«Πόσο μπλε χωράει σ’ έναν Σεπτέμβρη;», αναρωτήθηκα την πρώτη μέρα ενός δεκαήμερου ταξιδιού, που τελικά μου έδωσε την απάντηση: «Τόσο, που δεν πίστευα ποτέ ότι θα δω». Στην εκπνοή του καλοκαιριού, στις 28 Αυγούστου, όταν οι ταξιδιώτες και οι εκδρομείς αρχίζουν να μαζεύουν τα μπαγκάζια τους για να επιστρέψουν στις υποχρεώσεις τους, ξεκίνησαν για μένα οι πιο όμορφες διακοπές της ζωής μου.
Μαζί με την καλύτερή μου φίλη, τη Δάφνη, και μέλη της ευρύτερης οικογένειάς μου, επιβιβάστηκα αγκαλιά με μια ασφυκτικά γεμάτη βαλίτσα στο σκάφος που θα γινόταν το «σπίτι» μας για τις επόμενες δέκα μέρες. Παρέα μας, επιβιβάστηκε κι εκείνος ο ενθουσιασμός που αποδείχτηκε πως φυλούσα μέσα μου από την παιδική μου ηλικία.
Την πρώτη μας στάση την κάναμε στην Κεφαλονιά. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να εξοικειωθούμε μεταξύ μας και να συντονιστούμε σε ένα κοινό όνειρο: το μεγάλο μας ταξίδι στο Ιόνιο Πέλαγος. Θυμάμαι να χαζεύω τον παφλασμό των κυμάτων σαν να ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σ’ επαφή μαζί τους. Μέσα μου όμως παρέμενα ανήσυχη. Για τις υποχρεώσεις που άφηνα πίσω μου, για τις γάτες μου – και με εκείνη την ενοχή που καλλιεργεί ο δυτικός τρόπος ζωής όταν καταφέρνουμε επιτέλους να πάρουμε άδεια και να απομακρυνθούμε από τις δουλειές μας.
Η Φτέρη, η επιβλητική παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά, τους λευκούς βράχους και την πλούσια βλάστηση, ήταν η πρώτη μας στάση για μπάνιο. Βουτώντας στα ανοιχτά της, ανάμεσα σε μικροσκοπικά ψαράκια και τους δικούς μου ανθρώπους, ένιωσα ελεύθερη. Έπειτα, από την πλώρη κοιτούσα με δέος το σκηνικό που μας φιλοξενούσε. Μακριά από ομπρελοκαθίσματα και συνωστισμό «αγκαλιαστήκαμε» με τη φύση και τη θαλάσσια ζωή.
Από τη Φτέρη, βρεθήκαμε στην Αγία Ελένη και σε τόσες ακόμα παραλίες, κολπίσκους και σπηλιές, των οποίων τα ονόματα δυσκολευόμουν να ανακαλύψω ή να συγκρατήσω καθώς πολλαπλασιάζονταν. Από τα πρώτα κιόλας 24ωρα του ταξιδιού, ο χρόνος είχε αρχίσει να σταματάει. Μπορούσα να βουτήξω στη θάλασσα ξανά και ξανά, όσες φορές ήθελα και για όσο χρόνο ήθελα. Το σώμα μου ήταν λουσμένο με αλάτι τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Η απόλυτη ελευθερία.
Πηγαίνοντας στο μεγαλοπρεπές Φισκάρδο της Κεφαλονιάς, για να δέσουμε το βράδυ και να περπατήσουμε στο λιμάνι, το σήμα στο κινητό είχε χαθεί για αρκετές ώρες. Αρχικά παραξενεύτηκα. Οι αυτόματες σκέψεις προσπαθούσαν να με πείσουν πως οι γονείς μου στην Αθήνα θα με ψάχνουν και θα ανησυχούν, πως κάτι σημαντικό μπορεί να συμβεί στην επικαιρότητα και να μην το μάθω, πως τα άτομα με τα οποία μιλάω μέσω Instagram ή Facebook θα με ξεχάσουν – αφού δεν ήμουν online με εκείνον τον εθιστικό τρόπο που είχαν συνηθίσει να είμαι.
Οι μέρες άρχιζαν να μοιάζουν μεγαλύτερες, έτσι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι. Ο ψηφιακός κόσμος δεν χωρούσε σε αυτό το ταξίδι. Αντιθέτως, η φυσική, άμεση επαφή με τους ανθρώπους μου, ήταν στο επίκεντρο. Στο Porto Leone στον Κάλαμο, εξακολουθούσαμε να μην έχουμε σήμα. Ένα γραφικό εκκλησάκι δέσποζε ανάμεσα στο δάσος και το στόλιζε. Τα μπλε νερά της θάλασσας με καλούσαν, τόσο, που αποφάσισα να πειραματιστώ και να δοκιμάσω να κάνω sup για πρώτη φορά στη ζωή μου. Έπιασα το κουπί, στάθηκα όρθια στα δυο μου πόδια και τσιρίζοντας σαν μικρό παιδί «σάλπαρα» για νέες περιπέτειες.
