Στη λίστα με τα 5 πράγματα που είχα προγραμματίσει να κάνω πριν τα 30 είχα σημειώσει μεταξύ άλλων: «να μάθω ισπανικά» (#fail, εκτός αν θεωρείται ότι στην περίπτωση που κάποιος μπορεί να παραγγείλει 3 μπίρες και 1 παέγια αυτό ισοδυναμεί με άπταιστη γνώση της γλώσσας), «να ζήσω στη Νέα Υόρκη» (έχω πάει αρκετές φορές, αλλά δεν ξέρω, πιάνεται;) και «να επισκεφτώ το Περού και το Μάτσου Πίτσου». Ακριβώς ένα χρόνο πριν (έχοντας ήδη κλείσει τα 31), σε ένα πάρκο της Βαρκελώνης μία φίλη ανέφερε ότι έχει αγοράσει τα εισιτήρια για να πάει στο Περού σε λίγους μήνες. Η ευκαιρία «αχ, να πάω κι εγώ μπας και σβήσω κάτι από αυτή την αναθεματισμένη λίστα», επιτέλους παρουσιάστηκε μπροστά μου. Ακολούθησε σύντομη αναζήτηση και λίγες ημέρες μετά, με αρκετή δόση αυθορμητισμού και attitude «μια ζωή την έχουμε», «για πάντα νέοι» κι όλα τα σχετικά, αποφάσισα να αγοράσω τα εισιτήρια για Αθήνα – Βαρκελώνη – Μαϊάμι– Λίμα – Κούσκο (πόσα stop-over Χριστέ μου;). Τελικα, θα είμασταν τρεις οι θαρραλέες ταξιδιώτριες.
Κούσκο και Μάτσου Πίτσου
Φτάσαμε στο Κούσκο μετά από αρκετές ώρες πτήσης και τις στάσεις που προανέφερε. Στη Λίμα βιώσαμε μία μικρή καθυστέρηση λόγω «δυσμενών καιρικών συνθηκών», και όταν μόνο, επαναλαμβάνω ΜΟΝΟ, η δική μας πτήση ξεκίνησε την επιβίβαση, άρχισα να πιστεύω ότι ο δικός μας ο πιλότος την είχε δει ατρόμητος και #yolo, δικό μας παιδί δηλαδή, και να αναλογίζομαι πόσο ειρωνικό θα ήταν να έπεφτε το αεροπλάνο ένω είχα ήδη μετρήσει τόσες ώρες πτήσης μεν, χωρίς να έχω δει τίποτα ακόμα δε. Καλά τα έλεγε η Alanis, isn’t it ironic don’t you think?
Παρά τις σκέψεις αυτές, προσγειωθήκαμε μία ώρα μετά άνευ προβλημάτων. Σε κατάσταση ελαφρώς ζόμπι από το αεροπλάνο, την αϋπνία και – το κυριότερο όλων – το ΥΨΟΜΕΤΡΟ, ξεκινήσαμε την εξερεύνηση στην πόλη. Αν και όλοι, μα ΟΛΟΙ οι οδηγοί και λογικοί άνθρωποι, προτείνουν να ανεβαίνεις σταδιακά, «όχι πάνω από 500 μέτρα την ημέρα», περνώντας τις πρώτες λίγες ημέρες πιο χαμηλά, εμείς ως γνήσιες Μπουμπουλίνες με νοοτροπία «δε μασάμε» κι «έχουμε κι εμείς βουνά στην Ελλάδα, αυτά είναι για τους Άγγλους που λεν τους λόφους βουνά, και τα ρυάκια ποτάμια», αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας από τα πολύ ψηλά. Από τα 3.399 μέτρα.
Ακολουθεί σύντομη ταξιδιωτική περιγραφή…
Το Κούσκο είναι ενας τόπος που συνοψίζει όλη την ιστορία του Περού. Διατηρεί έντονο το αποικιακό άρωμα, είναι περικυκλωμένο από τα βουνά των Άνδεων και ταυτόχρονα αποτελεί μία πόλη ζωντανή, γεμάτη κίνηση και κόσμο – ήταν άλλωστε κάποτε η καρδιά της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Ως κέντρο όλων των εξορμήσεων για το Μάτσου Πίτσου, η πόλη είναι προσανατολισμένη στον τουρισμό με πολλές επιλογές διαμονής, εστιατόρια και καφέ. Highlights η κεντρική Πλάζα Ντες Άρμας με τον Καθεδρικό Ναό, η Πλάζα Ρεκοσίχο, το σύμπλεγμα ναών Κορικάντσα και η περιοχή Σαν Μπλας. Για φαγητό, επιβάλλεται μία επίσκεψη στο Jack’s Café που φημίζεται ότι έχει το καλύτερο πρινό της πόλης (και κατά 99% είναι αλήθεια, έτσι το θυμάμαι, δινώ αυτό το 1% σε περιθώριο λάθους λόγω σύγχυσης από το υψόμετρο).
