ ορισμού πιο φιλόδοξο εγχείρημα ακόμη και από το εν έτει 1999 magnum opus ενός τύπου που μέχρι σήμερα έχει γράψει σχεδόν τρεις δεκάδες δίσκους και μερικές εκατοντάδες τραγούδια: πιάνει το νήμα από τη στιγμή της γέννησής του, και γράφει από ένα τραγούδι για κάθε ένα από τα 50 χρόνια της ζωής του (1966-2015, σήμερα είναι πια 52).
Τραγούδια, ή μάλλον ιστορίες γεμάτες κωμικοτραγικές χυλόπιτες, χαριτωμένες νευρώσεις, μικρούς θριάμβους, κυρίαρχες ανασφάλειες, αμήχανα βήματα, ιστορίες για όμορφα κορίτσια που έφυγαν και άλλα εξίσου όμορφα που ήρθαν για να μείνουν, ιστορίες με αλήθειες τόσο σπαρακτικά αληθινές που είναι σαν όλες εκείνες τις ιστορίες που ο καθένας έχει ζήσει μέσα και έξω από το κεφάλι του. Ιστορίες για όσα έχουμε κερδίσει και για όσα έχουμε χάσει. Ιστορίες για τα τίμια χάλια μας, όπως νομίζω ότι κάνει και ένας «δικός μας» άνθρωπος που ακούει στο όνομα Φοίβος Δεληβοριάς. Πενήντα ιστορίες που όλες μαζί απαρτίζουν την αυτοβιογραφία ενός τύπου που -για να επιστρέψουμε στα του Neil Gaiman- μπορεί κανείς ποτέ να μην τον υπολογίσει ως υποψήφιο για το θρόνο του Βασιλιά των Πεζοδρομίων της Νέας Υόρκης στον οποίο δικαιωματικά κάθισε άπαξ και δια παντός ο Lou Reed, ίσως όμως αυτό να έχει να κάνει και με το ότι ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ τίποτα περισσότερο από το να συγκροτήσει ένα δικό του μικρόκοσμο και να τον γεμίσει με ό,τι έχει στο μυαλό του, όπως λέει και στο “’71: I Think I’ll Make Another World”, ένα τραγούδι γραμμένο για τότε που ήταν ακόμη παιδί, ένα μικρό αγόρι που θα έβλεπε τον τωρινό, σχεδόν ηλικιωμένο εαυτό του σαν ένα βαρετό βλάκα, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ότι τα αισθήματα του πενηντάρη Stephin Merritt θα ήταν αμοιβαία.
Το λένε ζωή όλο αυτό.
https://www.youtube.com/watch?v=CTWCM6sCBlY&index=2&list=PL2Y5hkMV6Phg26giArkh6IxT_DBrfwIf0
Πώς γίνεται κάποιος να γράφει 69 τραγούδια για την αγάπη και να αρκείται σε «μόλις» 50 για τα απομνημονεύματά του, και μάλιστα όταν τα γράφει στην κρίσιμη, ηλικιακή και όχι μόνο, καμπή του μισού αιώνα ζωής; Εσύ δηλαδή τι αριθμό τραγουδιών θα μου πρότεινες για κάθε χρόνο της ζωής μου; Και πόσο χρόνο πρέπει τελικά να ξοδέψει κανείς για να φτιάξει ένα και μόνο δίσκο; Υπάρχουν και άλλοι δίσκοι που μπορώ και θέλω να φτιάξω στο μέλλον…
Ακολούθησες κάποια συγκεκριμένη διαδικασία για να υλοποιήσεις το ομολογουμένως μεγαλεπήβολο σχέδιο του 50 Song Memoir; Κάθισες, ας πούμε, πρώτα και σταχυολόγησες τα γεγονότα της ζωής σου για τα οποία ήθελες να τραγουδήσεις και μετά έγραψες ένα τραγούδι για το καθένα; Σε ορισμένες περιπτώσεις το να υπάρχει στον τίτλο του τραγουδιού η χρονολογία στην οποία αναφέρομαι εξιστορώντας κάτι που συνέβη τότε, μου φάνηκε αρκετά καλή ιδέα, μόνο και μόνο για να βοηθήσω τον ακροατή να αποκτήσει την κατάλληλη χωροχρονική άποψη. Σε άλλες περιπτώσεις, βέβαια, όπως του “Danceteria”, αυτά που διηγούμαι είναι τόσο ζωντανά που δεν μπορεί να τα αγνοήσει κάποιος ακόμη κι αν δεν του πεις σε ποια χρονιά διαδραματίστηκαν. Η φόρμουλα, και βασικά οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτό το δίσκο, άλλαζε από τραγούδι σε τραγούδι.