Σε αυτό το ταξίδι είδαμε και τη Νήσο Καστό, με τους 80 μόλις κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011. Ο Καστός είναι η μικρότερη κατοικούμενη νησίδα των Επτανήσων και προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1864. Σήμερα ανήκει διοικητικά στην περιφερειακή ενότητα Λευκάδας. Πριν συνεχίσουμε για Μεγανήσι, εκεί που είχα περάσει αρκετές μέρες με τους γονείς μου όταν ήμουν 10 ετών, μείναμε να χαζεύουμε τη Σπηλιά του Παπανικολή. Σε κάθε στάση, θέλαμε να κάνουμε και από μια βουτιά. Να γευτούμε τα νερά κάθε υγρής κουκίδας στον χάρτη.
Χαμένες με την κολλητή μου για ώρα μέσα στη θάλασσα, κάπου στο Μεγανήσι, κάνοντας sup και έχοντας παρατήσει τα κινητά μας, γελάγαμε με όλη μας την ψυχή. Ήμασταν πραγματικά ξέγνοιαστες και χαρούμενες. Αφού τα χέρια μας άρχισαν να μουλιάζουν, κάναμε ένα ζεστό μπάνιο και ετοιμαστήκαμε για τον επόμενο προορισμό όπου θα κάναμε νυχτερινή βόλτα και θα διανυκτερεύαμε: τα Σύβοτα Λευκάδας. Αργότερα, με ένα amaretto με χυμό λεμόνι στο χέρι, θυμάμαι να χαζεύω τα αστέρια στον ατάραχο και διαμπερή ουρανό, ενώ σιγοέπαιζε στα ηχεία το νέο άλμπουμ των αγαπημένων μου Fontaines D.C.
Η ζωή στο σκάφος άρχιζε να γίνεται η νέα μας καθημερινότητα, τόσο, που ευχόμασταν αυτό το ταξίδι να μην τελειώσει. Κάθε λίγο, σκεφτόμουν πως αξίζει σε όλους τους ανθρώπους να ζουν στιγμές σαν κι αυτές. Σκεφτόμουν επίσης πως η κατάθλιψη είναι εν μέρει κοινωνική κατασκευή. Πως αν δεν έπρεπε να δουλεύουμε με τις ώρες, σε επισφαλείς συνθήκες για να βγάλουμε τα προς το ζην, θα ήμασταν γοργόνες στη θάλασσα, ανέμελες, με λιγοστά άγχη και στεναχώριες.
Από τα Σύβοτα βρεθήκαμε στους Αντίπαξους, εκεί που είδα τα πιο κρυστάλλινα και γαλάζια νερά που έχω συναντήσει ποτέ. Το Βουτούμι, αν και αρκετά τουριστικό, μας έκανε να απορούμε αν μας αξίζει τόση ομορφιά. Επόμενη στάση για μπάνιο, στην παραλία Πράπα Μάλι στην Πέρδικα Θεσπρωτίας. Σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό, η αμμώδης, καταγάλανη παραλία τεμνόταν με την πλούσια βλάστηση και τα διάφορα είδη δέντρων που συνέθεταν έναν μεγάλο πνεύμονα πρασίνου – απ’ αυτούς που τόσο έχουμε ανάγκη.
Στεγνώνοντας, έτρεξα με ορμή στην πλώρη, αφού ήξερα πως σε λίγη ώρα θα βρισκόμουν στον Γάιο στους Παξούς, τους οποίους ανυπομονούσα να γνωρίσω. Δεν έχουν άδικο όσοι ανακηρύσσουν τους Παξούς ως το αγαπημένο τους νησί. Ανάμεσα στο γραφικό λιμάνι και το δάσος, μια λωρίδα γαλάζιου γέμιζε έναν καμβά που δεν χρειαζόταν ανθρώπινα χέρια για να αποκτήσει χρώμα.
Στους Παξούς κάναμε την πιο μεγάλη νυχτερινή βόλτα και το μεγαλύτερο μεθύσι των διακοπών. Περπατώντας στο λιμάνι, η Δάφνη (Daphne and The Fuzz), συνάντησε έναν μουσικό που έπαιζε πλήκτρα σε ένα εστιατόριο και τραγούδησαν μαζί, κάνοντας τους περαστικούς να μαζευτούν γύρω τους. Χορεύοντας στη συνέχεια μέχρι τα ξημερώματα στο μπαρ «Καλημέρα», από Michael Jackson μέχρι Μαρίνα Σάττι, και κατεβάζοντας το ένα σφηνάκι μετά το άλλο αγκαλιασμένοι, ευχηθήκαμε αυτό το καλοκαίρι να σκεπάσει τον χειμώνα.
