«Ήμουν καταδικασμένος από παιδί», μού λέει. «Η μητέρα μου ήταν φανατική θαυμάστρια των ταινιών τρόμου, κι όταν λέμε ταινίες τρόμου, δεν εννοούμε αυτό που βλέπουμε σήμερα, αλλά για βαρβάτα πράγματα: η μάνα μου έβλεπε Dario Argento, έβλεπε Lucio Fulci, με έτρεχε να βλέπουμε τα Παρασκευή και 13 και τις Νύχτες με τις Μάσκες, και ήμουν πολύ μικρός σε ηλικία, οπότε κατά κάποιο τρόπο μπήκε μου μέσα ένας διάολος, που δεν έφυγε ποτέ». Ο Λουκάς Κατσίκας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα από τα παραδείγματα του πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί για κάποιους ανθρώπους η ελληνική επαρχία.
«Απ’ την άλλη, είχα τον πατέρα μου», συνεχίζει, «που ήταν πάντα δεκτικός να με πάρει απ’ το χέρι να πάμε να δούμε μια ταινία, ή έκανε τα στραβά μάτια όταν μπορεί να είχα σχολείο το πρωί, αλλά καθόμουν και ξενυχτούσα μπροστά στην τηλεόραση με την Κινηματογραφική Βραδιά του Μπακογιανόπουλου, επειδή είχε την τάδε ταινία». Θα μου πεις, πόσο επαρχία μπορεί να θεωρηθεί η Λιβαδειά των 30.000 κατοίκων, όμως να, ακόμη κι εκεί, πολλά πράγματα που στην Αθήνα απέχουν δυο τρεις-στάσεις του μετρό, στις Λιβαδειές αυτής της χώρας δεν είναι καθόλου δεδομένα.
«Είχα τη χαρά να πάρω στα χέρια μου το τεύχος μηδέν του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ», θυμάται, «του οποίου μου είχαν δώσει το πιλοτικό τεύχος στον κινηματογράφο Ιντεάλ: Είχα κατέβει απ’ την επαρχία να δω πρώτη προβολή την Άβυσσο, του James Cameron, κι εκεί, στο διάλειμμα, ήταν ένας τύπος που το μοίραζε. Το είχα πάρει, και μάλιστα την επόμενη μέρα πήγα και στην αβάν πρεμιέρ του, το Σεξ Ψέματα και Βιντεοταινίες. Εντάξει, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι θα συγκλονιστεί το σύμπαν (μου), κι ούτε φανταζόμουν ότι το 2016 θα φτάσω εγώ να είμαι ο διευθυντής αυτού του περιοδικού που τότε διάβαζα με ευλάβεια, και του οποίου τους ανθρώπους θαύμαζα εξ αποστάσεως». Η απόσταση του «εξ αποστάσεως» που αναφέρει, είναι κι η απόσταση που μπορεί να βάλει η ελληνική επαρχία ανάμεσα σ’ έναν άνθρωπο και τη φαντασία του.
