Αν μετρούσαμε τον χρόνο της πανδημίας σε κολεξιόν, θα υπέθετα πως είμαστε στην τέταρτη ή στην πέμπτη, χωρίς όμως να είμαι πραγματικά σίγουρη. Για να βεβαιωθώ μπορώ να ανοίξω την ντουλάπα μου, να μετρήσω καλοκαίρια σε φορέματα και χειμώνες σε μάλλινα παλτά και μεταξωτά μαντήλια. Μπορώ να τα φορέσω όλα μαζί και να φτιάξω μια εποχή όπου οι γυναίκες αφήνουν πάνω της το χνάρι της ενδυνάμωσης, εκείνο που δειλά αλλά σταθερά τους χαρίζει σιγουριά στον τρόπο που βαδίζουν και που τις κάνει παρούσες και μοναδικές πρωταγωνίστριες της ζωής τους.
Συναντήθηκα με τη Μαριλού Κατσώνη, την Τόνια Μητρούδη και την Κλέλια Άνδραλη, για να μιλήσουμε γι’ αυτή την εποχή, να της δώσουμε χρώμα και μυρωδιά, να φυσήξουμε μέσα της τις ανεκπλήρωτες ανάγκες που κουβαλάμε από κορίτσια και που καιρός είναι να αποτινάξουμε πια.
Η Μαριλού, είναι ένα καλοκαίρι στην καρδιά κάθε εποχής. Ανεβαίνει τη σκάλα, μπαίνει στο γραφείο και έπειτα στο άλλο γραφείο. Ξανακατεβαίνει τη σκάλα, μιλάει για νησιά, ενώ περπατάμε στην Αθήνα με κορίτσια να τη χαιρετάνε πάνω σε μηχανές που μας προσπερνάνε. Karavan κορίτσια παντού, γεμίζουν φράουλες και ουράνια τόξα μια πόλη που βράζει στον πρώτο καύσωνα του καλοκαιριού.
«Αυτό που από πάντα σκεφτόμουν και συνεχίζω μέχρι και σήμερα να κάνω, είναι να προσπαθώ να εντάξω το χρώμα στα ρούχα που φτιάχνω, θέλοντας να σταματήσει το εδώ και πολλά χρόνια απαγορευτικό που υπάρχει απέναντι στο μεγάλο εμπριμέ, στις οριζόντιες ρίγες, στα έντονα χρώματα που δεν συνδυάζονται. Εγωιστικά να το δεις, είναι όλα αυτά που λατρεύω και που αντικατοπτρίζουν την όρεξη μας κάθε φορά.
Αυτό που θεωρώ ότι μέχρι σήμερα έχω πετύχει, είναι να αναγνωρίζουν οι γυναίκες μια κουλτούρα πίσω από το ρούχο και όχι ένα απλό ύφασμα που έτυχε να πέσει στα χέρια τους. Για εμένα, το να φοράς Karavan, σημαίνει πως νιώθεις καλά με το σε κοιτάζουν στον δρόμο, θες να είσαι επιτέλους «έξω από το κουτί» κάτι που ακόμη και σήμερα δεν είναι καθόλου δεδομένο, παραμένοντας για πολλές από εμάς μια γενναία απόφαση. Το να αντέχεις να σε κοιτάνε στον δρόμο, σημαίνει ότι δηλώνεις παρούσα στη δημόσια σφαίρα και ταυτόχρονα στη ζωή σου».
Θα ήταν άδικο να μην παραδεχτώ ότι κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας φλυαρώ για τα ρούχα της, προσπαθώντας να της εξηγήσω πως αρκετά από τα γεγονότα της ζωής μου τα έντυσε εκείνη. Από ένα πρώτο ραντεβού και ένα θερινό μόνη μου στην Αθήνα, μέχρι την ορκομωσία του αδερφού μου και ένα χειμωνιάτικο πρωινό στο κατάστρωμα ενός πλοίου. «Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδρομής, έμαθα να ακούω τις γυναίκες, να τις αφουγκράζομαι και να πλησιάζω όσο πιο πολύ μπορώ σε αυτό που θέλουν και που δεν έχουν τολμήσει ακόμη να το πουν. Κάτι πολύ χαρακτηριστικό για εμάς όταν ετοιμάζουμε μια συλλογή, είναι να μαζευόμαστε όλες μαζί, με την κάθε μία από εμάς να καταθέτει τη συνθήκη στην οποία βρίσκεται εκείνη τη στιγμή, προσπαθώντας να βρούμε στη συνέχεια τα κοινά μας σημεία, ενώ παράλληλα να μας φαντασιωθούμε έξι μήνες μετά. Είμαι απολύτως σίγουρη, πως η κάθε ανάγκη που διατυπώνεται από έναν άνθρωπο της ομάδας μας, είναι και ανάγκη άλλων εκεί έξω. Δυστυχώς, πολλές φορές διαπιστώνω ότι δεν έχουμε μάθει να μιλάμε και να διεκδικούμε αυτό που θέλουμε. Ίσως, μια καλή αρχή είναι να ακούσουμε τελικά τι έχει να πει η μια στην άλλη.