Ο στόχος σου ήταν να αναπαράγεις το συναίσθημα – ή έστω τη μνήμη του συναισθήματος – που είχες για την κάθε εμπειρία όταν τη βίωνες; Ή να βάλεις σε λέξεις και μουσική τα τωρινά σου συναισθήματα για το όποιο συμβάν της παρελθούσας ζωής σου; Χρησιμοποιείς τη λέξη συναίσθημα, ενώ εγώ ειλικρινά δεν πιστεύω ότι η μουσική έχει κατ’ ανάγκη να κάνει με συναισθήματα. Θα έλεγα ότι κατά κάποιο τρόπο είναι πιο σημαντική από τα συναισθήματα. Φυσικά η μουσική δεν είναι το μέσο για να περιγράψεις μια μη-μουσική εμπειρία, εκτός αν πρόκειται για κάτι απλό, όπως το να πέφτεις και να σηκώνεσαι, ή το να αντικρύζεις κάτι μεγάλο ή μικρό ή το δίπολο ένταση-επίλυση. Στην καλύτερη περίπτωση η μουσική ίσως απλά να μπορεί να κατευθύνει προς κάποια συναισθήματα, αλλά ακόμη και τότε, είναι κάτι που αφορά ένα πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων. Που έχουν το ίδιο κούρεμα με σένα.
Καθώς ετοίμαζες το δίσκο, ανησυχούσες για τις αντιδράσεις των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεσαι σε κάθε τραγούδι; Βασικά ζήτησα την άδεια όλων των «εμπλεκόμενων» ή άλλαξα τα ονόματά τους. Ιδιαίτερη προσοχή έδωσα στο κομμάτι της μητέρας μου, αυτής της πολύχρωμης εκκεντρικής γυναίκας. Δεν κάνω μουσική για να επαναστατήσω απέναντι στη μητέρα μου. Σε αντίθεση, δηλαδή με τον Stephen Sondheim (σ.σ. Διάσημος Αμερικανός συνθέτης που σύμφωνα με δηλώσεις του απεχθανόταν τη μητέρα του που τον κακοποιούσε ψυχολογικά) ή τη Nina Simone (σ.σ. Το πραγματικό της όνομα ήταν Eunice Kathleen Waymon αλλά υιοθέτησε το ψευδώνυμο Nina Simone για να μπορεί να δίνει συναυλίες χωρίς την άδεια της μητέρας της που δεν ενέκρινε την εμπλοκή της με τη «μουσική του διαβόλου») ή… τον Eminem (σ.σ. ο αθυρόστομος Marshall Mathers έχει επανειλημμένα μιλήσει για την τρικυμιώδη σχέση με τη μητέρα του).
Έχεις φτάσει αισίως στα 52. Τελικά όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος μειώνεται ολοένα και περισσότερο η αντοχή του απέναντι στη χαρά; Και τι πάει να πει χαρά; Δεν νομίζω ότι έχω βιώσει ποτέ μου την εμπειρία αυτού του πράγματος που ο κόσμος αποκαλεί «χαρά». Το μυαλό μου απλώς δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Προσπαθώ να δώσω μια εξήγηση για ποιο λόγο μπορεί αυτό να συμβαίνει στο τραγούδι “Weird Diseases”.
Ποια θα έλεγες ότι ήταν τα πλεονεκτήματα που είχες στη διάθεσή σου ενώ έγραφες για τις εμπειρίες της νιότης σου, έχοντας πια απομακρυνθεί από αυτή; Δεν έχω ιδέα. Αυτό που ξέρω είναι ότι η νιότη είναι εξίσου γελοία με τα γηρατειά, όπως και με τη μέση ηλικία. Όλοι μας είμαστε απλώς μεταλλαγμένες μαϊμούδες, και ο καθένας πιστεύει ότι είναι ο Θεός. Το οποίο δε βγάζει καθόλου νόημα. Ο νέος βλέπει τον γέρο σαν ένα βαρετό βλάκα. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα. Κανένας από τους δύο δεν κάνει λάθος.
