Μπαίνοντας στο loft του Σπύρου Κοντάκη στην πλατεία Κοτζιά, ξεχνάς ότι απέχεις ελάχιστα μόλις μέτρα από το δημαρχείο της Αθήνας. Το βιομηχανικής αισθητικής περιβάλλον περισσότερο παραπέμπει, ας πούμε, στη νεοϋορκέζικη γειτονιά Tribeca παρά στο αθηναϊκό περιβάλλον των νεοκλασικών. Κι επίσης μαρτυρά καλό γούστο και υψηλό μπάτζετ, αυτές οι ανακαινίσεις θέλουν ή γεμάτη τσέπη ή πολύ χρόνο – καμιά φορά αυτά τα δύο δεν είναι σχεδόν το ίδιο;
«Είχα βρει τα γραφεία κι έφτιαξα το σπίτι πριν από έξι χρόνια, με πολύ κόπο και δυσκολία. Η περιοχή ήταν τότε επικίνδυνη κι όπου απευθύνθηκα δεν βοηθούσε κανείς. Τώρα βέβαια έχει αναβαθμιστεί το μέρος και η Κοτζιά είναι μια φανταστική πλατεία, από τις πιο ωραίες που έχουμε. Στην αρχή το έφτιαξα με την προοπτική σπιτιού, κι ακόμα χρησιμοποιείται έτσι. Το loft ως φιλοσοφία κατοικίας έχει μια «ελευθερία κίνησης» που διαμορφώνει μια διαφορετική προσέγγιση στο χώρο και στην καθημερινότητα. Και είναι κάτι το οποίο δεν το έχουμε μάθει ούτε σαν αίσθηση, ούτε ως κουλτούρα. Πάντως, απ’ ότι βλέπω αρέσει σε διαφορετικούς ανθρώπους αυτό το συγκεκριμένο στυλ» μου εξηγεί ο Σπύρος Κοντάκης, αυτόν τον καιρό δηλώνει designer αλλά θα επανέλθουμε μετά στις ιδιότητές του, και συνεχίζει: «Μου αρέσει πολύ το κέντρο της Αθήνας και πιστεύω ότι πρέπει να βρει το δρόμο του. Αλλά αν δεν ασχοληθούν πολλοί άνθρωποι μέσω ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οι κρατικές κινήσεις δεν είναι αυτές που περιμένω εγώ για να αναβαθμιστεί το κέντρο ή το σπίτι μου. Υπάρχουν τόσοι όμορφοι χώροι (νεοκλασικά, βιομηχανικοί χώροι) που μένουν ανεκμετάλλευτοι, ενώ με πολύ λίγα λεφτά θα μπορούσαν να γίνουν καλλιτεχνικά εργαστήρια, σπίτια, υπάρχουν πολλές χρήσεις που ούτε καν φανταζόμαστε σήμερα. Κάποιοι βέβαια το προσπαθούν. Χρειάζεται μεράκι και συνεργασία μεταξύ ανθρώπων που έχουν το ίδιο όραμα για να γίνει η αναβάθμιση του κέντρου και να φέρει διαφορετική ποιότητα ζωής. Από τη μία θέλουμε να έχουμε τουρισμό, να προσεγγίζουμε νέους ανθρώπους, αλλά από την άλλη οι υποδομές βρίσκονται σε παντελή εγκατάλειψη».
Ο ίδιος διέγραψε μια εικοσαετία στο χώρο της μουσικής ως κιθαρίστας, συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα της εγχώριας σκηνής πριν πάρει την απόφαση πριν πέντε χρόνια, να αλλάξει εντελώς τη ζωή του. «Σπούδασα μουσική από μικρός, βρέθηκα στο Λονδίνο για 5 χρόνια όπου συνεργαστηκα με μουσικους και έπαιξα σε μιουζικαλ, και μετά γύρισα στην Ελλάδα και έπαιξα στη δισκογραφία με όλους τους Έλληνες καλλιτέχνες. Στο στούντιο έχω ηχογραφήσει πάνω από 250 CD με ονόματα όπως Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Χάρις Αλέξίου και Γιώργος Νταλάρας. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από τις συνεργασίες μου και τα ονόματα που δούλεψα, αλλά γενικότερα δεν μου άρεσε το δημιουργικό κομμάτι της μουσικής στην Ελλάδα, η στασιμότητα, η «δημοσιοϋπαλληλική» προσέγγιση της μουσικής και τα κυκλώματα που ποτέ δεν ήταν του στυλ μου. Παράλληλα είχα στο μυαλό μου το σχέδιο, οπότε κάποια στιγμή άλλαξα τη ζωή μου 180 μοίρες: Πέρασα στην άλλη όχθη και στο σχεδιασμό, επόπλων και διάφορων οικιακών αντικειμένων, επειδή απλά μου κατέβηκε. Αβίαστα και με άγνοια κινδύνου. Δεν μπήκα με στρατηγική σε αυτή τη δουλειά, ήρθε από μόνο του».