Οι γυναίκες που αναφέρομαι δεν είναι φιγούρες μακρινές, αλλά εμείς οι ίδιες. Τα ρούχα μας απεικονίζουν τις ιστορίες που κουβαλάμε, είναι το παρελθόν το παρόν και ένα μέλλον που ονειρευόμαστε. Άλλωστε, είναι απολύτως σαφές ότι τα Karavan δεν ήταν επιχειρηματικό πλάνο χιλιάδων ευρώ, αλλά μια ιστορία που θέλαμε να πούμε».
Την εποχή της πανδημίας, τα Karavan, δεν σταμάτησαν να γίνονται sold out, το ένα μετά το άλλο. «Περίπου έναν χρόνο πριν, κάναμε φωτογράφιση για την καλοκαιρινή συλλογή. Αμέσως μετά μας έκλεισαν στα σπίτια μας. Ήμασταν εντελώς μουδιασμένες, συνεχίζαμε όμως να δουλεύουμε εξ΄αποστάσεως, χωρίς να σταματήσουμε στιγμή να συζητάμε για αυτά που μας συμβαίνανε και νιώθαμε. Δεν αντέχαμε τις πιτζάμες μας, κυρίως όμως δεν αντέχαμε να μην κάνουμε όνειρα για το πώς θα φαίνονται τα ρούχα μας το καλοκαίρι. Δεν μπήκαμε στη λογική «μέρα με τη μέρα» αλλά ότι αύριο όλα θα είναι καλύτερα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω λόγια για την ανταπόκριση που βρίσκουν τα Karavan στις γυναίκες, έχοντας καταλήξει οχτώ χρόνια μετά ότι οφείλεται στο γεγονός ότι μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να μας οδηγεί το συναίσθημα. Κάθε φορά που φτιάχνω κάτι, σκέφτομαι πως θέλω πάντα να μου θυμίζει την αίσθηση που είχα όταν η μάνα μου μου έραβε ένα ρούχο και κοκορευόμουνα. Με αυτό το συναίσθημα κατακτώ διαρκώς όμορφα μέρη».
Τα Karavan, αποτελούν σήμερα ένα από τα πιο συμπεριληπτικά ελληνικά brand, με το Onesize να είναι όλα τα νούμερα μαζί. Αναρωτιέμαι πόσο ισχυρή είναι η μόδα σήμερα και σε τι βαθμό τις αναλογούν αλλαγές «εκδημοκρατισμού» του χώρου αυτού. «Δεν θέλω ακριβώς να αξιολογήσω τη δύναμη που δίνει η μόδα αυτή καθευατή στις γυναίκες, αυτό όμως που ξέρω σίγουρα είναι ότι είναι ικανή να μας κάνει να νιώσουμε πιο έτοιμες στο να κάνουμε τομές. Τώρα, αν μια fast fashion εταιρεία, βγάλει μπλουζάκια με στάμπα «we should all be feminism», προσωπικά δεν μου λέει τίποτα, για πολλούς λόγους. Αυτό που για μένα έχει νόημα και αξία, είναι η γυναίκα που θα φορέσει το ο,τιδήποτε να μπορεί να διεκδικήσει και να επικοινωνήσει το μήνυμα που φέρει.
