Μια αλήθεια που συχνά παραλείπεται στις απανταχού συζητήσεις περί καλοκαιριού είναι ότι οι διακοπές ξεκινούν στην πραγματικότητα το βράδυ πριν την αναχώρηση. Τότε το μυαλό έχει το προνόμιο της άγνοιας που επιδρά απολαυστικά στο σώμα τυλίγοντάς το με την ανδρεναλίνη της προσμονής. Εκείνο το βράδυ, λίγο πριν τα 18 και λίγο μετά τις Πανελλήνιες, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα στο κρεβάτι με τα μάτια ορθάνοιχτα, ακούγοντας μουσική και αιφνιδιάζοντας τη μνήμη μου με πράγματα που είχα ξεχάσει να στοιβάξω στη βαλίτσα. Πάνω στο γραφείο μου, σε έναν άσπρο φάκελο που έγραφε Ίος με κεφαλαία γράμματα, λαμπίριζε ένα κολλαριστό εισιτήριο. Μέσα στο φάκελο είχαν στριμωχτεί και διάφορες σκόρπιες λέξεις όπως «ενθουσιασμός», «ενηλικίωση», «ελευθερία». Η λέξη «άγχος» έμεινε επιτυχώς έξω. Έβαλα το ξυπνητήρι στις 4.50.
Δύο ώρες αργότερα έσερνα τη βαλίτσα μου στο σκοτεινό πεζοδρόμιο. Στο μετρό συνάντησα τις υπόλοιπες τρεις συνεργούς στο έγκλημα. Καμία τους δεν είχε κοιμηθεί. Στο πλοίο εξαντλήσαμε ένα σημαντικό απόθεμα υπερέντασης παίζοντας Uno μέχρι τελικής πτώσης, βάλαμε τα ξεθωριασμένα all star μας στην κουπαστή, φάγαμε μπαγιάτικες τυρόπιτες και βγάλαμε τις πρώτες φωτογραφίες. Κάθετί που κάναμε το είχαμε ξανακάνει, αυτή τη φορά όμως όλα φαίνονταν καινούρια και διαφορετικά. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια όλες είχαμε μια στοιχειώδη προυπηρεσία στο καθιερωμένο παραθαλάσσιο χωριό- σήμα κατατεθέν των μέχρι τότε διακοπών μας, όπου η οικειότητα του μέρους συνεπαγόταν ελευθερία κινήσεων κι επιστροφή στο σπίτι την ώρα του πρωινού- άλλο αν στο σπίτι υπήρχε πάντα μια γονεική φιγούρα.
Φτάνοντας στο λιμάνι στριμωχθήκαμε με συνοπτικές διαδικασίες στο μικρό βανάκι του κεφάτου ξενοδόχου, ο οποίος μας εντόπισε αμέσως (μέχρι σήμερα καμια μας δεν έχει λύσει αυτόν το γρίφο). Το ξενοδοχείο βρισκόταν σε ένα λιλιπούτειο δρομάκι στο κέντρο της χώρας της Ίου, μια ανάσα από τα πολύβουα μπαράκια. Η χαμηλή τιμή ήταν ανάλογη της ποιότητας, αλλά από την πόρτα μπορούσες με ευκολία να πηδήξεις στην σκεπή μιας εκκλησίας με θέα που έφτανε μέχρι τη θάλασσα- δηλαδή ένα ιδανικό σημείο για συζητήσεις πριν τη βραδινή έξοδο.
Οι επόμενες πέντε μέρες (κατρα)κύλησαν ανάμεσα σε βουτιές, τρανταχτά γέλια, αντιηλιακό, άμμο στα μαλλιά μας, μάχες για το σεσουάρ, σατανικά σχέδια για τους γείτονες που μας ξυπνούσαν στις 11 το πρωί, διεθνείς γνωριμίες σε μέτρια αγγλικά, ζιγκ ζαγκ βήματα το ξημέρωμα και σαφάρι στα άπειρα μικρά μπαράκια 1-shot-1-euro όπου το Kurt Kobain’s brain ήταν το πιο ανέμπνευστο και απλό όνομα ποτού. Δεν συνέβη τίποτα το εξωπραγματικό -θα μπορούσα να περιγράψω την αίσθηση του να ανεβαίνεις με κάλτσες την ανηφόρα από το Μυλοπότα προς το κέντρο έχοντας μόλις χάσει τις σαγιονάρες σου, αλλά αντιλαμβάνομαι την απόστασή του από κάτι πραγματικά εξωπραγματικό- αλλά δεν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε τίποτα παραπάνω. Το εξωπραγματικό βρισκόταν στο αίμα μας, σε αυτό το μαγικό συναίσθημα που δημιουργεί ο συνδυασμός του καλοκαιριού με το άθροισμα των μόλις 18 χρόνων: το ξεκίνημα μιας νέας εποχής.