Το επόμενο πρωί ήμασταν στην Κέρκυρα και το Paradise Beach που αποδείχθηκε αντάξιο της ονομασίας του. Η μέρα εκείνη όμως, ξεχώρισε για μία ακόμα «πρώτη φορά», αφού δοκίμασα να κάνω wakeboard και να σηκωθώ πάνω στη σανίδα που «έσκιζε» το νερό, από τις πρώτες κιόλας προσπάθειες. Δεν πάνε πολλοί μήνες από τότε που έλεγα πως φοβάμαι τα θαλάσσια σπορ και είναι από τα πράγματα που πιθανώς δεν θα δοκίμαζα να κάνω. Πέρα από την επαφή με τη φύση και την αποτοξίνωση από τη δουλειά και τον ψηφιακό κόσμο, το ταξίδι αυτό με βοήθησε να ανακαλύψω περισσότερο τον εαυτό μου, τις αντοχές και τις δυνατότητές μου. Με βοήθησε να έρθω αντιμέτωπη με φόβους και ψυχαναγκασμούς, γεμίζοντάς με, με ελπίδα για όσα μπορώ να καταφέρω.
Από εκείνη την «πρώτη φορά» και ύστερα ήθελα να κάνω wakeboard κάθε μέρα. Ένιωθα ελεύθερη και δυνατή, σε στενότερη επαφή με το σώμα και την ψυχή μου. Μέρα με τη μέρα, με μάθαινα καλύτερα. Το βράδυ μας το περάσαμε στους Οθωνούς. Ένα μικρό νησί με 457 κατοίκους, το οποίο θα θυμάμαι για τις δεκάδες γάτες του που ήταν περισσότερες από τους ανθρώπους και για εκείνη την ησυχία που μερικές φορές μοιάζει τρομακτική.
Το επόμενο πρωί, μπλε, πράσινο και γαλάζιο μας περίμενε γύρω από το νησί. Λευκοί βράχοι, πυκνή βλάστηση και μικρές σπηλιές, μας περίμεναν κι αυτές. Τα γλαροπούλια, στοιχισμένα, μας κοιτούσαν παράξενα, καθώς μοιάζαμε σαν εισβολείς πλησιάζοντας στο φυσικό τους περιβάλλον. Φύγαμε γρήγορα για να μην τα τρομάξουμε, κι εκείνα συνέχισαν την απρόβλεπτη ζωή τους. Το βράδυ φτάσαμε στη συννεφιασμένη Κέρκυρα, αυτή τη φορά για να διανυκτερεύσουμε στον Ναυτικό Αθλητικό Όμιλο Κέρκυρας και να κάνουμε τη βραδινή μας βόλτα.
Μετά από εννέα περίπου μέρες, είδα για πρώτη φορά πολυκοσμία, ταξί και λεωφορεία. Για λίγο ένιωσα δυσφορία, καθώς εικόνες από τη ζωή στην Αθήνα κατέκλυσαν το μυαλό μου. Στην κεντρική πλατεία, η Νεφέλη Φασούλη έδινε συναυλία. Κάνοντας βόλτα στα σοκάκια, ανακαλύψαμε ένα ροκ μπαρ όπου ήπιαμε τα ποτά μας. Με έντονες συζητήσεις και διαφωνίες να έχουν προηγηθεί, η μελαγχολία είχε αρχίσει να παρεισφρέει στην ψυχή μου αφού σε μερικές ώρες θα βρισκόμουν στο αεροδρόμιο για να επιστρέψω στην Αθήνα και η ρουτίνα θα με χτυπούσε κατακέφαλα.
Μπορεί, σε αντίθεση με τον Οδυσσέα, να μην καταφέραμε με τη Δάφνη να φτάσουμε στην Ιθάκη για την οποία συνέχισαν οι συγγενείς μου, όμως αυτό το ταξίδι δεν θα μπορούσε να έχει τελειώσει χωρίς μια αξημέρωτη βραδιά καραόκε. Όλες και όλοι μαζί, λίγο πριν τον αποχωρισμό και τις αγκαλιές γεμάτες δάκρυα, διασκεδάσαμε έως αργά τραγουδώντας από Τσιτσάνη μέχρι Abba και Britney Spears, και δώσαμε μια υπόσχεση: να επιστρέψουμε σε βραδιές μαγικές, καμβάδες σε αποχρώσεις του μπλε, κορμιά μαυρισμένα και αλατισμένα, και ψυχές ελεύθερες. Μέχρι τότε, να βρίσκουμε τρόπους να κάνουμε τη ζωή μας πιο όμορφη.