Αυτό που έχω πάντα στο μυαλό μου, είναι ότι θέλω να αποτελούμε ένα λαϊκό brand, με την έννοια του ότι απευθυνόμαστε σε ένα πολύ μεγάλο κοινό. Έτσι, ακούσαμε τις γυναίκες, διαβάσαμε όσα μας έγραφαν και το πιο κοινό τους αίτημα, ήταν τα μεγαλύτερα νούμερα. Είναι στα αλήθεια εξαιρετικά δύσκολο για μια εταιρεία μικρή και με συγκεκριμένους χώρους να κάνει αυτό το βήμα. Αποφασίσαμε όμως ότι αξίζει τον κόπο και έτσι σιγά-σιγά φτάσουμε στο σήμερα, καλύπτοντας μια γκάμα από xs μέχρι xxl νούμερα. Καταλαβαίνω απόλυτα τις εταιρείες που δυσκολεύονται στην παραγωγή αυτή, απ’ την άλλη όμως όταν έχεις διανύσει μια πορεία και πλέον μπορείς να κάνεις αυτό το «άνοιγμα», είναι πολύ όμορφο. Τα μεγαλύτερα νούμερα «φεύγουν» με το που «ανέβουν» στο site και αυτό μάλλον κάτι έχει να πει για τις ανάγκες των γυναικών».
Ο λογαριασμός Karavan στο Instagram, φιλοξενεί καθημερινά δεκάδες μοντέλα στα stories του, κορίτσια σαν και εσένα και εμένα που κάνουν σβούρες για να «φουσκώσει» ένα φόρεμα ή ποζάρουν ακομπλεξάριστα με τα κάπως φανταστικά νέα μαγιό της συλλογής. Η Μαριλού, ευχαριστιέται να κάνει spoiler τα drop που έρχονται, ενώ ξέρει ότι αν αργήσει να απαντήσει στα δεκάδες καθημερινά μηνύματα, την περιμένει κατσάδα. «Δεν έχω δώσει ποτέ τον λογαριασμό του Instagram σε άλλον, κάτι που σημαίνει πολλά καλά και πολλά κακά, μαζί. Το θετικό είναι ότι μπορώ και επικοινωνώ πολύ άμεσα με τον κόσμο, ενώ στα αρνητικά είναι ο άπειρος χρόνος που απαιτείται για να είμαι συνεπής. Δεν διάβασα ποτέ κανένα social-εγχειρίδιο, ούτε αντιγράψαμε άλλα accounts. Έχω πάντα μια ξεκάθαρη σκέψη για το τι θέλω να επικοινωνήσω και για το κάθε τι που «ανεβαίνει» και έχω τον πλήρη έλεγχο».
Πλέον, ανταλλάσσω συχνά μηνύματα με τη Μαριλού, της λέω ότι ένα μου όνειρο έγινε πραγματικότητα αλλά δεν νομίζω να με πιστεύει. Την αποκαλώ «ποίημα» γιατί με τέτοιο μοιάζει και γιατί έτσι νιώθω κάθε φορά που νιώθω να μη στριμώχνομαι μέσα στα ρούχα της. «Όταν το ρούχο φεύγει από εσένα παίρνει τον δρόμο του. Δεν σταματά να με εντυπωσιάζει το πόσο υπέροχα και διαφορετικά βλέπω να τα φοράνε κορίτσια και αγόρια που συναντώ στον δρόμο.
Αυτό που δεν θέλω να συμβεί, είναι να αφήσουμε τα χρόνια να περάσουν, χωρίς να καταλάβουμε ότι δεν είναι ανάγκη να είμαστε καρμπόν με καμία και κανέναν. Είμαι αυτή που είμαι και δίνω το καλύτερο που έχω, πρώτα απ’ όλα σε εμένα.
Η προσωπική μου ανησυχία που εκπληρώνεται μέσω αυτού που κάνω, είναι να μοιράζομαι την ομορφιά όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι και που με βοήθησε σε πολύ σκοτεινές περιόδους της ζωής μου. Αυτό είναι πάντα το καθαρό κέρδος μου, λίγο πριν πέσω στο κρεβάτι».
Την Τόνια, τη γνώρισα εφτά χρόνια πριν, σε κοινή παρέα στη Μέντα. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι κάποια ή κάποιος οφείλει να γνωρίζει τη Μέντα, όμως σε εμένα έχει μείνει ανεξίτηλη και πολύτιμη στη μνήμη μου, για όλα εκείνα τα όνειρα που ενηλικιώθηκαν σε έναν απογευματινό καφέ, τότε που η Τόνια μου μίλησε για τις πρώτες της τότε συλλογές, τις αγωνίες και τη λαχτάρα της. Σήμερα, στέκεται κάτω απ’ τον ήλιο, μέσα σε ένα κατάλευκο φόρεμα, μοιάζει με νεράιδα ενώ στα μάτια της τρεμοπαίζει η ίδια πάντα λάμψη.