Σε αυτό το σημείο αξίζει μία σύντομη περιγραφή για το πώς αισθάνεται κάποιος στα 3.500 μέτρα. Τις πρώτες ώρες θεωρείς ότι όλα είναι καλά. Βαθειά μέσα σου πιστεύεις ότι όσα ακούγονται για τα νοσήματα των μεγάλων υψομέτρων είναι προφανείς υπερβολές, σχεδόν μυθοπλασίες. Για εσένα που άλλωστε δεν αρρωσταίνεις ποτέ και δεν έχεις ούτε ένα σφράγισμα, αυτή η δοκιμασία μάλλον φαίνεται άλλο ένα παιχνιδάκι. Τρεις ώρες μετά αρχίζουν τα πρώτα συμπτώματα. Ζαλίζεσαι, κάθε βήμα σου γίνεται πιο βαρύ, θες να ξαποστάσεις κάθε τρία μέτρα, κι αποστρέφεις το βλέμμα σου από οποιαδήποτε γαστρονομική λιχουδιά.
Το γιατρικό που προτείνουν οι ντόπιοι, κι εμείς βεβαίως βεβαίως ακολουθήσαμε, είναι να μασήσεις φύλλα κόκας. Καμία σύγχυση και παρανόηση με την παράνομη χρήση του διάσημου ναρκωτικού. Τα αγοράζεις από το περίπτερο, τα έχεις πάνω σου όλη την ώρα, τα προσφέρεις στους φίλους σου και τα μασάς ανά τακτά διαστήματα κάθε φορά που θες λίγη τόνωση. Σα να έχεις πάνω σου ένα σακουλάκι με σοκολατάκια. Απλά αυτά είναι υγιεινά, φυσικά και δεν παχαίνουν – η τέλεια λύση.
Με ζαλάδα, ναυτία κι ένα σακουλάκι στο τσεπάκι, καλύτερη λύση μας φάνηκε να πάμε ακόμα πιο ψηλά (απολύτως καμία λογική σε αυτήν την απόφαση). Πήραμε τουριστικό double-decker λεωφορείο κι ανεβήκαμε στην περιοχή πάνω από την πόλη, περνώντας δίπλα από διάφορα μνημεία των Ίνκας (Sacsayhuaman, Quenko, Puca Pecara). Καθ’ οδόν ξεκίνησε μία δυνατή μπόρα που οδήγησε όλους τους υπόλοιπους τουρίστες να κατέβουν κάτω. Όλους; Όχι όλους. Εμείς, παραμένοντας γνήσιες Μπουμπουλίνες, βγάλαμε τα αντιανεμικά πανωφόρια και συνεχίσαμε να θαυμάζουμε την πανοραμική θέα. Όταν λίγα λεπτά αργότερα η μπόρα εξελίχτηκε σε χαλάζι και οι σταγόνες σε πόνο, τότε μόνο λυγίσαμε κι αποφασίσαμε να βγάλουμε για λίγο την Ζαν Ντ’ Αρκ από μέσα μας, και να κουρνιάσουμε στον κάτω όροφο με τους λοιπούς επιβάτες.
Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε από τα άγρια χαράματα για να μας παραλάβει ο οδηγός με προορισμό το Μάτσου Πίτσου (από δω και πέρα ΜΠ). Μετά από δύο ώρες «Περουβιανής» οδήγησης φτάσαμε στο Ογιανταγιάμπο απ΄ όπου και θα παίρναμε το τρένο. Η διαδρομή θα κρατούσε περίπου 2 ώρες, θα κατεβαίναμε στο 104ο χιλιόμετρο για να κάνουμε σύντομο trekking μέχρι το ΜΠ. Σε αυτό το σημείο υπάρχουν διάφορες επιλογές ανάλογα με τη διάθεση και τη φυσική σου κατάσταση, καλύτερη μας φάνηκε μια ενδιάμεση. Δηλαδή, 6ωρη πεζοπορία που θα κατέληγε στην Πύλη του Ήλιου. Ο οδηγός μας, ο Έλβις, μας περίμενε στην στάση του τρένου και ξεκινήσαμε την ανάβαση. Εν τέλει φτάσαμε πρώτα στο Ουϊνει Ουέινα, μία εντυπωσιακή, αρχαία πόλη των Ίνκας, και λίγο αργότερα διασχίζαμε επιτέλους την Πύλη του Ήλιου. Πριν τα τελευταία σκαλιά ο Έλβις σταμάτησε και μας ζήτησε να πιάσουμε όλοι μαζί τα χέρια για να ζήσουμε με ένα στόμα και με μια φωνή, την εμπειρία της θέασης του ΜΠ για πρώτη φορά. Παρά το “awkward moment”, κοιταχτήκαμε με νόημα, χαμογελάσαμε κρυφά κι ενώσαμε τα χέρια μας.
Και τότε το αντικρίσαμε. Αυτό που έχεις δει σε τόσες εικόνες, σε τόσες καρτ ποστάλ. Μια εικόνα βαθιά χαραγμένη στο μυαλό σου, οικεία αλλά ταυτόχρονα εκθαμβωτικά καινούρια: το Μάτσου Πίτσου. Μεγαλύτερο από όσο το έχεις φανταστεί. Πολύ πιο ψηλά από ό,τι νομίζεις, στα 2492 μέτρα. Χτισμένο και κρυμμένο ανάμεσα στα βουνά. Μυστήριο κι εξωπραγματικό.
Μετά από μία σειρά πληροφοριών και αναλύσεων για το ΜΠ στη διάρκεια της δίωρης ξενάγησης (μάθαμε ότι έχει 170 κτίρια, πάνω από 1000 σκαλιά κ.ο.κ, καθώς και ότι ανακλύφθηκε κατά λάθος από έναν αμερικάνο εξερευνητή, τον Χάιραμ Μπίνγκαμ), σκαρφαλώσαμε στο Ουέινα Πίτσου, μια διπλανή κορυφή για την οποία χρειάζεσαι έξτρα εισιτήριο και ειδική άδεια καθώς επιτρέπεται μόνο περιορισμένος αριθμός επισκεπτών την ημέρα.
Το ρεκόρ ανάβασης στο ΟΠ είναι 22’, εμάς μας πήρε περίπου μία ώρα για να φτάσουμε στην κορυφή και να ξεκλέψουμε άλλη μια πανοραμική θέα, πριν πιάσει καταιγίδα και ο φύλακας μας προειδοποιήσει «τρεχάτε, αν πέσουν κεραυνοί μπορεί να σκοτωθείτε» (#happy_ending, μην ανησυχείτε). Λίγες ώρες αργότερα έχοντας χορτάσει Ίνκας και Μάτσου Πίτσου, ήμασταν στο τρένο της επιστροφής για Κούσκο με επόμενο προορισμό το Πούνο και τη Λίμνη Τιτικάκα.
κλικ για περισσότερες εικόνες από Κούσκο και Μάτσου Πίτσου
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Πούνο, Κόπα Καμπάνα, λίμνη Τιτικάκα και Ίσλα Ντελ Σολ (δηλαδή και λίγη Βολιβία)
Το ταξίδι για το Πούνο ήταν πιο άνετο απ’ όσο ελπίζαμε. Πήραμε νυχτερινό λεωφορείο (με θέση που μπορούσε να γίνει κρεβάτι), φαγητό, τηλεόραση και δυνατότητα να φορτίσεις το κινητό σου. Μεγαλεία δηλαδή.
Φτάσαμε νωρίς το πρωί, απο εκεί πήραμε λεωφορείο για την Κοπα Καμπάνα – μία μικρή, συμπαθητική πόλη στις όχθες της λίμνης από την πλευρά της Βολιβίας – και ύστερα καραβάκι για το Ίσλα Ντελ Σολ, δηλαδή εντελώς Βολιβία. Εκεί μπορείς να αποβιβαστείς είτε στο νότιο είτε στο βόρειο μέρος του νησιού. Παίζοντας κορώνα γράμματα καταλήξαμε στο βόρειο όπου βρήκαμε μία οικογένεια και στέγη για 9 ευρώ το βράδυ, δηλαδή τρία ευρώ το άτομο (κλεψιά!).