Τότε, ο Λουκάς Κατσίκας ήταν πιτσιρικάκι στα σχολεία της Λιβαδειάς, και το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, οι Νύχτες Πρεμιέρας και όλα όσα έμελλε να γεννηθούν μαζί τους, ήταν ακόμη άγραφες σελίδες στα βιβλία της ζωής του Γιώργου Τζιώτζιου, του Μπάμπη Ακτσόγλου, του Γιάννη Δεληολάνη και των λοιπών οραματιστών της παρέας που θα άλλαζε τον τρόπο που οι Έλληνες έβλεπαν και σκέφτονταν το σινεμά. Δυο δεκαετίες μετά, με μερικούς τόνους μελανιού πίσω του, μερικούς τόνους εμπειρίας στην πλάτη του, και μερικούς τόνους γκρίζου στα μαλλιά, ο Λουκάς Κατσίκας ανακηρύσσεται νέος καλλιτεχνικός διευθυντής των Νυχτών Πρεμιέρας και του Athens Open Air Film Festival, και νέος διευθυντής του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ. Κάτι που, για αρκετούς από εμάς, φάνηκε ως μια φυσική εξέλιξη μιας στιβαρής και σταθερής πορείας, μια φυσιολογική αλληλουχία δεδομένων. Πόσο δεδομένα είναι αυτά τα πράγματα στις Λιβαδειές αυτής της χώρας;
«Θα σου πω κάτι που κανονικά δεν θα έπρεπε, αλλά όταν ανακοινώθηκε το όνομά μου, και για τις πρώτες 2-3 μέρες όπου δεχόμουν βροχή από συγχαρητήρια μηνύματα και τηλεφωνήματα και λοιπά, και μάλιστα από ανθρώπους που δεν φανταζόμουν ότι θα ξανάκουγα, έπαθα μια μίνι κρίση πανικού», παραδέχεται ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του σημαντικότερου κινηματογραφικού θεσμού της Αθήνας, και βλέπεις ότι σαν ακόμα να προσπαθεί να αδράξει όλα τα πράγματα που συνεπάγεται αυτή η εξέλιξη. «Γενικά είμαι άνθρωπος διακριτικός», συνεχίζει, «κι αυτή η μετάθεση, εντελώς απότομα να τυγχάνω προσοχής της οποίας ουδέποτε έτυχα και την οποία ουδέποτε επεδίωξα, μου δημιουργεί τρομερή αμηχανία. Ξέρεις, έχω αυτήν την τάση, όταν άνθρωποι είναι ευγενικοί μαζί μου, να νιώθω την ανάγκη να τους το ανταποδώσω εις διπλούν – ίσως είναι απ’ αυτά τα κατάλοιπα που κουβαλάμε απ’ την οικογένεια που μάς μεγάλωσε. Οπότε νιώθω και μια τρομερή αίσθηση ευθύνης, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάτι περιμένουν από ‘μένα τώρα, και οφείλω να τους το δώσω. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, κι είναι κι η πρώτη τετ-α-τετ συνέντευξη που δίνω, είμαι λίγο φρικαρισμένος, αισθάνομαι ότι είμαι σ’ ένα παράλληλο σύμπαν το οποίο παρακολουθούσα εξ αποστάσεως, και ξαφνικά ξύπνησα στο κέντρο του».
«Περιοδικό και φεστιβάλ τα αισθάνομαι σαν ένα σπίτι που θεμελίωσε ο Γιώργος Τζιώτζιος το 1989 με το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ κι ύστερα με τις Νύχτες Πρεμιέρας το 1995. Tώρα πέφτει σ’ έμενα να κρατήσω το σπίτι, να το αερίσω, να συμβάλω στη συντήρησή του, κι όσο μπορούμε να το ανανεώσουμε, να το βάψουμε, τέτοια πράγματα. Να το αερίσουμε βασικά»
Δεν είναι όμως και καινούριος σ’ αυτό το σύμπαν: ο Λουκάς Κατσίκας ανδρώθηκε ως κριτικός και κινηματογραφικός συντάκτης ακριβώς μεσ’ στην καρδιά της παρέας που έστησε και θέριεψε τη σημαντικότερη κινηματογραφική οντότητα της πόλης. «Το καλό της υπόθεσης, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι ότι δεν είχα την τελική ευθύνη», λέει συγκρατημένα. «Εγώ είχα πάντα έναν συμβουλευτικό ρόλο και αυτό ήταν όλο. Έβλεπα πολλές ταινίες, πρότεινα, επέμενα για την τελική επιλογή κάποιων απ’ αυτές, διαφωνούσα και μάλωνα για κάποιες άλλες, δρομολογούσα κάποια αφιερώματα, δεν είχα όμως ποτέ τον τελικό λόγο, και τώρα που τον έχω είναι αρκετά μεγάλη ευθύνη. Αφ’ ενός κουβαλάω στις πλάτες μου τη γνώμη και τις επιθυμίες όλων των συνεργατών μου, αφ’ ετέρου έχω στο νου μου κι αυτό που θέλει ο κόσμος απ’ το φεστιβάλ, και σε όλα αυτά πρέπει να δώσω σάρκα και οστά».