«Σε αυτόν τον χώρο ξεκίνησα ως κορίτσι, οπότε στα πρώτα μου βήματα ανέλυα και αγκάλιαζα το κορίτσι. Με την εξέλιξη και την πορεία του χρόνου, με το μεγάλωμα και τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν, όλη μου η δημιουργία στηρίχτηκε στο να ακούω τις γυναίκες αγκαλιάζοντας τις εαυλωτότητες τους. Υπάρχουν πολλές προτάσεις μέσα σε αυτόν τον χώρο, εγώ είμαι μία απ’ αυτές και πάντα έτσι θα ‘ναι, καλύπτοντας τις γυναίκες εκείνες που η αίσθηση μου αγκαλιάζει τη δική τους. Έτσι, η επιτυχία για εμένα, ορίζεται μέσω της σύνδεσης του κατακτώ τον χώρο -τον δημιουργώ στην ουσία μόνη μου- και του κάνω και χώρο για να ακούσω.
Δεν βάζω ούτε τον εαυτό μου, ούτε τις άλλες γυναίκες σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και κυρίως δεν θέλω συγκεκριμένου τύπου γυναίκες να φοράνε τα ρούχα μου. Τα στερεότυπα που ενδεχομένως έχω, προσπαθώ να τα διαλύω καθημερινά, μέσα από τη συμβίωση μου με εμένα».
Τα Nidodileda, μοιάζουν με ρούχα που φτιάχτηκαν από ξωτικά και νεράιδες, εύθραυστα και ταυτόχρονα δυναμικά. «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μόνο σχεδιάστρια, αλλά δημιουργό. Είμαστε προτάσεις που μέσα σε αυτές κάθε γυναίκα μπορεί να εκφράσει τον εαυτό της σύμφωνα με τη δική της προσωπικότητα. Εγώ, αυτό που μπορώ να προσφέρω είναι ένα μέσο που ίσως μπορεί να βρει απάντηση στη εκάστοτε ανάγκη ή ανασφάλεια μιας γυναίκας, αγαπώντας κάθε της συναίσθημα. Δεν κάνω μόδα, κάνω ένα ταξίδι στον χρόνο. Μου αρέσει η γυναικεία πλευρά της πιο παλιάς αισθητικής, εκεί που όλα είναι πιο αέρινα και πιο ποιητικά. Πρόκειται για μια μποέμικη φιλοσοφία, με την οποία και μεγάλωσα. Ό,τι βιώνω μέσα απ’ αυτό, έχει να κάνει με ωρίμανση και τοποθέτηση του εαυτού μου στο σήμερα και όχι σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο.
Νιώθω σαν έμβρυο στο ταξίδι αυτό και έχουν περάσει εννιά χρόνια. Δεν νομίζω ότι θα νιώσω ποτέ ότι κατέκτησα κάτι με τη βροντερή σημασία της έννοιας, γιατί δεν έχω ταβάνια.
Κορίτσια τριγυρνάνε στο χώρο, τινάζουν διαφάνειες, χαϊδεύουν κεντήματα, κρυφοκοιτάνε νυφικά. «Τις γυναίκες τις λατρεύω. Κάθε φορά που δημιουργώ για εκείνες τις σκέφτομαι σαν ολάνθιστους κήπους να περπατάνε. Γι’ αυτό και τα ρούχα μου είναι πιο αέρινα και ανάλαφρα, γιατί τις αντιμετωπίζω σαν λουλούδια που θέλουν τρυφερότητα. Το ρούχο είναι το μέσο για να εκφραστείς. Όσο όμορφο όμως και αν είναι, η ψυχή μας είναι αυτή που μας κάνει να λάμπουμε.
Μια γυναίκα, δεν θα βρει τη φωνή της μέσω της μόδας αλλά μέσω προσωπικής δουλειάς, στόχων και κατάκτησης. Το ρούχο, μπορεί να αγκαλιάσει τη διεκδίκηση αυτή, δεν θα την πραγματώσει όμως».