Καθώς περνάνε, λοιπόν, τα χρόνια, ποιες από τις συνήθειες που επηρέαζαν τη μενταλιτέ σου ως τραγουδοποιός, δεν το κάνουν πια; Στο πρώτο μου άλμπουμ ήμουν ένας ιμπρεσιονιστής. Από τότε είμαι απλά ένας αφηγητής, κάποιος που λέει ιστορίες. Αλλά στην περίπτωση του 50 Song Memoir, καθώς το έγραφα η διαδικασία φάνταζε αδυσώπητα γραμμική και αποφάσισα ότι θα ήταν εντάξει αν στρεφόμουν πάλι στον ιμπρεσιονισμό για να διηγηθώ τη μεγάλη ιστορία που είχα στο μυαλό μου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι μια απλή επιστροφή στα παλιά ή αν αποδεικνύεται τελικά ότι είμαι ένας οπισθοδρομικός τύπος.
«Δεν νομίζω ότι έχω βιώσει ποτέ μου την εμπειρία αυτού του πράγματος που ο κόσμος αποκαλεί “χαρά”. Το μυαλό μου απλώς δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο.»
Όταν ένας τραγουδοποιός είναι τόσο παραγωγικός, επόμενο είναι να αναρωτιέται ο κόσμος πόσα τραγούδια μπορεί να έχει γράψει ακόμη, τα οποία δεν θα δουν ποτέ το φως της ημέρας. Ισχύει αυτό στη δική σου περίπτωση; Έχω πολλές ντουζίνες σημειωματάρια τα οποία περιέχουν εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες ιδέες για τραγούδια, ή αν προτιμάς μικρά θραύσματα δημιουργικότητας, αλλά τα περισσότερα από αυτά ποτέ δεν εξελίχθηκαν σε ολοκληρωμένα τραγούδια. Δεν μου αρέσει να ολοκληρώνω ένα τραγούδι αν δεν ξέρω πως θα χρησιμοποιηθεί. Κάποτε άκουσα ότι το “Blue Moon” είναι το μόνο τραγούδι που έγραψαν οι Richard Rodgers and Lorenz Hart χωρίς να είναι προορισμένο για ένα συγκεκριμένο musical. Δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα αυτό τώρα. Πιθανότατα λοιπόν να έχω μερικά ορφανά τραγούδια. Αλλά όχι και τόσο πολλά.
https://www.youtube.com/watch?v=SAAkUmNZf34
Ποιες χρονιές της ζωής σου θεωρείς πιο καθοριστικές για την εξέλιξή σου ως άνθρωπος; Και είναι τα τραγούδια που έγραψες για αυτές τα αγαπημένα σου από το 50 Song Memoir; Εκ πεποιθήσεως αρνούμαι να μπω στη λογική να ξεχωρίσω οτιδήποτε ως “favorite”. Είναι η κατάρα της εποχής μας αυτής, τα social media μας κάνουν όλους να συμπεριφερόμαστε σαν δεκάχρονα παιδιά. Από όλους μου τους δίσκους δεν έχω κανένα πιο αγαπημένο τραγούδι σε σχέση με τα υπόλοιπα. Υπάρχουν όμως μερικά τραγούδια που δεν τα κατανοώ πια, και που ακούγοντάς τα πιάνω τον εαυτό μου να νιώθει άβολα και ξύνω το κεφάλι μου με απορία.
Στα μέσα της δεκαετίας του 80 ο Lou Reed είχε δηλώσει σε ένα δημοσιογράφο ότι αντιμετώπιζε τους δίσκους του σαν κεφάλαια αυτού που εκείνος είχε στο μυαλό του σαν το «Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα». Πόσο κοντά ή μακριά είναι η δική σου θεώρηση για αυτό που κάνεις; Θεέ μου αν ένιωθα κάτι τέτοιο θα σταματούσα αμέσως να γράφω τραγούδια. Είναι ήδη δύσκολο που όλοι συγκρίνουν οτιδήποτε κάνω με το 69 Love Songs. Θα ήταν όμως ανυπόφορο να αντιλαμβανόμουν ότι όλα τα τραγούδια μου είναι κομμάτια μιας ενιαίας μεγάλης δουλειάς. Δεν θα μπορούσα ποτέ να λοξοδρομήσω. Μα πόσο ανιαρή ιδέα! Στοιχηματίζω ότι κάποιος παρερμήνευσε τα λεγόμενά του Lou Reed. Ή απλά ο ίδιος έλεγε ψέματα. Είναι σαν να λες ότι το σπίτι σου είναι σαν ένα ενιαίο έργο τέχνης, είτε σου αρέσει αυτό είτε όχι, και το ντουλαπάκι κάτω από το νιπτήρα του μπάνιου θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως κάτι εξίσου διεγερτικό πνευματικά με οτιδήποτε αφήνεις πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού σου.