Το νησί και όλη η γύρω περιοχή ήταν για εμένα η κορυφαία στιγμή του ταξιδιού. Μικρά κολπάκια, παντού διάσπαρτα αρχαία μνημεία των Ίνκας, κι άλλη μια πανοραμική θέα – αυτή τη φορά της λίμνης. Κάπως σαν να είσαι σε ένα μικρό νησί στην Ελλάδα – η αίσθηση της ζωής σε ένα μικρό χωριό σε συνδυασμό με την επιβλητική ομορφιά και ηρεμία του τόπου. Σε μια λίμνη που σε ξεγελά και σε κάνει να ξεχνάς ότι είσαι στα 3.000 μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Με τα σακίδια στην πλάτη, συνεχίσαμε το οδοιπορικό μας νωρίς το επόμενο πρωί, διασχίζοντας για 3 ώρες το νησία και φτάνοντας στη νότια πλευρά για να πάρουμε το καραβάκι της επιστροφής (σωστή τελικά η επιλογή μας να μείνουμε στο βορρά που ήταν πιο «άγριο» και απομονωμένο τοπίο, #team_north). Στο γυρισμό, κάναμε και μία στάση στα τεχνητά πλωτά νησιά Ούρος, τα οποία είναι φτιαγμένα από totora, ένα είδος καλαμιού που αφθονεί στην περιοχή. Μοναδικό ως θέαμα, τα νησιά στα οποία κατοικούν τα μέλη της φυλής Ούρος, αποτελούν πλέον δημοφιλή τουριστικό προορισμό, και όποιος θέλει μπορεί να διανυκτερεύσει με μία τοπική οικογένεια και να γευτεί ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. “Surreal, but nice”.
κλικ για περισσότερες εικόνες από το πιο όμορφο κομμάτι του ταξιδιού
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Στο Περού, τα φύλλα κόκας τα πουλάνε στα περίπτερα.
Αρεκίπα και Λίμα
Για το τέλος αφήσαμε τις δύο μεγαλύτερες πόλεις του Περού. Η Αρεκίπα στα 2.335 μέτρα, είναι μία μικρή πολιτιστική όαση. Χτισμένη στους πρόποδες του ηφαιστείου Μίστι, πολλά από τα κτίριά της είναι φτιαγμένα από την άσπρη ηφαιστειακή πέτρα. Γνωστή και ως «Λευκή Πόλη», έχει καταχωρηθεί στη λίστα των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Ενώ περπατούσαμε τα πλακόστρωτα δρομάκια με την ισπανική αποικιοκρατική αρχιτεκτονική, συχνά πυκνά αισθανόμασταν ότι ήμασταν σε μια ευρωπαϊκή πόλη και όχι τόσες πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την ήπειρό μας.
Το πιο γνωστό αξιοθέατό της είναι το Μοναστήρι της Σάντα Καταλίνα. Πρόκειται γία μια τεράστια θρησκευτική πολιτεία στην οποία κατοικούσαν περίπου 200 μοναχές από πλούσιες οικογένειες με 300 υπηρέτες, θρησκευτική χλιδή με άλλα λόγια. Κάθε Πέμπτη, το μοναστήρι κλείνει αργά το βράδυ δίνοντας τη δυνατότητα στους επισκέπτες να γευτούν τη «νυχτερινή ζωή» κεκλεισμένων των θυρών. Η φίλη, και μέγας οργανωτής του ταξιδιού, είχε ήδη προβλέψει αυτή μας την ανάγκη, και με βάση το πλάνο μας, περιηγηθήκαμε στις πολύχρωμες εσωτερικές αυλές και τα μοναστικά κελιά την Πέμπτη το απόγευμα (τυχαίο; δε νομίζω).
Αξίζει επίσης κανείς να επισκεφτεί την Γιαναχουάρα, μια περιοχή στην άλλη πλευρά του ποταμιού στην οποία βρίσκονται κάποια εστιατόρια που μας είχαν προτείνει (La Cau Cau, Sol de Mayo). Στην κεντρική πλατεία, πετύχαμε Γαστρονομική Φιέστα και γευθήκαμε διάφορα τοπικά εδέσματα όπως το ceviche (ωμό ψάρι μαριναρισμένο σε λεμόνι) και θαυμάσαμε αρεκιπιανά κοριτσόπουλα να χορεύουν παραδοσιακούς τοπικούς χορούς.