Οι νέες συλλογές τις Τόνιας, γίνονται σιγά-σιγά πιο συμπεριληπτικές, διαβεβαιώνοντας με ότι δεν πρόκειται για κάτι που απλά συνέβη, αλλά εκπροσωπεί μια δική της ανάγκη. «Για ένα ελληνικό brand, το να δημιουργήσει μεγαλύτερα νούμερα, παραγωγικά δεν είναι εύκολη διαδικασία, γιατί δεν κάνουμε μαζικές παραγωγές. Είναι όμως μια συνθήκη στην οποία έχουμε μπει όλες και όλοι, επειδή ακούσαμε. Έχει μετακινηθεί ο κόσμος και δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Αγαπώ τα κορίτσια με καμπύλες από πάντα, όμως πρακτικά δεν μπορούσα να τα αγκαλιάσω όπως θα ήθελα απ΄την αρχή λόγω παραγωγής. Απ’ τη νέα σεζόν που έρχεται, δεν θα αγκαλιαστούν μόνο οι γυναίκες με καμπύλες αλλά και οι άντρες, βγάζοντας μια συλλογή που θα μπορεί να φορεθεί και απ΄τα δύο φύλα. Η συμπεριληπτικότητα πλέον μιλάει στην ψυχή μου και μπορώ πλέον να της αναδείξω και στη δουλειά μου.
Άλλωστε, η ίδια η ζωή είναι καμπύλη, πώς μπορώ εγώ να δω μόνο ευθείες γραμμές; Πώς μπορώ να σου περιγράψω το συναίσθημα που νιώθω, βλέποντας στα μάτια των γυναικών την ικανοποίσηση και τη σιγουριά γι’ αυτό που φοράνε; Στην ουσία, η διαφορετικότητα από μόνη της δημιουργεί χώρο».
Η Κλέλια, κάθεται στο γραφείο της και καθώς μπαίνω ακούω το χαμόγελο της παντού. Προσπαθώ να την πλησιάσω όμως τα μεταξωτά πανέμορφα μαντήλια, οι μαργαρίτες στα μαγιό και ένα ροζ πουκάμισο που είναι πλέον στην ντουλάπα μου, με κρατάνε για λίγο μακριά από την πρώτη χειραψία. Οι τοίχοι, το πάτωμα και ένα προς ένα όσα κρέμονται στις κρεμάστρες συνθέτουν έναν χώρο pop και elegant διάθεσης, που αμέσως νιώθεις οικεία. «Στόχος μου απ’ την αρχή ήταν η ενδυνάμωση της εικόνας των γυναικών. Σε μια εποχή που ακόμη προσπαθεί να αποτινάξει αντιλήψεις όπως «το εμπριμέ δεν κολακεύει» και για το λευκό ούτε λόγος, θεωρώ μεγάλο βήμα και κέρδος κάποιες γυναίκες να κλείνουν τα αφτιά και να ανοίγουν τα μάτια σε νέες προτάσεις.
Αυτό που θέλω, είναι τα ρούχα μου να δημιουργούν χαμόγελα στα πρόσωπα των κοριτσιών, ειδικά σε εκείνες που δυσκολεύονται να βρουν κάτι ανάλογο στα fast fashion μαγαζιά ή και σε brand. Βάζοντας και τον εαυτό μου μέσα σε αυτό, ξέρω καλά πόσο δύσκολο είναι να βρει μια γυναίκα με όχι «κακονικό» για τα κοινωνικά στερεότυπα σώμα, ρούχα που να μπορούμε να νιώθουμε όμορφες και στυλάτες μέσα σε αυτά. Δεν με ενδιαφέρει αν το λευκό παχαίνει ή αν τα έντονα χρώματα δεν κολακεύουν, με νοιάζει να κατανοήσουμε ότι δεν είναι κακό να δείχνουμε όπως ακριβώς είμαστε, γιατί είμαστε αλήθεια υπέροχες.
Με τις πελάτισσες μου μιλάμε, ακούω διαρκώς τις ανασφάλειες τους κι αναγνωρίζω και δικές μου μέσα σε αυτές. Προσπαθώ να μπαίνω στα παπούτσια ακόμη και μιας γυναίκας που έχει ανασφάλεια και ας είναι 50 κιλά. Γιατί δεν είναι ποτέ τα κιλά, είναι το πως μας έχουν ποτίσει ότι πρέπει να νιώθουμε αναλόγως με αυτά, χωρίς ποτέ να είμαστε αρκετές για τα πρότυπα τους. Οι ορμόνες φέρνουν κυτταρίτιδα, ο χρόνος φέρνει χαλάρωση, στην εφηβεία είχαμε σπυράκια και γενικά δεν γίνεται διαρκώς να αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες. Για να χωρέσουμε στα κουτιά τους, πρέπει να έχουμε τεράστια προσωπικότητα και μικροκαμωμένο σώμα. Είναι απίστευτα κουραστικό όλο αυτό, για όλες μας.
