Με την Κωνσταντινούπολη συμβαίνει το εξής μαγικό: δεν είναι μόνο η κάθε γειτονιά της διαφορετική, διαφορετικό είναι το κάθε στενό που θα πάρεις τυχαία, όταν περπατάς χαλαρά και χωρίς προορισμό στην πόλη.
Δεν είχα ξαναβρεθεί εκεί. Πάντα όταν έπεφτε η πρόταση στο τραπέζι, έλεγα “έλα μωρέ, δίπλα είναι, δεν θα είναι και κάτι ιδιαίτερο, πάμε άλλη φορά”. Και ήρθε αυτή η άλλη φορά, γιατί κάτι τα στενά οικονομικά, κάτι ο λίγος χρόνος, ήταν το ιδανικό 4ημεράκι. Και μετάνιωσα που τόσα χρόνια τη σνόμπαρα, σε τέτοιο σημείο που άρχισα να ψάχνω, όσο ήμουν εκεί, πτήσεις για δύο εβδομάδες μετά.
Κάπως σε αγκαλιάζει αυτή η πόλη με τους επτά λόφους της, τα χρώματά της και την απλωσιά της γύρω από τον Βόσπορο, και δεν θες να φύγεις από αυτή την αγκαλιά.
Ακόμα και τα τόσα σκαλιά, οι ανηφόρες και οι κατηφόρες που σε αφήνουν διαρκώς χωρίς ανάσα (και ένα βήμα πριν το έμφραγμα) και τα πλακόστρωτα που σου διαλύουν το κουντεπιέ, σταματούν να σε απασχολούν και το μόνο που σε νοιάζει είναι τι θα ανακαλύψεις στην επόμενη στροφή.
Από το Beşiktaş, το Karaköy και το Pera, μέχρι το Eminönü, το Çemberlitaş και το Balat, αυτό το αλλοπρόσαλο μείγμα επιρροών στην αρχιτεκτονική, αλλά και η οικονομική ανισότητα από κτίριο σε κτίριο, μπορούν να σε τρελάνουν από όλες τις απόψεις. Γιατί τη μία στιγμή θα νιώσεις στεναχώρια βλέποντας τα ερείπια και τη φτώχεια και την αμέσως επόμενη θα σε παρασύρουν τα χρώματα και η μοναδική γραφικότητα της κάθε γειτονιάς.
Λουκουματζίδικα, μπακλαβατζίδικα, κεμπαμπτζίδικα, παλαιοπωλεία, ανακαινισμένα ξενοδοχεία, παλάτια, hip βιβλιοπωλεία και καφέ, σύγχρονες μπουτίκ, σουβενίρ, ναργιλέδες, η τσίκνα και ο καπνός των ψαριών και των κεμπάπ που απλώνεται σαν πέπλο επάνω από τα κεφάλια των περαστικών, τα παζάρια, τα τζαμιά, οι ορθόδοξοι ναοί, τα τραμ, τα χαμάμ, τα πολύχρωμα φωτάκια σε συνοικίες με μπαράκια, οι παλιοί καφενέδες, οι πλανόδιοι με τα καλαμπόκια, τα κάστανα και το σαλέπι, κάνουν την πόλη να μοιάζει με ένα τεράστιο λούνα παρκ.
Και, βέβαια, είναι και οι γάτες. Οι περίφημες γάτες της Κωνσταντινούπολης. Που θα τις συναντήσεις παντού. Επάνω σε μηχανάκια, σε παράθυρα, σε βιτρίνες και πραμάτιες μαγαζιών, σε παγκάκια, σε καφέ. Και πάντα κάπου θα υπάρχουν κροκέτες που θα έχει αφήσει κάποιος ντόπιος για να μην πεινάσουν.
Θέλει πολλές φορές να την περπατήσεις την πόλη για να την ανακαλύψεις. Θέλει μέρες ηλιόλουστες και πολλά κουράγια για να μετρήσεις τα σκαλιά και τις ανηφόρες της, και σίγουρα θέλει να μην το αφήσεις για μια άλλη φορά. Γιατί δεν θα είναι μόνο μία, τελικά.