Ο Αύγουστος του 2002 ήταν ένας πολύ κακός Αύγουστος. Αυτό δεν είναι κανένα σημαντικό νέο, μιας που όλοι οι Αύγουστοι είναι λίγο πολύ κακοί, όπως και ολόκληρο το καλοκαίρι. Σιχαίνομαι το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι χάνεται ο χρόνος, συμβαίνει μια απορύθμιση, εγκεφαλική και βιολογική, όλα αποσυντίθενται και ευτυχώς συναρμολογούνται όταν μπει πάλι το φθινόπωρο.
Έβγαινα με μια κοπέλα τότε, η οποία είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην πλατεία Αμερικής. Δούλευε σε ένα γραφείο και όταν πρωτογνωριστήκαμε, είχαμε το συνήθειο να πηγαίνω σπίτι της και να την περιμένω να γυρίσει απ’ τη δουλειά, δεν είχα κλειδιά, εννοώ να την περιμένω κάτω, στη γειτονιά. Αυτή ήταν μια δική μας ιεροτελεστία, που σταδιακά μεταμορφώθηκε σε μια ανεξήγητη ηδονή, εκείνη ανυπομονούσε να φτάσει και να με βρει να την περιμένω, ενώ εγώ απολάμβανα να φτάνω νωρίτερα στην περιοχή, συχνά ακόμη και μία ολόκληρη ώρα και να περιφέρομαι στα στενά, να πίνω καφέ και να χαζεύω τα μικρά μαγαζάκια. Ήταν ωραίες εκείνες οι μέρες.
Ένα μεσημέρι, είχα αγοράσει ένα αναψυκτικό από το περίπτερο και είχα καθίσει σε ένα παγκάκι διαβάζοντας ένα βιβλίο, αν δεν κάνω λάθος διηγήματα του Μπέρνχαρντ. Ο κόσμος ήταν λίγος, αφόρητη ζέστη, οι περισσότεροι είχαν φύγει, περνούσαν που και που από την πλατεία διάφοροι πεζοί κρατώντας σακούλες από σούπερ μάρκετ και τίποτα έφηβοι που χασκογελούσαν με κάτι σαχλά αστεία.
Τότε άκουσα μια φωνή, βραχνή, ήρεμη και σταθερή «Διαβάζετε, ε; Μπράβο σας!» σήκωσα το κεφάλι μου και αντίκρισα έναν ηλικιωμένο κύριο, πραγματικά ηλικιωμένος, ίσως κοντά στα ενενήντα, ήταν χαμογελαστός και κρατούσε στα χέρια του μια φραντζόλα ψωμί. Τα χέρια του δεν έτρεμαν, όμως είχε μια ανισορροπία στο σώμα του, φορούσε ένα μακρύ ένδυμα, κάτι σαν αυτοσχέδιο μπουρνούζι, δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς. Από τον τρόπο που στεκόταν και κρίνοντας από το βλέμμα του, αντιλήφθηκα ότι είχε την επιθυμία να κάτσει δίπλα μου, του έκανα χώρο στο παγκάκι και κάθισε. Αρχικά νόμισα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την ψυχική του υγεία, όμως σταδιακά, με τις πρώτες κουβέντες, σιγουρεύτηκα ότι καθόλου δεν ήταν έτσι, ο άνθρωπος αυτός μιλούσε με ακρίβεια, λογική και, πάνω απ’ όλα, όσα έλεγε ήταν ενδιαφέροντα. «Εγώ ήμουν καθηγητής, δίδασκα επί χρόνια», συνέχισε, εγώ αντέδρασα κάπως τυπικά, μάλλον του είπα «Α, ωραία», με μια ανόητη ευγένεια, χωρίς όμως να τον αγνοώ, τον άκουγα με προσοχή.
Ανταλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες ακόμα, νομίζω με ρώτησε αν έμενα εκεί κοντά-δεν έμενα-μα διέκρινα την αμηχανία ενός ανθρώπου που έχει να μιλήσει πολύ καιρό σε κάποιον, οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του τραχείς και άτσαλες, μα πάντα με έναν πολύ γλυκό τρόπο. Αποχαιρετιστήκαμε, όμως τις επόμενες μέρες, και για μια βδομάδα περίπου, σταματούσε συνέχεια στο παγκάκι μου και τα λέγαμε λίγο. Μου μιλούσε για τους φιλοσόφους, για την ομορφιά της ανάγνωσης και πάντα η κουβέντα τελείωνε με την αδερφή του που είχε ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή και δεν τον είχε καλέσει ποτέ. Πάντα με την φραντζόλα του και το καφέ μπουρνούζι.
Ποτέ δεν μίλησα στην φίλη μου για εκείνον, δεν ξέρω γιατί, ο μόνος μάρτυρας των συναντήσεών μας ήταν ο περιπτεράς που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το παγκάκι , από τον οποίον προμηθευόμουν το αναψυκτικό μου. Κατά τις είκοσι του Αυγούστου πήγαμε διακοπές και σταμάτησε αυτή η διαδικασία, όμως στο τέλος του μήνα, επιστρέφοντας στην Αθήνα, μπήκαμε και πάλι στον ίδιο ρυθμό.
Άρχισα τις βόλτες, τους καφέδες και τα αναψυκτικά περιμένοντάς την να επιστρέψει από τη δουλειά της. Καθόμουν στο παγκάκι μου και παρατηρούσα τους περαστικούς. Ο ηλικιωμένος φίλος μου όμως άφαντος. Ο περιπτεράς είχε κάτι να μου πει, κατάλαβε ότι τον έψαχνα με το βλέμμα μου. Και μου το είπε με μια αξιοζήλευτη ευγένεια και με τρόπο που έδειχνε έναν άνθρωπο παιδευμένο και τρυφερό «Ο καθηγητής μάς τελείωσε».