«Περιοδικό και φεστιβάλ τα αισθάνομαι σαν ένα σπίτι» συνεχίζει. «Είναι ένα σπίτι που θεμελίωσε ο Γιώργος Τζιώτζιος το 1989 με το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ κι ύστερα με τις Νύχτες Πρεμιέρας το 1995, και ξέρεις, μέσα στο πέρασμα των δεκαετιών, το σπίτι χρειάζεται κάποιες μικροεπισκευές, ενίοτε χρειάζεται να αλλάζει διακόσμηση, κάποιες άλλες φορές να μετακινούμε λίγο τα έπιπλα, άλλες να καλωσορίζουμε καινούριους ενοίκους… Aισθάνομαι τον Γιώργο, που είναι και ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού, ο άνθρωπος που το έχτισε, ο θεμελιωτής, τον νιώθω πανταχού παρών, σαν απλώς να λείπει σε ταξίδι για δουλειές, όπως έλεγε ο Κουστουρίτσα: ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές. Οπότε τώρα πέφτει σ’ έμενα να κρατήσω το σπίτι, να το αερίσω, να συμβάλω στη συντήρησή του, κι όσο μπορούμε να το ανανεώσουμε, να το βάψουμε, τέτοια πράγματα. Να το αερίσουμε βασικά».
Κι εδώ ερχόμαστε υποθέτω σ’ αυτό που αναρωτιούνται οι περισσότεροι απ’ τους φανατικούς των Νυχτών Πρεμιέρας, αυτά τα μιλιούνια μανιακών που σχηματίζουν ουρές έξω απ’ τις αίθουσες του φεστιβάλ κάθε Σεπτέμβρη: ποιος είναι αυτός ο αέρας που θα φέρει ο Λουκάς Κατσίκας στο φεστιβάλ; «Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι, αντίθετα με τους προκατόχους μου, οι οποίοι είχαν μια πιο μαξιμαλιστική αντίληψη περί του φεστιβάλ, εγώ είμαι μινιμαλιστής» λέει με σιγουριά. «Θέλω να μειώσω ποσοτικά το φεστιβάλ, ούτως ώστε να το αυξήσω ποιοτικά. Θέλω να δημιουργήσω τις συνθήκες ώστε το κοινό μας να δυσφορεί απ’ το ότι δεν θα ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει. Προσπαθούμε πάρα πολύ φέτος στις επιλογές μας να ανεβάσουμε τον ποιοτικό πήχη, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κατέβει ο ποσοτικός. Ξέρω ότι είχαμε συνηθίσει αλλιώς, λόγου χάρη πέρσι το φεστιβάλ εξερράγη αριθμητικά, κι έφτασε σε ύψη τα οποία θα προτιμήσω να μην επαναλάβω φέτος».