Όπως δεν θεωρώ δεδομένο ότι πρέπει να είμαι μελαχρινή επειδή είμαι Ελληνίδα, ότι δεν πρέπει να είμαι κατώτερη επειδή είμαι γυναίκα, έτσι δεν θεωρώ δεδομένο ότι πρέπει να είμαι και small. Δεν εξαιρώ το αδύνατο σώμα απ’ τη διαδικασία αλλά δεν είναι μόνο αυτό «κανονικό». Αν αρχίσεις να χτυπάς τα κουδούνια μιας πολυκατοικίες, θα βγει μια κυρία μεγαλύτερης ηλικίας, η γυναίκα που μόλις γέννησε και η εγκυμοσύνη της έχει αφήσει κάποια κιλά, το κορίτσι που έδινε πανελλήνιες και έχει πάρει βάρος, η κοπέλα που γυμνάζεται και άλλες δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις.
Δεν μπορώ να σου πω ότι αγαπώ και δεν μπορώ να αποχωριστώ την κυτταρίτιδα μου, όμως είναι απολύτως φυσιολογική αφού έφαγα πίτσα και αυτό δεν θα με εμποδίσει να πάω στην παραλία. Υπάρχουν πλέον γυναίκες στα social που προσπαθούν να σπάσουν την εικόνα της τελειότητας, όχι για να σε πείσουν να βάλεις βάρος όπως βλακωδώς λένε πολλοί, αλλά για να σε αποδεχτείς».
Η Κλέλια δένει μαντήλια απ’ την καινούργια της συλλογή στο λαιμό της, τα δοκιμάζει στα μαλλιά. Μου δείχνει τα σχέδια και μου λέει τις ιστορίες πίσω απ’ αυτά. «Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μόδα, είχα και εγώ τους προβληματισμούς του s/m/l και το πώς θα τα διαμόρφωνα στη δουλειά με τα δικά μου δεδομένα. Στη συνέχεια, κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να συμπεριλάβω και εγώ τα νούμερα της fast fashion βιομηχανίας, οπότε αποφάσισα να βάλω δικές μου διαστάσεις στα νούμερα αυτά. Χρειάστηκε να ξεριζώσω και εγώ πολλά από τα πρότυπα και τα στερεότυπα που είχα στο μυαλό μου, αλλά με βοήθαγε πάντα η μνήμη των 15 μου χρόνων και πώς ένιωθα όταν δεν έβρισκα ρούχα που μου άρεσαν και με ενέπνεαν. Για έμενα, το μεγάλο στοίχημα ήταν να πετύχω στο print. Όταν ένιωσα πως βρίσκομαι σε καλό σημείο με αυτό, έβαλα τον στόχο με τα νούμερα.
Μια σύγχρονη σχεδιάστρια, δεν μπορεί να μην παρατηρεί το πώς διαμορφώνεται το περιβάλλον γύρω της. Στο μυαλό μου, η κοινωνία λειτουργεί καταιγιστικά, παρατηρώ τα πάντα. Ακόμα και σε σχέση με τους άντρες, το γεγονός δηλαδή ότι δειλά-δειλά τα αδέρφια μου και ο σύντροφος μου φοράνε πουκάμισα μου, είναι μια μετακίνηση της εποχής. Θεωρώ πως είναι θέμα ηθικής και αισθητικής να ντύνεται η κάθε μία και ο κάθε ένας από εμάς όπως νιώθει καλύτερα.
Δεν πρέπει να πέφτουμε στην παγίδα της μόδας, οι σχεδιάστριες και οι σχεδιαστές, απλά προτείνουμε. Η μόδα είναι δημιουργία και η κάθε μια από εμάς τη διαμορφώνει πάνω της, ξέροντας τι μας κάνει και τι όχι. Το να ζωγραφίζω-σχεδιάζω είναι για εμένα ψυχοθεραπεία. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη γιατί υπάρχει το εμπορικό κομμάτι στη διαδικασία, καθώς και διάφοροι άλλοι περιορισμοί. Το ταξίδι όμως προς ένα σχέδιο με γαληνεύει, γίνομαι ξανά παιδί. Σκέψου πως σε κάθε συλλογή κάνω 150 prints για να διαλέξω τελικά πέντε.
Ψάχνω διαρκώς να βρω το κάτι που θα με ιντριγκάρει και διαβάζω γύρω απ’ αυτό προσπαθώντας να ανακαλύψω κάτι καινούργιο, ενώ παράλληλα ζωγραφίζω.
Αχ, Χρύσα! Μακάρι να μπορούσα να σχεδιάζω μόνο print, σε όλη μου τη ζωή».