Μελοδραματική μουσική συνοδεύει το fade in της κάμερας, επικεντρωμένης στον πισινό ενός κοριτσιού. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ροζ ημιδιάφανο εσώρουχο, μπλε πουλόβερ. Τίτλοι εμφανίζονται πάνω απ’ την εικόνα, καθώς βολεύει τα πόδια της νωχελικά. Κάτω απ’ το κορμί της, παράλληλα με τη γραμμή της πλάτης της…
Ο τίτλος της ταινίας της Σοφία Κόπολα, έμοιαζε να πηγαίνει γυρεύοντας για τα εξυπνακίστικα αστειάκια που συνόδευαν τα χαζόγελα μετά τις προβολές της, απ’ αυτούς που βιάζονταν να απορρίψουν τη σκηνοθέτιδα ως κόρη του πατέρα της, που πήγε εκεί πέρα ένα ταξίδι στο Τόκιο, έστησε κάτι που τελικά δεν ήταν η καινούρια κωμωδία του Μπιλ Μάρεϊ, κι άφησε όλους εμάς τους εξαπατημένους, χαμένους στη μετάφραση. Έλα, το ’χες ακούσει κι εσύ, και μπορεί να το είπες κιόλας μετά. Το ξέρεις όμως, δεν ήταν έτσι.
Η ταινία της Κόπολα, που έκανε σαν χθες το ευρύ της άνοιγμα στην Αμερική (μετά τα φεστιβαλικά αποκαλυπτήρια σε Τελιουράιντ, Βενετία και Τορόντο στα τέλη Αυγούστου του 2003, το οσκαρικό της άνοιγμα στο Λος Άντζελες στις 12 Σεπτέμβρη και το ελληνικό της στις Νύχτες Πρεμιέρας στις 18, για να τα θυμόμαστε κι αυτά), δέκα χρόνια μετά, έχει μια ιδιαίτερη απήχηση σ’ αυτήν την ταλαίπωρη δικιά μας γενιάς.
Η ταινία της, δεν είναι ένας τουριστικός οδηγός στο Τόκιο, δεν είναι ένας κωμικός αυτοσαρκασμός του Μάρεϊ, δεν είναι οι περιπέτειες μιας πλούσιας λευκής ξανθιάς στο διάστημα, δεν είναι καν η σκανδαλιστική κινηματογραφική βερσιόν του “συνδρόμου της Ηλέκτρας”, που θα μπορούσαν να διαβάσουν πολλοί στη σχέση ανάμεσα στην χυμώδη πιτσιρίκα με τον άπλετο ελεύθερο χρόνο, στα πλαίσια του οποίου συναντά τον βαριεστημένο ηθοποιό που εξαργυρώνει μάρκες υστεροφημίας στην άλλη άκρη του πλανήτη.
Η Σοφία, είναι όντως κόρη του πατέρα της. Αποδείχθηκε σε όλη την φιλμογραφία της, εμποτισμένη όπως είναι, απ’ αυτό το κάπως αποπνικτικό, κάπως υπνωτιστικό, λίγο αγριευτικό κι αποχαυνωτικό ταυτόχρονα συναίσθημα, του ανθρώπου που μεγάλωσε έχοντας σαφέστατη την κατεύθυνση για το πόσα πράγματα μπορεί να κάνει στη ζωή του, αλλά δεν έβρισκε περιθώριο να αποκτήσει την παραμικρή ιδέα για το ποια είναι αυτή. Η ζωή του.
Το Χαμένοι στη Μετάφραση (2003), είναι η προσπάθεια συναισθηματικής ενηλικίωσης μιας γενιάς ανθρώπων που μεγάλωσαν ως παιδιά των γονιών τους. Ως τα παιδιά των ανθρώπων της χούντας και της μεταπολίτευσης, για παράδειγμα, των εφήβων που πήραν σα κληρονομιά την περηφάνια των πατεράδων τους για την ελευθερία και τη σταθερότητα που τους δώρισαν, πέρασαν την εφηβεία τους στην κορύφωση της φούσκας του οικονομικού θαύματος, μπήκαν σε μια (όποια βρεθεί εύκαιρη) σχολή στη μέση του εθνικού πάρτυ μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, γινήκαν επιστήμονες, κι ύστερα έψαχναν τι να κάνουν το πτυχίο. Έψαχναν ποια κορυφή να κατακτήσουν, ποιο τείχος να γκρεμίσουν και ποια κάγκελα να προασπίσουν, ώστε από αγόρια να γίνουν άντρες. Κι από κορίτσια να γίνουν γυναίκες.
Το Χαμένοι στη Μετάφραση, είναι η προσπάθεια συναισθηματικής ενηλικίωσης μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων.
Η εικόνα της Σκάρλετ Γιοχάνσον στην πρώτη σκηνή της ταινίας της Κόπολα, απεικονίζει με αφοπλιστική απλότητα το διχασμό που ένιωθες εκείνη ακριβώς τη στιγμή: η γυναίκα με τον αισθησιασμό του ημιδιάφανου εσωρούχου, φυλακισμένη στο ροζ χρώμα του κοριτσίστικου ρομαντισμού. Οι καμπύλες της θηλυκότητας, ξαπλωμένες στην αβέβαιη νωχελικότητα, σκεπασμένες με την ασφάλεια ενός μπλε πουλόβερ, το στρίφωμα απ’ το λευκό φανελάκι να κρύβεται σαν τελευταίο καταφύγιο απ’ την ντροπή της γυμνής σάρκας.
Εμπνευσμένη αισθητικά απ’ τη δουλειά του Τζον Κασέρε, αλλά απεκδυμένη απ’ την αισθησιακότητα των έργων του Αμερικανού φωτορεαλιστή ζωγράφου (που άφησε πίσω του δεκάδες έργων με το ίδιο pattern), η Κόπολα χρειάστηκε να προβάρει η ίδια την σκηνή (κομπλέ, με το κιλοτάκι) μπροστά στην Γιοχάνσον, για να την πείσει για την καθαρότητα και την αναγκαιότητά της. Και δεν ήταν καν γραμμένη εξαρχής για να γίνει η πρώτη εικόνα της ταινίας.
Η συναισθηματική πορεία των ηρώων, όμως, το κενό που καλύπτει ο καθένας για τον άλλον, αυτό το αντίδοτο που ψάχνουν κι οι δύο, ο καθένας για την δική του εκδοχή του arrested development στο οποίο είναι χαμένοι, η υπόλοιπη ταινία δηλαδή, είναι που δίνει νόημα σ’ αυτήν ακριβώς την πρώτη εικόνα. Κι ύστερα, αυτή από μόνη της αρκεί, για να σου απεικονίσει όλη την υπόλοιπη ταινία. Ή, τέλος πάντων, να σου δείξει απλώς, σε φουλ ανφάς τον κώλο της Γιοχάνσον. Που κι αυτό, δεν είν’ κακό, δεν είν’ καθόλου κακό…