Βέβαια, ένα απ’ τα πράγματα που οδήγησαν σ’ αυτήν την ποσοτική έκρηξη, ήταν η εμφανής προσπάθεια των Νυχτών αν όχι να ανταγωνιστούν ευθέως το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σίγουρα να σταθούν απέναντι και να μετρηθούν μαζί του. Η αρχή είχε γίνει με το σκληρό κορτάρισμα στις ελληνικές ταινίες, επ’ αφορμής του μποϋκοτάζ των Ελλήνων στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 2009-2010, έχει όμως τρομερό ενδιαφέρον το πώς θα εξελιχθεί αυτή η δυναμική τώρα, που ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής των Νυχτών Πρεμιέρας, είναι ο νυν του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
«Κατ’ αρχάς δεν θεωρώ ότι υπάρχει κανενός είδους ανταγωνισμός μεταξύ των δυο φεστιβάλ» σημειώνει ο Κατσίκας. «Ένας βασικός λόγος, πέρα απ’ οτιδήποτε τυπικό, είναι ότι άνθρωποι που δουλεύουν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχουν προηγουμένως δουλέψει στης Αθήνας, και το ανάποδο. Υπάρχει λοιπόν μια αλληλοκατανόηση, ένα δίκτυο φίλων και αγαπητών γνωρίμων από τα παλιά οι οποίοι απλώς τυχαίνει να δουλεύουν πλέον σε διαφορετικά φεστιβάλ, κι επιπλέον υπάρχει μια ευγενής άμιλλα ελπίζω, και μια αίσθηση ότι δυο είναι τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ στην Ελλάδα, καλό είναι να συνεργάζονται. Το ζητούμενο είναι να έρθουν οι καλύτερες ταινίες απ’ το εξωτερικό στην Ελλάδα και παράλληλα να συστήσουμε την καλύτερη δυνατή σοδειά της ελληνικής παραγωγής, χωρίς όμως να βρισκόμαστε στα τηλέφωνα να ανταγωνιζόμαστε και να ερχόμαστε σε δύσκολη θέση».
Δεν ξέρω αν το Φεστιβάλ Βενετίας και το Φεστιβάλ Ρώμης για παράδειγμα, είχαν ποτέ αντίστοιχη θεώρηση των πραγμάτων, και μπορεί να είναι αισιόδοξος ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής των Νυχτών Πρεμιέρας, όμως δεν είναι και αφελής: «απ’ την άλλη, υπάρχει ένα φίλαθλο πνεύμα στα φεστιβάλ, κι όταν πωρώνεσαι για μια ταινία, που μάλιστα θεωρείς ότι έχει το στίγμα του δικού σου φεστιβάλ περισσότερο, ε τότε διεκδικείς. Κι εγώ αυτές τις ταινίες θα τις διεκδικήσω. Θα τις διεκδικήσω όμως ως φίλος, που είναι το πρώτο συνθετικό του φίλαθλου, και δεν σκοπεύω να μπω σε καμία λογική ανταγωνισμού, γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει: εκτιμώ τρομερά το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, φαντάζομαι ότι υπάρχει αντίστοιχη εκτίμηση και από την άλλη πλευρά, και σε κάθε περίπτωση υπάρχει χώρος και για τους δυο μας».
Ένα απ’ τα πράγματα για τα οποία νιώθει περήφανος ο Κατσίκας, σ’ αυτόν τον μικρό χρόνο που βρίσκεται στη νέα του θέση, είναι η ανασύσταση μέρους της παλιάς ομάδας του φεστιβάλ. «Έχω μια πάρα πολύ σπουδαία ομάδα» σημειώνει, «κι ειδικά φέτος, που η ομάδα απαρτίζεται από ανθρώπους που ήταν παλιοί συνεργάτες τους οποίους έχω καταφέρει να επιστρέψουν, νιώθω απίστευτη χαρά. Αυτό είναι το σημαντικό του πράγματος: τα φεστιβάλ πάντα ήταν μια παρεΐστικη υπόθεση, υπόθεση μιας ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι έρχονται να δουλέψουν υπό αρκετά δύσκολες συνθήκες, στην καλύτερη περίοδο του χρόνου, που κανονικά θα έπρεπε να ξεκουράζονται σε μια παραλία ή να αράζουν κάτω από μια κληματαριά. Τρώνε λοιπόν το καλοκαίρι τους, πληρώνονται πολύ λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε, και κάνουν πάρα πολλά πράγματα σε πολύ στενά χρονικά πλαίσια. Είναι όμως μια υπόθεση πάθους. Τους βλέπεις ότι έρχονται κάθε πρωί στο γραφείο και παίρνουν φωτιά: με τις ταινίες που είδαν και θέλουν να συζητήσουν, με τις ταινίες που μένει να ανακαλύψουν, με τις εκκρεμότητες που πρέπει να τακτοποιηθούν, με τις προτάσεις που πέφτουν στο τραπέζι και πρέπει να τις επεξεργαστούμε, όλο αυτό έχει φτιάξει μια ομάδα ατόμων που τους βλέπεις, καίγονται. Και εντάξει, το να καίγεσαι καλοκαιριάτικα δεν είναι το καλύτερο πράγμα, αλλά οι άνθρωποι που μέσα τους καίγονται, μάς αρέσουν».
