Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάναμε μόνες μας διακοπές, έτσι όμως κατάλαβα πως ένιωθες από τα συμφραζόμενα. Στα μάτια μου έμοιαζες πιο ξένοιαστη από ποτέ, έκανες σα να μπαίνεις πρώτη φορά σε πλοίο, σα να προσανατολίζεσαι πλέον για το κατά που πέφτουν οι Κυκλάδες, σα να μην σε νοιάζει αν θα γυρίσουμε έστω με ένα ευρώ στην τσέπη, από εκείνα τα λεφτά που αν θυμάσαι μου είχες δώσει να σου φυλάω για να καταφέρουμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι. Δεν ήμασταν οι δυο μας, μας συνόδευαν άλλες τρεις, μόνο εγώ όμως συμφωνούσα με θέρμη μαζί σου όταν έλεγες πως επιλέξαμε για πρώτη φορά ένα νησί που από τις περιγραφές δείχνει να μας ταιριάζει. Ήθελα βέβαια να αράξουμε στο κατάστρωμα, δε μου έκανες τη χάρη, αλλά τι να σε κάνω που λαχταρούσες μια θέση κάτω από το κλιματιστικό;
Είχαν περάσει από ώρα τα μεσάνυχτα κατά την άφιξή μας. Καθώς μετρούσες τις σκηνές που είχαν στηθεί μέχρι και στο διάδρομο έξω από τις τουαλέτες, αναζητώντας απογοητευμένη έστω ένα δείγμα σκιάς για να βολευτούμε, σου είπα πως δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε, έχει κι άλλο κάμπινγκ το νησί, ας βγούμε το πρώτο μας βράδυ και βλέπουμε. Το επόμενη πρωί ανακάλυψες πως η σκηνή που είχαμε επιλέξει χωρούσε με το ζόρι τη μια από τις δυο μας, το έβρισκες τόσο αστείο ενώ εγώ σε κοιτούσα με εκείνο το βλέμμα που λες πως πρέπει να κόψω, αφού στην τελική δε τρομάζει και κανέναν. Σε συγχώρησα όταν εσύ κατανάλωνες με ενθουσιασμό κάθε γουλιά ψημένης ρακής και με εμψύχωνες προκειμένου να ακολουθήσω το παράδειγμα σου, ενώ παράλληλα με διαβεβαίωνες πως θα βρούμε ένα τρόπο να βολευτούμε όταν έρθει η ώρα του ύπνου. Τα σφηνάκια τα κατάφερα, ίσως αυτά ήταν που με έκαναν καλόβολη μέχρι την ώρα που ο διπλανός άρχιζε να ροχαλίζει με στόμφο. Όταν ξημέρωσε η μέρα κι εκείνος εμφανίστηκε ξεκούραστος με ένα φραπέ στο χέρι, του επισήμανα να κοιτάξει τα κρεατάκια του ενώ εσύ μάταια προσπαθούσες να συμμαζέψεις την αγένειά μου. Φτάνοντας στην παραλία της Αγίας Άννας έκανες σαν μικρό παιδί και στοιχημάτιζες πως δε θα βρούμε πουθενά καλύτερα νερά, δίκιο είχες τελικά. Στον Μούρο λερώθηκε το μαγιό σου από κάτι πηχτό και μαύρο και σου υποσχέθηκα πως πίσω στην Αθήνα θα φάω τον κόσμο να σου βρω ένα ίδιο. Μετά όμως το ξέχασες, γιατί τι είναι ένα μαγιό μπροστά στους χορούς που κάναμε στην αγαπημένη μας ταράτσα του νησιού; Ο οδηγός του κτελ που μας μετέφερε μέχρι τα σοκάκια της χώρας -που δεν εγκαταλείπαμε μέχρι να ανοίξει ο φούρνος με την αγαπημένη σου ζαμπονοτυρόπιτα- είχε εμφανώς κουραστεί να σ’ ακούει να μου τραγουδάς πως «αερόπλανο θα πάρω να ρθω πάλι να σε βρω», με μισό μάτι μας κοιτούσε όταν μας έκοβε εισιτήριο, αλλά δεν τον αφήσαμε να μας χαλάσει το καθιερωμένο αυτοσχέδιο γλέντι της διαδρομής. Μόλις φτάναμε περιμέναμε στην ουρά για ένα γλυκό από το αγαπημένο μας ζαχαροπλαστείο, πόσες φορές η κοπέλα στο ταμείο μας κοιτούσε άναυδη όταν με κατσάδιαζες πως κολλάω με ένα πράγμα και δε τολμάω να δοκιμάσω κάτι άλλο πέρα από τσιζκέικ; Μήπως θυμάσαι εκείνο το βράδυ που κάποια από την ομήγυρη πρότεινε να κοιμηθούμε σε μια αμμουδιά; Γιατί συμφωνήσαμε εμείς οι δυο φοβιτσιάρες με αυτό; Και τελικά κοιμηθήκαμε ποτέ φυσιολογικά σε αυτό το νησί; Ούτε υπόστρωμα δεν προνοήσαμε να κουβαλήσουμε στις αποσκευές.
http://www.youtube.com/watch?v=wIomopMG4GI
Εσύ έφυγες στις εφτά μέρες και νόμιζες πως σε κοροϊδεύω όταν σου ανακοίνωσα πως θα μείνω πίσω μόνη μου μέχρι να κουραστώ. Σε χαιρετούσα ξημερώματα στο λιμάνι και μου έλεγες πως θα μου τηλεφωνείς κάθε μέρα, όντως το έκανες. Όταν σου περιέγραφα σκηνικά με πρωταγωνιστές ανθρώπους που δε συναντήσαμε μαζί με ρωτούσες επίμονα αν πίνω παραπάνω απ’ όσο σηκώνω. Και όταν σου είπα πως καλοβλέπω κάποιον που ήξερες δήλωσες πως δεν τον συμπαθείς, πως σίγουρα δε μου κάνει, δίκιο είχες πάλι.
Μια μέρα του φετινού Ιουλίου σου υπενθύμισα πως έχουν περάσει πέντε χρόνια, πως ήρθε επιτέλους η ώρα να επιστρέψουμε στο νησί της καρδιάς μας, όπως συνηθίζουμε να το αποκαλούμε. Εγώ βρισκόμουν στο γραφείο κι εσύ τράβηξες την ανηφόρα μέχρι το κοντινό μας ταξιδιωτικό γραφείο. Λίγη ώρα μετά μου έστειλες μια φωτογραφία με τα εισιτήριά μας για Αμοργό. Τώρα κάθεσαι απέναντί μου, δεν αρνήθηκες λεπτό να κατευθυνθούμε προς το κατάστρωμα, φοράς πάλι μαρινιέρα και ψάθινο καπέλο όπως και τότε και εγώ επιμένω πως δεν πρέπει να αποφασίσουμε βιαστικά για την ημέρα επιστροφής, θέλεις πάλι να σε χαιρετάω στη μπουκαπόρτα κι εσύ να με ρωτάς επίμονα τι θα απογίνω μόνη μου στο νησί; Συμφωνείς πως δεν θα κόψουμε εισιτήριο μέχρι τη μέρα που θα με πείσεις να προδώσω το τσίζκεϊκ και να δοκιμάσω εκείνη τη σοκολατόπιτα που σνόμπαρα κάθε φορά που την επέλεγες. Δεν θα το καταφέρεις ποτέ αλλά δεν υπάρχει λόγος να στο πω, έχουμε ακόμη καλοκαίρια μπροστά μας για να το καταλάβεις.