Πριν αφήσουμε οριστικά το Περού, περάσαμε τις δύο τελευταίες ημέρες μας στην πρωτεύουσα Λίμα. Μείναμε στην κεντρική πλατεία Μαγιόρ, φάγαμε πολύ πλούσιο πρωινό στον πεζόδρομο της νότιας πλευράς της και περπατήσαμε, για το επόμενο δίωρο, το όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό κέντρο της πόλης. Περνώντας την πλατεία Μαρτίν, βρεθήκαμε στις πιο ύποπτες περιοχές της Λίμα, κάτι που μας έκανε να πάρουμε στα γρήγορα λεωφορείο για τις πιο ωραίες, παραθαλάσσιες και ήσυχες περιοχές, Μιραφλόρες και Μπαράνκο.
Η εμπειρία των mini bus (aka colectivos) είναι για «δυνατούς λύτες». Απαιτεί να συνεννοηθείς στα ισπανικά και να καταλάβεις που πηγαίνει το κάθε λεωφορειάκι. Συνήθως υπάρχει ένας ελεγκτής, ο οποίος κρέμεται μισός έξω από το όχημα και φωνάζει επαναλαμβανόμενα «Αρεκίπα, Αρεκίπα» ή κάποιες άλλες κεντρικές λεωφόρους της διαδρομής. Επίσημες στάσεις δεν φαίνονται να υπάρχουν, τις έχει αντικαταστήσει ένα δημοκρατικότατο σύστημα που αφήνει στον επιβάτη τη δυνατότητα να επιλέξει που περίπου θέλει να κατέβει. Και να το κάνει εν κινήσει με το Θεό βοηθό.
Challenge accepted, πάντως για εμάς. Έχοντας ευχαριστηθεί και γελάσει με το λεωφορειάκι του θανάτου, κατεβήκαμε στο Μιραφλόρες, μία μίνι-μητρόπολη με ακριβά διαμερίσματα, εμπορικά κέντρα, και κατοίκους που φαίνονται να μην δουλεύουν, αλλά αντιθέτως να περνούν το χρόνο τους, κάνοντας τζόκινγκ, τένις και σέρφινγκ κατά μήκος του Ειρηνικού ωκεανού.
Η τελευταία και πιο όμορφη/hip περιοχή της Λίμα ήταν το Μπαράνκο. Με ωραία μπαρ, καφέ κι ατμόσφαιρα suburbia. Εδώ συχνάζουν τόσο οι hipsters όσο και οι mainstream (ναι υπάρχουν και στη Λίμα τέτοιοι διαχωρισμοί). Θα τους βρεις όλους να κάνουν ουρά για να μπούνε στα hip εστιατόρια και να λιάζονται απολαμβάνοντας τη θέα στον Ειρηνικό. Περπατήσαμε στους δρόμους γύρω από την πλατεία του Δημαρχείου, και καταλήξαμε σε ένα καφέ στο Mirrador Catalina Recavarren να τσουγκρίζουμε Cusquenas & Pisco Sour, ένα ποτό που την πατρότητα της δημιουργίας του διεκδικούν τόσο οι Χιλιανοί όσο και οι Περουβιανοί.
Το φινάλε του ταξιδιού μας επιφύλασσε μια ακόμη σουρεαλιστική πινελιά. Ενώ ήμουν ταλαιπωρημένη, ξενυχτισμένη, με μάτι κομμάτι και κανένα ίχνος φρεσκοπλυμένου ρούχου πάνω μου, με πλησίασε ένα πεντάχρονο κοριτσάκι στο αεροδρόμιο της Λίμα. Μου έδωσε μια ανθοδέσμη και με αποκάλεσε «Βιολέτα». Από το υψόμετρο, την κούραση, την αδυναμία κατανόησης ισπανικών και τις Cusquenas δεν κατάλαβα ακριβώς τι και πώς. Λίγες ημέρες μετά, η φίλη συνταξιδιώτισσα ανακάλυψε αυτό και το μυστήριο λύθηκε.
Ήταν άλλωστε το τελευταίο αίνιγμα του πιο μυστηριώδους προορισμού που έχω επισκεφτεί ποτέ.