«Θέλω να δημιουργήσω τις συνθήκες ώστε το κοινό μας να δυσφορεί απ’ το ότι δεν θα ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει. Προσπαθούμε πάρα πολύ φέτος στις επιλογές μας να ανεβάσουμε τον ποιοτικό πήχη, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κατέβει ο ποσοτικός. Ξέρω ότι είχαμε συνηθίσει αλλιώς, λόγου χάρη πέρσι το φεστιβάλ εξερράγη αριθμητικά, κι έφτασε σε ύψη τα οποία θα προτιμήσω να μην επαναλάβω φέτος»
Η σπουδαία ομάδα είναι βέβαια σπουδαία υπόθεση, όμως ας μην γελιόμαστε: σχεδόν μια δεκαετία τώρα ήταν στο τιμόνι των Νυχτών Πρεμιέρας ο προηγούμενός τους καλλιτεχνικός διευθυντής, κι αν με κάτι ταύτισε το όνομά του το φεστιβάλ, αυτό ήταν ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. Αυτό δεν είναι ένα εύκολο κοστούμι να γεμίσεις… «Κοίτα, πέρα από την άριστη πορεία του στο φεστιβάλ, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης έχει το προτέρημα να είναι ένας άνθρωπος με εξαιρετική ευχέρεια διαχείρισης της δημόσιας εικόνας του. Είναι ένας άνθρωπος που, από όλους τους προηγούμενους δ/ντες του φεστιβάλ, είχε μια πολύ πιο αβανταδόρικη εικόνα, γιατί είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει να βρίσκεται παντού, να μιλάει, να ακούει, να ρουφάει απόψεις: ξέρει να δανείζεται γνώμες και να τις αξιοποιεί, είναι ανήσυχος, και επίσης είναι ένας οραματιστής. Πέρα από τις όποιες θεμιτές διαφωνίες που μπορεί να είχαμε κατά καιρούς, του αναγνωρίζω ότι είχε ένα όραμα και μια τρέλα να το κυνηγήσει, και να το κάνει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που αρχικά μας περιέγραφε. Υπάρχουν όμως δύο διαφορετικές πτυχές του τι σημαίνει καλλιτεχνικός διευθυντής των Νυχτών».
Πριν τον Ορέστη Ανδρεαδάκη φυσικά, καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο νυν επικεφαλής κριτικός του Αθηνοράματος, Χρήστος Μήτσης, «ένας πολύ πιο διακριτικός άνθρωπος, που του άρεσε να κρατιέται πίσω απ’ το προσκήνιο και να παρατηρεί ψύχραιμα τα πράγματα», όπως σημειώνει ο Λουκάς Κατσίκας. Κι ακόμη πιο πριν, ο ιδρυτής του φεστιβάλ, Γιώργος Τζιώτζιος, «που ήταν βεβαίως εκ φύσεως ο υπ’ αριθμόν ένα οραματιστής που είχαμε ποτέ, και ένας τρομερά ρομαντικός άνθρωπος, ο οποίος σε έβαζε ηδονικό συνένοχο και συμπρωταγωνιστή στα όνειρά του, την ίδια ώρα που σε ενέπνεε, σε προστάτευε και σου δίδασκε ό,τι κάνεις να το κάνεις πρώτα απ’ όλα με αγάπη», συμπληρώνει ο νέος διάδοχός του. «Εγώ ανήκω στην πρώτη χρονολογικά πτυχή: ήμουν ένας πάντα διακριτικός και αρκετά σεμνός, μη σου πω και ντροπαλός άνθρωπος. Για πολλά χρόνια επέμενα οι άνθρωποι που υποθέτω ότι με διάβαζαν ως κριτικό, να μην με γνωρίζουν και φυσιογνωμικά. Δεν με πείραζε, κι αυτό γιατί έτσι λειτουργούσα κι ως αναγνώστης: ήθελα να χτίζω στο μυαλό μου μόνος μου την εικόνα του ανθρώπου τον οποίο διάβαζα, και γι’ αυτό άλλωστε πάντα απείχα κι από τα είδωλά μου».