Γράφεις τραγούδια και κυκλοφορείς δίσκους εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, σε μία περίοδο που έχει αλλάξει ραγδαία το τοπίο σε ό,τι έχει να κάνει με τους τρόπους που η μουσική καταναλώνεται από το κοινό. Πώς να είναι να το ζεις όλο αυτό «από μέσα» ως δημιουργός; Θα σου πω μόνο αυτό: Μην ανησυχείς. Όταν ολοκληρώσω την κατασκευή του ειδικού χωροχρονικού επιταχυντή μου, θα ταξιδέψω πίσω στο χρόνο και θα αποτρέψω τη συνάντηση των γονιών του Sean “Napster” Parker. Παρεμπιπτόντως, η λίστα των ζευγαριών που θα απέτρεπα τις μεταξύ τους συναντήσεις για ανάλογα σημαντικούς λόγους, είναι αρκετά μεγάλη, αλλά δεν είναι επί του παρόντος.
Όταν ρώτησα τον Morrissey αν έχει καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με το αν η μουσική προηγήθηκε της δυστυχίας ή το αντίθετο, ήταν απόλυτος: κατά τη γνώμη του η δυστυχία ήρθε πρώτη, γιατί είναι εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Συμφωνείς με τον συνάδελφό σου; Θα έλεγα ότι σε ανθρωπολογικό επίπεδο αυτή είναι μία μάλλον αφελής άποψη. Η μουσική και η δυστυχία εξελίσσονται μαζί εδώ και αιώνες. Τα πιο παλιά μουσικά όργανα σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις, είναι κάτι σαν φλάουτα που κατασκευάστηκαν πριν από 42 χιλιάδες χρόνια, όταν ακόμη οι Νεάντερταλ περπατούσαν σε αυτόν τον πλανήτη. Ίσως λοιπόν η μουσική να προϋπήρξε της ανθρώπινης συνθήκης που λέει ο Morrissey. Σε κάθε περίπτωση η μουσική είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Όπως ακριβώς και η δυστυχία. Βέβαια, και τα ποντίκια μπορούν να είναι δυστυχισμένα, αλλά εμείς μιλάμε για την ανθρώπινη συνθήκη, σωστά; Πάντως η εφαρμοσμένη μουσικολογία σε ζωολογικούς κήπους είναι ένας επιστημονικό πεδίο που ανθίζει τα τελευταία χρόνια, αν και παραμένει αμφιλεγόμενο.
https://www.youtube.com/watch?v=Lzy9PKtpbdI
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έχεις πει στον εαυτό σου μέχρι σήμερα; Γιατί να το κάνω αυτό; Δεν βλέπω πως ένα ψέμα μπορεί να βοηθήσει τον οποιοδήποτε, και σίγουρα δε νομίζω να το κάνουν αυτό τα μεγάλα ψέματα, όπως είναι οι θρησκείες. Είμαι ένας σχετικά χαρούμενος άθεος, και νομίζω ότι ο χριστιανισμός είναι απλά μια μεγάλη τρέλα. Ποιος θα ήθελε να πιστεύουν τα παιδιά του στην Κόλαση;
Και κάτι με ελληνικό ενδιαφέρον για το τέλος: θα μου πεις τη γνώμη σου για αυτή τη διασκευή στο “All My Little Words”; Λυπάμαι, αλλά δεν σχολιάζω σχεδόν ποτέ τις εκδοχές άλλων πάνω στα δικά μου τραγούδια. Κι αν δεν μου αρέσει, τι θα πρέπει να πω; Πρέπει όμως να ομολογήσω το εξής: στην Αργεντινή έχουμε μια tribute band, ονόματι Alvy, Nacho y Rubin, ή αν προτιμάς Los Campos Magneticos. Είναι τόσο καλύτεροι από εμάς, που ντρέπομαι!
https://www.youtube.com/watch?v=bIOVaQs6QmA