Πώς αφήνει όμως κανείς είκοσι χρόνια σταθερής πορείας σε ένα επάγγελμα και ξεκινάει από το μηδέν; «H μετάβαση ήταν δύσκολη, έκοψα τελείως όλα αυτά από τα οποία ζούσα. Έκανα όμως αυτό που μου ήρθε στο μυαλό όπως το ήθελα και γι’ αυτό νομίζω ότι είχε καλή ανταπόκριση, ειδικά στο εξωτερικό. Μου λένε ότι βλέπουν κάτι αυθόρμητο, όχι επιτηδευμένο, δηλαδή δεν ψάχνω να αποδομήσω τίποτα και ακόμη και λάθος να κάνω, είναι η συνέχιση του λάθους που μπορεί να σου προκύψει από έμπνευση. Έχω κάνει περιστασιακές σπουδές σχεδίου, αλλά το έβλεπα ερασιτεχνικά, ούτως η άλλως δεν έχει τόσες γνωστικές απαιτήσεις, όπως το να σχεδιάζεις για παράδειγμα μια μηχανή αεροπλάνου. Ό,τι κάνω είναι από δική μου πρωτοβουλία και γνώση».
Μετά την πολύχρονη θητεία στη μουσική, ίσως ανιχνεύονται κάποιες συνδέσεις με τη διαδικασία του σχεδιασμού. «Η σύνδεση υπάρχει στο ρυθμό και την αναλογία. Ένα αντικείμενο μπορεί να σου δημιουργήσει την αίσθηση της μουσικής, όσον αφορά την αρμονία στο χώρο, την ατμόσφαιρα, το σεβασμό που εμπνέει. Εγώ δεν το σκέφτομαι τόσο φιλοσοφικά, το πρώτο που μου έρχεται είναι το σχήμα. Ξεκινάω από εκεί και μετά προκύπτουν όλα. Η περισσότερη έμπνευση ήρθε από την απογοήτευσή μου από τη μουσική. Η απογοήτευση με παρακινούσε να σκέφτομαι σχέδια και σχήματα. Στο σχήμα βλέπω παρελθόν, μέλλον, τα βλεππω όλα. Από την άλλη διάβαζα βιογραφίες καλλιτεχνών του Bauhaus, τη ζωή και τις δυκολίες τους και έκανα μια χρονομετάθεση στον εαυτό μου. Φανταζόμουν τον εαυτό μου σε εκείνη την εποχή όπου όλα ήταν μπροστά σου, καινούρια κινήματα, καινούριες ιδέες και δημιουργίες τα οποία δεν υπάρχουν τώρα. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιώ συχνά: σκέφτομαι όπως ίσως θα σκέφτονταν και δημιουργώ».
Στη συνέχεια ο Σπύρος ξεκινά να εξηγεί τη φιλοσοφία των δικών του επίπλων.«Το ύφος χτυπάει “δοκάρι” ανάμεσα στο υλικό για γκαλερί και το πρακτικό. Γενικά μου αρέσει η Bauhaus αισθητική, αλλά δεν έχω επιλέξει ένα συγκεκριμένο στυλ, αυτό προκύπτει. Προτιμώ πάντως να διατηρήσω την τακτική των limited, συλλεκτικών αντικειμένων παρά να μπω στη διαδικασία των Κινέζων, στη διαδικασία της μεγαλύτερης παραγωγής πιο πρακτικών και οικονομικών αντικειμένων. Όσες φορές κινήθηκα, λόγω συνθηκών, προς τα εκεί έχασα τον αυθορμητισμό και τον χαρακτήρα των δημιουργιών μου, ο οποίος πάντα συνδέεται με μένα, τα βιώματά μου, τη μουσική, την Ελλάδα σαν χώρα και ταυτότητα. Από κάποια ηλικία και μετά, πρέπει να σε συνοδεύει αυτή η συνειδητοποίηση του παρελθόντος, αλλιώς κινδυνεύεις να γίνεις γραφικός».