Κοιτάζω την ηχογράφηση στο κινητό, έχει περάσει κοντά μια ώρα, και μια φορά τις λέξεις «καλλιτεχνικός διευθυντής» δεν τις έχει προφέρει για τον εαυτό του. Γελάει. «Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους τίτλους», παραδέχεται, και «ακόμη κι όταν απέκτησα τον τίτλο του κριτικού κινηματογράφου, ποτέ δεν μπόρεσα να τον διαχειριστώ – ακόμη και τώρα, όταν με ρωτάει κάποιος “τι είσαι;” κομπιάζω, “γράψε δημοσιογράφος” λέω. Ε το ίδιο συμβαίνει τώρα και μ’ αυτό. Τις φορές που έχει χρειαστεί να υπογράψω ένα έγγραφο, ή βλέπω κάπου το όνομά μου με την ιδιότητα του διευθυντή, βρίσκομαι προ εκπλήξεως. Το βλέπω και νιώθω σα να έχει γίνει τυπογραφικό λάθος!».
Άρα είναι μάλλον ασφαλές να υποθέσει κανείς πως το να γεμίσει το πρόγραμμα των Νυχτών θα είναι το μικρότερο απ’ τα προβλήματά του, ή τουλάχιστον μικρότερο σίγουρα από εκείνη τη στιγμή που θα χρειαστεί να βρεθεί απέναντι απ’ τους προβολείς και τη γεμάτη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, και να καλωσορίσει μερικές εκατοντάδες κόσμου στο 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. «Δεν έχω τεστάρει τον εαυτό μου ως “δημόσιο πρόσωπο”», λέει, κι απλώνει εισαγωγικά με τα δάχτυλά του στον αέρα, «Αυτό υποθέτω είναι κάτι που ίσως θα πρέπει να δουλέψω, γιατί οι Νύχτες Πρεμιέρας δεν είναι μόνο το πίσω, είναι και το μπροστά. Είναι μια λαμπερή και φωτεινή βιτρίνα που πρέπει να φροντίζεται με τον ίδιο τρόπο που φροντίζουμε κι όλα αυτά που βρίσκονται πίσω της. Δεν έχω πάντως κανέναν φόβο, κι αυτό ακριβώς επειδή -το τελευταίο διάστημα κυρίως- έχω προσπαθήσει πολύ να δημιουργήσω μια συνθήκη παρέας πάλι στο φεστιβάλ. Μια ομάδα που να είμαστε μαζί και στις Νύχτες, αλλά και στο Open Air. Μάλιστα, θέλω φέτος στο Open Air, σε κάθε μια απ’ τις προβολές, να ανεβαίνω στη σκηνή και να παρουσιάζω έναν προς έναν τους συνεργάτες μου. Οι οποίοι, αν θέλουν και δεν έχουν επίσης stage fright (όπως έχω κι εγώ, κι ας το κρύβω επιμελώς), να λένε και δυο λόγια για την ταινία. Παράλληλα με τη συνδρομή άλλων ανθρώπων που θα έχω, αγαπημένων φίλων και έγκριτων Ελλήνων κριτικών, που θα προσκαλέσω να έρθουν να παρουσιάσουν μια απ’ τις ταινίες που αγαπούν».
Εκτός από το άνοιγμα στους κριτικούς πάντως, το Athens Open Air Film Festival θα κάνει φέτος και άνοιγμα στο κοινό: όπως θα ανακοινωθεί σύντομα, μέσα από συνεργασία του φεστιβάλ με το περιοδικό Αθηνόραμα, το κοινό θα μπορέσει να επιλέξει από ένα shortlist ελληνικών ταινιών που διατρέχουν την τελευταία 40ετία, και ο τίτλος που θα μαζέψει τις περισσότερες ψήφους, θα προβληθεί ως ταινία λήξης του φετινού AOAFF. Ένα απ’ τα ζητούμενα του Open Air, είναι άλλωστε και «η αίσθηση συμμετοχής σε όλην αυτήν την εμπειρία, που είναι λίγο σαν να επισκέπτεσαι τα παιδικά σου χρόνια», σημειώνει κι ο Κατσίκας. Σαν να έρχονται τα παιδικά σου χρόνια και να σε επισκέπτονται αυτά στη γειτονιά σου, θα έλεγα εγώ, και τον ρωτάω αν θυμάται κάποιες στιγμές όπου να ένιωσε ακριβώς όλα αυτά που συμβολίζει το Open Air, να αποκρυσταλλώνονται μπροστά του. «Το νιώθω σε κάθε προβολή», μού λέει, «υπάρχει μια τρομερή αγάπη του κόσμου για την όλη εκδήλωση, και με συγκινεί τρομερά να βλέπω παρέες που έρχονται με τα στασίδια τους ή κάθονται στο πάτωμα, για να συμμετάσχουν σε μια προβολή», και τον σπρώχνω να προχωρήσουμε πιο πέρα απ’ το κλισέ.
«Εντάξει, οι προβολές με τις οποίες τρίβω τα χέρια μου με τρομερή ευχαρίστηση είναι των ταινιών που θέλω κι εγώ πάρα πολύ να (ξανα)δώ», παραδέχεται, «όπως θα είναι η προβολή του The Innocents για παράδειγμα φέτος, ή το The Thing του John Carpenter, γιατί όπως διαπιστώνεις ακόμα κουβαλάω τα κατάλοιπα που μου άφησε η λατρεία της μητέρας μου για τις ταινίες τρόμου. Η καλύτερη προβολή όμως, ή μία που ξεχωρίζω τουλάχιστον, ήταν η περσινή στον Λυκαβητό με τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου: ήταν κάτι το αδιανόητο. Η σκέψη μας ήταν να γίνει η προβολή στο λόφο του Λυκαβηττού, έξω απ’ το θέατρο, με θέα την πόλη κάτω, αλλά γιατί; γιατί –και δεν ξέρω πόσοι το γνωρίζουν αυτό- οι μαέστροι των εφέ της ταινίας, όταν έφτιαξαν το σκάφος που κάποια στιγμή κατεβαίνει από τον ουρανό, το έφτιαξαν αντιστρέφοντας τη εικόνα του νυχτερινού Λος Άντζελες από ψηλά. Αυτό που ήθελα λοιπόν, ήταν αυτή η ανεστραμμένη θέα του Λος Άντζελες να ευθυγραμμιστεί με την αντίστοιχη νυχτερινή θέα της Αθήνας, κι όταν έγινε αυτό δημιουργήθηκε κάτι το μαγικό. Νομίζω ότι αυτή είναι μια προβολή που κλείνει μέσα της και το νόημα του τι είναι το Open Air: το πώς, όταν κατεβάζεις το σινεμά στους δρόμους, η πόλη και το σινεμά δημιουργούν μια μαγική χημεία και το ένα μεταμορφώνει το άλλο. Και ενίοτε συγκλίνουν, όπως έγινε μ’ αυτήν την προβολή της ταινίας του Σπίλμπεργκ».