Από την πρώτη στιγμή, το design του Σπύρου βρήκε ανταπόκριση και στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στη Γαλλία. Ο φίλος του και καλλιτεχνικός μάνατζερ, Γιώργος Τσεβρένης. έδειξε τα πρώτα του αντικείμενα σε γάλλους συλλέκτες τέχνης και το ένα έφερε το άλλο. Όπως περιγράφει ο Σπύρος, σε σχέση με την ελληνική αγορά, στο εξωτερικό όλα κινούνται αλλιώς. «Ό,τι ξεφεύγει από τη μαζική ελληνική κουλτούρα είναι επικίνδυνο στην Ελλάδα. Δεν είναι ότι αποζητάς την αναγνώριση στο εξωτερικό, προκύπτει από ανάγκη γιατί δεν υπάρχει αποδοχή εδώ. Η αγορά είναι μεγαλύτερη στο εξωτερικό και περισσότερο διαφοροποιημένη, πάντα θα βρεθεί κάποιος να ενδιαφερθεί γι’ αυτό που κάνεις. Χρειάζεται η εξωστρέφεια, είναι καλή εμπειρία να δίνεις δείγματα δουλειάς προς τα έξω, αντί να την περιορίζεις σε μια χώρα σχετικά πουριτανή σε θέματα τέχνης. Ενώ φαίνεται ότι οι Έλληνες είναι πολύ ανοιχτοί, όταν το δημιούργημα είναι έτοιμο συχνά δεν βρίσκεις καμία ανταπόκριση. Έτσι κι εγώ επικεντρώθηκα στη γαλλική αγορά, που είναι το κέντρο της Ευρώπης σε αυτό τον τομέα. Εκεί επικοινωνούν διαφορετικά την τέχνη, παρέχονται περισσότερες ευκαιρίες».
Μια ένδειξη μάλιστα της γρήγορης εξέλιξης είναι ότι αντικείμενα του Σπύρου έφτασαν στο Χόλιγουντ. Μάνατζερ με τους οποίους συνεργάζεται κατάφεραν να βάλουν την τσαγιέρα Conical (που βλέπετε και στις φωτογραφίες) στα πλατό των promo φωτογραφίσεων για μεγάλα blockbusters. Συγκεκριμένα, το σχέδιό του συνόδευσε τους πρωταγωνιστές του The Amazing Spiderman, Έμα Στόουν και Άντριου Γκάρφιλντ όπως βλέπετε εδώ…
… αλλά την εκρηκτική Μπερενίς Μαρλό που πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Ντάνιελ Κρεγκ στο τελευταίο Τζέιμς Μποντ, το απολαυστικό Skyfall. Ιδού κι αυτή η φωτό.
Επίσης, την επέλεξε και η Στεφανί του Μονακό για τον ετήσιο φιλανθρωπικό πλειστηριασμό που διοργανώνει.
Τώρα, ο Σπύρος ετοιμάζεται για μια ατομική έκθεση στο Παρίσι, πιο συγκεκριμένα στην Galerie της Helene Nougaro η οποία ξεκινά στις 23/10 και θα περιλαμβάνει όλα τα πρωτότυπα αντικείμενα που έχει σχεδιάσει και θα διαρκέσει για δύο μήνες, ενώ παράλληλα τρέχουν παρουσιάσεις σε ταινίες και μεγάλα περιοδικά.
«Αυτό είναι μια καλή διαφήμιση, αλλά για μένα δεν κατοχυρώνει την αξία του προϊόντος. Όσον αφορά το συγκεκριμένο αντικείμενο τέχνης νομίζω ότι λειτουργεί καλύτερα όταν ψάχνεις να το βρεις. Όποιος ασχολείται θα βρει το αντικείμενο, αν του αρέσει κι αν πραγματικά αξίζει. Έχουμε μάθει κι εμείς στην πολλή τηλεόραση και το πολύ μάρκετινγκ. Από την άλλη, δεν ανήκω στο είδος καλλιτέχνη που κλείνεται στον εαυτό του, χάνει το χιούμορ του και περιμένει να τον ανακαλύψουν, αυτά τα θεωρώ πλέον γραφικά. Το έχω πάρει χαλαρά και αυτοσαρκάζομαι. Στην εποχή μας τα πάντα είναι ρευστά, δεν χρειάζεται να προσπαθεί κανείς να χτίσει ένα image που στο τέλος μόνο τον ίδιο ικανοποιεί, θέλει ισορροπία. Ο κόσμος τα έχει δει όλα και έχει βαρεθεί, θέλει να δει κάτι αυθεντικό, να σε δει να πιστεύεις αυτό που κάνεις, να είσαι συνεπής. Κι εγώ το ίδιο προσπαθώ να κάνω».