«Υπάρχει μια σκέψη», σημειώνει, όταν τον ρωτάω για τα μελλοντικά σχέδια του Open Air, «η οποία είναι ακόμη σε πολύ αρχικά στάδια και κανονικά δεν θα έπρεπε να σου το πω, όμως σκεφτόμαστε το Φεστιβάλ Θερινού Κινηματογράφου της Αθήνας να επεκτείνει τις δραστηριότητές του στα ελληνικά νησιά: ίσως γίνει και φέτος, αλλά λόγω της πίεσης του χρόνου δεν ξέρω σε τι βαθμό και γι’ αυτό δεν έχουμε κάνει σχετικές ανακοινώσεις. Πάντως μέσα στο καλοκαίρι θα προστεθούν μία ή δύο προβολές του φεστιβάλ σε κάποιο νησί, και σύντομα ελπίζω το Open Air να επισκεφτεί ακόμη περισσότερα, κι όχι νησιά που έχουν δεδομένη τουριστική απήχηση, αλλά νησιά που δεν έχουν την ευχέρεια να βλέπουν ταινίες κάτω από έναστρους νυχτερινούς ουρανούς, δεν έχουν έναν θερινό κινηματογράφο». Κάπως έτσι το Open Air θα γεμίσει όσα κενά έχει αφήσει, με τις δυσκολίες της έκδοσής του, το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, «ένα περιοδικό που σκοπό έχει να το διαβάσει ένας νεαρότερος ή λιγότερο νεαρός αναγνώστης, και αυτό να τον ωθήσει προς κάποια κατεύθυνση: μια ταινία, έναν σκηνοθέτη, μια κινηματογραφία; Ίσως ακόμη και μια καριέρα», σημειώνει ο Λουκάς.
«Θεωρώ πολύ σημαντικό που υπάρχει ακόμη αυτό το περιοδικό», προσθέτει με πάθος, «και θα μπορούσα να πω πολλές πομπώδεις βλακείες για τον όμιλο στον οποίο ανήκει και τη γυναίκα που μας υπερασπίζεται τόσα χρόνια, τη Μαρία Μπόμπολα, όμως -και το εννοώ από καρδιάς αυτό, γιατί σιχαίνομαι τις κολακείες- είναι τεράστια η αγάπη της γυναίκας αυτής και για το περιοδικό, και για το φεστιβάλ, και για το σινεμά το ίδιο, ώστε να κάθεται να το προστατεύει σε καιρούς χαλεπούς, κανιβαλιστικούς και άκρως σαρκοφάγους. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που ξεκίνησε τότε με τον Γιώργο Τζιώτζιο, και εξακολουθεί να υπερασπίζεται τις ίδιες σταθερές και αξίες, των οποίων την προστασία θεωρεί ακόμη πιο επιτακτική τώρα, ακριβώς λόγω των καιρών στους οποίους ζούμε. Και χαίρομαι απίστευτα που υπάρχει τόσο το περιοδικό, όσο και το φεστιβάλ, γιατί πρωτίστως είμαι αναγνώστης του περιοδικού και θεατής του φεστιβάλ, και πάντα θα είμαι. Θα έχω πάντα το σεβασμό που είχα για τους ανθρώπους που το δημιούργησαν».
«Σκέφτομαι ας πούμε τώρα το πρώτο editorial που θα χρειαστεί να γράψω σε λίγες μέρες για το περιοδικό», λέει, και σαν ο τόνος της φωνής του να κάνει μια βουτιά. «Θέλω να είναι για τον Γιώργο, γιατί δεν μπορεί να είναι για κάτι άλλο. Τον αισθάνομαι πολύ έντονα ως παρουσία πάντα, παρ’ όλο που έχει φύγει εδώ και κάποια χρόνια, και σε κάθε γωνία των Νυχτών και του περιοδικού, τον βλέπω εκεί. Πάντοτε, οτιδήποτε γράψουμε, οποιαδήποτε σελίδα σχεδιάσουμε, αυτό σκέφτομαι: “θα του αρέσει του Γιώργου αυτό; Το ελπίζω”. Είμαι σίγουρος ότι, εκεί πάνω που βρίσκεται, παίρνει συνδρομή το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, και διαρκείας για τις Νύχτες Πρεμιέρας».